Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2019

Η αγάπη προς τον πλησίον ΑΓΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ


agios


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

 Η αγάπη προς τον πλησίον


Αγάπη και ταπείνωση, οι δυο αδελφωμένες αρετές


– Γέροντα, πώς θα σωθώ με τόσα πάθη που έχω;
– Με την αγάπη και την ταπείνωση. Μόλις αυξηθούν αυτές οι δύο αρετές, η υπερηφάνεια και η κακία θα μείνουν ατροφικές και τα πάθη θα αρχίσουν να ψυχορραγούν. Έτσι όλα τα πάθη σιγά-σιγά θα αφανισθούν και όλες οι άλλες αρετές θα έρθουν μόνες τους. Γι᾿ αυτό στρέψε όλες τις δυνάμεις σου στην αγάπη και στην ταπείνωση.
Η αληθινή αγάπη είναι αγκαλιασμένη με την ταπείνωση σαν δύο αδέλφια δίδυμα,  πολύ  αγαπημένα.  Η  αγάπη  δεν  χωρίζει  από  την  ταπείνωση.  Μέσα  στην αγάπη βρίσκεις την ταπείνωση και μέσα στην ταπείνωση βρίσκεις την αγάπη.
Για μένα όλη η βάση στην πνευματική ζωή είναι η αγάπη και η ταπείνωση. Όπου υπάρχει αγάπη, κατοικεί ο Χριστός, η Αγάπη, καί, όπου υπάρχει ταπείνωση, την Χάρη του Θεού την πιάνει το ενοικιοστάσιο1. Τότε παντού βασιλεύει ο Θεός και η γη μεταβάλλεται  σε  Παράδεισο.  Ενώ,  όπου  λείπει  η  αγάπη  και  η  ταπείνωση,  εκεί κατοικεί το ταγκαλάκι, ο εχθρός, και ζουν από εδώ οι άνθρωποι μαζί του την κόλαση και συνέχεια χειροτερεύουν την θέση τους στην άλλη ζωή.
Ο ευκολώτερος δρόμος για να σωθούμε είναι η αγάπη και η ταπείνωση· γι᾿ αυτά θα κριθούμε. Αυτές οι δύο αρετές συγκινούν και κάμπτουν τον Θεό και ανεβάζουν το πλάσμα Του στον Ουρανό. Από τα διακριτικά αυτά – την ταπείνωση και την αγάπη – ξεχωρίζουν οι άγιοι Άγγελοι τα παιδιά του Θεού, τα παίρνουν με αγάπη, τα περνούν άφοβα από τα εναέρια τελώνια2  και τα ανεβάζουν στον φιλόστοργο Πατέρα Θεό.


Η ακριβή αληθινή αγάπη


Κατ᾿ εμέ η αγάπη είναι τριών ειδών: η σαρκική αγάπη, η οποία είναι γεμάτη πνευματικά μικρόβια, η κοσμική αγάπη, η οποία είναι φαινομενική, τυπική, υποκριτική, δίχως βάθος, και η πνευματική αγάπη, η οποία είναι η αληθινή, η αγνή, η ακριβή αγάπη. Αυτή η αγάπη είναι αθάνατη· μένει «εις αιώνας αιώνων».
– Πώς θα καταλάβω, Γέροντα, αν έχω αληθινή αγάπη;
– Για να το καταλάβης, να εξετάσης αν αγαπάς όλους τους ανθρώπους εξίσου  κι αν όλους τους ανθρώπους τους θεωρείς καλύτερους από σένα.
– Γέροντα, έχει ψυχρανθή η αγάπη μου για τον Θεό και για τον πλησίον.
– Σπείρε την λίγη αγάπη που σού έμεινε, για να φυτρώση αγάπη, να μεγαλώση, να καρπίση και να θερίσης αγάπη. Μετά θα σπείρης την περισσότερη αγάπη που θα θερίσης, και σιγά-σιγά θα γεμίση το αμπάρι σου και δεν θα έχης που
να την βάλης, γιατί, όσο σπέρνεις αγάπη, τόσο πιο πολύ αυξάνει. Ας πούμε, ένας γεωργός έχει ένα σακκουλάκι σπόρο και τον σπέρνει. Μετά μαζεύει τον καρπό και
γεμίζει μία μεγάλη σακκούλα. Αν σπείρη ύστερα τον καρπό που έχει στην σακκούλα, θα γεμίση ένα σακκί. Και όταν μαζέψη πολύ σπόρο και τον σπείρη, θα γεμίση ένα αμπάρι. Ενώ, αν κρατήση τον σπόρο στο σακκουλάκι και δεν τον σπείρη, ο σπόρος θα σκουληκιάση. Πρέπει να πετάξη τον σπόρο στην γή, για να φυτρώση, να μεγαλώση και να κάνη καρπό.
Έτσι, θέλω να πώ, γίνεται και με την αγάπη. Για να αυξηθή η αγάπη, πρέπει να την δώσης. Όποιος όμως δεν δίνει έστω και την λίγη αγάπη που έχει, είναι σαν να έχη ένα απλόχερο3  σπόρο, αλλά τον κρατάει και δεν τον σπέρνει. Αυτός είναι ο πονηρός δούλος που έκρυψε το τάλαντο4.
Ανάλογα με την αγάπη που θα προσφέρης, θα έχης να λάβης. Αν δεν δώσης αγάπη, δεν θα λάβης αγάπη. Βλέπεις, η μάνα δίνει συνέχεια στα παιδιά της, αλλά και συνέχεια παίρνει από τα παιδιά της, και συνέχεια αυξάνει η αγάπη της. Όταν όμως ζητάμε την αγάπη των άλλων αποκλειστικά για τον εαυτό μας και θέλουμε όλοι να μας  δίνουν  καί,  όταν  κάνουμε  κάποιο  καλό,  σκεφτώμαστε  την  ανταπόδοση,  δεν έχουμε ακριβή αλλά φθηνή αγάπη. Τότε αποξενωνόμαστε από τον Θεό και δεν λαμβάνουμε αγάπη ούτε από τον Θεό ούτε από τους ανθρώπους.
Όσοι έχουν κοσμική αγάπη μαλώνουν ποιός να αρπάξη περισσότερη αγάπη για τον εαυτό του. Όσοι όμως έχουν την πνευματική, την ακριβή, αγάπη, μαλώνουν ποιός να δώση περισσότερη αγάπη στον άλλον. Αγαπούν, χωρίς να σκέφτωνται αν τους αγαπούν ή δεν τους αγαπούν οι άλλοι, ούτε ζητούν από τους άλλους να τους αγαπούν. Θέλουν όλο να δίνουν και να δίνωνται, χωρίς να θέλουν να τους δίνουν και να τους δίνωνται. Αυτοί οι άνθρωποι αγαπιούνται απ᾿ όλους, αλλά πιο πολύ από τον Θεό, με τον Οποίο και συγγενεύουν.
Αγάπη χωρίς αντιπαροχή! Να μην κάνουμε καλωσύνες, για να πάρουμε ευλογίες. Να καλλιεργήσουμε την αρχοντική, την ακριβή αγάπη, την οποία έχει ο Θεός, και όχι την φθηνή κοσμική αγάπη, η οποία έχει κάθε ανθρώπινη αδυναμία.
  Γέροντα,  δυσκολεύομαι  να  δώσω  την  αγάπη  μου  εκεί  που  δεν  θα  την εκτιμήσουν.
– Δεν έχεις πραγματική αγάπη, γι᾿ αυτό δυσκολεύεσαι. Όποιος έχει πραγματική αγάπη,  δεν τον  απασχολεί  αν  εκτιμήσουν  την  αγάπη του  ή όχι. Την θυσία που κάνει για τον πλησίον του, επειδή την κάνει από καθαρή αγάπη, ούτε καν την θυμάται.
– Πώς μπορώ, Γέροντα, να ξεχνώ το καλό που κάνω;
– Ρίξ᾿ το στο γιαλό... Έτσι θα το ξεχνάς. Αλλά και το κακό που σού κάνουν, κι αυτό να το ξεχνάς. Με αυτόν τον τρόπο θα συγκεντρώσης έναν πλούτο πνευματικό, χωρίς καν να το αντιληφθής.


Να βγάζουμε τον εαυτό μας από την αγάπη μας


– Γέροντα, ποιό είναι το μέτρο της αγάπης;
  Το  «αγαπάτε  αλλήλους,  καθώς  εγώ  ηγάπησα  υμάς»5.  Με  αυτό  ο  Χριστός εννοεί   ότι   πρέπει   πάντοτε   να  θυσιαζώμαστε   για  τους   άλλους,   όπως  Εκείνος θυσιάσθηκε για μάς.
– Μπορεί, Γέροντα, μέσα στην θυσία να υπάρχη θέλημα;
– Ναί, μπορεί. Θυμάμαι – λαϊκός ήμουν ακόμη –, κάποιος Κονιτσιώτης αμέσως μετά την Ανάσταση έλεγε εις επήκοον πάντων: «Θα πάω πάνω στο μοναστήρι, στην Παναγία, να ανάψω τα καντήλια». Με τον τρόπο όμως που το έλεγε, έβλεπες ότι είχε υπερηφάνεια,  θέλημα...  Πήγαινε  λοιπόν  την  νύχτα  πάνω  στο  μοναστήρι,  για  να ανάψη τα καντήλια, δυο ώρες δρόμο να πάη και δυο να γυρίση. Και τί δρόμο; κακόδρομο! Και στο εκκλησάκι ήταν όλα εγκαταλελειμμένα, πεταμένα εδώ κι εκεί· που να βρη καντηλήθρα και φιτίλι! Και τελικά, έκανε όλον αυτόν τον κόπο και όλα πήγαιναν χαμένα. Αν του έλεγε κανείς: «τώρα που θα πάς στο σπίτι, άναψε το καντήλι», μπορεί και να μην το άναβε! Αν ήθελε πραγματικά να κάνη θυσία, έπρεπε να πάη απλά, αθόρυβα, στο μοναστήρι και να ανάψη τα καντήλια.
– Δηλαδή, Γέροντα, μπορεί κάποιος να κάνη μια θυσία από υπερηφάνεια;
– Πώς δεν μπορεί; Μπορεί να θυσιάση, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, ακόμη και την ζωή του, και αγάπη να μην έχη6.
– Έχει αξία αυτή η θυσία;
– Δεν θυμάσαι τί λέει πάλι ο Απόστολος Παύλος; «Αγάπην δε μη έχων, ουδέν
ειμι»7. Η θυσία, για να είναι κατά Θεόν, πρέπει να μην έχη ανθρώπινα στοιχεία, ιδιοτέλεια, υπερηφάνεια κ.λπ. Όταν θυσιάζεται κανείς ταπεινά, τότε έχει αγάπη και τότε συγκινεί τον Θεό. Όταν μιλάω για αγάπη, μιλάω για την αληθινή, την γνήσια αγάπη που έχει αρχοντιά. Γιατί μπορεί κανείς να αναπαύεται με τον λογισμό του ότι έχει αγάπη, επειδή τα δίνει όλα, και όμως αγάπη να μην έχη, επειδή μέσα στην αγάπη του αυτή έχει τον εαυτό του, επειδή δηλαδή αποβλέπει σε ατομικό του συμφέρον.
Για να είναι γνήσια η αγάπη μας, πρέπει να την εξαγνίσουμε, να βγάλουμε τον εαυτό μας από την αγάπη μας. Και όταν όλοι βγάζουν τον εαυτό τους από την αγάπη τους, τότε ο ένας είναι μέσα στον άλλον και όλοι είναι ένα και είναι πια ενωμένοι από την μία αγάπη του Χριστού. Και μέσα στον Χριστό είναι όλα τα προβλήματα λυμένα, διότι η αγάπη του Χριστού μας διαλύει όλα τα προβλήματα.


Αγάπη μητρική για όλους


– Γέροντα, πώς μπορεί να βάλη κανείς όλον τον κόσμο μέσα στην καρδιά του;
– Πώς μπορεί να αγκαλιάση όλον τον κόσμο, όταν τα χέρια του είναι μικρά;... Για να βάλη κανείς όλον τον κόσμο στην καρδιά του, πρέπει να πλατύνη την καρδιά του.
– Πώς θα γίνη αυτό, Γέροντα;
– Με την αγάπη. Αλλά κι αυτό δεν φθάνει. Χρειάζεται μητρική αγάπη. Η μάνα
αγαπάει  τα  παιδιά  της  περισσότερο  από  τον  εαυτό  της.  Αυτήν  την  αγάπη  αν αποκτήση κανείς, αγαπάει όχι μόνον όσους τον αγαπούν αλλά και εκείνους που τον βλάπτουν,  γιατί,  όπως  η  μάνα  όλα  τα  δικαιολογεί,  έτσι  και  αυτός  πάντα  βρίσκει ελαφρυντικά για τους άλλους και ρίχνει το βάρος στον εαυτό του. Ακόμη και να τον κλέψουν,  νιώθει  τύψεις,  αν  πιάσουν  τον  κλέφτη  και  τον  βάλουν  στην  φυλακή. «Εξαιτίας μου φυλακίσθηκε, θα λέη. Αν έβρισκα τρόπο να του δώσω τα χρήματα που
του χρειάζονταν, δεν θα έκλεβε και δεν θα ήταν τώρα στην φυλακή».Η μητρική αγάπη όλα τα καλύπτει, όλα τα σβήνει. Αν ένα παιδί κάνη μια ζημιά ή φερθή άσχημα, η μάνα του αμέσως το συγχωρεί, γιατί είναι παιδί της. Έτσι, και όταν αγαπάς τον πλησίον σου με αγάπη μητρική, δικαιολογείς τις αδυναμίες του και δεν βλέπεις τα σφάλματά του· κι αν τα δής, τα συγχωρείς. Τότε η καρδιά σου πλημμυρίζει από αγάπη, γιατί γίνεσαι μιμητής του Χριστού που μας ανέχεται όλους.
– Γέροντα, όλα τα αντιμετωπίζω με μια στενότητα· μήπως δεν έχω καρδιά;– Εσύ δεν έχεις καρδιά; Ξέρεις τί καρδιά έχεις; Αλλά αφήνεις να την πνίγη η στενοκεφαλιά σου και ύστερα βασανίζεσαι. Όποιος έχει πλατειά καρδιά, όλα τα σηκώνει· ενώ ο στενόκαρδος από μια παρατήρηση ή από ένα δυσάρεστο γεγονός λυπάται πολύ· δεν το σηκώνει.
– Γιατί, Γέροντα;
– Γιατί τόσο σηκώνει η μπαταρία του.
– Τί να κάνω, Γέροντα, για να σηκώνη πιο πολύ η μπαταρία μου;
          Να   δικαιολογής   τις   αταξίες   καιτις   ελλείψεις   των   άλλων.      Να   τα αντιμετωπίζης όλα πνευματικά, με πίστη και εμπιστοσύνη στον Θεό. Να σκέφτεσαι ότι βρίσκεσαι στα χέρια του Θεού καί, αν δεν γίνεται κάτι όπως το θέλεις και το επιθυμείς, να το δέχεσαι με δοξολογία.
– Γέροντα, πώς θα πλατύνη η καρδιά μου;
– Για να πλατύνη η καρδιά σου, πρέπει να αφαιρέσης κάτι από μέσα της: να πετάξης την φιλαυτία σου. Αν ξεραθή ο κισσός της φιλαυτίας και της στενής λογικής που σε πνίγει, θα αναπτυχθή ελεύθερα πια το πνευματικό σου δένδρο. Θα εύχωμαι γρήγορα να ελευθερωθή τελείως η καρδιά σου, για να αναπτυχθή και να πλατυνθή. Αμήν.
Εγώ τώρα ξέρετε πώς νιώθω; Νιώθω τέτοια μητρική αγάπη, τέτοια στοργή και τρυφερότητα, που δεν είχα πρώτα8. Χωράει μέσα μου όλος ο κόσμος. Θέλω να αγκαλιάσω όλους τους ανθρώπους, για να τους βοηθήσω. Γιατί η αγάπη δεν μπορεί να μείνη κλεισμένη στην καρδιά. Όπως το γάλα μιας μητέρας που το παιδάκι της πέθανε, τρέχει και χύνεται, έτσι και η αγάπη θέλει να δοθή.


Η καρδιά δεν γερνάει ποτέ
  Γέροντα,  ο  Αββάς  Παμβώ  λέει:  «Ει  έχεις  καρδίαν,  δύνασαι  σωθήναι»9.  Τί εννοεί με το «ει έχεις καρδίαν»;
– Πολλά μπορεί να εννοή. Πρώτον· αν έχης καρδιά, ίσον αν αγαπάς τον Θεό. Δεύτερον· αν έχης καρδιά, ίσον αν έχης ευαισθησία και δεν είσαι αναίσθητος. Τρίτον· αν έχης καρδιά, ίσον αν έχης καλωσύνη. Τέταρτον· αν έχης καρδιά, ίσον αν έχης ανεκτικότητα.  Πέμπτον·  αν  έχης  καρδιά,  ίσον  αν  έχης  παλληκαριά.  Όταν  λέμε
«καρδιά»,  δεν  εννοούμε  ένα  κομμάτι  σάρκα,  αλλά  την  διάθεση  για  θυσία,  την αρχοντική αγάπη.
Μεγάλο πράγμα η δύναμη της καρδιάς! Η καρδιά είναι σαν μια μπαταρία που συνέχεια φορτίζεται. Ούτε κουράζεται ούτε γερνάει· η δύναμή της δεν εξαντλείται ποτέ. Αλλά πρέπει να δουλεύουμε την καρδιά. Γιατί κι εγώ έχω καρδιά κι εσύ έχεις καρδιά, αλλά τί το θέλεις, αν δεν την δουλεύουμε; Αν δεν δουλεύη κανείς την καρδιά, μπορεί να είναι γίγαντας και να μην έχη κουράγιο να κάνη τίποτε. Και άλλος μπορεί να είναι τόσος δά, αλλά, επειδή ό,τι κάνει το κάνει με την καρδιά του, δεν κουράζεται καθόλου. Νά, βλέπω κι εδώ μια αδελφή που δεν έχει αντοχή, αλλά, επειδή βάζει καρδιά  σε  ό,τι  κάνει,  δεν  νιώθει  κούραση.  Δεν  κοιτάζει  να  ξεφύγη  την  δουλειά· κοιτάζει πώς θα αναπαύση τον άλλον. Το καθετί το κάνει με αγάπη, γιατί το πονάει και όχι για να την δούν οι άλλοι και να της πούν «μπράβο». Δεν έχει φιλαυτία, ανθρωπαρέσκεια, κινείται στην αφάνεια, οπότε δέχεται την θεία Χάρη και βοηθιέται από τον Θεό.
Όταν ένας άνθρωπος είναι ασθενικός ή έχη γεράσει και το σώμα του δεν μπορή να κοπιάση, αν έχη μάθει να δουλεύη την καρδιά, η καρδιά ζορίζει το σώμα, για να δουλέψη. Είναι σαν ένα παλιό αυτοκίνητο με ρόδες ξεφουσκωμένες, με άξονες χαλασμένους, που η μηχανή του όμως είναι γερή και το σπρώχνει και τρέχει. Ενώ ένας άνθρωπος νέος και γερός, αν δεν δουλεύη την καρδιά, είναι σαν ένα καινούργιο αυτοκίνητο που δεν έχει γερή μηχανή και δεν μπορεί να προχωρήση. Του φαίνεται βουνό να κάνη και τον πιο μικρό κόπο. Καμμιά φορά στο Καλύβι τυχαίνει να ξεχάση κανένα γεροντάκι την ομπρέλα του ή μια τσάντα και λέω σε κανένα νέο παιδί: «Άντε παλληκάρι, τρέχα λιγάκι να προλάβης το γεροντάκι». Μόλις τ᾿ ακούη, αναστενάζει.
«Δεν θα γυρίση πίσω, Πάτερ;», λέει. «Άντε, βρέ παλληκάρι, ξαναλέω, κάνε αγάπη». Πάλι αναστενάζει. Έ, αυτός μόνον που άκουσε: «τρέχα λιγάκι», κουράστηκε, πόσο μάλλον να πήγαινε!
Αν ο άνθρωπος δεν δουλεύη την καρδιά, δεν είναι ούτε σαν ζώο· άγαλμα γίνεται. Είναι άχρηστη η καρδιά του.

Η συνεργασία του νού και της καρδιάς

  Γέροντα,  μερικές  φορές  με  τον  νού  μου  καταλαβαίνω  ότι  πρέπει  να αγαπήσω τον άλλον, αλλά δεν νιώθω μέσα μου αγάπη.
– Σιγά-σιγά από τον νού θα πάη και στην καρδιά και θα νιώσης την αγάπη. Για να αγαπήσης τον άλλον, χρειάζεται να δουλέψη και η καρδιά· δεν αρκεί ο νούς. Με  τον  νού  φθάνεις  στο  σημείο  να  πής:  «Τώρα  πρέπει  αυτόν  να  τον  ανεχθώ»  ή «πρέπει  να  προσέξω  να  μην  του  πω  αυτό,  να  μην  του  κάνω  εκείνο»  κ.λπ.  Αυτό σημαίνει ότι τον άλλον δεν τον αγαπάς. Τον βλέπεις σαν ξένο· δεν τον βλέπεις σαν αδελφό, για να τον πονέσης και να σκιρτήση η καρδιά.
– Όταν, Γέροντα, υπάρχη απόσταση μεταξύ νού και καρδιάς, μπορεί με μια λογική τοποθέτηση που θα κάνω να ακολουθήση η καρδιά τον νού;
– Πόσο απέχει η καρδιά από τον νού; Γιατί να υπάρχη απόσταση;
– Γιατί, ενώ με τον νού τοποθετούμαι σωστά, η καρδιά δεν μπορεί να ακολουθήση, επειδή είναι κυριευμένη από τα πάθη.
– Καλή είναι η διάγνωση που κάνεις, αλλά δεν φθάνει· χρειάζεται και προσπάθεια για θεραπεία. Όλη την πνευματική δουλειά την κάνει ο νούς με την καρδιά. Ο νούς είναι ο πομπός και η καρδιά ο δέκτης. Όπου γυρίση κανείς τον πομπό, σ᾿ αυτήν την συχνότητα δουλεύει και ο δέκτης. Αν ο νούς δουλεύη κοσμικά, στέλνει κοσμικά  τηλεγραφήματα  στην  καρδιά·  αν  δουλεύη  πνευματικά,  συγκινείται  και πονάει η καρδιά πνευματικά. Πώς να φάς λ.χ. πολύ, όταν σκεφθής ότι αλλού οι άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα ή ότι οι Βεδουΐνοι τρώνε την κοπριά από τις καμήλες10;
– Πρόσεξα, Γέροντα, ότι εγώ δεν αγαπώ με την καρδιά, αλλά με το μυαλό.
Πώς θα δουλέψη η καρδιά;
– Δεν ξέρεις; Τώρα οι γιατροί, για να δουλέψη η καρδιά, τρυπούν το στήθος και βάζουν μέσα ...μπαταρία. Κι εμείς πρέπει να δουλεύουμε το μυαλό μας, για να τρυπήση την καρδιά, να πάρη μπρός και να αρχίση να δουλεύη.
– Πώς θα γίνη αυτό, Γέροντα;
Αυτό  κατ᾿       εμέ   γίνεται     με   τρεις         τρόπους:          Ή   νιώθει        κανείς   πολλή ευγνωμοσύνη για τις ευεργεσίες του Θεού, οπότε λειώνει και δοξολογεί τον Θεό, ή νιώθει το βάρος των αμαρτιών του και ζητά με πόνο από τον Θεό συγχώρηση, ή έρχεται στην θέση του άλλου που έχει κάποια δυσκολία και τον πονάει φυσιολογικά.
– Γέροντα, εγώ φέρομαι αυθόρμητα, όπως νιώθω· αυτό είναι καλό; – Κοίταξε, όταν υπάρχη στην καρδιά η καθαρή, η ολοκληρωμένη αγάπη προς τον Θεό, τότε κάθε αυθόρμητη εκδήλωση της καρδιάς είναι καθαρή. Όταν όμως δεν υπάρχη στην καρδιά η καθαρή αγάπη, τότε χρειάζεται φρένο στον αυθορμητισμό, γιατί αυτή η αυθόρμητη εκδήλωση είναι γεμάτη από κοσμικές τοξίνες.
– Τί θα με βοηθήση, Γέροντα, να περιορίσω τον αυθορμητισμό μου;
– Εσύ δεν οδηγούσες αυτοκίνητο; φρένο δεν είχε; Για πές μου λοιπόν τώρα που είσαι... έξω φρενών, τί πρέπει να κάνης;
– Πρέπει να βάλω φρένο στην καρδιά.
– Ναί, πρέπει ο νούς να φρενάρη την καρδιά, γιατί, όταν προπορεύεται η καρδιά, χαραμίζεται. Σ᾿ εσένα ο Θεός έδωσε και πολύ μυαλό και πολλή καρδιά, αλλά δεν χρησιμοποιείς το μυαλό σου για φρένο στην καρδιά σου και την χαραμίζεις. Να
σκέφτεσαι πριν από την κάθε σου ενέργεια, για να δουλεύης την καρδιά που σού έδωσε ο Θεός σωστά, απλά και φιλότιμα.


«Εκ του υστερήματος...»11

– Γέροντα, ο Απόστολος Παύλος λέει: «Ιλαρόν δότην αγαπά ο Θεός»12. Εγώ
πιέζω τον εαυτό μου, για να δώσω ή να κάνω κάποιο καλό.
– Είμαστε παιδιά του Θεού και είναι καθήκον μας να κάνουμε το καλό, γιατί ο Θεός είναι όλος αγάπη. Είδες η χήρα που φιλοξένησε τον Προφήτη Ηλία13; Ειδωλολάτρις ήταν, αλλά τί αγάπη είχε μέσα της! Όταν ο Προφήτης πήγε και της ζήτησε ψωμί, του είπε: «Έχουμε λίγο λάδι και αλεύρι· αυτά θα φάω με τα παιδιά μου και μετά θα πεθάνουμε». Δεν του είπε: «Δεν έχουμε να σού δώσουμε». Και όταν ο Προφήτης, για να δοκιμάση την προαίρεσή της, της είπε να φτιάξη ψωμί πρώτα για εκείνον και μετά για τα παιδιά της, η καημένη αμέσως του έφτιαξε14. Αν δεν είχε μέσα της αγάπη, θα έβαζε λογισμούς. «Δεν φθάνει που του λέω ότι έχουμε λίγο, θα έλεγε, ζητάει να φτιάξω πρώτα για εκείνον!». Φάνηκε η προαίρεσή της, για να έχουμε εμείς παραδείγματα. Αλλά εμείς διαβάζουμε Αγία Γραφή, διαβάζουμε τόσα και τόσα, και τί κάνουμε;
Θυμάμαι,   και   στο   Σινά   τα   Βεδουϊνάκια15     που   δεν   ήξεραν   τίποτε   από Ευαγγέλιο, αν τους έδινες κάτι, ακόμη και πολύ λίγο να ήταν, θα το μοιράζονταν μεταξύ τους και θα έπαιρναν όλα από λίγο. Και αν για το τελευταίο δεν έμενε τίποτε, θα του έδιναν τα άλλα από το δικό τους.
Όλα αυτά να τα παίρνετε σαν παράδειγμα και να εξετάζετε τον εαυτό σας, για να βλέπετε που βρίσκεσθε. Αν εργάζεται έτσι κανείς, ωφελείται όχι μόνον από τους Αγίους και από τους αγωνιστές, αλλά από όλους τους ανθρώπους. Σκέφτεται:
«Αυτό το φιλότιμο το έχω εγώ; Πώς θα κριθώ;». Γιατί ο καθένας μας μόνος του θα κριθή από τον καλύτερό του. Αξία   έχει   να   δίνουμε   από   το   υστέρημά   μας,   είτε   πρόκειται   για   κάτι πνευματικό είτε για κάτι υλικό. Έχω, ας υποθέσουμε, τρία μαξιλάρια. Αν δώσω το ένα που μου περισσεύει, δεν έχει αξία. Ενώ, αν δώσω αυτό που χρησιμοποιώ για προσκέφαλο, αυτό έχει αξία, γιατί έχει θυσία. Γι᾿ αυτό και ο Χριστός είπε για την χήρα: «Η χήρα η πτωχή αύτη πλείον πάντων έβαλεν...»16.

Ρίξτε το παλιό κατάστιχο μέσα στην φωτιά της αγάπης

– Γέροντα, δεν μπορώ να συγχωρήσω εύκολα τους άλλους.
– Εσύ δεν θέλεις να σε συγχωρή ο Χριστός;
– Πώς δεν θέλω, Γέροντα;
– Τότε, γιατί κι εσύ δεν συγχωρείς τους άλλους; Αυτό πρόσεξέ το πολύ, γιατί στενοχωρεί τον Χριστό. Είναι σαν να σού χάρισε δέκα χιλιάδες τάλαντα κι εσύ να μη  θέλης να χαρίσης στον άλλον εκατό δηνάρια17. Να λές με τον λογισμό σου: «Πώς ο Χριστός που είναι αναμάρτητος με ανέχεται συνέχεια, και ανέχεται και συγχωρεί
δισεκατομμύρια ανθρώπους, κι εγώ δεν συγχωρώ μια αδελφή;».Μια  μέρα  ήρθε  στο  Καλύβι  ένα  παιδί  που  ήξερα  ότι  είχε  παρεξηγηθή  με κάποιον καί, ενώ εκείνος του ζητούσε να τον συγχωρέση, αυτό δεν τον συγχωρούσε. Κάποια στιγμή μου λέει: «Κάνε προσευχή, Γέροντα, να με συγχωρέση ο Θεός». «Θα κάνω προσευχή, του λέω, να μη σε συγχωρέση ο Θεός». Αλλά εκείνο πάλι μου είπε:
«Θέλω, Γέροντα, να με συγχωρέση ο Θεός». «Αν δεν συγχωρέσης, ευλογημένε, εσύ τους άλλους, του είπα τότε, πώς θα σε συγχωρέση εσένα ο Θεός;».
Η δικαιοσύνη του Θεού είναι η αγάπη, η μακροθυμία· δεν έχει καμμιά σχέση με την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Αυτήν την δικαιοσύνη του Θεού πρέπει να αποκτήσουμε. Μια νύχτα πήγε στο Κελλί του Παπα-Τύχωνα ένας κοσμικός να τον ληστέψη. Αφού βασάνισε αρκετά τον Γέροντα – του έσφιγγε τον λαιμό με ένα σχοινί –
, είδε ότι δεν έχει χρήματα και ξεκίνησε να φύγη. Την ώρα που έφευγε, ο Παπα-Τύχων του είπε: «Θεός συγχωρέσοι, παιδί μου». Ο κακοποιός αυτός πήγε να ληστέψη και άλλον Γέροντα, αλλά εκεί τον έπιασε η αστυνομία και ομολόγησε μόνος του ότι είχε πάει και στον Παπα–Τύχωνα. Ο αστυνόμος έστειλε χωροφύλακα να πάρη τον Παπα– Τύχωνα για ανάκριση, αλλά ο Γέροντας δεν ήθελε να πάη. «Εγώ, παιδί μου, έλεγε, συγχώρεσα τον κλέφτη με όλη την καρδιά μου». Ο χωροφύλακας όμως δεν έδινε καθόλου σημασία στα λόγια του. «Άντε, γρήγορα, Γέροντα, του έλεγε! Εδώ δεν έχει "συγχώρησον" και "ευλόγησον"». Τελικά, επειδή ο Γέροντας έκλαιγε σαν μωρό παιδί, τον  λυπήθηκε  ο  διοικητής  και  τον  άφησε  να  γυρίση  στο  Κελλί  του.  Όταν  μετά θυμόταν ο Γέροντας αυτό το περιστατικό, δεν μπορούσε να το χωρέση στο μυαλό του:
«Πά-πά-πά,  παιδί  μου,  έλεγε,  αυτοί  οι  κοσμικοί  άλλο  τυπικό  έχουν·  δεν  έχουν  το "ευλόγησον" και το "Θεός συγχωρέσοι"»!
– Γέροντα, τί είναι η μνησικακία; Να θυμάσαι το κακό που σού έκαναν ή να αισθάνεσαι κακία για εκείνον που σού το έκανε;
– Αν θυμάσαι το κακό και λυπάσαι, όταν αυτός που σού το έκανε πάη καλά, ή χαίρεσαι, όταν δεν πάη καλά, αυτό είναι μνησικακία. Αν όμως, παρά το κακό που σού έκανε ο άλλος, χαίρεσαι με την προκοπή του, αυτό δεν είναι μνησικακία. Αυτά είναι τα κριτήρια, για να ελέγξης τον εαυτό σου σ᾿ αυτό το θέμα.
Εγώ πάντως, ό,τι κακό κι αν μου κάνη ο άλλος, το ξεχνώ· ρίχνω το παλιό
κατάστιχο μέσα στην φωτιά της αγάπης και καίγεται. Τότε με τον ανταρτοπόλεμο, το 1944, μια μέρα είχαν έρθει στο χωριό μας αντάρτες. Έκανε πολύ κρύο. Είπα: «Τί θαέχουν να φάνε; Θάναι νηστικοί. Ας τους πάω λίγο ψωμί». Όταν τους το πήγα, με πέρασαν για ύποπτο. Ούτε καν σκέφθηκα ότι στα βουνά κυνηγούσαν τα αδέλφια μου. Τί είπε ο Χριστός; «Ν᾿ αγαπάτε τους εχθρούς σας και να κάνετε καλό σ᾿ αυτούς που σάς μισούν»18.


Αγάπη με πόνο

  Στο  Καλύβι  σας,  Γέροντα,  τί  δυσκολίες  έχετε!  Έρχονται  ψυχοπαθείς, ναρκομανείς...
– Εκεί όμως φαίνεται αν έχουμε πραγματική αγάπη. Στο πρόσωπο του αδελφού μας βλέπουμε τον Χριστό. Γιατί, ό,τι κάνουμε, για να αναπαύσουμε τον αδελφό μας, είναι σαν να το κάνουμε στον Ίδιο τον Χριστό. «Εφ᾿ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, είπε ο Χριστός, εμοί εποιήσατε»19.
Μια μέρα ήρθε στο Καλύβι ένα δαιμονισμένο παιδί με τον πατέρα του. Εκείνη την ώρα ήρθε και κάποιος γνωστός μου κι εγώ πήρα τον πατέρα παράμερα, για να του πω μερικά πράγματα, επειδή αυτός ήταν αιτία που είχε δαιμονισθή το παιδί. Το καημένο ήταν χάλια! Κοτζάμ παλληκάρι, έτρεχαν οι μύξες του... Όταν το είδε ο γνωστός μου, το πλησίασε, έβγαλε το μαντήλι του, του σκούπισε την μύτη και το ξαναέβαλε στην τσέπη του. Έβγαλε ύστερα τον σταυρό του – χρυσό σταυρό – και τον έβαλε στον λαιμό του παιδιού. Αλλά δεν ήταν τόσο αυτό, όσο με τί αγάπη, με τί στοργή σκούπισε το παιδί – να βλέπατε σε τί χάλια ήταν! Μου έκανε εντύπωση! Τον πόνεσε σαν αδελφό του· αν δεν τον ένιωθε αδελφό, θα το έκανε αυτό; Αν αγαπήσης τον άλλον σαν αδελφό, με το μαντήλι το δικό σου σκουπίζεις και την μύτη του και το ξαναβάζεις στην τσέπη σου! Αλλά, αν δεν τον νιώθης αδελφό, είναι σαν ένα ξένο σώμα, γι᾿ αυτό λίγο να σε αγγίξη, αμέσως τινάζεσαι· λίγο σάλιο να πέση επάνω σου, θα πάς να πλυθής.
Αφού σ᾿ εμάς ο Καλός Θεός έδωσε άφθονες δωρεές και δεν επέτρεψε να ταλαιπωρηθούμε, πρέπει να πονέσουμε για τον πλησίον μας που ταλαιπωρείται. Βλέπουμε λ.χ. έναν ανάπηρο. Εάν σκεφθούμε: «άν εγώ  ήμουν ανάπηρος και δεν μπορούσα να περπατήσω, πώς θα ένιωθα;», θα τον πονέσουμε. Ή, αν ζητήση την βοήθειά μας κάποιος που έχει προβλήματα, αμέσως πρέπει να σκεφθούμε: «Αν είχα εγώ τα δικά του προβλήματα, δεν θα ήθελα να με βοηθήσουν;», κι έτσι θα τον πονέσουμε. Αλλά και δοκιμασίες να περνά κανείς, όταν έχη αγάπη αληθινή, με πόνο, τον δικό του πόνο τον ξεχνάει και πονάει για τον άλλον. Εγώ, όταν μου μιλάη ο άλλος για τον πόνο του, κι επάνω σε σπασμένα γυαλιά να κάθωμαι ή σε αγκάθια να πατάω, δεν καταλαβαίνω τίποτε.
– Γέροντα, ο Άγιος Μάρκος ο Ασκητής γράφει: «Ένα μόνον πάθος εμποδίζει να κάμωμεν το κατά δύναμιν καλόν, η αμέλεια. Το πάθος τούτο θεραπεύεται δια προσευχής και ελεημοσύνης»20. Γιατί αναφέρει σ᾿ αυτήν την περίπτωση την ελεημοσύνη;
– Γιατί η ελεημοσύνη, η καλωσύνη, μαλακώνει την καρδιά· ενεργεί όπως το λάδι στην σκουριασμένη κλειδαριά. Η σκληρή καρδιά μαλακώνει κοντά στις πληγωμένες  ψυχές·  γίνεται  ευαίσθητη  και  ταπεινή.  Ο  Θεός  δεν  έκανε  άνθρωπο σκληρό και άσπλαχνο, αλλά οι άνθρωποι δεν καλλιεργούν την ευσπλαχνία που τους έδωσε ο Θεός· δεν πονούν τον συνάνθρωπό τους και από την αμέλεια γίνονται σιγά- σιγά σκληροί.
– Γέροντα, τί βοηθάει να μαλακώση η καρδιά μας;
– Για να μαλακώση η καρδιά μας, πρέπει να έρθουμε στην θέση όχι μόνον των άλλων ανθρώπων αλλά και των ζώων, ακόμη και του φιδιού. Να σκεφθούμε: «Θα μου άρεζε να ήμουν φίδι, να έβγαινα λίγο στην λιακάδα να ζεσταθώ και να ερχόταν ο άλλος να με χτυπήση, να μου σπάση το κεφάλι; Όχι». Τότε θα λυπηθούμε και θα αγαπήσουμε ακόμη και τα φίδια. Αν δεν έρχεται ο άνθρωπος στην θέση των άλλων, ακόμη και των ζώων και των εντόμων, δεν γίνεται «άνθρωπος».
Μέσα στον  πόνο κρύβεται  η περισσότερη  αγάπη από  την  κανονική.  Γιατί, όταν πονάς τον άλλον, τον αγαπάς λίγο παραπάνω. Αγάπη με πόνο είναι να σφίξης στην αγκαλιά σου έναν αδελφό σου που έχει δαιμόνιο και το δαιμόνιο να φύγη. Γιατί η  «σφιχτή»  αγάπη,  η  πνευματική  αγάπη  με  πόνο,  δίνει  παρηγοριά  θεϊκή  στα πλάσματα του Θεού, πνίγει δαίμονες, ελευθερώνει ψυχές και θεραπεύει τραύματα με το βάλσαμο της αγάπης του Χριστού που χύνει.Ο πνευματικός άνθρωπος είναι όλος ένας πόνος. Λειώνει από τον πόνο για τους άλλους, εύχεται, παρηγορεί. Και ενώ παίρνει τον πόνο των άλλων, είναι πάντα χαρούμενος, γιατί ο Χριστός του παίρνει τον πόνο και τον παρηγορεί πνευματικά.


Η αγάπη πληροφορεί


– Γέροντα, πώς θα δείξω αγάπη;
– Να δείξω αγάπη; Δεν το καταλαβαίνω. Αυτό είναι κάτι ψεύτικο, υποκριτικό. Να  υπάρχη  η  αγάπη  μέσα  μας  και  να  μας  προδώση,  ναί.  Η  αληθινή  αγάπη πληροφορεί τον άλλον χωρίς εξωτερικές εκδηλώσεις. Αγάπη είναι να ακούσης με πόνο την στενοχώρια του άλλου. Αγάπη είναι κι ένα βλέμμα πονεμένο κι ένας λόγος που θα πής με πόνο στον άλλον, όταν αντιμετωπίζη κάποια δυσκολία. Αγάπη είναι να συμμερισθής την λύπη του, να τον αναπαύσης στην δυσκολία του. Αγάπη είναι να σηκώσης έναν βαρύ λόγο που θα σού πή. Όλα αυτά βοηθούν περισσότερο από τα πολλά λόγια και τις εξωτερικές εκδηλώσεις.
Όταν πονάς εσωτερικά για τον άλλον, ο Θεός τον πληροφορεί για την αγάπη σου και την καταλαβαίνει χωρίς εξωτερικές εκδηλώσεις. Όπως και όταν δεν εκδηλώνεται η κακία μας, αλλά είναι εσωτερική, πάλι ο άλλος την καταλαβαίνει. Βλέπεις, και ο διάβολος, όταν παρουσιάζεται ως «άγγελος φωτός»21, φέρνει ταραχή, ενώ ο Άγγελος ο πραγματικός φέρνει μια απαλή ανέκφραστη αγαλλίαση.
– Τί είναι αυτό, Γέροντα, που με εμποδίζει να πληροφορούμαι την αγάπη των άλλων;
– Μήπως δεν έχεις καλλιεργήσει την αγάπη; Όποιος αγαπάει, πληροφορείται και την αγάπη του άλλου, αλλά και πληροφορεί τον άλλον για την αγάπη του.
Καταλαβαίνει ο άλλος αν υποκρίνεσαι ή αν τον αγαπάς πραγματικά, γιατί πάει  σαν  τηλεγράφημα  η  αγάπη.  Αν  κάνουμε  λ.χ.  μια  επίσκεψη  σε  ένα ορφανοτροφείο, τα παιδιά αμέσως θα καταλάβουν με τί διάθεση πήγαμε. Είχαν έρθει μια φορά στο Καλύβι να ζητήσουν την γνώμη μου κάποιοι που ήθελαν να κάνουν ένα ίδρυμα για εγκαταλελειμμένα παιδιά. «Το κυριώτερο από όλα, τους είπα, είναι να πονέσετε τα παιδιά αυτά σαν παιδιά σας και ακόμη περισσότερο. Αυτό είναι που θα πληροφορήση τα παιδιά για την  αγάπη σας. Αν  δεν τα  πονάτε, μην  ξεκινάτε να κάνετε τίποτε». Τότε ένας γιατρός, πολύ ευλαβής, είπε: «Έχεις δίκαιο, Πάτερ. Κάποτε μια συντροφιά είχαμε επισκεφθή για πρώτη φορά ένα ορφανοτροφείο και τα παιδιά κατάλαβαν  την  διάθεση  του  καθενός.    κύριος  τάδε,  είπαν,  είναι  περαστικός·  ο κύριος τάδε ήρθε να περάση την ώρα του μαζί μας· ο κύριος τάδε μας αγαπάει πραγματικά"». Βλέπετε πώς πληροφορεί η αγάπη;


Η αγάπη καταργεί τις αποστάσεις


– Γέροντα, πώς επικοινωνούν πνευματικά από μακριά οι άνθρωποι;
– Γράφουν κανένα γράμμα ή με ασύρματο ή με σήματα μόρς!...
– Δηλαδή, Γέροντα;
– Για να υπάρξη πνευματική επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, πρέπει να εργάζωνται στην ίδια συχνότητα. Αυτό δεν μπορούν να το πιάσουν οι επιστήμονες. Θυμάσαι εκείνο το περιστατικό που αναφέρω στους «Αγιορείτες Πατέρες»22; Μια μέρα ένας μοναχός θα πήγαινε να επισκεφθή έναν Πατέρα στην Καψάλα και σκεφτόταν:
«Τί να του πάω για ευλογία;». Οικονόμησε λοιπόν δύο ψάρια και τα καθάριζε, για να του τα πάη. Εν τω μεταξύ, ο άλλος είχε λάβει πληροφορία από τον Θεό για την επίσκεψη του αδελφού και σκεφτόταν: «Τώρα που θα ᾿ρθή, τί να τον φιλέψω;». Την ώρα λοιπόν που ο αδελφός καθάριζε τα ψάρια, ένας κόρακας ήρθε ξαφνικά, του πήρε το ένα ψάρι και το πήγε στον άλλον στην Καψάλα – απόσταση πεντέμισι ώρες. Το καταλαβαίνετε; Ο ένας σκεφτόταν πώς να αναπαύση τον άλλον και ο κόρακας μετά έκανε τον ενδιάμεσο!
Όταν ο άνθρωπος έχη την Αγάπη, τον Χριστό, και βουβός να είναι, μπορεί να συνεννοηθή με όλα τα δισεκατομμύρια των λαών και με την κάθε ηλικία των ανθρώπων, που έχει και αυτή την δική της γλώσσα. Βάλε δύο ανθρώπους που δεν έχουν αγάπη μεταξύ τους να καθήσουν ο ένας δίπλα στον άλλον και να μη μιλούν. Βάλε και δύο άλλους που έχουν αγάπη μεταξύ τους να καθήσουν ο ένας δίπλα στον άλλον και να μη μιλούν και αυτοί. Πώς θα νιώθουν οι μεν και πώς θα νιώθουν οι δέ; Και οι πρώτοι δεν θα μιλούν και οι δεύτεροι δεν θα μιλούν. Όμως οι δεύτεροι και με την  σιωπή  θα  «μιλούν»,  γιατί  θα  υπάρχη  επικοινωνία  μεταξύ  τους.  Αντίθετα  οι πρώτοι δεν θα μπορούν να επικοινωνήσουν, γιατί ανάμεσά τους θα υπάρχη μόνωση. Όταν δεν υπάρχη αγάπη, μπορεί δύο άνθρωποι να βρίσκωνται κοντά, αλλά να είναι μακριά ο ένας από τον άλλον.
– Γέροντα, στενοχωριέμαι που ήρθε η ημέρα να φύγετε πάλι από κοντά μας.
– Στην πνευματική ζωή δεν υπάρχει «κοντά» και «μακριά». Την αγάπη του Χριστού δεν την χωρίζουν αποστάσεις, γιατί ο Χριστός με την αγάπη Του καταργεί τις αποστάσεις. Επομένως, είτε κοντά είτε μακριά βρίσκεται κανείς, νιώθει πάντα κοντά, όταν  είναι  κοντά  στον  Χριστό  και  συνδέεται  με  τον  άλλον  αδελφικά  με  αγάπη Χριστού.
Δοξολογώ  τον  Θεό  που  η  αγάπη  μου  είναι  τέτοιου  είδους,  πνευματική, αγγελική, οπότε οι αποστάσεις καταργούνται και η επαφή θα υπάρχη μαζί σας και σ᾿αυτήν την ζωή από μακριά και στην άλλη που είναι ακόμη πιο μακριά, γιατί και εκείνη η απόσταση θα είναι πολύ κοντινή, αφού μας ενώνει η Αγάπη, ο Χριστός.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1 Ενοικιοστάσιο: Νομική διάταξη σύμφωνα με την οποία οι ενοικιαστές στέγης δικαιούνται παράταση της μισθώσεως.
2   Βλ. Γρηγορίου μοναχού, μαθητού Αγ. Βασιλείου του Νέου, «Ο τελωνισμός των ψυχών κατά την ώρα του θανάτου: Τα είκοσι τρία βασικά τελώνια», Ι. Ησυχ. Αγ. Αθανασίου και Αγ. Νεομαρτύρων Ακυλίνης, Κυράννης και Αργυρής, Γαλήνη Όσσης Λαγκαδά.
 3 Απλόχερο: Όσο χωράει μία χούφτα.
4 Βλ. Ματθ. 25, 25
5 Βλ. Ιω. 13, 34 και 15, 12.
6 Βλ. Α´ Κορ. 13, 3.
7 Βλ. Α´ Κορ. 13, 2.
8   Ο Γέροντας το 1981 είχε πεί: «Είναι δυνατό στον άνθρωπο να έχη μέσα του πάντα την φλόγα  της  θεϊκής  αγάπης.  Εγώ  είχα  συνέχεια  αυτήν  την  ουράνια  γλυκύτητα.  Καιγόμουνα ολόκληρος και τα κόκκαλα γίνονταν σαν αναμμένες λαμπάδες. Όταν έπρεπε να κάνω κάτι ή να πάω κάπου, βίαζα τον εαυτό μου να βγώ απ᾿ αυτήν την κατάσταση. Πολλές φορές από την γλυκύτητα αυτή την ουράνια έπεφτα κάτω. Τώρα μετατράπηκε αυτό σε πόνο για τον κόσμο. Πονάω για τον κόσμο και μέρα με την μέρα μεγαλώνει αυτός ο πόνος. Λειώνω κυριολεκτικά».
9 Το Γεροντικόν, Αββάς Παμβώ ι´, σ. 102.
10 Ο Γέροντας αναφέρεται στην δεκαετία του 1960.
11 Λουκ. 21, 4.
 12 Β´ Κορ. 9, 7.
13   Ο  Προφήτης  Ηλίας  εξαιτίας  της  ανομβρίας  είχε  καταφύγει  στον  χείμαρρο  Χορράθ. Μόλις ξεράθηκε και αυτός ο χείμαρρος, ο Θεός τον έστειλε στα Σαρεπτά της Σιδωνίας, για να τον διατρέφη μία χήρα. (Βλ. Γ´ Βασ. 17, 1-24).
14 Βλ. Γ´ Βασ. 17, 12-13.
15 Ο Γέροντας αναφέρεται στην εποχή που έμεινε στο Σινά (1962-1964).
16 Λουκ. 21, 3.
17  Βλ. Ματθ. 18, 23-35. Η αξία των 10.000 ταλάντων ήταν επτά χιλιάδες φορές μεγαλύτερη
από την αξία των 100 δηναρίων.
18 Βλ. Ματθ. 5, 44· Λουκ. 6, 27.
19 Ματθ. 25, 40.
20   Του Οσίου και θεοφόρου Πατρός ημών Μάρκου του ασκητού, Τα 200 κεφάλαια περί πνευματικού νόμου, ξδ´, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1974, σ. 21.
21 Βλ. Β´ Κορ. 11, 14.
22 Βλ. Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, σ. 9-10.

ΛΟΓΟΙ Ε΄  ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ
ΓΕΡΟΝΤΟΣ  ΠΑΪΣΙΟΥ  ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΙΕΡΟΝ  ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ  ΙΩΑΝΝΗΣ  Ο  ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ  ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 1998
© Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Μοναζουσῶν
«Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου