Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

Ο Γέροντας Παΐσιος βοηθώντας ανθρώπους στο Κελλί του Τιμίου Σταυρού


Στὴν ἔρημο μαζὶ μὲ ἄλλους ἀνθρώπους.
Στὸ Κελλὶ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἡ κάθε ἡμέρα τοῦ Ὁσίου Παϊσίου ἦταν «Ἀναστάσεως ἡμέρα» καὶ «Πάσχα Κυρίου, Πάσχα». Ἀφοῦ τὰ προηγούμενα χρόνια εἶχε σπείρει μὲ ὑπομονὴ τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες, θέριζε τώρα τοὺς καρποὺς τῆς ἀγαλλιάσεως. Στὸν «μικρὸ Παράδεισο» τῆς φτωχικῆς του Καλύβης, ὁ Θεὸς τὸν ἔτρεφε μὲ παραδεισένιες χαρές, καὶ πολλὲς φορὲς ἔφθανε σὲ κατάσταση«θείας τρέλλας». Ἔγραψε σὲ ἐπιστολή του: «Ἔχω καὶ ἐγὼ μία μικρὴ πεῖρα ἀπὸ τὴν πνευματικὴ τρέλλα, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα. Φθάνει τότε ὁ ἄνθρωπος στὴν θεία ἀφηρημάδα καὶ δὲν θέλει νὰ σκέφτεται τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό, τὰ θεῖα, τὰ πνευματικά, τὰ οὐράνια. Ἐρωτευμένος πιὰ θεϊκά, καίγεται ἐσωτερικά, γλυκά, καὶ ξεσπάει ἐξωτερικά, παλαβά, μέσα στὸν θεῖο χῶρο τῆς σεμνότητος, δοξολογώντας τὸν Θεό».
Στὴν κατάσταση αὐτὴ ἔνιωθε «ἀχρηστευμένος» γιὰ τὴν πρόσκαιρη τούτη ζωή. Ἔλεγε:
 
«Ὅταν φουντώνει ὁ θεῖος ἔρως, οὔτε κοιμᾶται κανεὶς οὔτε τρώει, κάνει διαρκῶς προσευχή, ἄσκηση καὶ μετάνοιες, καὶ τρέφεται περισσότερο ἀπὸ τὴν οὐράνια θέρμη. Καὶ ἂν τὸν ζητοῦν νὰ πάει κάπου, παλεύει, ποσπαθεῖ νὰ βγῆ ἀπὸ τὴν κατάσταση αὐτή, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ· πέφτει κάτω δηλαδή... Γι’ αὐτὸ πάει πιὸ βαθιὰ στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ μὴν τὸν διακόπτουν». Ἀλλὰ ὁ Πατὴρ Παΐσιος, παρὰ τὸν μεγάλο του πόθο, δὲν μποροῦσε πλέον νὰ πάει «πιὸ βαθιὰ στὴν ἔρημο». Ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός, τὸ ὄνομά του προσείλκυε ὅλο καὶ περισσότερους ἀνθρώπους στὴν Καλύβη του, ὥστε νὰ φθάσει νὰ τὸ θεωρῆ ὡς «τὸ μεγαλύτερο ἐχθρό του», ἀφοῦ τοῦ γινόταν ἐμπόδιο στὴν ἡσυχαστικὴ ζωή. Τὸ μόνο ποὺ μποροῦσε νὰ κάνει ἦταν νὰ ἀπομακρύνεται γιὰ λίγο «σὲ κοντινὰ καὶ μακρινὰ λημέρια», ὅπως τὰ ἔλεγε.
Τὸ πιὸ συνηθισμένο του «λημέρι»ἦταν ἕνα πρόχειρο καλυβάκι ποὺ εἶχε φτιάξει σὲ μία χαράδρα, πιὸ κάτω ἀπὸ τὸ Κελλί του. Ἐκεῖ,«ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ», μέσα στὴν πυκνὴ βλάστηση, ἐξαφανιζόταν ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ εὐφραινόταν «μόνῃ τῇ τοῦ Θεοῦ θεωρίᾳ, καὶ διαπύρῳ ἀγάπῃ». Κάποτε, ἕνας κυνηγὸς τὸν πέρασε γιὰ ἀγριογούρουνο καὶ τὸν πυροβόλησε, ἀλλὰ ὁ Θεὸς φύλαξε καὶ δὲν τὸν σκότωσε. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὸν ἀνησύχησε ὅμως καὶ στενοχωρήθηκε πολύ, ὅταν ἀντιλήφθηκε ὅτι κάποιος τὸν εἶδε νὰ προσεύχεται ἐκεῖ γονατιστός. Εἶπε: «Θὰ προτιμοῦσα νὰ μὲ σκότωνε, παρὰ νὰ μὲ ἔβλεπε».
Ὅταν ἔφευγε ἀπὸ τὸ Καλύβι του, ἄφηνε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ φράκτη λίγα λουκούμια καὶ ἕνα μικρὸ κουτὶ μὲ σημείωμα ποὺ ἔλεγε:«Γράψτε τὰ ὀνόματά σας καὶ ὅ,τι θέλετε, καὶ ἀφῆστέ τα στὸ κουτί, καὶ θὰ σᾶς βοηθήσω ἀργότερα μὲ τὴν προσευχή. Ἐδῶ δὲν ἦρθα γιὰ νὰ κάνω τὸν δάσκαλο ἀλλὰ προσευχή». Καὶ σὲ ἐπιστολή του τὸ 1976 ἔγραψε: «Ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια, νιώθω περισσότερο τὴν ἀνάγκη τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἕνας τελείως ἄγνωστος τόπος θὰ μὲ βοηθοῦσε νὰ πλησιάσω πιὸ κοντὰ στὸν Θεὸ καὶ νὰ βοηθήσω πιὸ θετικὰ τὰ πλάσματά Του. Συνέχεια αὐτὸ εἶναι στὴν προσευχή μου, καὶ περιμένω τὴν ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ».
Ὁ Πατὴρ Παΐσιος παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀναζητοῦσαν πνευματικὴ βοήθεια καὶ παρηγοριά, ἔτρεχαν ὅλο καὶ περισσότερο πρὸς αὐτόν. Καὶ ὁ ἐραστὴς αὐτὸς τῆς ἐρήμου, ἦταν πλέον καὶ αἰχμάλωτος τῆς ἀγάπης πρὸς ὅλους τοὺς ταλαιπωρημένους καὶ βασανισμένους. Ἐνῶ λοιπὸν παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ βρεθῆ «πιὸ βαθιὰ στὴν ἔρημο», τὴν ἴδια στιγμὴ ζητοῦσε ἀπὸ ἕναν γνωστό του δικαστικό, νὰ βρῆ κάποιον τρόπο νὰ τὸν βάλει στὴν φυλακή, γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς φυλακισμένους.
Τελικά, ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ταλαιπωρημένο κόσμο, ἡ καθαρὴ καὶ ἀρχοντικὴ αὐτὴ ἀγάπη, ἡ ὁποία «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς», ἔκανε τὸν Πατέρα Παΐσιο νὰ θυσιάσει τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν ἔρημο. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ 1978 ἔγραψε σὲ ἐπιστολή του: «Δυστυχῶς, ἔγινα πρόγραμμα τῶν ἀνθρώπων καὶ δὲν ῥυθμίζω ἐγὼ τὸ πρόγραμμά μου, ὅπως πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια, ἀλλᾶ μοῦ τὸ ῥυθμίζουν ἄλλοι. Βασικὰ ὁ ἴδιος τὸ ῥυθμίζω, γιατὶ ἡ ἀγάπη μου πρὸς τοὺς ἄλλους μὲ ἀναγκάζει νὰ βγαίνω...».
Ὁ Ὅσιος δεχόταν τοὺς ἀνθρώπους μὲ καλωσύνη καὶ ἁπλότητα, τοὺς ἄκουγε μὲ προσοχὴ καὶ ὑπομονὴ καὶ τοὺς μιλοῦσε μὲ ταπείνωση καὶ διάκριση, ὄχι ὡς δάσκαλος ἀλλὰ ὡς ἀδελφός. Συνήθως ξεκινοῦσε μὲ τὸ «νομίζω» ἢ «μοῦ λέει ὁ λογισμός» καὶ κατέληγε μὲ τὸ «συγχωρήστε με». Τοὺς ἔβαζε νὰ καθήσουν σὲ ψηλότερο κάθισμα, ἐνῶ μὲ δυσκολία ἄφηνε νὰ τοῦ φιλήσουν τὸ χέρι. Ἔλεγε: «Ὅταν μοῦ φιλᾶνε τὸ χέρι, σιχαίνομαι τὸν ἑαυτό μου».
Τὸν ἑαυτό του τὸν θεωροῦσε κονσερβοκούτι ποὺ γυαλίζει στὸ φῶς τοῦ ἡλίου, καὶ ὁ κόσμος τὸ θεωρεῖ χρυσάφι. Ἔλεγε: «Συμβαίνει νὰ ἔρχονται στὸ Καλύβι ἄνθρωποι μὲ μεγάλη πίστη ὅτι θὰ συναντήσουν ἅγιο -ἔτσι νομίζουν- καὶ ὁ Θεός, γιὰ νὰ ἀνταμείψει τὴν πίστη τους, γαλβανίζει ἐμένα τὸν τενεκὲ καὶ γυαλίζω στὰ μάτια τους. Ἔτσι, ἐκεῖνοι μὲν αὐξάνουν τὴν πίστη τους, ἐγὼ ὅμως, ὅταν φύγουν, μένω ὅπως καὶ πρῶτα μὲ τὴν σκουριά μου».
Σὲ μία παρέα νέων ποὺ τὸν παρακάλεσαν νὰ τοὺς πῆ κάτι, εἶπε μὲ βαθειὰ συστολή: «Τί νὰ σᾶς πῶ, βρὲ παιδιά, τί νὰ σᾶς πῶ; Τόσα χρόνια ἀγωνίζομαι νὰ φθάσω στὸ μηδὲν καὶ δὲν ἔφθασα ἀκόμη».Καὶ σὲ ἕναν καθηγητή, ὁ ὁποῖος ἐνθουσιασμένος ἀπὸ τὰ λόγια του εἶπε: «Ἐσύ, Πάτερ Παΐσιε, εἶσαι ἅγιος», ὁ Ὅσιος ἀπάντησε: «Ἐγὼ εἶμαι χειρότερος ἀπὸ ἕναν ἐγκληματία, διότι ἐκεῖνος ἔκανε 20 ἐγκλήματα, ἐνῶ θὰ μποροῦσε, ἀνάλογα μὲ αὐτὰ ποὺ κληρονόμησε, νὰ εἶχε κάνει 40, ἐνῶ ἐγώ, ἂν ἔχω κάνει 20 καλά, θὰ ἔπρεπε ἀνάλογα νὰ εἶχα κάνει 40».
Οἱ ἐπισκέπτες ἔβλεπαν μπροστά τους ἕναν ἀσκητὴ μὲ ἀκτινοβόλο πρόσωπο ποὺ μετέδιδε γαλήνη καὶ θεία παρηγορία. Καὶ μόνον ποὺ ἄκουγαν τὸ «Δόξα Σοι ὁ Θεός», ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὴν καρδιά του, μεταφέρονταν γιὰ λίγο στὴν δική του πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα, τῆς δοξολογίας καὶ τῆς συνεχοῦς ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεό. Μπαίνοντας μαζί του στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἔμπαιναν στὸν χῶρο τῆς προσευχῆς. Κάποτε, τὴν ὥρα ποὺ ἕνας νέος προσκυνοῦσε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας μέσα στὸ ἐκκλησάκι, ὁ Ὅσιος τοῦ εἶπε: «Ἂν τώρα παρουσιαζόταν μπροστά μας ἡ Παναγία, νομίζεις ὅτι θὰ ψάχναμε νὰ βροῦμε τὸν σωστὸ ἦχο, γιὰ νὰ Τῆς ποῦμε τὸ τροπάριο: «Πολλοῖς συνεχόμενοις πειρασμοῖς»; Ὄχι, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μας, θὰ Τῆς φωνάζαμε: «Πολλοῖςσυνεχόμενοις πειρασμοῖς, πρὸς Σὲ καταφεύγω σωτηρίαν ἐπιζητῶν». Ἡ καρδιακὴ προσευχὴ τοῦ Ὁσίου, συγκλόνισε τὸν νέο.
Ἄλλη φορὰ τὸν ἐπισκέφθηκε ἕνας δημόσιος ὑπάλληλος πολὺ πικραμένος μὲ τὸν προϊστάμενό του, ἐπειδὴ ἐξαιτίας του εἶχε χάσει μία προαγωγή. Ὁ Πατὴρ Παΐσιος τὸν ἄκουσε μὲ προσοχὴ καὶ ἔπειτα τὸν ἔπιασε μὲ στοργὴ ἀπὸ τὸν ὦμο καὶ τὸν πῆγε μέσα στὸ ἐκκλησάκι. Τοῦ ἔδειξε τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ τοῦ εἶπε: «Κοίταξε, ὁ Χριστὸς συγχώρεσε τοὺς σταυρωτές Του· ἐσὺ δὲν μπορεῖς νὰ συγχωρέσεις αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο;» Ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου μαλάκωσε καὶ εἶπε: «Γέροντα, τὸν συγχωρῶ».
***

Γράμματα χωρὶς γραμματόσημα
Ἔλεγε ὁ Ὅσιος: «Ὅσο συμβαίνουν θεῖα γεγονότα, -μικρὰ στὶς ἀρχὲς καὶ μεγαλύτερα καὶ περισσότερα ἀργότερα-, τόσο περισσότερο τονώνεται ἡ πίστη, θερμαίνεται ἡ ψυχή, φουντώνει ἡ ἀγάπη. Βγαίνει τότε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὶς μικρότητες καὶ ἀνεβαίνει ψηλά. Παλαβώνει καὶ ὅλο εὐγνωμονεῖ τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος ἀνταποκρίνεται, ὁπότε μπορεῖ νὰ Τοῦ ζητήσει ὅ,τι θέλει· ὄχι γιὰ τὸν ἁυτό του πιά, γιατί, μὲ τὸ παλαβὸ ἐκεῖνο οὐράνιο πέταγμα τῆς ψυχῆς του, τὸν ἑαυτό του τὸν πέταξε στὴν ἄκρη». Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος, τὸν ἑαυτό του τὸν εἶχε πετάξει, καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ μόνο γιὰ τοὺς ἄλλους. Ὁ δὲ Θεὸς ἀνταποκρινόταν σὲ ὅ,τι ὁ Ὅσιος ζητοῦσε.
Κάποτε, ἕνας ἀστυνομικὸς τοῦ ἔστειλε γράμμα ζητώντας νὰ προσευχηθῆ γιὰ τὴν μητέρα του, ἡ ὁποία ἦταν στὸ νοσοκομεῖο μὲ ὄγκο στὸν πνεύμονα καὶ ὑπέφερε ἀπὸ πολλὴ δύσπνοια. Λίγες ἡμέρες μετὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ γράμματος, ἡ ἄῤῥωστη εἶδε μεταξὺ ὕπνου καὶ ξύπνου νὰ τὴν ἐπισκέπτεται μία μαυροφορεμένη Γυναίκα μαζὶ μὲ ἕναν Καλόγερο, καὶ μὲ πολλὴ καλωσύνη καὶ ἐνδιαφέρον νὰ τῆς λένε: «Μὴν ἀνησυχῆς· ἐμεῖς ἐδῶ εἴμαστε καὶ θὰ σὲ ὑπηρετήσουμε». Τὴν πλησίασαν, ἔβαλαν τὰ χέρια τους κάτω ἀπὸ τὸ σεντόνι, καὶ ἄρχισε νὰ ἀκούγεται ἕνας θόρυβος σὰν νὰ κοβόταν ὕφασμα μὲ ξυράφι. Σὲ λίγο ἡ γυναίκα ἀνακουφίσθηκε ἀπὸ τὴν δύσπνοια, ἐνῶ παράλληλα ἔνιωθε πολλὴ χαρά. Οἱ ἑπόμενες ἐξετάσεις ἔδειξαν ὅτι ὁ ὄγκος δὲν ὑπῆρχε, καὶ ἐπέστρεψε ὑγιὴς στὸ σπίτι της. Ὄταν Πατὴρ Παΐσιος βγῆκε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὁ ἀστυνομικὸς τὸν ἐπισκέφθηκε στὸ Ἡσυχαστήριο μὲ τὴν μητέρα, ἡ ὁποία, μόλις τὸν εἶδε, εἶπε: «Νά, αὐτὸς ἦταν ὁ Καλόγερος ποὺ ἦρθε στὸ νοσοκομεῖο μὲ τὴν μαυροφορεμένη Γυναίκα καὶ μὲ γιάτρεψαν».
Ἕνας παντοπώλης ἀπὸ τὴν Ξάνθη ἦταν πολὺ ἄῤῥωστος καί, ἐπειδὴ οἱ γιατροὶ φοβήθηκαν γιὰ κάτι σοβαρό, συνέστησαν νὰ μεταφερθῆ σὲ νοσοκομεῖο τῆς Θεσσαλονίκης. Ὁ παντοπώλης ὅμως δὲν τὸ ἀποφάσιζε καὶ ἔστειλε γράμμα στὸν Πατέρα Παΐσιο ζητώντας τὴν συμβουλή του. Λίγες ἡμέρες ἀργότερα, ἐνῶ βρισκόταν σὲ κλινικὴ τῆς Ξάνθης καὶ ἡ κατάστασή του χειροτέρευε, ξαφνικὰ αἰσθάνθηκε πολὺ καλά. Οἱ γιατροὶ ἀπόρησαν μὲ τὴν βελτίωση αὐτὴ καὶ τὸν ἄφησαν νὰ ἐπιστρέψει στὸ σπίτι του. Ὕστερα ἀπὸ τρεῖς μῆνες, ὁ παντοπώλης ἐπισκέφθηκε τὸν Ὅσιο, ὁ ὁποῖος, μόλις τὸν εἶδε, τοῦ εἶπε μὲ χαρά: «Τί κάνεις, Θεόδωρε; Τὸ πῆρες τὸ γράμμα μου, ἔτσι δὲν εἶναι; Δὲν σοῦ ἔγραψα, ἀλλὰ τὸ γράμμα τὸ πῆρες».Αὐτὸς ἀμέσως κατάλαβε τί εἶχε γίνει καὶ συγκλονίσθηκε.
Ἕνας Ὀρθόδοξος Γάλλος δὲν ἀποφάσιζε ποιά ζωὴ νὰ ἀκολουθήσει, τὴν μοναχικὴ ἢ τὴν ἔγγαμη. Ὁ Ὅσιος τοῦ εἶπε:«Πῆγαινε στὴν Γαλλία, καὶ σὲ δύο μῆνες θὰ σοῦ στείλω ἕνα γράμμα χωρὶς γραμματόσημα». Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὁ Γάλλος ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του καὶ σὲ δύο μῆνες ἔλαβε τὸ «γράμμα»· γνώρισε μία κοπέλα ποὺ δέχθηκε νὰ γίνει Ὀρθόδοξη, καὶ σὲ λίγο παντρεύθηκαν.
Ὁ Πατὴρ Παΐσιος θὰ ἤθελε νὰ προσεύχεται γιὰ κάθε ἄνθρωπο ποὺ εἶχε ἀνάγκη. Γιὰ ἕνα διάστημα μάλιστα, θέλοντας νὰ κάνει ἰδιαίτερη προσευχὴ γιὰ συγκεκριμένες περιπτώσεις, ζήτησε ἀπὸ ἕναν γνωστό του νὰ τοῦ στέλνει ἀποκόμματα ἀπὸ τὶς ἐφημερίδες μὲ τραγικὰ γεγονότα. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ λίγο καιρό, τοῦ ζήτησε νὰ σταματήσει, λέγοντάς του: «Ξεχείλισε ὁ πόνος, δὲν ἀντέχω ἄλλο».
Ἀλλὰ καὶ χωρὶς νὰ ἔχει λάβει «σῆμα γιὰ βοήθεια», ὁ ἀσυρματιστὴς τοῦ Θεοῦ μποροῦσε ἀπὸ τὸν λάκκο τῆς Καλλιάγρας νὰ στέλνει τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ σὲ ἄγνωστους ἀνθρώπους ποὺ κινδύνευαν στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς γῆς. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1971, συζητώντας μὲ ἕναν καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς γιὰ τὴν προσευχή, τοῦ ἀνέφερε τὸ παράδειγμα «κάποιου μοναχοῦ», ὁ ὁποῖος μία μέρα αἰσθάνθηκε ἔντονα τὴν ἀνάγκη νὰ προσευχηθῆ γιὰ ἕναν ἄγνωστό του ναυτικὸ ποὺ κινδύνευε. Ὕστερα ἀπὸ ὧρες θερμῆς προσευχῆς, ὁ μοναχὸς αὐτὸς ἔνιωσε μία ἀγαλλίαση, ἡ ὁποία ἦταν ἐσωτερικὴ πληροφορία ὅτι ὁ Θεὸς εἶχε βοηθήσει. Στὴν συνέχεια ξέχασε αὐτὸ ποὺ τοῦ συνέβη. Τὸ ξαναθυμήθηκε ὅμως ὕστερα ἀπὸ λίγους μῆνες, ὅταν ἕνας νέος ποὺ τὸν ἐπισκέφθηκε μαζὶ μὲ ἄλλους προσκυνητές, τὸν κοίταξε γιὰ λίγο ἐξεταστικὰ καὶ ἀμέσως τὸν ἀγκάλιασε καὶ εἶπε συγκινημένος: «Ἐσύ, Πάτερ, ἤσουν ποὺ προσευχόσουν γιὰ μᾶς, ὅταν κινδυνεύαμε νὰ πνιγοῦμε στὴν θάλασσα τῆς νότιας Κίνας. Σὲ εἴδαμε ὅλοι μας στὴν ἄκρη τῆς πλώρης μὲ ἀνοιχτὰ τὰ χέρια πρὸς τὸν οὐρανό. Ἐσὺ ἤσουν, δὲν κάνω λάθος». Ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς διηγήσεως καὶ τὶς χαρακτηριστικὲς λεπτομέρειες ποὺ ὁ Ὅσιος ἀνέφερε, ὁ καθηγητὴς κατάλαβε ὅτι τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶχε συμβῆ στὸν ἴδιο τὸν Πατέρα Παΐσιο.
***

«Πνευματικὸ ῥαντάρ»
Ὁ Ὅσιος βρισκόταν «ἐν διαρκεῖ ἀκροάσει» μὲ τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος τὸν πληροφοροῦσε, ὅταν χρειαζόταν νὰ βοηθήσει μία ψυχή. Κάποτε, ἐνῶ μιλοῦσε μὲ ἕναν νέο στὴν αὐλή, διέκοψε τὴν συνομιλία καὶ εἶπε:
-Ἔρχεται καὶ ὁ Νίκος. Ἔλα νὰ τελειώσουμε, σὲ μισὴ ὥρα θὰ εἶναι ἐδώ.
-Γέροντα, ποιός Νίκος; Ποῦ τὸν εἴδατε; ῥώτησε ὁ νέος.
-Πίσω ἀπὸ τὸ βουνὸ εἶναι, τοῦ εἶπε, σὲ μισὴ ὥρα θὰ ἔρθει. Ἐσὺ δὲν τὰ ξέρεις τὰ βουνά, ἐγὼ τὰ ξέρω.
Ὕστερα ἀπὸ μισὴ ὥρα, ἀκούσθηκε τὸ καμπανάκι.
-Νά’ τος, εἶπε ὁ Γέροντας, πήγαινε νὰ ἀνοίξεις.
Ὁ νέος ἄνοιξε καὶ ῥώτησε:
-Ἐσὺ εἶσαι ὁ Νίκος;
-Ποῦ μὲ ξέρετε;, εἶπε μὲ ἀπορία τὸ παιδί.
-Δὲν σὲ ξέρω ἐγώ, ὁ Γέροντας σὲ ξέρει.
-Ἀδύνατον, λέει τὸ παιδί, ἐγὼ δὲν τὸν ἔχω δεῖ ποτέ· οὔτε καὶ πιστεύω καλὰ-καλά. Ἄκουσα ὅτι εἶναι ἕνας καλόγερος ποὺ κάνει θαύματα καὶ ἦρθα νὰ τὸν γνωρίσω.
Τότε, ἀκούσθηκε ὁ Ὅσιος νὰ λέει: «Ἐλά, Νίκο, ἐγὼ σὲ ξέρω, ἐσὺ δὲν μὲ θυμάσαι». Καὶ χαμογελαστὸς τὸν πῆρε στὸ Καλύβι του. Ὕστερα ἀπὸ μία ὥρα ὁ Νίκος βγῆκε δακρυσμένος καὶ ἀλλοιωμένος. Μὲ συντριβὴ ἀλλὰ καὶ μὲ χαρά, εἶπε στὸν νέο ποὺ περίμενε ἀπ’ ἔξω: «Τώρα κατάλαβα ὅτι ὑπάρχουν Ἅγιοι. Τώρα κατάλαβα τί εἶναι ὁ Θεός».
Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1974 ἐπισκέφθηκε τὸν Πατέρα Παΐσιο ἕνας ἄνθρωπος κουρασμένος ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία. Ὁ Ὅσιος, ἐνῶ τὸν ἔβλεπε γιὰ πρώτη φορά, τὸν καλωσόρισε μὲ τὸ ὄνομά του καὶ ἀμέσως ἄρχισε νὰ βγάζει νερὸ ἀπὸ τὴν στέρνα, γιὰ νὰ τοῦ πλύνει τὰ πόδια. Ἐκεῖνος ἀντέδρασε ἀπὸ ντροπή, ἀλλὰ ὁ Ὅσιος εἶπε: «Ὑπακοή». Ἄρχισε λοιπὸν νὰ τοῦ πλένει τὰ πόδια καὶ νὰ τοῦ λέει:«Τὴν μητέρα σου τὴν λένε Παγώνα, τὸν πατέρα σου Νικόλα. Ὁ πατέρας σου, παιδί μου, παίζει χαρτιά, παίζει συνέχεια». Τοῦ ἐξήγησε μάλιστα καὶ πῶς ὁ πατέρας του εἶχε ἀποκτήσει αὐτὴ τὴν κακὴ συνήθεια. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του, ἐξακρίβωσε τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ Γέροντα καὶ δόξασε τὸν Θεὸ ποὺ τὸν ἀξίωσε νὰ γνωρίσει ἕναν Ἅγιο.
Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1975 ἐπισκέφθηκε τὸν Πατέρα Παΐσιο ἕνας δάσκαλος, γιὰ νὰ συζητήσει μαζί του γιὰ τὴν ἀδελφή του, ἡ ὁποία ἤθελε νὰ γίνει μοναχή, ἀλλὰ ὁ ἴδιος δὲν συμφωνοῦσε. Τὴν στιγμὴ ποὺ ἔμπαινε στὴν αὐλή, ὁ Ὅσιος τὸν εἶδε ἀπὸ μακριὰ καὶ φώναξε:«Καλῶς τὸν Νίκο, τὸν δάσκαλο, τὸν ἀδελφὸ τῆς Βασιλείας».Συγκλονισμένος ἐκεῖνος ἀπὸ τὴν ἀπρόσμενη ὑποδοχή, προχώρησε καὶ κάθησε μὲ συστολὴ κοντά του. Ἄρχισε τότε ὁ Ὅσιος νὰ τοῦ μιλάει αὐστηρὰ ἀλλὰ καὶ φιλικά. Τοῦ εἶπε: «Δὲν μοῦ λές δάσκαλε, μήπως βρῆκες κανέναν συμπέθερο καλύτερον ἀπὸ τὸν Θεό; Μήπως βρῆκες γιὰ τὴν ἀδελφή σου κανέναν γαμπρὸ καλύτερον ἀπὸ τὸν Χριστό; Καὶ μὴν ξεχνᾶς ὅτι θὰ ἔχεις καὶ ἐσὺ ἕναν λοκατζῆ ποὺ θὰ μάχεται στὴν ἐμπροσφυλακὴ γιὰ τοὺς μετόπισθεν». Ὁ δάσκαλος δὲν εἶπε στὸν Πατέρα Παΐσιο τίποτε ἀπὸ ὅσα σκεφτόταν, καὶ ἔφυγε εἰρηνικός.
Τὸ 1978 ἕνας Κρητικὸς πήγαινε πρὸς τὸν Τίμιο Σταυρό, χωρὶς νὰ εἶναι σίγουρος ὅτι εἶχε πάρει τὸ σωστὸ μονοπάτι. Στὸν δρόμο συνάντησε ἕναν Καλόγερο πολὺ ἀσκητικό, μὲ μπαλωμένο ζωστικό, καὶ τὸν τουρβᾶ στὸν ὤμο. Τοῦ ἔβαλεμετάνοια καὶ τοῦ εἶπε:
-Πάτερ, θέλω νὰ πάω στὸν Γέροντα Παΐσιο ἀλλὰ δὲν ξέρω τὸν δρόμο.
-Εὐλογημένε, τί τὸν θέλεις αὐτὸν τὸν ταλαίπωρο; Στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας ὑπάρχουν πολλοὶ ἐνάρετοι Πατέρες νὰ σὲ ὠφελήσουν, καὶ ἐσὺ ψάχνεις τὸν Παΐσιο;
Ὁ Κρητικὸς ὅμως ἐπέμενε καί, ἐπειδὴ τὸ παρουσιαστικὸ τοῦ Καλόγερο μαρτυροῦσε ἀρετή, τὸν ἀκολούθησε. Λίγα μέτρα πιὸ πέρα, ὁ Καλόγερος κάθησε κάτω ἀπὸ ἕνα δένδρο καὶ τὸν κάλεσε καὶ ἐκεῖνον νὰ καθήσει κοντά του. Αὐτὸς ἦταν πλέον σίγουρος ὅτι εἶχε ἀπέναντί του τὸν Γέροντα Παΐσιο. Τοῦ εἶπε ὁ Ὅσιος:«Εὐλογημένε ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, νὰ ἔχουμε πίστη, καὶ ὅλα τὰ προβλήματά μας θὰ βροῦν τὴν λύση τους. Ὁ Θεὸς μεριμνᾶ γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα. Ἔφυγα τὸ πρωΐ ἀπὸ τὸ Κελλί μου μὲ σκοπὸ νὰ μπῶ στὸ δάσος, γιὰ νὰ κόψω ξύλα γιὰ τὸ ἐργόχειρο. Δὲν εἶχα προχωρήσει πολύ, καὶ μοῦ ἦρθε ὁ λογισμὸς νὰ ἀλλάξω πορεία. Ἐξέτασα τὸν λογισμὸ καὶ εἶδα ὅτι ἦταν ἐκ Θεοῦ, χωρὶς ὅμως νὰ μοῦ ἀποκαλυφθῆ ὁ λόγος. Ἔτσι ἀλλαξα τὴν πορεία μου καὶ συναντηθήκαμε».
Ἀφοῦ συζήτησαν ἀρκετά, σηκώθηκαν νὰ φύγουν. Μόλις ὁ Πατὴρ Παΐσιος πῆγε νὰ κάνει τὸ πρῶτο βῆμα, παραλίγο νὰ πέσει· τρεῖς φορὲς μπερδεύτηκαν τὰ πόδια του καὶ πιάσθηκε ἀπὸ χαμόκλαδα, γιὰ νὰ κρατήσει ἰσοῤῥοπία. Εἶπε χαμογελώντας: «Δὲν ἄρεσε στὸν διάβολο αὐτὸ ποὺ ἔγινε, ἀλλὰ δὲν θὰ τοῦ περάσει!»
***

«Λόγοι διδακτοὶ Πνεύματος Ἁγίου».
Ἔλεγε ὁ Ὅσιος: «Οἱ ἀληθινοὶ Πατέρες, δὲν λένε σκέψεις ποὺ κατεβάζει τὸ μυαλό τους, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ ὁ Θεὸς τοὺς κατεβάζει ἀπὸ ψηλὰ ἢ ἐμπειρίες ἀπὸ τὴν ζωή τους. Μιλοῦν γιὰ ἀλήθειες ποὺ ἔζησαν οἱ ἴδιοι, οἱ ὁποῖες ἔχουν ζωὴ καὶ δίνουν ζωὴ στοὺς ἀνθρώπους». Καὶ ὁ ἴδιος μιλοῦσε ἁπλά, «οὐκ ἐν διδακτοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ’ εν διδακτοῖς Πνεύματος Ἁγίου».
Πολλοὶ μορφωμένοι καὶ διανοούμενοι θαύμαζαν τὶς εὔστοχες ἀπαντήσεις του καί, κάποιοι θεωρώντας ὅτι ἦσαν ἀποτέλεσμα μελέτης, τὸν ῥωτοῦσαν ποῦ τὰ εἶχε διαβάσει αὐτά. Ὁ καθηγητὴς τῆς Ψυχιατρικῆς Ἀρίστος Ἀσπιώτης τὸν ῥώτησε κάποτε:
-Πάτερ, σὲ ποιό βιβλίο τὰ γράφει αὐτὰ ποῦ μᾶς εἴπατε;
-Πεντηκοστή, ἀπάντησε ὁ Ὅσιος, ἐννοώντας τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Καὶ σὲ ἄλλον ποὺ ἔκανε τὴν ἴδια ἐρώτηση, ἀπάντησε:«Τιβεριάδος θάλασσα», ἐννοώντας καὶ πάλι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ Ὁποῖο «ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξεν».
Μία φορά, κάποιος θεολόγος συστήθηκε στὸν Πατέρα Παΐσιο: «κύριος τάδε, θεολόγος». Ἐκεῖνος τότε τοῦ εἶπε ἀστειευόμενος: «Τί λές, παιδί μου; Ἐγὼ τρεῖς Θεολόγους ξέρω. Ἐσὺ φαίνεται, θὰ εἶσαι ὁ τέταρτος!» Ἔπειτα ὅμως τοῦ εἶπε σοβαρά: «Κοίταξε, ἐσύ, ἔχεις πτυχίο τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, θεολόγο ὅμως θὰ σὲ κάνει ἡ Ὀρθόδοξη πατερικὴ ζωή σου». Ὁ Πατὴρ Παΐσιος, ἐπειδὴ εἶχε ἀσκηθῆ πατερικά, εἶχε γίνει «πρακτικὸς θεολόγος» μὲ τὴν ἐπίσκεψη τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι μποροῦσε νὰ βοηθάει θετικὰ καὶ τοὺς θεολόγους καθηγητὲς ποὺ συχνὰ τὸν ἐπισκέπτονταν. Κοντά του γνώριζαν ὅτι ἡ ἀληθινὴ Θεολογία εἶναι «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ συλλαμβάνεται ἀπὸ τὶς ἁγνές, τὶς ταπεινὲς καὶ ἀναγεννημένες πνευματικὰ ψυχές», καὶ ὄχι ἡ «θεολογίαν ποὺ διδάσκεται σὰν ἐπιστήμη καὶ ἐξετάζει συνήθως τὰ φαινόμενα ἱστορικά, καὶ εἶναι ἑπόμενο νὰ τὰ καταλαβαίνει ἐξωτερικὰ καὶ νὰ εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀμφιβολίες καὶ ἐρωτηματικά».
Κάποτε, ἕνας φοιτητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τὸν ῥώτησε:
-Γέροντα, πῶς ἔγραψε ὁ Μωϋσῆς τὴν Πεντάτευχο;
-Ἔ, εὐλογημένε, τοῦ τὰ ἔδειξε ὁ Θεὸς σὰν σὲ τηλεόραση, καὶ τὰ ἔγραψε, ἀπάντησε μὲ φυσικότητα ὁ Πατὴρ Παΐσιος, ἀφοῦ καὶ ὁ ἴδιος εἶχε πεῖρα τῆς «πνευματικῆς τηλεοράσεως».
Μία ἄλλη φορά, ἕνας θεολόγος, ποὺ εἶχε σπουδάσει στὴν Γαλλία, ἐπέμενε ὅτι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ δὲν ἦταν Ὀρθόδοξος, ἐπειδὴ εἶχε διατελέσει Ἐπίσκοπος σὲ περιβάλλον νεστοριανῶν. Ὁ Πατὴρ Παΐσιος προσπαθοῦσε νὰ τοῦ δώσει νὰ καταλάβει ὅτι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ βρίσκεται στὴν καρδιὰ τῆς Ὀρθοδοξία,ς ἀλλὰ δὲν τὸν ἔπειθε, καὶ γι’ αὐτὸ στενοχωρήθηκε πολύ. Εἶπε: «Τόσο πολὺ πόνεσα, ποὺ ἂν μὲ χτυποῦσε ἕνας μὲ τσεκούρι στὸ κεφάλι, δὲν θὰ πονοῦσα τόσο. Μετὰ εἶδα καὶ ἕνα γεγονός. Γι’ αὐτὸ λέω ὅτι, ὅταν πονάει κανεὶς γιὰ κάτι, ὁ Θεὸς μετὰ τὸν πληροφορεῖ· ὅλη ἡ βάση εἶναι ἐκεῖ. Ἂν δὲν πονάει ἡ καρδιά, δὲν πληροφορεῖ ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ἀκρίβεια».
Ὁ Θεὸς λοιπόν, τὸν πληροφόρησε μὲ ἀκρίβεια γιὰ τὸ συγκεκριμένο ζήτημα. Εἶδε σὲ ὅραμα νὰ περνοῦν ἀπὸ μπροστά του Ἱεράρχες· ἀνάμεσά τους ἦταν καὶ ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, ὁ ὁποῖος στράφηκε πρὸς τὸ μέρος του καὶ τοῦ εἶπε: «Ναί, ἔζησα σὲ νεστοριανὸ περιβάλλον, ὑπῆρχαν στὴν ἐπαρχία μου αἱρετικοί, ἀλλὰ ἐγὼ ἤμουν Ὀρθόδοξος καὶ τοὺς πολέμησα». Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ ὁ Ὅσιος διακήρυττε μὲ ἔμφαση: «Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ἦταν ὀρθοδοξότατος». Ἐξηγοῦσε μάλιστα ὅτι οἱ Δυτικοὶ τὸν συκοφάντησαν ὡς μὴ Ὀρθόδοξο, ἐπειδὴ καλλιέργησε τὸν ἡσυχασμό. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ὀνόμαζε «ἀδικημένο Ἅγιο». Καὶ στὸ Μηναῖο, στὸ Συναξάρι τῆς 28ης Ἰανουαρίου, ποὺ εἶναι ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, εἶχε προσθέσει: «Καὶ Ἰσαάκ, τοῦ μεγάλου Ἡσυχαστοῦ καὶ πολὺ ἀδικημένου».
***

Ζηλωτὴς τῶν πατερικῶν παραδόσεων.
Ὁ Πατὴρ Παΐσιος δὲν συμφωνοῦσε νὰ σπουδάζουν οἱ Ὀρθόδοξοι Θεολόγοι στὴν Δύση, διότι ἔβλεπε τὸν κίνυνο νὰ μεταφέρουν ἀπὸ ἐκεῖ «πνευματικὰ μικρόβια» καὶ νὰ μολύνουν τὴν ἀμώμητη Ὀρθόδοξη πίστη μας. Ἔλεγε: «Τί θὰ πᾶτε νὰ πάρετε ἀπὸ ἐκεῖ. Αὐτοὶ δὲν ἔχουν τίποτε, τὰ ἔχουν γκρεμίσει ὅλα».
Καὶ σὲ ἕναν Ὀρθόδοξο Γάλλο ἱερομόναχο ποὺ τὸν ῥώτησε σὲ τί διαφέρουν οἱ Καθολικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες ἀπὸ τοὺς Ὀρθόδοξους, εἶπε χαρακτηριστικά: «Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι σὰν αὐτὸ τὸ Καλύβι ποὺ βλέπεις, φτιαγμένο ἀπὸ πέτρες, λάσπη καὶ ζωνάρια. Οἱ Καθολικοὶ ἀφαίρεσαν τὴν λάσπη, οἱ Προτεστάντες ἀφάιρεσαν καὶ τὰ ζωνάρια. Μποροῦν τώρα νὰ σταθοῦν οἱ πέτρες μόνες τους;»
Στενοχωριόταν καὶ ὅταν μάθαινε ὅτι κάποιοι Ὀρθόδοξοι θεολόγοι, ἀντὶ νὰ τρέφωνται ἀπὸ τὴν «δυνατὴ πνευματικὴ τροφὴ»τῶν Ὀρθόδοξων Πατερικῶν κειμένων καὶ νὰ πίνουν ἀπὸ τὰ κρυστάλλινα ὕδατα τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, μελετοῦσαν τοὺς αἱρετικοὺς θεολόγους τῆς Δύσεως καὶ ἔπιναν ἀπὸ τὶς θολερὲς πηγές τους, μὲ ἀποτέλσμα νὰ φθάνουν ἀκόμη καὶ σὲ λανθασμένα συμπεράσματα γιὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες.
Οὔτε καὶ μὲ τοὺς «διαλόγους» ποὺ γίνονταν μὲ ἑτεροδόξους συμφωνοῦσε ὁ Ὅσιος. Διότι ἔβλεπε ὅτι οἱ μὲν Ὀρθόδοξοι ποὺ ἠσχολοῦντο μὲ «διαλόγους» καὶ «συνέδρια» καὶ «προσπάθειες γιὰ ἕνωση» δὲν εἶχαν προηγουμένως ἑνωθῆ οἱ ἴδιοι μὲ τὸν Θεό, καὶ ἑπομένως δὲν μποροῦσαν νὰ πληροφορήσουν τοὺς ἄλλους μὲ ὀρθόδοξα πατερικὰ βιώματα, οἱ δὲ ἑτερόδοξοι ποὺυ συμμετεῖχαν σ’ αὐτὰ δὲν εἶχαν εἰλικρινῆ διάθεση. Σὲ ἐπιστολή του τὸ 1978, ἔγραψε:«Τὸ Εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα νομίζει ὅτι καὶ τὰ θέματα καὶ τὰ πνευματικὰ μποροῦν καὶ αὐτὰ νὰ μποῦν στὴν Κοινὴ Ἀγορά. Ὅλα νὰ ἰσοπεδωθοῦν. Οἱ μὲν Ὀρθόδοξοι ποὺ ἔχουν ἐλαφρότητα καὶ θέλουν νὰ κάνουν προβολή, «Ἱεραποστολή», συγκαλοῦν δῆθεν Συνέδρια, γιὰ νὰ γίνεται ντόρος, νὰ γράφουν οἱ ἐφημερίδες, καὶ νὰ νομίζουν ὅτι ἔτσι προσβάλλουν τὴν Ὀρθοδοξία, μὲ τὸ νὰ γίνουν ταραμοσαλάτα μὲ τοὺς κακοδόξους. Ἀρχίζουν μετὰ οἱ ὑπὲρ ζηλωτὲς καὶ πιάνουν τὸ ἄλλο ἄκρο, νὰ λένε καὶ βλασφημίες γιὰ τὰ Μυστήρια τῶν Νεοημερολογιτῶν κ.λ.π. καὶ κατασκανδαλίζουν ψυχὲς ποὺ ἔχουν εὐλάβεια καὶ ὀρθόδοξη εὐαισθησία. Οἱ δὲ ἑτερόδοξοι, ἔρχονται καὶ στὰ συνέδρια, κάνουν τὸν δάσκαλο, παίρνουν ὅ,τι καλὸ ὑλικὸ πνευματικὸ βρίσκουν στοὺς Ὀρθοδόξους, τὸ περνᾶνε ἀπὸ τὸ δικό τους ἐργαστήρι, βάζουν δικό τους χρῶμα καὶ φίρμα, καὶ τὸ παρουσιάζουν σὰν πρωτότυπο, καὶ ὁ παράξενος σημερινὸς κόσμος, ἀπὸ κάτι τέτοια παράξενα συγκινεῖται καὶ καταστρέφεται πνευματικά».
Ὁ Πατὴρ Παΐσιος εἶχε ἕναν δικό του τρόπο νὰ λέει καὶ στοὺς ἴδιους τοὺς ἑτεροδόξους τὴν ἀλήθεια, χωρὶς νὰ προκαλῆ. Ὅταν τὸ 1978 θὰ γινόταν ἡ ἐκλογὴ νέου Πάπα, ἕνας ῥωμαιοκαθολικὸς μοναχὸς τοῦ ζήτησε νὰ προσευχηθῆ, ὥστε ὁ Πάπας ποὺ θὰ ἐκλέξουν νὰ εἶναι καλός. Ὁ Ὅσιος τὸν χτύπησε μὲ συμπάθεια στὴν πλάτη καὶ τοῦ εἶπε χαμογελώντας: «Μὴν στενοχωριέσαι, παιδί μου, ὅποιος καὶ ἂν εἶναι, ἀλάθητος θὰ εἶναι».
Τὴν δεκαετία τοῦ ’70 πολλοὶ ζητοῦσαν τὴν γνώμη τοῦ Πατρὸς Παϊσίου καὶ γιὰ μία πρόταση ποὺ εἶχε γίνει, νὰ μὴν φοροῦν οἱ ἱερεῖς ῥάσα. Ἐκεῖνος τοὺς ἔδειχνε μία ἐλιά, τῆς ὁποίας εἶχε ξεφλουδίσει τὸν κορμὸ καὶ τὰ χονδρὰ κλαδιά, ἀφήνοντας φύλλα μόνο στὶς ἄκρες τῶν μικρῶν κλαδιῶν της. Στὸν ξεφλουδισμένο κορμό της εἶχε χαράξει: «Τὰ δένδρα πέταξαν τὴν στολή τους, θὰ δοῦμε τὴν προκοπή τους»καὶ «Παπᾶς ἀράσωτος, ἄρα ἄσωτος». Ἡ ἐλιὰ αὐτή, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, ξεράθηκε.
Τὴν ἴδια ἐποχὴ ἔγιναν προσυνοδικὲς διασκέψεις μὲ σκοπὸ τὴν προετοιμασία μίας νέας Πανορθοδόξου Συνόδου, καὶ ἀνάμεσα στὰ θέματα ὑπῆρχαν πολλὲς προτάσεις ἀντίθετες μὲ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση. Ὅταν ὁ Γέροντας τὰ πληροφορήθηκε αὐτά, ἀνησύχησε πολὺ καὶ μιλοῦσε μὲ πόνο ψυχῆς, λέγοντας: «Καταλαβαίνετε τί πάει νὰ γίνει; Θὰ φύγει ἡ παράδοση καὶ θὰ μείνει ἡ παράβαση! Καταλαβαίνετε πόσο σοβαρὸ εἶναι αὐτό; Εἶναι σὰν νὰ βγάζουμε ἀπὸ τὸ σπίτι ἕνα τοῦβλο. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ φαίνεται ὅτι δὲν παθαίνει τίποτε τὸ σπίτι, ἀλλὰ σιγὰ-σιγὰ μπαίνουν νερά, βγαίνει καὶ ἄλλο τοῦβλο, καὶ ἄλλο, καὶ στὸ τέλος τὸ σπίτι γίνεται ἐρείπιο». Καί, ὅταν κάποιος τοῦ ἀνέφερε ὅτι μία ἀπὸ τὶς προτάσεις ἦταν νὰ ἐλαττωθοῦν οἱ καθιερωμένες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία νηστεῖες, ἐπειδὴ ὁ κόσμος δὲν τὶς κρατάει, ὁ Ὅσιος εἶπε: «Ἂν κάποιος εἶναι ἄῤῥωστος καὶ δὲν μπορῆ νὰ κρατήσει τὴν νηστεία, αὐτὸς εἶναι δικαιολογημένος ἂν φάει. Ἂν δὲν εἶναι ἄῤῥωστος, ἀλλὰ ἀπὸ ἀδυναμία ἔφαγε, νὰ μετανοήσει, νὰ πῆ: «Ἥμαρτον». Δὲν θὰ τὸν κρεμάσει ὁ Χριστός. Ἂν μπορῆ νὰ κρατήσει τὴν νηστεία, νὰ τὴν κρατήσει. Ἂν ὅμως οἱ περισσότεροι δὲν κρατᾶνε τὶς νηστεῖες καὶ ἐμεῖς πᾶμε νὰ τὶς καταργήσουμε, γιὰ νὰ ἀναπαύσουμε τοὺς περισσότερους, εἶναι σὰν νὰ εὐλογοῦμε τὶς ἀδυναμίες τους, τὶς πτώσεις του. Μὲ ποιό δικαίωμα νὰ τὰ καταργήσουμε ὅλα αὐτά; Καὶ ποῦ ξέρουμε; Μπορεῖ ἡ ἑπόμενη γενεὰ νὰ εἶναι πιὸ καλὴ καὶ νὰ κρατήσει τὴν ἀκρίβεια».
Ὁ Πατὴρ Παΐσιος ἦταν μὲ τὴν ὀρθὴ ἔννοια ζηλωτὴς τῶν πατερικῶν παραδόσεων. Σὲ θέματα πίστεως δὲν ἔκανε συμβιβασμοὺς καὶ ὑποχωρήσεις. Στὴν ζωή του ἐφάρμοζε τὴν ἀκρίβεια ὄχι μόνον ἐξωτερικά, ἀλλὰ περισσότερο ἐσωτερικά, ἀπὸ θεῖο ζῆλο. Ὅταν ἔλεγε τὴν γνώμη του γιὰ ἕνα θέμα, καὶ μάλλιστα ἐκκλησιαστικό, μιλοῦσε μὲ διάκριση ζυγίζοντας τὰ λόγια του σὲ ζυγαριὰ ἀκριβείας. Καί, ὅταν εἶχε μπροστά του ἕναν ἀδύναμο ἄνθρωπο, ἔδινε πάλι μὲ ἀκρίβεια, σὰν καλὸς ἰατρός, τὸ κατάλληλο φάρμακο. Εἶχε ποτισθῆ ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, καὶ γι’ αὐτὸ ἔμπαινε στὸ βάθος τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Ἦταν ὅλος ἀγάπη καὶ«σπλάγχνα οἰκτιρμῶν», καὶ γι’ αὐτὸ δὲν γνώριζε ἁπλῶς τοὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ γνώριζε ἐκ πείρας ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μάνα, καὶ οἱ Κανόνες της ἔχουν σπλάγχνα μητρικά.
Κάποτε, τοῦ ἀνέφεραν ὅτι ἕνας Ἐπίσκοπος συνιστοῦσε στοὺς ἱερεῖς νὰ ἐφαρμόζουν κατὰ γράμμα τὸ «Πηδάλιον», ὅσον ἀφορᾶ τὰ ἐπιτίμια ποὺ αὐτὸ προβλέπει, καὶ ζήτησαν τὴν γνώμη του. Ἀπάντησε: «Σκληρὸ μοῦ φαίνεται. Ἐγὼ ὁ ταλαίπωρος ξέρω ὅτι ὁ καλὸς καπετάνιος τὸ πηδάλιο τὸ περιστρέφει ἀνάλογα· δὲν τὸ κρατάει ἀμετακίνητο, γιατὶ τὸ πλοῖο θὰ πέσει πάνω στὰ βράχια».Καὶ ἀκόμη ἔλεγε: «Οἱ Κανόνες δὲν εἶναι σωστὸ νὰ γίνονται κανόνια καὶ νὰ χτυπᾶνε τοὺς ἀνθρώπους».
Συχνὰ τὸν ῥωτοῦσαν καὶ γιὰ κάποια σκάνδαλα ποὺ ταλαιπώρησαν τὴν Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ ’70. Ὁ Ὅσιος ἔλεγε: «Νὰ μὴν μᾶς ἀπασχολοῦν αὐτά, γιατὶ δὲν ἔχουμε τὴν πνευματικὴ διαύγεια ποὺ χρειάζεται, ὥστε νὰ δοῦμε σὲ βάθος τὰ πράγματα. Ὁ Θεός, ποὺ εἶναι ὁ Πατέρας ὅλων, ἔχει φτιάξει τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸς τὴν κατευθύνει· καὶ ὅ,τι Αὐτὸς ἐπιτρέπει, ἀποβαίνει τελικὰ πρὸς ὄφελος τῆς Ἐκκλησίας». Οὔτε συμφωνοῦσε μὲ τὴν δημοσίευση σκανδάλων στὶς θρησκευτικὲς ἐφημερίδες, ἐνῶ σὲ ὅσους μιλοῦσαν γιὰ «κάθαρση τῆς Ἐκκλησίας», ἀπαντοῦσε: «Ἂν καθαρίσεις ἐσὺ τὴν ψυχή σου, καθαρίζεις ἔτσι καὶ ἕνα μέρος τῆς Ἐκκλησίας». Κάποτε, τοῦ ἀνέφεραν ἕνα σκάνδαλο ποὺ προκάλεσε ἕνας Ἐπίσκοπος. Ἀφοῦ τοὺς ἄκουσε μὲ προσοχή, εἶπε ταπεινά:«Εὐλογημένοι, τί νὰ σᾶς πῶ τώρα; Ἐγὼ δὲν ξέρω γι’ αὐτὸ τὸ θέμα. Ἂν ὅμως εἶναι ἔτσι ὅπως μοῦ τὰ λέτε, φαίνεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ὑπερηφανεύτηκε». Καὶ σκύβοντας τὸ κεφάλι συνέχισε: «Καὶ ὁ Καλὸς Θεὸς τὸ ἐπέτρεψε, γιὰ νὰ μὴν χαθῆ ἡ ψυχή του». Πονοῦσε ὡστόσο, ὅταν κατηγοροῦντο εὐλαβεῖς ἱερεῖς ἢ Ἐπίσκοποι, καὶ σεβόταν ἰδιαίτερα ὅσους ὑπέμεναν τὴν ἀδικία ἀγόγγυστα. Ἔλεγε:«Αὐτοὶ εἶναι τὰ πιὸ ἀγαπημένα παιδιὰ τοῦ Θεοῦ».
***

Ἐπικοινωνία μὲ φοιτητές.
Τοὺς καλοκαιρινοὺς ἰδίως μῆνες ἐπισκέπτονταν τὸν Γέροντα ἀρκετοὶ φοιτητές, καὶ ἐκεῖνος τοὺς ἔδινε πολὺ χρόνο, ὅταν ἔβλεπε ὅτι εἶχαν τὴν «καλὴ ἀνησυχία». Οἱ συμβουλές του ἦταν πρακτικές, σὰν νὰ ζοῦσε καὶ ἐκεῖνος μαζί τους μέσα στὸν κόσμο. Ἔλεγε γιὰ παράδειγμα: «Πρῶτα νὰ γίνουμε καλοὶ ἄνθρωποι καὶ ὕστερα καλοὶ Χριστιανοί. Δὲν μπορεῖτε νὰ φᾶτε, καὶ νὰ μὴν πῆτε «εὐχαριστῶ» στὴν μητέρα σας ποὺ ἔφτιαξε τὸ φαγητό. Καὶ στοὺς καθηγητές σας νὰ μιλᾶτε μὲ γλυκὸ τρόπο. Ἀκόμη καὶ στὸν καθηγητὴ ποὺ σᾶς «ἔκοψε», νὰ μιλήσετε ταπεινά. Νὰ πῆτε: «Σᾶς εὐχαριστῶ, κύριε καθηγητά, ἴσως θὰ ἔπρεπε νὰ διαβάσω λίγο περισσότερο».
Συχνὰ ξεκινοῦσε τὴν συζήτηση παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ ἀντικείμενο τῶν σπουδῶν τους. Ῥώτησε κάποιους φοιτητὲς τῆς Φυσικομαθηματικῆς Σχολῆς: «Γιὰ πέστε, ποιός ἀριθμὸς εἶναι μεγαλύτερος, τὸ δύο ἢ τὸ ἔνα;». Ἐκεῖνοι ἄρχισαν νὰ συζητοῦν ἂν ὁ ἀριθμὸς εἶναι θετικὸς ἢ ἀρνητικός, ἀλλὰ ὁ Γέροντας τοὺς διέκοψε:«Ὄχι, βρὲ παιδιά, ἐγῶ δὲν ξέρω τέτοια πράγματα. Ἐγώ, ἂν λέω κάτι, εἶναι ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι κάποιος ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἕνα χάρισμα καὶ τὸ διπλασίασε, ἐνῶ ἕνας ἄλλος τὰ πέντε χαρίσματα ποὺ βρῆκε δὲν κατάφερε νὰ τὰ κάνει δέκα, ἀλλὰ ἔμεινε στὰ ἐννέα. Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση τὸ δύο δὲν εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ ἐννέα;»
Πολλοὶ νέοι τὸν ῥωτοῦσαν γιὰ τὴν οἰκογενειακή τους ἀποκατάσταση. Καὶ στοὺς μὲν φοιτητὲς ὁ ὅσιος Γέροντας ἔλεγε «νὰ βάλουν τὸ θέμα στὸ ψυγεῖο», μέχρι νὰ τελειώσουν τὶς σπουδές τους. Ὅσους ὅμως εἶχνα τελειώσει τὶς ὑποχρεώσεις τους, τοὺς συμβούλευε νὰ μὴν καθυστερήσουν νὰ δημιουργήσουν οἰκογένεια, καὶ νὰ ἀναζητήσουν σύζυγο μὲ βάση τὰ πνευματικὰ χαρίσματα, τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ταπείνωση.
Ἀρκετοὶ φοιτητὲς πήγαιναν στὸν Πατέρα Παΐσιο μπερδεμένοι. Ἐκεῖνος ὅμως μὲ πολλὴ ὑπομονὴ ξετύλιγε «τὰ μπερδεμένα κουβάρια» καὶ μὲ διάκριση ἔβρισκε τὴν «ἄκρη». Ὅταν μερικοὶ ἀντιδροῦσαν ἀπὸ ἐγωϊσμό, τοὺς ταπείνωνε χωρὶς νὰ τοὺς «τσαλακώνει». Ἔλεγε: «Τὸ φροῦτο, ὅταν εἶναι ἄγουρο, εἶναι στυφὸ καὶ δὲν τρώγεται. Πρέπει νὰ ὡριμάσει, γιὰ νὰ γλυκάνει. Ἔτσι καὶ ὁ νέος μερικὰ πράγματα δὲν τὰ καταλαβαίνει. Περνᾶνε ὅμως τὰ χρόνια, ὡριμάζει πνευματικὰ καὶ γλυκαίνει καὶ μετὰ καταλαβαίνει».
Ὑπῆρχαν καὶ περιπτώσεις ποὺ ὁ γεμάτος καλωσύνη Πατὴρ Παΐσιος «ἄστραφτε καὶ βροντοῦσε». Αὐτὸ συνήθως γινόταν, ὅταν ἔβλεπε μεγάλη ἀναίδεια ἢ -πολὺ περισσότερο- βλασφημία. Μία φορά, ἕνας φοιτητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ εἶπε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἤξερε τί νὰ κάνει καὶ γι’ αὐτὸ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο. Ἀκούγοντας ὁ Γέροντας τὴν βλασφημία αὐτή, σήκωσε ἀμέσως τὸ χέρι του καὶ τοῦ ἔδωσε ἕνα γερὸ χαστούκι. Ὁ φοιτητὴς ἄρχισε νὰ κλαίει σὰν μικρὸ παιδί, ἐνῶ ὁ ὅσιος Γέροντας γιὰ ἀρκετὴ ὥρα δὲν ἔλεγε τίποτε. Ἔπειτα τὸν πῆρε τρυφερὰ ἀπὸ τὸ χέρι, ὅπως ἡ μάνα τὸ παιδί, καὶ τὸν πῆγε νὰ πλύνει τὸ πρόσωπό του λέγοντάς του μὲ καλωσύνη:«Εὐλογημένε, τί ἦταν αὐτὸ ποῦ εἶπες;» Τοῦ ἔδωσε καὶ πετσέτα γιὰ νὰ σκουπισθῆ, καὶ ὕστερα τὸν συμβούλεψε ὅτι δὲν πρέπει νὰ μιλάει μὲ ἀσέβεια γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸ ἔργο Του. Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη τοῦ Ὁσίου διέκρινε πότε νὰ χαϊδεύει καὶ πότε νὰ δίνει χαστούκι, ποὺ στὴν πραγματικότητα ἦταν ἕνα χάδι, τὸ ὁποῖο ταρακουνοῦσε.

Αποσπάσματα (που αναφέρονται στη ζωή του Οσίου Παϊσίου στο Άγιο Όρος) από το βιβλίο:
Το Ησυχαστήριο της Σουρωτής βιογραφεί τον Όσιο Παΐσιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου