Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΠΑΝΤΑ ΚΑΘΑΡΑ ΤΟΙΣ ΚΑΘΑΡΟΙΣ


Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ «ΠΥΡ ΚΑΤΑΝΑΛΙΣΚΟΝ»
Γιατί νὰ σκανδαλίζεται (σήμερα κανεὶς) ἀπὸ τοὺς ἄλλους ποὺ δὲν εἶναι κοντὰ στὸν Θεό; Ἐὰν ἦταν μέσα σὲ μιὰ οἰκογένεια καὶ εἶχε ἕξι-ὀκτὼ ἀδέλφια καὶ ἕνα-δύο ἀπὸ αὐτὰ τὰ παρέσυρε ὁ σατανᾶς καὶ ζοῦσαν ἁμαρτωλὴ ζωή, θὰ τὸν σκανδάλιζε ἡ ἁμαρτωλὴ ζωή τους;
Ἔ, λοιπόν, τὸ κακὸ βρίσκεται μέσα μας. Δὲν ἔχουμε ἀγάπη, γι' αὐτὸ δὲν νιώθουμε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀδελφούς μας καὶ σκανδαλιζόμαστε ἀπὸ τὴν ζωή τους. Ὅλοι εἴμαστε μιὰ μεγάλη οἰκογένεια καὶ εἴμαστε μεταξύ μας ἀδέλφια, γιατὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν νιώσουμε πραγματικὰ ὅτι εἴμαστε ἀδέλφια μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, θὰ πονοῦμε γιὰ ὅσους ζοῦν μέσα στὴν ἁμαρτία καὶ δὲν θὰ μᾶς σκανδαλίζη ἡ ἁμαρτωλὴ ζωή τους, ἀλλὰ θὰ προσευχώμαστε γι᾿ αὐτούς.
Ἄρα, ἂν σκανδαλιζώμαστε, τὸ κακὸ βρίσκεται μέσα μας· δὲν εἶναι ἔξω ἀπὸ μᾶς. Νὰ λέμε στὸν ἑαυτό μας, ὅταν σκανδαλίζεται: «Ἐσὺ πόσους σκανδαλίζεις; Γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, νὰ μὴν ἀνέχεσαι τὸν ἀδελφό σου; Ἐσένα πῶς σὲ ἀνέχεται ὁ Θεὸς μὲ τόσα ποὺ κάνεις;». Σκεφθῆτε τὸν Θεό, τὴν Παναγία, τοὺς Ἀγγέλους, ποὺ βλέπουν στὴν γῆ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους – σὰν νὰ βρίσκωνται σὲ ἕνα μπαλκόνι καὶ βλέπουν στὴν πλατεία τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶναι συγκεντρωμένοι ἐκεῖ – ἄλλους νὰ κλέβουν, ἄλλους νὰ μαλώνουν, ἄλλους νὰ ἁμαρτάνουν σαρκικὰ κ.λπ. Πῶς τοὺς ἀνέχονται! Πῶς ἀνέχονται ὅλη τὴν κακία καὶ τὴν ἁμαρτία ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο καὶ ἐμεῖς νὰ μὴν ἀνεχώμαστε τὸν ἀδελφό μας! Εἶναι φοβερό!
Σὲ ἕνα καμίνι ἅμα πετάξης χαρτιά, σκουπίδια, τί θὰ γίνουν; Δὲν θὰ καοῦν; Ἔτσι καὶ στὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο, ὅ,τι καὶ ἂν τοῦ πετάξη ὁ πειρασμός, καίγεται. «Πῦρ καταναλίσκον»! Ὅταν ἀνάψη στὸν ἄνθρωπο ἡ θεία φλόγα, ὅλα καίγονται. Δὲν κολλοῦν οἱ ἄσχημοι λογισμοὶ μετά. Δηλαδὴ δὲν παύει ὁ διάβολος νὰ τοῦ πετάη ἄσχημους λογισμούς, ἀλλὰ ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος εἶναι «πῦρ» καὶ τοὺς καίει. Ὁπότε κουράζεται μετὰ ὁ διάβολος καὶ σταματάει. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πάλι λέει: «Πάντα καθαρὰ τοῖς καθαροῖς». Στοὺς καθαροὺς εἶναι ὅλα καθαρά· δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀκάθαρτο. Τοὺς καθαροὺς καὶ μέσα στὸν βοῦρκο νὰ τοὺς ρίξης, θὰ παραμείνουν καθαροὶ σὰν τὶς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου πού, ὅπου καὶ ἂν πέσουν, παραμένουν φωτεινὲς καὶ καθαρές.
Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν ἅγιο ἀλλοιώνεται μὲ τὴν καλὴ ἔννοια καὶ ἀπὸ τὸν σαρκικὸ ἄνθρωπο δὲν ἐρεθίζεται. Τὸν βλέπει, τὸν πονάει, ἀλλὰ δὲν παθαίνει κακό. Ἕνας ἄνθρωπος σὲ μέση πνευματικὴ κατάσταση ἀπὸ ἕναν πνευματικὸ ἄνθρωπο ἀλλοιώνεται πρὸς τὸ καλό· ἀπὸ ἕναν σαρκικὸ ἄνθρωπο ἀλλοιώνεται πάλι, ἀλλὰ πρὸς τὸ κακό. Ὁ σαρκικὸς ἄνθρωπος τὸν ἅγιο δὲν τὸν καταλαβαίνει καὶ ἀπὸ τὸν σαρκικὸ ἐρεθίζεται. Καὶ ἐνῶ ὁ δαιμονισμένος βλέπει τὸν ἅγιο καὶ φεύγει, ὁ σαρκικὸς ἄνθρωπος πάει πρὸς τὸν ἅγιο, γιὰ νὰ τὸν πειράξη καὶ νὰ τὸν σκανδαλίση. Ἕνας ποὺ ἔχει φθάσει σὲ κατάσταση Σοδομιτῶν σκανδαλίζεται καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους ἀκόμη. Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος, ἀκόμη καὶ ἄπειρος πνευματικὰ νὰ εἶναι, διακρίνει τὸν Ἄγγελο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν δαίμονα, γιατὶ ἔχει πνευματικὴ καθαρότητα καὶ συγγενεύει μὲ τὸν Ἄγγελο. Ἐνῶ ὁ ἐγωιστὴς καὶ σαρκικός, ἐκτὸς ποὺ πλανιέται εὔκολα ἀπὸ τὸν πονηρὸ διάβολο, μεταδίδει καὶ αὐτὸς πονηριὰ καὶ προκαλεῖ μὲ τὴν σαρκικότητά του καὶ βλάπτει τὶς φιλάσθενες ψυχὲς μὲ τὰ πνευματικά του μικρόβια.
Πρέπει νὰ καθαρισθῆ ἡ καρδιά, γιὰ νὰ ἀναπαύεται μέσα του ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. «Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεὸς» δὲν λέει ὁ Ψαλμός; Ὅταν καθαρισθῆ ἡ καρδιά, ἡ ἀνδρικὴ ἢ ἡ γυναικεία, κατοικεῖ μέσα της ὁ Χριστὸς καὶ οὔτε σκανδαλίζουν τότε οἱ ἄνθρωποι οὔτε σκανδαλίζονται, ἀλλὰ μεταδίδουν Χάρη καὶ εὐλάβεια. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ προσέχει καὶ διατηρεῖ τὴν πνευματική του καθαρότητα, διατηρεῖ καὶ τὴν θεία Χάρη. Ἔτσι βλέπει τὰ πάντα καθαρά, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀκάθαρτα τὰ ἀξιοποιεῖ. Τὰ κάνει καὶ αὐτὰ καλὰ στὸ πνευματικό του καλὸ ἐργοστάσιο. Τὰ ἄχρηστα χαρτιὰ τὰ κάνει καθαρὲς χαρτοπετσέτες, κόλλες, τετράδια κ.λπ., τὰ σπασμένα μπροῦντζα τὰ κάνει κηροπήγια καὶ μανουάλια κ.λπ. Ἀντίθετα, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δέχεται τὴν πονηριὰ καὶ σκέφτεται πονηρά, καὶ τὰ καλὰ τὰ μετατρέπει στὸ κακό, ὅπως τὸ ἐργοστάσιο ποὺ κάνει πολεμικὸ ὑλικό, καὶ τὸ χρυσάφι τὸ κάνει σφαῖρες καὶ κάλυκες κανονιοῦ, γιατὶ ἔτσι εἶναι φτιαγμένες οἱ μηχανές του.
Ὅταν ἀρχίζη κανεὶς νὰ κάνη ὑποχωρήσεις στὴν ἁμαρτία, ἐσωτερικὰ μαυρίζει, θολώνουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του καὶ βλέπει θολά. Ὕστερα, εἶναι μολυσμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἡ ἁμαρτία τὸν μπερδεύει. Ἀκόμη καὶ τὰ καθαρὰ μπορεῖ νὰ τὰ δῆ ἁμαρτωλά. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ δὲν μποροῦν νὰ πιστέψουν λ.χ. ὅτι μερικοὶ νέοι ἢ νέες ζοῦν ἁγνή, καθαρὴ ζωή. «Ἀδύνατο, λένε, σήμερα νὰ συμβαίνη αὐτό». Οἱ καημένοι εἶναι τόσο βουτηγμένοι μέσα στὴν ἁμαρτία ποὺ ὅλα τὰ βλέπουν ἁμαρτωλά. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ κοιμοῦνται μὲ τὰ ταγκαλάκια, δὲν μποροῦν νὰ σκεφθοῦν ὅτι ὑπάρχουν ἄλλοι ποὺ κοιμοῦνται μὲ τὰ ἀγγελάκια. Νὰ μὴ ζητᾶμε ὅμως ἀπὸ τοὺς χοίρους νὰ εὐλαβοῦνται τὰ κρίνα. Βλέπεις,  καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε: «Μὴ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτούς». Γι' αὐτὸ ὅποιος ζῆ πνευματικά, καθαρά, καλὰ εἶναι νὰ προσέχη πολὺ νὰ μὴν ξεθαρρεύη ποτὲ στοὺς κοσμικοὺς οὔτε καὶ νὰ τοὺς δίνη πνευματικὰ δικαιώματα, γιὰ νὰ μὴ βλαφθῆ καὶ γιὰ νὰ μὴν τοὺς βλάψη, διότι οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι ἄλλο τυπικὸ ἔχουν καὶ ἄλλον κανονάρχη καὶ δὲν μποροῦν νὰ διακρίνουν τὸ ἅγιο Μύρο ἀπὸ τὴν κολώνια.
ΝΑ ΜΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ ΣΚΑΝΔΑΛΑ
Ὅσο μποροῦμε, νὰ προσέχουμε νὰ μὴ δίνουμε ἐμεῖς ἀφορμὲς καὶ δημιουργοῦνται ἄσχημες καταστάσεις. Νὰ μὴν ἀνοίγουμε χαραμάδες στὸν πονηρό, γιατὶ οἱ ψυχὲς ποὺ ἔχουν βλαμμένο λογισμὸ βλάπτονται καὶ ἀφορμὴ ζητᾶνε νὰ δικαιολογήσουν τὸν ἑαυτό τους. Ἔτσι ἀπὸ τὴν μιὰ χτίζουμε καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη γκρεμίζουμε.
Εἶχαν ἔρθει μιὰ φορὰ στὸ Καλύβι μερικοὶ νέοι, μοντέρνα παιδιά, καὶ συζητήσαμε. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα θὰ ἔβγαινα ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὅταν τὸ ἔμαθαν, βγῆκαν καὶ ἐκεῖνα ἀπὸ τὸ Ὄρος καὶ στὸ καραβάκι ἦρθαν καὶ κάθησαν κοντά μου. Μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον μὲ ρωτοῦσαν γιὰ διάφορα πνευματικὰ θέματα. Μερικοὶ ὅμως τὸ παρεξήγησαν καὶ μᾶς κοίταζαν πολὺ ὕποπτα. Ἐὰν μποροῦσα νὰ προβλέψω ὅτι θὰ τὸ παρεξηγοῦσαν αὐτὸ οἱ ἄλλοι, θὰ φρόντιζα νὰ λάβω τὰ μέτρα μου.
Ὁ κόσμος εἶναι πονηρός. Πρέπει νὰ φροντίζουμε νὰ μὴ δημιουργοῦμε σκάνδαλα. Δὲν εὐθυνόμαστε γιὰ ὅσα δὲν μποροῦμε νὰ πάρουμε τὰ μέτρα μας ἢ γιὰ ὅσα δὲν ἔχουμε πεῖρα. Νὰ μὴν περιμένουμε μισθὸ ἀπὸ τὸν Θεό, ὅταν ἐμεῖς ἀπὸ ἀπροσεξία δημιουργοῦμε προβλήματα. Μισθὸ ἔχουμε, ὅταν ἐμεῖς εἴμαστε προσεκτικοί, ἀλλὰ δημιουργῆ ὁ ἐχθρὸς προβλήματα. Μοῦ λέει λ.χ. κάποιος ὅτι εἶμαι πλανεμένος. Πρῶτα θὰ δῶ ἂν εἶμαι πλανεμένος ἢ ὄχι. «Γιὰ νὰ τὸ πῆ αὐτός, κάτι θὰ εἶδε. Δὲν μπορεῖ νὰ τὸ εἶπε στὰ καλὰ καθούμενα· κάτι θὰ παρεξήγησε», σκέφτομαι καὶ ψάχνω νὰ βρῶ ποῦ μὲ παρεξηγεῖ, γιὰ νὰ τὸ διορθώσω. Ἂν λέη ὅτι εἶμαι πλανεμένος, εἶμαι μάγος, γιὰ μένα εἶναι κέρδος, γιατὶ δὲν θὰ μαζεύεται κόσμος καὶ θὰ ἡσυχάσω. Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ καημένος θὰ κολασθῆ, γιατὶ κάνει κακὸ στὴν Ἐκκλησία· κρίμα δὲν εἶναι; Καὶ φταίω ἐγώ, γιατὶ κάτι δὲν πρόσεξα. Π.χ. ἔρχονται μερικοὶ νὰ μοῦ φιλήσουν τὸ χέρι καὶ τοὺς χτυπάω ἐλαφρὰ στὸ κεφάλι. Ὁ ἄλλος τὸ βλέπει καὶ λέει: «Τοὺς εὐλογεῖ, ἐνῶ εἶναι μοναχός! Τί εἶναι αὐτός;». Δὲν φταῖνε αὐτοί, πρέπει ἐγὼ νὰ μὴν τὸ ξανακάνω.
Τὸ ἀκαταλόγιστο ἔχει ἕνας ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ σκεφθῆ, ὄχι αὐτὸς ποὺ δὲν προσέχει. Ὁ ἀπρόσεκτος ἀνάβει φωτιὰ καὶ δὲν σκέφτεται ὅτι θὰ πιάση πυρκαγιὰ ἐκεῖ ποὺ τὴν ἄναψε. Ὅταν καμμιὰ φορὰ βάζη φωτιὰ ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος καὶ καψαλίζη καὶ ἄλλες ψυχές, ἔχουμε καθῆκον νὰ εὐχώμαστε καὶ νὰ ρίχνουμε καὶ κανέναν κουβᾶ νερό. Εἶναι καὶ ἄλλοι ποὺ εἶναι ὁρμητικοί, ἔχουν καὶ εὐλάβεια μαζὶ μὲ βλάβη καί, ὅταν ἀκούσουν κάτι μὲ τὸ ὁποῖο δὲν συμφωνοῦν, χωρὶς νὰ ἐξετάσουν ἂν εἶναι σωστὸ ἢ ὄχι, τὰ κάνουν ὅλα γυαλιὰ–καρφιά. Τότε πρέπει μὲ τρόπο ἄλλοτε νὰ πατᾶμε λίγο φρένο καὶ ἄλλοτε, ὅταν σταματᾶνε, νὰ βάζουμε πάλι μὲ τρόπο καμμιὰ πέτρα στὸν τροχό τους, γιατὶ μπορεῖ νὰ πάρουν καὶ ἀνάποδα στροφὲς καὶ νὰ πάρουν καὶ ἄλλους σβάρνα.
ΤΙ ΣΚΑΝΔΑΛΟΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΜΕΡΙΚΟΙ
Εὔκολα μὴν πιστεύετε σὲ ὅ,τι ἀκοῦτε, γιατὶ εἶναι καὶ μερικοὶ ποὺ τὰ λένε ὅπως ἐκεῖνοι τὰ καταλαβαίνουν. Πῆγε μιὰ φορὰ ἕνας στὸν Χατζεφεντῆ καὶ τοῦ λέει: «Νἄχω τὴν εὐχή σου, Χατζεφεντῆ, ἑκατὸ φίδια μαζεύτηκαν ἐκεῖ ἐπάνω». «Ἑκατὸ φίδια; Ποῦ βρέθηκαν;», ἀπόρησε ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος. «Ἔ, ἂν δὲν ἦταν ἑκατό, πενῆντα θὰ ἦταν σίγουρα». «Πενῆντα φίδια!». «Εἴκοσι πέντε πάντως θὰ ἦταν»! «Εἴκοσι πέντε φίδια ἄκουσες νὰ μαζεύτηκαν ποτέ;», τοῦ λέει πάλι ὁ Ἅγιος. Μετὰ τοῦ λέει ὅτι ἦταν δέκα ὁπωσδήποτε. «Καλά, τοῦ λέει ὁ Ἅγιος, συνέδριο εἶχαν καὶ μαζεύτηκαν δέκα φίδια; Πάψε· δὲν εἶναι δυνατόν!». «Πέντε θὰ ἦταν», λέει τότε ἐκεῖνος. «Πέντε;». «Ἔ, δύο θὰ ἦταν». Ὕστερα τὸν ρωτάει ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος: «Τὰ εἶδες;». «Ὄχι, λέει, τὰ ἄκουσα νὰ κάνουν μέσα στὰ κλαδιὰ "σσσσ..."». Μπορεῖ δηλαδὴ νὰ ἦταν καὶ καμμιὰ σαύρα!... Ἐγὼ ἀπὸ ὅσα ἀκούω ποτὲ δὲν βγάζω συμπεράσματα, χωρὶς νὰ ἐξετάσω. Ἄλλος μπορεῖ νὰ λέη κάτι, γιὰ νὰ κατηγορήση, ἄλλος νὰ τὸ λέη ἁπλὰ καὶ ἄλλος σκόπιμα.

Τί σκανδαλοποιοὶ εἶναι μερικοί! Ἦταν δυὸ φίλοι στὴν Κόνιτσα πολὺ ἀγαπημένοι. Τὶς γιορτὲς καὶ τὶς Κυριακὲς δὲν γύριζαν μέσα στὴν πόλη· ἔρχονταν στὸ μοναστήρι, στὸ Στόμιο· ἔψελναν κιόλας. Ὕστερα ἀνέβαιναν στὸ βουνό, στὴν Γκαμήλα. Μιὰ μέρα ἕνας διεστραμμένος τύπος τοὺς ἔβαλε σκάνδαλα. Πάει στὸν ἕναν καὶ τοῦ λέει: «Ξέρεις τί εἶπε γιὰ σένα αὐτός; Αὐτὸ καὶ αὐτό». Πάει μετὰ καὶ στὸν ἄλλον καὶ τοῦ λέει: «Ξέρεις τί εἶπε γιὰ σένα αὐτὸς ποὺ τὸν ἔχεις φίλο; Αὐτὸ καὶ αὐτό». Ἀμέσως ἔγιναν καὶ οἱ δυὸ θηρία καὶ πιάνουν ἕναν καυγᾶ μέσα στὸ μοναστήρι! Ἐν τῷ μεταξὺ ἐκεῖνος ποὺ ἔβαλε τὸ φυτίλι ἔφυγε, καὶ αὐτοὶ δῶσ᾿ του νὰ μαλώνουν. Ὁ μικρότερος ἦταν καὶ λίγο νευρικὸς καὶ ἔβριζε τὸν μεγαλύτερο. «Τώρα, λέω, τί νὰ κάνω; Βρὲ τὸν πειρασμό, τί κάνει!». Πάω καὶ λέω στὸν μεγάλο: «Κοίταξε, μικρὸς εἶναι· ἀφοῦ εἶναι καὶ λίγο νευρικός, μὴν τὸν παρεξηγῆς· ζήτησέ του συγγνώμη». «Πάτερ, τί συγγνώμη νὰ ζητήσω, μοῦ λέει, δὲν βλέπεις πῶς μὲ βρίζει; Ἐγὼ οὔτε κἂν ἔχω ἰδέα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ λέει». Πάω καὶ στὸν μικρὸ καὶ τοῦ λέω: «Κοίταξε, μεγάλος εἶναι· δὲν εἶναι ἔτσι ποὺ τὰ βλέπεις τὰ πράγματα· πήγαινε, ζήτησέ του συγγνώμη». Ἁρπάχθηκε ἐκεῖνος· ἔβαλε τὶς φωνές: «Θὰ μαλώσουμε καὶ μαζί, Πάτερ!». «Ἔ, νὰ μαλώσουμε, ρὲ Παντελῆ! Ἄφησέ με ὅμως νὰ ἑτοιμασθῶ λίγο...», τοῦ εἶπα καὶ ἔφυγα. Ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι εἶχα κάτι ξύλα μακριά, γιὰ νὰ φράξω τὸν κῆπο. Πάω, παίρνω ἀπὸ τετρακόσια μέτρα μακριὰ ἕνα ξύλο κοντὰ πέντε μέτρα καὶ τὸ σβάρνιζα σιγὰ-σιγά, γιὰ νὰ τὸν κάνω νὰ γελάση. Ἐκεῖνος ἄκουγε ποὺ τὸ σβάρνιζα, ἀλλὰ ποῦ νὰ φαντασθῆ τί τὸ ἤθελα! Μπῆκα μέσα στὴν αὐλὴ σβαρνίζοντας τὸ ξύλο, μέχρι ποὺ ἔφθασα κάτω ἀπὸ τὸν νάρθηκα. «Σταμάτα, ρὲ Παντελῆ, νὰ μαλώσουμε!», λέω. Ἔσκασαν στὰ γέλια καὶ οἱ δυό, μόλις κατάλαβαν τί τὸ ἤθελα τὸ ξύλο! Αὐτὸ ἦταν. Ἔσπασε ὁ πάγος. Ἔσκασε ὁ διάβολος. «Εἶστε στὰ καλά σας; τοὺς λέω· τί εἶναι αὐτά;». Καὶ ἀγαπήθηκαν πάλι.

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Β'- ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου