Ο γέροντας Παΐσιος υπήρξε μια από τις πιο φωτισμένες αγίες μορφές της Εκκλησίας μας, των τελευταίων δεκαετιών. Γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας, που βρίσκεται στη Μικρά Ασία, στις 25 Ιουλίου του 1924. Οι γονείς του, Πρόδρομος και Ευλαμπία Εζνεπίδη, ήταν άνθρωποι πολύ ευσεβείς. Στη βάπτιση οι γονείς του ήθελαν να τον ονομάσουν Χρήστο, όπως το όνομα του παππού του. Ο όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης είπε στη γιαγιά του: «Ε, Χατζηαννά τόσα παιδιά σου βάφτισα! Δε θα δώσεις και ένα το όνομα μου;» Και στους γονείς του είπε : «Καλά, εσείς θέλετε να αφήσετε άνθρωπο στο πόδι του παππού, εγώ δεν θέλω να αφήσω καλόγηρο στο πόδι μου;» Και γυρίζοντας στη νουνά του μωρού της λέει: «Αρσένιο να πεις». Του έδωσε δηλαδή το όνομα του και την ευχή του , και προείδε ότι θα γίνει καλόγηρος.
Έναν μήνα σχεδόν μετά τη βάπτιση του Αρσενίου η οικογένεια του ακολούθησε το δρόμο της προσφυγιάς για την Ελλάδα, όπου και τελικά εγκαταστάθηκε στη Κόνιτσα. Ο μικρός Αρσένιος ζούσε έχοντας μεγάλη αγάπη στο Χριστό και την Παναγία μας και είχε πολύ μεγάλο πόθο να γίνει μοναχός. Πολύ του άρεσε να πηγαίνει στο δάσος όπου, κρατώντας έναν ξύλινο σταυρό, που είχε φτιάξει μόνος του, προσευχόταν. Σε ηλικία 21 ετών κατατάσσεται στο στρατό, με την ειδικότητα του ασυρματιστή, όπου διακρίνεται για το ήθος και τη γενναιότητα του. Πάντα ζητούσε να πηγαίνει στην πρώτη γραμμή και στις πιο επικίνδυνες θέσεις, προτιμώντας έτσι να βρίσκεται εκείνος σε κίνδυνο και όχι κάποιος άλλος. Πάρα πολλές φορές κινδύνευσε να σκοτωθεί ο ίδιος, να γλυτώσει κάποιος άλλος συστρατιώτης του.
Αφού τελείωσε το στρατό πήγε στο Άγιον Όρος γιατί είχε αποφασίσει να μονάσει εκεί. Εγκαταβιώνει στη Μονή Εσφιγμένου (που τότε βέβαια δεν ήταν ζηλωτική) και στις 27 Μαρτίου 1954 μετά από την κανονισμένη δοκιμασία εκάρη μοναχός. Έλαβε ρασοευχή και το όνομα Αβέρκιος. Αργότερα λαμβάνει το μέγα αγγελικό σχήμα στη Μονή Φιλοθέου και ονομάζεται Παϊσιος. Ως μοναχός είχε υποδειγματική υπακοή ενώ προσπαθούσε να βοηθήσει τους αδελφούς του μοναχούς όποτε και όπως μπορούσε. Από το έτος 1958 έως το 1964 ο Παΐσιος βρίσκεται εκτός του Αγίου Όρους. Αρχικά στην περιοχή της Κόνιτσας όπου αρχίζει την ανακαίνιση του καμένου μοναστηριού του Στομίου, με τα ίδια του τα χέρια και τη βοήθεια κατοίκων της περιοχής. Εκεί στηρίζει χιλιάδες ψυχές, βοηθάει τον απλό λαό να ξεφύγει από την πλάνη των αιρετικών, ενώ αργότερα πηγαίνει στο ερημικό και δύσβατο Σινά στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης. Το 1964 επιστρέφει στο Αγιο Όρος. Εκεί μόνασε στο Σταυρονικητιανό κελί του Τιμίου Σταυρού, στο χαρισματούχο γέροντα παπά-Τύχων το Ρώσο, ο οποίος πολλές φορές έβλεπε την ώρα της Θείας Λειτουργίας, όπως ο ίδιος ομολογούσε, τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ να δοξολογούν το Θεό. Μετά το θάνατο του παπά- Τύχωνα μένει για ένα διάστημα μόνος του στο κελί του Τιμίου Σταυρού και ακολούθως το 1979 μονάζει στο κελί της Γεννήσεως της Παναγίας, που ονομαζόταν και “Παναγούδα” της Μονής Κουτλουμουσίου. Σιγά σιγά αρχίζει να γίνεται γνωστή η αγία μορφή του σε όλο και περισσότερους προσκυνητές. Όλη την ημέρα, από την ανατολή μέχρι την δύση, συμβουλεύει, παρηγορεί, διώχνει κάθε στενοχώρια, γεμίζει τις ψυχές με πίστη, ελπίδα και αγάπη για τον Θεό, ενώ τις νύχτες διαβάζει επιστολές που κατά δεκάδες του έστελναν καθημερινά και προσεύχεται στον Θεό επί ώρες για τους ανθρώπους που του ζητούν βοήθεια. O Γέροντας Παΐσιος δέχθηκε από τον Κύριο πολλά χαρίσματα όπως το διορατικό, προορατικό και το θαυματουργικό, τα οποία και χρησιμοποιούσε πάντοτε προς σωτηρία των ψυχών και προς δόξα Θεού.
Σε όλη αυτήν την καθημερινή κούραση του γέροντος Παϊσίου έρχονται να προστεθούν και τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν από το 1966. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του οι πόνοι από τις διάφορες αρρώστιες και κυρίως από τον καρκίνο που του είχε διαγνωσθεί λίγα χρόνια πριν, γίνονταν όλο και περισσότεροι. Παρ’ όλ’ αυτά όμως αυτός ήταν ήρεμος και υπέμενε χωρίς να διαμαρτύρεται καθόλου. Αντιθέτως συνέχιζε να προσεύχεται για όλους. Οι τελευταίες του ημέρες ήταν οδυνηρές, γεμάτες αφόρητους πόνους, που ξεπερνούσε χάρη στην βαθιά πίστη και αγάπη του στο Θεό. Στις 12 Ιουλίου 1994 ο γέροντας Παΐσιος παρέδωσε την όσια ψυχή του ήρεμα και ταπεινά στον Κύριο, τον οποίο τόσο αγάπησε και υπηρέτησε από τη νεαρή του ηλικία.
Ο τάφος του βρίσκεται στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης, το οποίο ο ίδιος είχε ιδρύσει. Ο τάφος του μέχρι σήμερα είναι τόπος προσκυνήσεως πολλών ευλαβών χριστιανών και τόπος ιάσεως πολλών ασθενειών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου