Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017

. Ο ορθολογισμός στην εποχή μας ΑΓΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ



ΠΑΙΣΙΟΣ

Κεφάλαιο 2
- Ὁ ὀρθολογισμός στὴν ἐποχή μας
Ἡ λογική στὴν πνευματική ζωή
– Γέροντα, τί θέση ἔχει ἡ λογική στὴν πνευματική ζωή;
– Ποιά λογική; Ἡ κοσμική; Αὐτή ἡ λογική117  δὲν ἔχει καμμιά θέση στὴν πνευματική ζωή. Μπαίνουν Ἄγγελοι, Ἅγιοι ἀπὸ τὸ παράθυρο, τούς βλέπεις, μιλᾶς μαζί τους, φεύγουν… Ἄν πᾶς νὰ τὰ ἐξετάσης αὐτὰ  μὲ τὴν λογική, δὲν γίνεται. Στὴν ἐποχή μας ποὺ ἔχουν αὐξηθῆ οἱ γνώσεις, δυστυχῶς ἡ ἐμπιστοσύνη μόνο στὴν λογική κλόνισε τὴν πίστη ἀπὸ τὰ θεμέλια καὶ γέμισε τὶς ψυχές ἀπὸ ἐρωτηματικά καὶ ἀμφιβολίες. Γι’ αὐτὸ στερούμαστε τὰ θαύματα, γιατί τὸ θαῦμα ζῆται καὶ δὲν ἐξηγεῖται μὲ τὴν λογική. Ἀντίθετα, ἡ πίστη στὸν Θεό τραβάει τὴν θεϊκή δύναμη κάτω καὶ ἀναποδογυρίζει ὅλα τὰ ἀνθρώπινα συμπεράσματα. Κάνει θαύματα, ἀνασταίνει νεκρούς καὶ ἀφήνει μὲ στόμα ἀνοικτό τὴν ἐπιστήμη. Ὅλα τὰ πράγματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἐξωτερικά φαίνονται ἀνάποδα. Ἄν δὲν ἀναποδογυρίση κανεὶς τὸ κοσμικό του φρόνιμα, νὰ γίνη πνευματικός ἄνθρωπος, ἀδύνατον εἶναι νὰ γνωρίση τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς φαίνονται παράξενα (ἀνάποδα). Ὅποιος νομίζει ὅτι μπορεῖ νὰ γνωρίση τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἐξωτερική ἐπιστημονική θεωρία, μοιάζει μὲ ἀνόητο ποὺ θέλει νὰ δῆ τὸν Παράδεισο μὲ τὸ τηλεσκόπιο.
Ἡ λογική κάνει πολύ κακό, ὅταν κανεὶς πάη νὰ ἐξετάση μὲ αὐτήν τὰ θεία, τὰ μυστήρια, τὰ θαύματα. Οἱ Καθολικοί μὲ τὴν λογική τους ἔφθασαν νὰ ἐξετάσουν τὴν Θεία Κοινωνία στὸ Χημεῖο, γιὰ νὰ δοῦν ἄν πράγματα εἶναι Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ. Οἱ Ἅγιοι  ὅμως  μὲ  τὴν  πίστη  ποὺ  εἶχαν,  συχνά  ἔβλεπαν  Σάρκα  καὶ  Αἷμα  στὴν  ἁγία Λαβίδα. Σὲ λίγο θὰ φθάσουν νὰ περνοῦν καὶ τούς Ἁγίους ἀπὸ τὶς ἀκτίνες, γιὰ νὰ διαπιστώσουν τὴν ἁγιότητά τους! Πέταξαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἔβαλαν τὴν λογική τους καὶ τώρα ἀσχολοῦνται μὲ τὴν λευκή μαγεία. Σὲ ἕναν Καθολικό ποὺ εἶχε καλή διάθεση
–ἔκλεγε ὁ καημένος – εἶπα: «Μία ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες διαφορές ποὺ ἔχουμε εἶναικαὶ αὐτή, ἐσεῖς βάζετε τὸν ἐγκέφαλο, ἐμεῖς τὴν πίστη. Ἐσεῖς ἀναπτύξατε τὸν ὀρθολογισμό καὶ γενικά τὸν ἀνθρώπινο παράγοντα. Μὲ τὴν λογική σας περιορίζετε τὴν θεϊκή δύναμη, γιατί τὴν θεία Χάρη τὴν πετᾶτε στὴν ἄκρη. Ἐσεῖς στὸν ἁγιασμό ρίχνετε συντηρητικό, γιὰ νὰ μή χαλάση. Ἐμεῖς στὰ χαλασμένα ρίχνουμε ἁγιασμό καὶ γίνονται καλά. Πιστεύουμε στὴν Χάρη ποὺ ἁγιάζει καὶ ὁ ἁγιασμός κρατάει καὶ διακόσια καὶ πεντακόσια χρόνια, δὲν χαλάει ποτέ».
– Μπαίνει δηλαδή, Γέροντα, ἡ λογική, ὁ ὀρθός λόγος, πρίν ἀπὸ τὸν Θεό; – Μήπως δὲν μπαίνει ἡ λογική ἀλλὰ ἡ ὑπερηφάνεια; Στὴν οὐσία αὐτή ἡ λογική
εἶναι βλαμμένος λόγος ὄχι ὀρθός. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι λογική βλαμμένη. Λογική ποὺ ἔχει ἐγωισμό ἔχει καὶ δαιμόνιο φωλιασμένο. Ὅταν μπαίνη αὐτή ἡ λογική στὶς ἐνέργειές μας, δίνουμε δικαίωμα στὸν διάβολο.
πειρασμό, καὶ τότε δὲν χωράει καθόλου ἡ λογική; – Τότε, ἄς κάνη ὅ,τι μπορεῖ ἀνθρωπίνως, καὶ ὅ,τι δὲν μπορεῖ, ἄς τὸ ἀφήση στὸν Θεό. Εἶναι μερικοί ποὺ προσπαθοῦν νὰ τὰ πιάνουν ὅλα μόνο μὲ τὸ μυαλό. Σάν αὐτούς ποὺ θέλουν νὰ κάνουν νοερά προσευχή μὲ τὸ μυαλό. Σφίγγουν τὸ κεφάλι, γιὰ νὰ συγκεντρωθοῦν, πονάει μετά τὸ κεφάλι. Ἄν ἀντιμετώπιζα ἐγώ ἔτσι τὰ θέματα ποῦ ἔχω νὰ ἀντιμετωπίσω κάθε μέρα, νομίζεις ὅτι θὰ μποροῦσα νὰ τὰ βγάλω πέρα; Ἀλλά κάνω ὅ,τι μπορῶ ἀνθρωπίνως καὶ μετά τὰ ἀφήνω στὸν Θεό. «Ὁ Θεός, λέω, θὰ δείξη, θὰ φωτίση τί πρέπει νὰ γίνη». Πολλοί ἀρχίζουν: «Καὶ πῶς θὰ γίνει αὐτή ἡ δουλειά καὶ τί θὰ γίνη μ΄ ἐκεῖνο ἤ μὲ τὸ ἄλλο», καὶ μὲ τὸ παραμικρό τους πονάει τὸ κεφάλι. Ὅταν κανεὶς  προσπαθῆ  νὰ  τακτοποιήση  τὰ  πράγματα  μόνο  μὲ  τὴν  λογική,  ζαλίζεται. Πρέπει νὰ βάλη τὸν Θεό μπροστὰ ἀπὸ κάθε ἐνέργειά του. Νὰ μήν κάνη δουλειά, χωρίς νὰ ἐμπιστεύεται στὸν Θεό, γιατί μετά ἀγωνιᾶ καὶ κουράζει τὸ μυαλό καὶ νιώθει ἄσχημα ψυχικά.
– Γέροντα, ἔχετε πεῖ ὅτι δὲν φθάνετε σὲ κατάσταση ὑπερέντασης. Πῶς γίνεται  αὐτό;
 – Ναί, δὲν φθάνω, γιατί δὲν ἀντιμετωπίζω τὰ πράγματα μὲ τὸ μυαλό. Ἐμένα,  ἄν πονέση τὸ κεφάλι μου, θὰ πονέση ἤ ἀπὸ κρύωμα ἤ ἀπὸ ὑπόταση. Καὶ ἔχω τόσα νὰ ἀντιμετωπίσω! Κάθε μέρα ἔχω αὐτούς ποὺ ἔρχονται μὲ τὰ θέματά τους, μὲ τὸν πόνο τους. Σκέφτομαι αὐτούς ποὺ πέρασαν μὲ τὰ διάφορα προβλήματά τους, τούς ἀρρώ- στους κ.λπ. Καὶ ἄν γίνη κανεὶς καλά, δὲν λέει ὅτι ἔγινε καλά, νὰ χαρῶ καὶ λίγο, ἀλλὰ συνεχίζω νὰ ἔχω τὴν ἔννοιά μου καὶ γι’ αὐτόν.
– Πῶς μπορεῖ, Γέροντα, ἕνας μοναχός νὰ τακτοποιῆ σωστὰ τὸν λογισμό του, γιὰ νὰ μήν κουράζεται μὲ τὴν λογική;
– Νὰ τὸν τακτοποιῆ μὲ τὴν πνευματική λογική ὄχι μὲ τὴν κοσμική λογική. Νὰ γυρίση τὸ κουμπί στὴν πνευματική συχνότητα. Νὰ σκέφτεται πνευματικά καὶ ἡ τοποθέτησή του νὰ εἶναι πνευματική. Ἀκόμη καὶ σὲ ἕναν λαϊκό ποὺ εἶναι πνευματικός ἄνθρωπος δὲν ἔχει καμμία θέση ἡ κοσμική λογική. Ἡ κοσμική λογική εἶναι γιὰ ἕναν καλό ἄνθρωπο ποὺ δὲν πιστεύει.
– Γέροντα, πῶς ἐννοεῖτε τὴν πνευματική τοποθέτηση;– Πνευματική τοποθέτηση εἶναι νὰ χαίρεσαι μὲ τὰ ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ   μὲ τὰ ὁποία χαίρονται οἱ κοσμικοί. Νὰ χαίρεσαι, ὅταν λ.χ. δὲν σοῦ δίνουν σημασία. Μόνο μὲ τὰ  ἀντίθετα  τῶν  κοσμικῶν  ἐπιδιώξεων  θὰ  κινηθοῦμε  στὸν  πνευματικό  χῶρο. Χρήματα θέλεις; Δῶσε καὶ τὸ πορτοφόλι. Θρόνο θέλεις; Κάθισε τὸν ἑαυτό σου στὸ σκαμνί.
– Ἐμεῖς, Γέροντα, τί ποσοστό λογικῆς ἔχουμε;– Ἐσεῖς θέλετε ξεβίδωμα. Νὰ εὐχηθῶ νὰ σᾶς γίνη τῆς ἀγάπης τὸ ξεβίδωμα, ποὺ εἶναι θεία τρέλλα, γιατί ἀλλιῶς καλύτερα εἶναι αὐτοί ποὺ πᾶνε στὸ Λεμπέτι118, παρά αὐτοί οἱ Χριστιανοί ποὺ ἔχουν τὸν ὀρθολογισμό, δηλαδή τὴν ὑπερήφανη λογική.

Ἡ κοσμική λογική βασανίζει τὸν ἄνθρωπο
– Γέροντα, νιώθω τὴν καρδιά μου σάν πέτρα. Τί θὰ γίνη μὲ τὴν σκληροκαρδία;

  Ἐσύ  δὲν  ἔχεις  σκληροκαρδία  ἀλλά…  μυαλοκαρδία!  Ὅλη    καρδιά  σου μαζεύτηκε στὸ μυαλό καὶ δουλεύει τώρα μόνον τὸ μυαλό. Ἀλλά ὑπάρχουν ἀκόμη περιθώρια, μπορεῖ νὰ πάη ἡ καρδιά στὴν θέση της.
– Πῶς;
– Κάθε μέρα νὰ διαβάζης ἕναν κανόνα ἀπὸ τὸ Θεοτοκάριο119. Αὐτὸ εἶναι τὸ καλύτερο φάρμακο, γιὰ νὰ δουλέψη ἡ καρδιά. Ἔχεις καρδιά, ἀλλὰ τὴν σκεπάζει ἡ λογική.   Ἔχεις   ξεσηκώσει   τὸ   εὐρωπαϊκό   τυπικό,   τὴν   εὐρωπαϊκή   νοοτροπία. Προσπαθεῖς τυπικά νὰ εἶσαι σὲ ὅλα ἐντάξει. Ἄν ἤσουν εὐρωπαῖος ὑπάλληλος, θὰ ἤσουν τύπος καὶ ὑπογραμμός. Στὴν ὥρα σου ἐντάξει, στὴν δουλειά σου ἐντάξει. Θὰ σὲ εἶχαν ὅλοι γιὰ ὑπόδειγμα. Ἄν τὴν συνέπειά σου τὴν διαθέσης στὰ πνευματικά, θὰ κάνης ἅλματα πνευματικά, θὰ φθάσης στὸν Παράδεισο σύντομα. Ἀλλά, βλέπεις, τὸ εὐρωπαϊκό πνεῦμα μὲ τὴν λογική τραβάει γιὰ τὸ φεγγάρι καὶ ὄχι γιὰ τὸν Θεό. Τώρα κινεῖσαι ὅπως στὶς ὑπηρεσίες. Στὴν πενυματική ζωή ὅμως τὰ πράγματα εἶναι διαφορετικά. Χρειάζεται ἁπλότητα. Νὰ κινῆσαι ἁπλά καὶ νὰ ἔχης ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό.
– Πῶς θὰ ἀποκτήσω, Γέροντα, αὐτήν τὴν ἁπλότητα;
– Νὰ ἀνοίξω τὸ κεφάλι καὶ νὰ βάλω μυαλό… παλιᾶς ἐποχῆς! Νὰ μπῆς στὴν ἁπλότητα τοῦ Γεροντικοῦ, γιὰ νὰ γνωρίσης τὴν πνευματική ἐπιστήμη, ἡ ὁποία ἀνεβάζει καὶ ξεκουράζει τὴν ψυχή, καὶ τότε τὸ κεφάλι δὲν πονάει. Ἡ λογική βασανίζει τὸν ἄνθρωπο. Π.χ. λέω: «Αὐτὸ πρέπει νὰ γίνη ἔτσι»καὶ τὸ κάνω, γιατί πρέπει νὰ γίνη. Δὲν τὸ κάνω δηλαδή μὲ τὴν καρδιά, ἀλλὰ γιατί μου τὸ ὑπαγορεύει ἡ λογική. Ἡ λογική λέει, ἀλλὰ καὶ ἡ εὐγένεια λέει: «Πρέπει νὰ παραχωρήσω τὴν θέση μου». Δὲν τὸ λέει ὅμως ἡ καρδιά. Ἄλλο εἶναι νὰ σκιρτήση ἡ καρδιά καὶ νὰ παραχωρήσω ἀπὸ ἀγάπη τὴν θέση μου. Τότε θὰ νιώσω χαρά.
Νὰ μήν ὑπάρχει ὁ ἐαυτός μας στὶς ἐνέργειές μας. Νὰ μή ζητοῦμε τὴν δική μας ἀνάπαυση. Αὐτὸ ἐμποδίζει νὰ ἔρθη ὁ Χριστός. Νὰ κοιτάζη κανεὶς τί ἀναπαύει τὸν ἄλ- λον. Ἡ πραγματική ἀνάπαυση γεννιέται ἀπὸ τὴν ἀνάπαυση τοῦ ἄλλου. Τότε ἀναπαύ- εται καὶ ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο καὶ ὁ ἄνθρωπος παύει νὰ εἶναι ἄνθρωπος, θεώνεται. Ἀλλιῶς δουλεύει μόνον τὸ μυαλό, καὶ τότε ὅλα εἶναι σαρκικά, ἀνθρώπινα.
  κοσμική  λογική  κουράζει  τὸ  μυαλό  καὶ  ἀποδυναμώνει  τὶς  σωματικές δυνάμεις, περιορίζει τὴν καρδιά, ἐνῶ ἡ πνευματική λογική της δίνει εὐρύτητα. Τὸ μυαλό, ὅταν χρησιμοποιῆται σωστὰ, μπορεῖ νὰ κεντήση τὴν καρδιά καὶ νὰ τὴν βοηθήση. Ὅταν ὁ νοῦς πάη στὴν καρδιά καὶ συνεργασθῆ μὲ τὴν καρδιά, κάθε ἐργασία ποὺ κάνουμε παύει νὰ εἶναι μία ἐργασία μόνο λογική. Ἡ λογική εἶναι χάρισμα. Τὴν λογική ὅμως αὐτή πρέπει νὰ τὴν ἁγιάσουμε.
– Ἐγώ, Γέροντα, δὲν ἔχω καρδιά. – Ἔχεις καρδιά, ἀλλά, μόλις πάη νὰ ἐνεργήση, τὴν φιμώνει τὸ μυαλό σου. Νὰ πσοπαθήσης νὰ ἀποκτήσης τὴν λογική της καρδιᾶς, τὴν πίστη, τὴν ἀγάπη.
– Πῶς θὰ τὸ πετύχω αὐτό;
– Πρῶτο βῆμα, θὰ κάνης πορεία διαμαρτυρίας στὴν Θεσσαλονίκη ξυπόλυτη, νὰ ποῦν ὅτι τρελλάθηκες, γιὰ νὰ φύγη τὸ μυαλό!!! Ἐσύ, εὐλογημένη, τὰ παίρνεις ὅλα μὲ μαθηματική ἀκρίβεια. Ἀστρονόμος εἶσαι; Νὰ σταματήσης νὰ σκέφτεσαι ὀρθολογιστι-
κά, γιὰ νὰ μπορέσης νὰ κάνης δουλειά στὸν ἑαυτό σου.
  Γέροντα,  τί  μελέτη  θὰ  μὲ  βοηθήση,  γιὰ  νὰ  ἀπαλλαγῶ  ἀπὸ  τὴν  κοσμική λογική;
– Νὰ διαβάσης πρῶτα τὸ Γεροντικό, Φιλόθεο Ἱστορία, Εὐεργετινό, δηλαδή ὄχι θεωρητικά βιβλία ἀλλὰ πράξη, γιὰ νὰ φύγη ἡ κοσμική λογική μὲ τὸ πατερικό ἁπλό πνεῦμα τῆς ἁγιότητος. Μετά νὰ ἀρχίσης τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ, γιὰ νὰ μή δεχθῆς τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ ὡς φιλόσοφο ἀλλὰ ὡς θεοφώτιστο.


Ἡ κοσμική λογική ἀλλοιώνει τὸ πνευματικό αἰσθητήριο


Οἱ  Ἅγιοι  Πατέρες  τὰ  ἔβλεπαν  ὅλα μὲ τὸ  πνευματικό,  μὲ  τὸ  θεϊκό  μάτι.  Τὰ Πατερικά εἶναι γραμμένα μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἔκαναν τὶς ἑρμηνεῖες οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Τώρα δὲν ὑπάρχει συχνά αὐτὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ καταλαβαίνουν τὰ Πατερικά. Τὰ βλέπουν ὅλα μὲ τὸ κοσμικό μάτι, δὲν βλέπουν πιὸ πέρα, δὲν ἔχουν τὴν εὐρύτητα ποὺ δίνουν ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη. Ὁ Μέγας Ἀρσένιος120  ἄφηνε τὰ βάγια μέσα στὸ νερό, χωρίς νὰ τὸ ἀλλάζη, καὶ τὸ νερό μύριζε πολύ. Ἐμεῖς ποῦ νὰ καταλάβουμε τί πήγαζε μέσα ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ βρώμικο νερό! «Μά δὲν τὸ καταλαβαίνω αὐτό», σοῦ λέει ὁ ἄλλος. Δὲν στέκεται νὰ δή μήπως ὑπάρχη καὶ κάτι ἄλλο, ἀλλὰ τὸ ἀρνεῖται, γιατί δὲν τὸ καταλαβαίνει!
Ὅταν μπαίνη ἡ λογική, δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβη κανεὶς οὔτε τὸ Εὐαγγέλιο οὔτε τούς Ἁγίους Πατέρες. Ἀλλοιώνεται τὸ πνευματικό αἰσθητήριο, καὶ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν λογική του βγάζει ἄχρηστα καὶ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὰ Πατερικά καὶ φθάνει νὰ λέη:
«Τόσα  χρόνια  ταλαιπωροῦνται  οἱ  ἄνθρωποι  ἄδικα  μὲ  τὴν  ἄσκηση,  τὴν  νηστεία κ.λπ.!».Αὐτὸ εἶναι βλασφημία. Ἦρθε μία φορά ἕνας κελλιώτης μοναχός στὸ Καλύβι μὲ αὐτοκίνητο. «Παιδί μου, τοῦ λέω, τί τὸ θέλεις ἐσύ τὸ αὐτοκίνητο; Δὲν ταιριάζει!».«Γιατί, Γέροντα; μοῦ λέει. Δὲν γράφει στὸ Εὐαγγέλιο «ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωήν τὴν αἰώνιον;». «Τὸ «ἑκατονταπλασίονα λήψεται» τὸ λέει γι’ αὐτὰ ποὺ χρειάζεται νὰ ἔχη κανείς. Ἀλλά πάλι γιὰ τὸν μοναχό ταιριάζει αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ὡς μηΔὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες»121. Δηλαδή, τίποτε δὲν ἔχει ὁ μοναχός, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ κάνη κουμάντο στὰ ταμεῖα τῶν ἄλλων, γιατί τὸν ἐμπιστεύονται γιὰ τὴν ἀρετή του. Ὄχι νὰ ἔχουμε ἐμεῖς οἱ μοναχοί!».Βλέπετε μὲ τὴν λογική τί ἑρμηνεῖες λανθασμένες μπορεῖ νὰ δώση κανείς; Πάντα νὰ ξέρετε, ἄν δὲν ἐξαγνισθῆ ὁ ἄνθρωπος, ἄν δὲν ἔρθη ὁ θεῖος φωτισμός, συνέχεια οἱ ἑρμηνεῖες ποὺ θὰ δίνη, θὰ εἶναι ὅλο θολούρα.
Μὲ ρώτησαν μία φορά: «Γιατί ἡ Παναγία δὲν ἔκανε θαῦμα στὴν Τῆνο καὶ οἱ Ἰταλοί τίναξαν τὸ καράβι «Ἕλλη» τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης της;». Ἐνῶ ἡ Παναγία ἔτσι ἔκανε μεγαλύτερο θαῦμα. Τὸ τίναγμα τῆς «Ἕλλης» προκάλεσε τὴν ἀγανάκτηση τῶν Ἑλλήνων.

Κατάλαβαν οἱ Ἕλληνες ὅτι οἱ Ἰταλοί δὲν σέβονται τίποτε καὶ ἀγανάκτησαν, ὅποτε μετά τούς ἐδίωξαν φωνάζοντας «ἀέρα». Ἀλλιῶς θὰ ἔλεγαν: «Καὶ αὐτοί θρησκεύουν, εἶναι φίλοι μας». Δὲν θὰ καταλάβαιναν τὴν ἀσέβεια τῶν Ἰταλῶν. Καὶ ἔρχονται τώρα αὐτοί μὲ τὴν λογική τους καὶ λένε: «Γιατί νὰ μήν κάνη θαῦμα ἡ Παναγία;». Τί νὰ πῆς;
Ἄλλοι ρωτοῦν: «Καλά, τὴν μέτρησαν τὴν φωτιά στὴν Βαβυλώνα, ὅταν ἔβαλαν μέσα τούς  τρεῖς Παῖδες καὶ  λένε ὅτι  ἦταν  σαράντα ἐννιά πήχεις;».  Μά ἀφοῦ τὴν πρώτη φορά ἦταν ἑπτά μέτρα ὕψος ἡ φλόγα καὶ ὕστερα ἔβαλαν καύσιμη ὕλη, γιὰ νὰ γίνη ἑπταπλάσια. Ἑπτὰ ἐπί ἑπτά δὲν κάνει σαράντα ἐννιά; Βάζεις κάτι τέτοιους στὴν φωτιά; Βλέπεις ἕναν ὀρθολογισμό, μία λογική παράλογη, τελείως ἔξω ἀπὸ τὴν πραγματικότητα.  Μερικοί  ἀπὸ  τούς  σημερινούς  θεολόγους  μὲ  κάτι  τέτοια ἀσχολοῦνται. Π.χ. ρωτοῦν: «Οἱ δαίμονες ποῦ ἔπεσαν στὴν θάλασσα ζοῦν ἤ πνίγηκαν122;». Σημασία ἔχει τὸ ὅτι ἔφυγαν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Τί σὲ νοιάζει ἐσένα τί ἔγιναν; Κοίταξε ἐσύ νὰ μή δαιμονισθῆς καὶ μήν ἀσχολῆσαι μὲ τὸ ποῦ βρίσκονται τώρα ἐκεῖνα τὰ δαιμόνια!
– Γέροντα, μερικοί προσπαθοῦν νὰ συμβιβάσουν τὸ Εὐαγγέλιο μὲ τὴν ἀνθρώ- πινη λογική. Ἐξετάζουν τὸ Εὐαγγέλιο μὲ αὐτήν τὴν κοσμική λογική καὶ δὲν βγάζουν ἄκρη.
– Τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἡ κοσμική λογική δὲν συμβιβάζονται. Στὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ἡ ἀγάπη. Στὴν λογική εἶναι τὸ συμφέρον. Στὸ Εὐαγγέλιο λέει: «Ἄνς ἐ ἀγγαρεύση κάποιος γί ἀένα μίλι, ἐσύ νὰ πᾶς δύο μίλια»123. Ποῦ ὑπάρχει λογική ἐδῶ πέρα; Ἐδῶ εἶναι  μᾶλλον  τρέλλα!  Γι’  αὐτὸ  ὅσοι  πᾶνε  νὰ  συμβιβάσουν  τὸ  Εὐαγγέλιο  μὲ  τὴν κοσμική λογική μπερδεύονται ἄσχημα. Ὑπάρχουν λ.χ. διάφορες ὁμάδες ποὺ ὀργανώνουν φιλανθρωπικά ἔργα. Μαθαίνουν φέρ΄ εἰπεῖν ὅτι κάποιος ἔπαθε μεγάλη ζημιά, φτώζυνε καὶ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ χρήματα. «Νὰ τὸν βοηθήσουμε, λένε, ἀλλὰ προηγουμένως ἄς βεβαιωθοῦμε ἄν ἔχη πράγματι ἀνάγκη». Καὶ πᾶνε δυὸ-τρεῖς νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν, γιὰ νὰ δοῦν ἄν πράγματι ἔχη ἀνάγκη. Καὶ βλέπουν, ἄς ὑποθέσουμε, νὰ ἔχη πολυτελές σαλόνι καὶ λένε: «Ἄ, ἔχει τέτοιες πολυθρόνες, τέτοιο σαλόνι! Αὐτός, γιὰ νὰ ἔχη τέτοια ἔπιπλα, δὲν ἔχει ἀνάγκη». Καὶ τὴν βοήθεια δὲν τὴν δίνουν. Δὲν καταλαβαίνουν ὅμως ὅτι ὁ ἄλλος πεινάει. Γιατί, ὅταν γίνεται κανεὶς φτωχός, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἀπὸ τὴν μία ὥρα στὴν ἄλλη ἀλλάζει ἀκόμη καὶ τὰ ροῦχα του. Καὶ ποὺ ξέρεις ἄν αὐτὸ τὸ σαλόνι δὲν τὸ εἶχε ἀπὸ παλιά καὶ ὁ καημένος δὲν πρόλαβε νὰ τὸ πουλήση ἀκόμη; Ἤ μπορεῖ νὰ τοῦ τὸ χάρισε κάποιος ποὺ ἔμαθε τὴν ἀνάγκη τῆς οἰκογενείας του. Κρίνουν μὲ τὴν λογική καὶ μπερδεύονται, καὶ τὸ Εὐαγγέλιο μένει ἔξω ἀπὸ τὴν ζωή τους. Οἱ ἄνθρωποι βλέπουν ἐξωτερικά, Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ ἑρμηνεύουν ὅλα ἀλλιῶς.
Ἡ «κάτ΄ ὄψιν» κρίση124
– Γέροντα, νιώθω σάν ἐμπόδια γιὰ τὴν πνευματική πρόοδο τὴν κρίση, τήνν λογική καὶ τὴν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη ποὺ ἔχω.

– Καὶ βέβαια εἶναι ἐμπόδια γιὰ τὴν πνευματική πρόοδο, γιατί φεύγει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Μένει μετά ὁ ἄνθρωπος χωρίς τὴν θεία βοήθεια καὶ πέφτει καὶ σπάζει τὰ
μοῦτρα του. Ἡ κρίση καὶ ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη εἶναι κατὰ κανόνα ἄδικες. Ἡ δικαιοσύνη   τοῦ   Θεοῦ   εἶναι   ἀγάπη,   μακροθυμία,   ἐπιείκεια.   Τὸ   μικρόβιο   τῆς πνευματικῆς σου ἀρρώστιας εἶναι ὅτι ἐξετάζεις τὰ πράγματα μὲ τὴν ἀνθρώπινη λογική. Τὸ φάρμακο τὸ δραστικό εἶναι οἱ καλοί λογισμοί. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος σκέφτεται δεξιά, ἔχη δηλαδή καλούς λογισμούς, αὐξάνει ἡ χωρητικότητα τῆς καρδιᾶς. Ἐπειδή χρησιμοποιεῖς πολύ τὴν λογική, χρειάζεται νὰ προσέξης πολύ τους λογισμούς σου, γιατί καὶ τὰ συμπεράσματα ποὺ βγάζεις μὲ τὴν λογική εἶναι ἀνθρώπινα καὶ ὄχι πνευματικά καὶ ἁγιασμένα.
– Γέροντα, γιατί πέφτω τόσο συχνά στὴν κατάκριση;
– Σ΄ ἐσένα φταῖνε τὰ Νομικά ποὺ σπούδασες, καὶ κρίνεις ἔτσι. Πολλές φορές ὁρισμένες σπουδές ἤ ἕνα ἐπάγγελμα καλλιεργοῦν, κατὰ κάποιο τρόπο, μία ξερή λογική. Ἡ λογική εἶναι ἡ ἀρρώστια τῶν διανοουμένων. Εἶναι στὸ μεδούλι τους. Ἐνῶ ἔχεις καρδιά, ἡ λογική πάει πιὸ μπροστὰ ἀπὸ τὴν καρδιά σου.
Εἶναι μερικοί ποὺ ἔχουν πολλή λογική καὶ κρίση μὲ ἐγωισμό, δὲν παραδέχονται κανέναν. Ζητοῦν τὸ ἀπόλυτο ἀπὸ τούς ἄλλους καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, ἀναπαύ- ονται στὶς ἀδυναμίες τους καὶ κατηγοροῦν τούς ἄλλους. Πράγματα πολύ παράξενα! Ἐξωτερικά εἶναι σχηματισμένοι, ἔχουν φτιάξει δηλαδή ἕναν ἐξωτερικό ἄνθρωπο γεμάτο ὑποκρισία καὶ δὲν ἔχουν ἴχνος ἁπλότητος. Αὐτή εἶναι καὶ ἡ διαφορά Εὐρωπαίων καὶ Ἑλλήνων, καὶ ὅταν λέω «Ἑλλήνων», ἐννοῶ τὸ ὀρθόδοξο πνεῦμα. Τὸν Εὐρωπαῖο δὲν μπορεῖς νὰ καταλάβης πότε μπορεῖς νὰ τὸν πλησιάσης καὶ πότε ὄχι. Πάντα «καλῶς ὁρίσατε» λέει μὲ ἕνα ψεύτικο χαμόγελο. Ἐνῶ τὸν Ἕλληνα τὸν καταλαβαίνεις. Ἔχει χαρά; Τὸ δείχνει. Ἔχει μοῦτρα; Τὸ δείχνει, μία κανονίζεις.
   Τί   φταίει,   Γέροντα,   ὅταν   κανεὶς   κρίνη   ἀνθρώπους,   πράγματα   καὶ καταστὰσεις, καὶ μάλιστα ταχύτατα;
– Κινεῖται μόνο μὲ τὴν λογική, ἐργάζεται ὁ ἐγκέφαλος, καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμά του. Καλά εἶναι σ΄ αὐτούς ποὺ ἔχουν κάμποσο μυαλό, νὰ πάρη ὁ Θεὸς τὸ κατσαβιδάκι καὶ νὰ τὸ στρίψη λίγο. Ὅσο ἀδειάζει τὸ μυαλό, τόσο Χάρη γεμίζει ὁ ἄνθρωπος. Ὅταν λέω μυαλό, ἐννοῶ τὴν κρίση τὴν ἀνθρώπινη, τὸν ἐγωισμό, τὴν αὐτοπεποίθηση. Ἀπὸ τὴν στιγμή ὅμως ποὺ θὰ καταλάβη κανεὶς ὅτι δὲν ἔχει σωστή κρίση καὶ πῆ, «ἔχω κρίση κοσμική, ἡ κρίση μου δὲν ἔχει θεῖο φωτισμό καὶ θὰ κάνω λάθος, Γι’ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τὴν χρησιμοποιῶ», τότε ὁ Θεὸς θὰ τὸν φωτίση, θ ἁγίνη διακριτικός καὶ θὰ διακρίνη ποιό εἶναι τὸ σωστό.
Ὁ πειρασμός ἀχρηστέυη ἔξυπνους ἀνθρώπους μὲ τὴν «κάτ΄ ὄψιν»κρίση. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχη τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο μέσα του, κρίνει ἀνθρώπινα καὶ ἐγκληματεῖ. Πρέπει νὰ φύγη τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο, γιὰ νὰ γίνη ἡ κρίση τοῦ θεϊκή. Ἡ κοσμική κρίση  εἶναι  λανθασμένη  κρίση.  Πόσες  ἀδικίες  γίνονται!  Πόσες  φορές  κολάζεται κανείς! Γι’ αὐτὸ πάντα νὰ φέρνετε καλό λογισμό, γιὰ νὰ ἐξασφαλίζετε τὴν ψυχή σας. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μυστήριο, δὲν μπορεῖς νὰ ξέρης τί κάνει! Μία φορά τὸ Πάσχα, μετά τὴν Θεία Λειτουργία τῆς Ἀναστὰσεως, καθήσαμε λίγο σὲ ἕνα Καλύβι νὰ φᾶμε τυρί καὶ αὐγό. Δίπλα μου καθόταν ἕνας μοναχός ποὺ εἶναι ἀγωγιάτης, μεταφέρει ξύλα. Τὸν βλέπω, κάνει στὴν ἄκρη αὐτὸ ποὺ τοῦ πρόσφεραν. «Φάε», τοῦ λέω. «Καλά, καλά, θὰ φάω», μοῦ λέει. Τὸν βλέπω μετά, πάλι δὲν ἔτρωγε. «Φάε, τοῦ ξαναλέω, σήμερα Πάσχα εἶναι». «Εὐλόγησον, Γέροντα, μοῦ λέει, ἐγώ, ὅταν κοινωνάω, δὲν τρώω, στὶς 2 τὸ  ἀπόγευμα  θὰ  φάω».  Ἀπὸ  τὴν  προηγούμενη  ἡμέρα  νηστικός  καὶ  θὰ  ἔτρωγε  τὸ ἀπόγευμα! Βλέπεις ἀπὸ εὐλάβεια τί ἔκανε; Καὶ οἱ ἄλλοι μπορεῖ νὰ τὸν θεωροῦσαν ἕναν ἁπλό ἀγωγιάτη. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μυστήριο! Καὶ ἄν σὲ ἔβαλαν νὰ κρίνης, νὰ σκεφθῆς: «Εἶναιαὐτή ἡ κρίση θεϊκή ἤ εἶναι γεμάτη ἐμπάθεια;». Εἶναι δηλαδή ἀνιδιοτελής ἤ γεμάτη ἰδιοτέλεια; Νὰ μήν ἔχετε ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό σας οὔτε στὴν κρίση σας. Ὑπάρχει μέσα πολύς ἐγωισμός, ὅταν κανεὶς κρίνη. Ἐμένα μὲ βάζουν νὰ κρίνω ἕνα θέμα καὶ ἐνῶ  δὲν  θέλω,  ἀλλὰ  ἀναγκάζομαι  καὶ  τὸ  κάνω,  καὶ  πάρ΄  ὅλο  ποὺ  κρίνω  μὲ ἀνιδιοτέλεια καὶ ἀμερόληπτα, ὅταν πάω νὰ κάνω προσευχή, δὲν νιώθω, ἄς ὑποθέσουμε, ἐκείνη τὴν γλυκύτητα ποὺ νιώθω ἄλλες φορές. Ὄχι ὅτι μὲ πειράζει ἡ συνείδησή μου γιὰ κάτι, ἀλλὰ γιατί ἔκρινα σάν ἄνθρωπος. Πόσο μᾶλλον ὅταν ἡ κρίση εἶναι  λανθασμένη    ἔχη  μέσα  καὶ  τὴν  δικαιολογία    ἀνθρώπινα  κριτήρια!  Εἶναι μεγάλη ὑπόθεση ἡ κρίση. Ἡ κρίση εἶναι τοῦ Θεοῦ. Εἶναι φοβερό! Δὲν ἔχει σημασία ἄν ἔχη καλή διάθεση αὐτός ποὺ εἶναι στὴν θέση νὰ κρίνη. Σημασία ἔχει τί βγάζει μὲ τὴν κρίση του.
Χρειάζεται πολλή διάκριση. Φυσικά, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε λίγη διάκριση,ἀλλὰ δυστυχῶς οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς δὲν τὴν χρησιμοποιοῦμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας ἀλλὰ γιὰ τούς συνανθρώπους μας (γιὰ νὰ μή… διακριθοῦν, δηλαδή γιὰ νὰ μήν ἀναδειχθοῦν). Ἔτσι τὴν μολύνουμε μὲ τὴν κρίση καὶ κατάκριση καὶ τὴν ἀπαίτηση νὰ διορθωθοῦν οἱ ἄλλοι, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχουμε ἀπαίτηση μόνον ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, ποὺ δὲν ἀποφασίζει νὰ πάρη τὸν πνευματικό ἀγώνα στὰ ζεστὰ καὶ νὰ κόψη τὰ πάθη του, γιὰ νὰ ἐλευθερωθῆ ἡ ψυχή μας καὶ νὰ πετάξη στὸν Οὐρανό.
Κεφάλαιο 3
 - Ἡ νέα γενιά
Ἔλειψε τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας
Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι σήμερα δὲν γεύτηκαν τὴν χαρὰ τῆς θυσίας καὶ δὲν ἀγαποῦν  τὸν  κόπο.  Μπῆκε    τεμπελιά,  τὸ  βόλεμα,    πολλή  ἄνεση.  Ἔλειψε  τὸ φιλότιμο, ἡ θυσία. Θεωροῦν κατόρθωμα, ὅταν καταφέρνουν χωρίς κόπο νὰ πετύχουν κάτι, ὅταν βολεύωνται. Δὲν χαίρονται, ὅταν δὲν βολεύωνται. Ἐνῶ, ἄν ἀντιμετώπιζαν τὰ πράγματα πνευματικά, θὰ ἔπρεπε τότε νὰ χαίρωνται, γιατί τούς δίνεται εὐκαιρία γιὰ ἀγώνα.
Ὅλοι τώρα, μικροί-μεγάλοι, κοιτάζουν τὴν εὐκολία. Οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι κοιτάζουν πῶς νὰ ἁγιάσουν μὲ λιγώτερο κόπο. Οἱ κοσμικοί πῶς νὰ βγάλουν περισσό- τερα χρήματα, χωρίς νὰ δουλεύουν. Οἱ νέοι πῶς νὰ περνοῦν στὶς ἐξετάσεις, χωρίς νὰ διαβάζουν, πῶς νὰ πάρουν πτυχίο, χωρίς νὰ φεύγουν ἀπὸ τὴν καφετέρια. Καὶ ἄν εἶναι δυνατόν, νὰ τηλεφωνοῦν ἀπὸ τὴν καφετέρια, γιὰ νὰ τούς δώσουν τὰ ἀποτελέσματα! Ναί, ἐκεῖ φθάνουν! Ἔρχονται πολλά παιδιά στὸ Καλύβι καὶ μοῦ λένε: «Κάνε προσευχή νὰ περάσω». Δὲν διαβάζουν καὶ λένε: «Ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήση». «Διάβασε, τοῦ λέω, καὶ Κάνε καὶ προσευχή». «Γιατί, μοῦ λέει, δὲν μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ μὲ βοηθήση;». Δηλαδή τὴν τεμπελιά του νὰ εὐλογήση ὁ Θεός; Δὲν γίνεται αὐτό. Ἄν τὸ παιδί διαβάζη, ἀλλὰ δὲν πιάνη, τότε θὰ τὸ βοηθήση ὁ Θεός. Εἶναι μερικά παιδιά ποὺ δὲν θυμοῦνται ἤ δὲν καταλαβαίνουν, ἀλλὰ καταβάλλουν προσπάθεια. Αὐτὰ  θὰ τὰ βοηθήση ὁ Θεὸς νὰ γίνουν τετραπέρατα.
Εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχουν καὶ οἱ ἐξαιρέσεις, ἕνα παλληκάρι ἀπὸ τὴν Χαλκιδική ἔδωσε ἐξετάσεις σὲ τρεῖς σχολές καὶ πέρασε σὲ ὅλες125, σὲ ἄλλη πρῶτος, σὲ ἄλλη δεύ- τερος, ἀλλὰ τὸν ἀνέπαυε πιὸ πολύ νὰ βρῆ μία δουλειά, γιὰ νὰ ξελαφρώση τὸν πατέρα του ποὺ δούλευε στὰ μεταλλεῖα. Ἔτσι δὲν πῆγε νὰ σπουδάση καὶ ἐπίασε ἀμέσως κάπου δουλειά. Αὐτή ἡ ψυχή εἶναι φάρμακο γιὰ μένα. Γιὰ τέτοια παιδιά νὰ πεθάνω, νὰ γίνω φυτόχωμα.  Οἱ περισσότεροι ὅμως νέοι ἔχουν ἐπηρεασθῆ ἀπὸ  τὸ κοσμικό πνεῦμα καὶ ἔχουν πάθει ζημιά. Ἔμαθαν νὰ τούς ἐνδιαφέρη μόνον ὁ ἐαυτός τους, δὲν σκέφτονται καθόλου τὸν πλησίον ἀλλὰ μόνον τὸν ἑαυτό τους. Καὶ ὅσο τούς βοηθᾶς, τόσο πιὸ πολύ χουζούρι κάνουν.
Βλέπω κάτι νερόβραστα παιδιά σήμερα. Νὰ κρίνουν τὸ ἕνα, νὰ βαριοῦνται τὸ ἄλλο, ἐνῶ ἡ καρδιά οὔτε κουράζεται οὔτε γερνάει ποτέ. Νὰ γίνουν καλόγεροι, βαριοῦ- νται. Νὰ παντρευτοῦν, φοβοῦνται. Κοτζάμ παλληκάρια ἔρχονται, ξαναέρχονται στὸ Ἅγιον Ὅρος… «Ἄχ, καὶ καλόγερος δύσκολα εἶναι, λένε. Κάθε μέρα νὰ πρέπη νὰ σηκώ- νεσαι μεσάνυχτα! Δὲν εἶναι μία καὶ δυὸ μέρες!...». Γυρίζουν στὸν κόσμο. «Τί νὰ κάνω σ΄ αὐτήν τὴν κοινωνία, μὲ τί ἄνθρωπο θὰ μπλέξω, ἄν παντρευτῶ; Φασαρία εἶναι», λένε, καὶ ἔρχονται πάλι στὸ Ὅρος. Κάθονται λίγο, «δύσκολα…»σοῦ λένε.
Οἱ  νέοι  σήμερα  μοιάζουν  μὲ  καινούργιες  μηχανές  ποὺ  τὰ  λάδια  τούς  είναι  παγωμένα. Πρέπει νὰ ζεσταθοῦν τὰ λάδια, γιὰ νὰ πάρουν μπρός οἱ μηχανές, ἀλλιῶς δὲν γίνεται. Ἔρχονται στὸ Καλύβι ταλαίπωρα παιδιά –δὲν εἶναι ἕνα καὶ δυὸ – καὶ μὲ βρής μία δουλειά, βρέ παιδί». «Ἔχω λεφτά, μοῦ λέει. Τί νὰ τὴν κάνω τὴν δουλειά;».«Μά ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι μηδέ ἐσθιέτω»126. Πρέπει νὰ δουλέψης, γιὰ νὰ φᾶς, καὶ ἄς ἔχης χρήματα. Ἡ δουλειά βοηθάει τὸν ἄνθρωπο νὰ ξεπαγώσουν τὰ λάδια τῆς μηχανῆς του. Εἶναι δημιουργία. Δίνει χαρὰ καὶ παίρνει τὸ ἄγχος, τὴν πλήξη. Ἔτσι, βρέ παλληκάρι, νὰ βρής μία δουλειά ποὺ νὰ σοῦ ἀρέση ἔστω καὶ λίγο, καὶ νὰ ξεκινήσης. Γιὰ δοκίμασε, νὰ δής!».
Καὶ βλέπεις, μερικά παιδιά κουράζονται, καὶ ξεκουράζονται μὲ τὴν κούραση.Ἔρχονται νέα παιδιά στὸ Καλύβι καὶ κάθονται, καὶ κουράζονται ποὺ κάθονται. Ἀλλά μὲ πολύ φιλότιμο μὲ ρωτοῦν συνέχεια: «Τί νὰ σοῦ κάνουμε; Τί νὰ σοῦ φέρουμε;». Δὲν ζητῶ ποτέ τίποτε. Τὸ βράδυ μὲ τὸν φακό κάνω τὶς δουλειές, νὰ κουβαλήσω ξύλα, νὰ ἀνάψω δυὸ σόμπες τὸν χειμώνα, νὰ συμμαζέψω. Πολλοί ἀπὸ τούς ἐπισκέπτες τὰ ἀφήνουν ὅλα ἄνω-κάτω, λάσπες, κάλτσες βρεγμένες. Τούς δίνω λεπτές κάλτσες ποὺ μου στέλνουν, πετοῦν τὶς ἄλλες. Τούς δίνω χαρτοπετσέτες νὰ τὶς τυλίξουν, δὲν τὶς συμμαζεύουν. Τρεῖς φορές στὴν ζωή μου ζήτησα κάτι. Σὲ ἕνα παλληκάρι εἶπα μία φορά: «Θέλω δυὸ κουτιά σπίρτα ἀπὸ τὶς Καρυές» – ἄν καὶ εἶχα τέσσερις ἀναπτῆρες, ἀλλὰ τὸ ἔκανα γιὰ νὰ τοῦ δώσω χαρά. Ἔτρεξε χαρούμενος, λαχανίασε νὰ τὰ φέρη, ἀλλὰ τὸν ξεκούρασε ἡ κούραση, γιατί γεύτηκε τὴν χαρὰ τῆς θυσίας. Καὶ ἄλλος καθόταν καὶ κουράσθηκε ποὺ καθόταν. Ζητοῦν νὰ νιώσουν τὴν χαρά, ἀλλὰ πρέπει νὰ θυσιασθῆ ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἔρθη ἡ χαρά. Ἡ χαρὰ ἀπὸ τὴν θυσία γεννιέται. Ἡ πραγματική χαρὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ φιλότιμο. Ἔτσι καὶ καλλιεργηθῆ τὸ φιλότιμο, εἶναι πανηγύρι. Τὸ βάσανο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ ἐγωισμός, ἡ φιλαυτία. Ἐκεῖ εἶναι ποὺ σκαλώνει κανείς.
Εἶχαν ἔρθει δύο νέοι ἀξιωματικοί στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ μοῦ εἶπαν: «Θέλουμε νὰ γίνουμε μοναχοί». «Γιατί, λέω, θέλετε νὰ γίνεται μοναχοί; Ἀπὸ πότε σᾶς ἀπασχόλησε αὐτό;». «Τώρα, μοῦ λένε, κάναμε μία ἐπίσκεψη στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ σκεφτόμαστε νὰ μείνουμε, μήπως γίνη καὶ κανένας πόλεμος». «Βρέ, δὲν ντρέπεστε, τούς λέω. «Μήπως γίνη καὶ κανένας πόλεμος»! Καὶ πῶς θὰ φύγετε ἀπὸ τὸν στρατό;». «Θὰ βροῦμε μία αἰτία», μοῦ λένε. Τί θὰ βροῦν; Ἤ θὰ κάνουν ὅτι εἶναι τρελλοί ἤ…, κάτι πάντως θὰ βροῦν. «Ἄν ξεκινᾶτε νὰ γίνετε μοναχοί μὲ αὐτὸ τὸ σκεπτικό, εἶστε ἀποτυχημένοι ἐξ ἀρχῆς», τούς λέω. Ἄλλοι πάλι, ἐνῶ εἶναι ἕτοιμοι ἀπὸ καιρό νὰ παντρευτοῦν, νὰ δημι- ουργήσουν οἰκογένεια, ἔρχονται καὶ μοῦ λένε: «Τί νὰ παντρευτῶ; Εἶναι νὰ κάνης οἰκο- γένεια καὶ παιδιά σ΄ αὐτούς τούς δύσκολους καιρούς;». «Καλά, λέω, ὅταν γίνονταν διωγμοί, ἡ ζωή εἶχε σταματήσει; Οὔτε δούλευαν οὔτε παντρεύονταν; Μήπως ἐσύ βα- ριέσαι;». «Θέλω νὰ γίνω καλόγερος», λέει. «Ἐσύ βαριέσαι! Τί προκομμένος καλόγερος θὰ γίνης;». Καταλάβατε; Ἄν μία ξεκινάη νὰ γίνη καλόγρια, ἐπειδή σκέφτεται: «Τί νὰ μείνω στὸν κόσμο, νὰ κάνω οἰκογένεια, νάχω παιδιά, ζαλούρα, φασαρία; Θὰ πάω σὲ Μοναστήρι, θὰ κάνω ἐκεῖ μία ὑπακοή, εὐθύνη δὲν θάχω, καὶ ἄν μου ποῦν καμμιά κουβέντα, θὰ σκύβω τὸ κεφάλι. Ποῦ νὰ φτιάξω σπίτι; Ἐκεῖ θὰ ἔχω κελλί δικό μου, φαγητό κ.λπ.», νὰ τὸ ξέρη, εἶναι ἐξ ἀρχῆς ἀποτυχημένη. Σᾶς φαίνεται παράξενο; Ὑπάρχουν καὶ τέτοιοι ἄνθρωποι. Νὰ ξέρετε, ἕνας προκομμένος οἰκογενειάρχης καὶ στὴν καλογερική θὰ ἔκανε προκοπή, καὶ ἕνας προκομμένος μοναχός, ἄν ἔκανε οἰκο- γένεια, θὰ ἔκανε προκοπή.



Κάποιος εἶχε καθήσει δόκιμος σ΄ ἕνα Μοναστήρι καὶ δὲν ἤθελε νὰ γίνη καλόγερος. «Γιατί, παιδί μου, μένεις ἔτσι;», τὸν ρωτάω. «Γιατί ὁ καλογερικός σκοῦφος μου θυμίζει τὸ κράνος», μοῦ λέει. Ἀκοῦς κουβέντα; Δὲν ἤθελε νὰ γίνη καλόγερος, γιὰ νὰ μή  φορέση  τὴν  καλογερική  σκούφια.  Τοῦ  θύμιζε  τὸ  κράνος!  Καὶ  πότε  φόρεσε  τὸ κράνος; Ζήτημα νὰ τὸ φόρεσε μερικές φορές μόνο σὲ καμμιά ἄσκηση. Ποῦ νὰ πήγαινε καὶ σὲ πόλεμο! Τοῦ θύμιζε τὸ κράνος! Ἀκοῦς; Μά τί θέλει στὴν καλογερική αὐτός; Ὅταν ξεκινάη κανεὶς ἔτσι, τί καλόγερος θὰ γίνη; Μπορεῖς νὰ μοῦ πῆς; Τελικά ἔγινε ὁ ταλαίπωρος κάπου μοναχός καὶ δὲν φοροῦσε χονδρή σκούφια.
Μία φορά ἦρθαν δυὸ νεαροί στὸ Καλύβι μὲ κάτι μαλλιά μέχρι κάτω. Πῆγα νὰ τούς κουρέψω, ἀντέδρασαν, βιαζόμουν καὶ ἐγώ, καὶ μόνον τούς κέρασα. Εἶχα καὶ ἕνα γατί ἐκεῖ πέρα. «Νὰ τὸ πάρω;», λέει ὁ ἕνας. «Πάρ΄ το», τοῦ λέω. Πῆγαν ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Ἰβήρων, μία ὥρα δρόμο, μὲ τὸ γατί ὁ ἕνας στὴν ἀγκαλιά – καὶ νὰ βρέχη. Ζήτησε ἐκεῖ νὰ μείνη στὸ Ἀρχονταρίκι μὲ τὸ γατί. «Δὲν γίνεται», τοῦ εἶπαν καὶ ἔμεινε ἔξω στὴν βροχή ὅλη νύχτα. Ἄν τοῦ ἔλεγες νὰ φυλάξη μία ὥρα σκοπιά, θὰ σοῦ ἔλεγε: «Ὄχι, δὲν μπορῶ», ἀλλὰ νὰ καθήση μία νύχτα ἔξω μὲ τὸ γατί, μπορεῖ.
Ἕνας ἄλλος πῆγε στρατιώτης καὶ ἔφυγε. Ἦρθε μετά στὸ Καλύβι καὶ μοῦ λέει: «Θέλω νὰ γίνω μοναχός». «Νὰ πᾶς νὰ ὑπηρετήσης τὴν θητεία σου!».τοῦ λέω. «Στὸν στρατό δὲν εἶναι ὅπως στὸ σπίτι μου», μοῦ λέει. «Καλά ποὺ μου τόπες, παλληκάρι, δὲν τόξερα, γιὰ νὰ τὸ λέω καὶ στούς ἄλλους!».Ἐν τῷ μεταξύ νὰ τὸν ψάχνουν οἱ δικοί του. Μετά ἀπὸ λίγες μέρες ξαναπέρασε πρωί-πρωί. Ἦταν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ. «Σὲ θέλω», μοῦ λέει. «Τί θέλεις; τοῦ λέω. Ποῦ ἐκκλησιάστηκες;». «Πουθενά», μοῦ λέει. «Σήμερα, Κυριακή του Θωμά, στὰ Μοναστήρια κάνουν Ἀγρυπνία καὶ ἐσύ δὲν πῆγες; Καὶ θέλεις νὰ γίνης καλόγερος; Ποῦ ἤσουν;». «Κάθησα στὸ ξενοδοχεῖο. Ἦταν ἥσυχα, στὰ Μονα- στήρια ἔχει θόρυβο!». «Καὶ τώρα τί θὰ κάνης;». «Σκέφτομαι νὰ πάω στὸ Σινά, γιατί θέ- λω σκληρή ζωή». «Κάνε λίγη ὑπομονή», τοῦ λέω. Πάω μέσα, παίρνω ἕνα τσουρέκι ποὺ μου εἶχαν φέρει καὶ τοῦ τὸ δίνω. «Πάρε αὐτὸ τὸ μαλακό τσουρέκι, τοῦ λέω, γιὰ νὰ κάνης σκληρή ζωή, καὶ φύγε!». Αὐτοί εἶναι οἱ νέοι σήμερα. Δὲν ξέρουν τί ζητοῦν. Στρίμωγμα δὲν σηκώνουν καθόλου. Ποῦ νὰ θυσιασθοῦν μετά;
Θυμᾶμαι στὸν στρατό πόσες φορές παρουσιαζόταν μία ἀνάγκη καὶ ἄκουγες: «Κύριε Διοικητά, νὰ πάω ἐγώ ἀντί γι’ αὐτόν, αὐτός εἶναι παντρεμένος, ἔχει παιδιά, νὰ
μή μείνουν τὰ παιδιά του στὸν δρόμο». Νὰ παρακαλοῦν τὸν Διοικητή νὰ πᾶνε αὐτοί στὴν θέση του, στὴν πρώτη γραμμή! Χαίρονταν νὰ σκοτωθοῦν αὐτοί καὶ νὰ μή σκοτωθῆ ὁ ἄλλος καὶ ἀφήση τὰ παιδιά του στὸν δρόμο! Ποῦ τώρα νὰ κάνη κανεὶς τέτοια θυσία! Σπάνιο πράγμα! Μία φορά εἴχαμε μείνει ἀπὸ νερό σὲ μία τοποθεσία. Εἶδε ὁ Διοικητής στὸν χάρτη ὅτι στὸ τάδε σημεῖο ὑπῆρχε νερό. Ἐκεῖ ὅμως ἦταν οἱ ἀντάρτες. Μᾶς λέει: «Ἐδῶ κοντά ἔχει νερό, ἀλλὰ εἶναι πολύ ἐπικίνδυνα. Ποιός θὰ πάη νὰ γεμίση μερικά παγούρια; οὔτε φῶς δὲν θὰ ἀνάψη». Πετάγεται ὁ ἕνας: «Θὰ πάω ἐγώ, κύριε Διοικητά», ὁ ἄλλος «ἐγώ», ὁ ἄλλος «ἐγώ»! Ὅλοι δηλαδή ζητοῦσαν νὰ πᾶνε! Καὶ  τὴν  νύχτα,  χωρίς  φῶς,  εἶναι    τρόμος  πολύς.  «Δὲν  μπορεῖτε  νὰ  πάτε  καὶ ὅλοι!».λέει ὁ Διοικητής. Θέλω νὰ πῶ, κανεὶς δὲν σκέφθηκε τὸν ἑαυτό του. Δὲν τραβιόταν ὁ ἕνας νὰ πῆ: «Κύριε Διοικητά, μοῦ πονάει τὸ πόδι», ὁ ἄλλος «μοῦ πονάει τὸ κεφάλι»ἤ «εἶμαι κουρασμένος». Ὅλοι θέλαμε νὰ πᾶμε, καὶ ἄς κινδύνευε ἡ ζωή μας.
Σήμερα ὑπάρχει ἕνα πνεῦμα χλιαρό, καθόλου ἀνδρισμός, καθόλου θυσία. Ὅλα τὰ μετέτρεψαν μὲ τὴν σημερινή βλαμμένη λογική. Καὶ βλέπεις, ἐνῶ παλιά πήγαιναν ἐθελοντές στὸν στρατό, τώρα παίρνουν τρελλάδικο χαρτί, γιὰ νὰ μήν ὑπηρετήσουν.
Κοιτάζουν  τί  νὰ  κάνουν,  γιὰ  νὰ  μήν  πᾶνε  στρατιῶτες.  Ποῦ  πρῶτα;  Εἴχαμε  ἕναν λοχαγό, εἴκοσι τριῶν ἐτῶν ἦταν, ἀλλὰ ἦταν παλληκάρι! Μία φορά τὸν πῆρε τηλέφωνο ὁ πατέρας του, ποὺ ἦταν ἀπόστρατος ἀξιωματικός, καὶ τοῦ εἶπε ὅτι σκέφτεται νὰ φροντίση νὰ φύγη ἀπὸ τὴν πρώτη γραμμή καὶ νὰ πάη στὰ μετόπισθεν. Ἔβαλε τὶς φωνές ὁ λοχαγός. «Ντροπή σου, πατέρα, νὰ λές ἐσύ τέτοια πράγματα! Οἱ κηφῆνες κάθονται». Εἶχε εἰλικρίνεια, τιμιότητα, παλληκαριά πολλή, ποὺ ξεπερνοῦσε τὰ ὅρια, ἔτρεχε μπροστὰ. Ἡ χλαίνη τοῦ ἦταν κόσκινο ἀπὸ τὶς σφαῖρες, καὶ δὲν εἶχε σκοτωθῆ. Ὅταν ἀπολύθηκε, πῆρε τὴν χλαίνη μαζί του, νὰ τὴν ἔχη γιὰ ἐνθύμιο.

Ἡ ἀδιάκριτη ἀγάπη ἀχρηστεύει τὰ παιδιά

Ἔχω προσέξει ὅτι τὰ σημερινά παιδιά, ἰδίως αὐτὰ  ποὺ σπουδάζουν, παθαίνουν ζημιά ἀπὸ τὰ σπίτια τους. Ἐνῶ εἶναι καλά παιδιά, ἀχρηστεύονται. Δὲν σκέφτονται, ἔχουν μία ἀναισθησία. Τὰ χαραμίζουν, τὰ χαλοῦν οἱ γονεῖς. Ἐπειδή οἱ γονεῖς πέρασαν δύσκολα χρόνια, θέλουν τὰ παιδιά τους νὰ μή στερηθοῦν ἐκεῖνο, νὰ μή στερηθοῦν τὸ ἄλλο. Δὲν καλλιεργοῦν τὸ φιλότιμο στὰ παιδιά, ὥστε νὰ χαίρωνται ὅταν στεροῦνται. Φυσικά μὲ καλό λογισμό τὸ κάνουν. Τὸ νὰ τὰ στερήσουν ἀπὸ κάτι, χωρίς τὰ παιδιά νὰ τὸ καταλαβαίνουν, εἶναι βάρβαρο. Ἀλλά νὰ τὰ βοηθήσουν νὰ ἀποκτήσουν μοναχική συνείδηση καὶ μόνα τους νὰ χαίρωνται ποὺ στεροῦνται κάτι, αὐτὸ εἶναι πολύ καλό. Τώρα μὲ τὴν καλωσύνη τους, μὲ τὴν ἀδιάκριτη καλωσύνη τους, τὰ ἀποβλακώνουν. Τὰ συνηθίζουν νὰ τούς τὰ πηγαίνουν ὅλα στὸ χέρι, ἀκόμη καὶ τὸ νερό, γιὰ νὰ διαβάσουν καὶ νὰ μή χασομερήσουν, καὶ τὰ ἀχρηστεύουν, καὶ τὰ ἀγόρια καὶ τὰ κορίτσια. Ἔπειτα τὰ παιδιά, καὶ ὅταν δὲν διαβάζουν, τὰ θέλουν ὅλα στὸ χέρι. Καὶ τὸ κακό ἀρχίζει ἀπὸ τὶς μανάδες. «Ἐσύ, παιδί μου, νὰ διαβάσης. Ἐγώ θὰ σοῦ φέρω καὶ τὶς κάλτσες, θὰ σοῦ πλύνω καὶ τὰ πόδια. Πάρε τὸ γλυκό, πάρε τὸν καφέ»! Καὶ δὲν καταλαβαίνουν τὰ παιδιά πόσο κουρασμένη εἶναι ἡ μάνα ποὺ τὰ προσφέρει ὅλα αὐτά, ἐπειδή δὲν κοπιάζουν.  Μετά  ἀρχίζουν,  μίας  χρήσεως  πιάτα,  μίας  χρήσεως  ροῦχα,  πίτσες  νὰ τρῶνε –οὔτε νὰ τὶς τυλίγουν στὸ χαρτί δὲν ξέρουν!... Ἔτσι γίνονται τελείως ἄχρηστοι ἄνθρωποι. Βαριοῦνται μετά ποὺ ζοῦν. Τὸ κορδόνι τους νὰ λυθῆ, «μάνα, νὰ μοῦ δέσης τὸ κορδόνι», λένε! Τὸ πατᾶνε ἐν τῷ μεταξύ! Τέτοια παιδιά τί προκοπή νὰ κάνουν; Αὐτὰ   οὔτε γιὰ γάμο οὔτε γιὰ καλογερική κάνουν. Γι’ αὐτὸ λέω στὶς μητέρες: «Μήν ἀφήνετε τὰ παιδιά νὰ διαβάζουν ὅλη μέρα. Διαβάζουν-διαβάζουν, ζαλίζονται. Νὰ κάνουν ἕνα τέταρτο, μισῆ ὥρα διακοπῆ, γιὰ νὰ κάνουν καὶ καμμιά δουλίτσα στὸ σπίτι, γιὰ νὰ ξεζαλίζωνται καὶ λίγο».
Αὐτή ἡ κακή συνήθεια τῶν σημερινῶν νέων μεταφέρεται καὶ στὸν Μοναχισμό. Καὶ βλέπετε σὲ Μοναστήρι νὰ εἶναι ἑπτά γραμματεῖς – καὶ ὅλοι μορφωμένοι οἱ νέοι – καὶ ὁ παλιότερος μαζί. Παλιά ἦταν ἕνας γραμματεύς, καὶ αὐτός δὲν εἶχε πάει οὔτε δυὸ τάξεις στὸ Γυμνάσιο καὶ ἔβγαζε ὅλη τὴν δουλειά. Καὶ τώρα νὰ εἶναι ἑπτά καὶ νὰ εἶναι πνιγμένοι στὴν δουλειά, νὰ μήν μποροῦν νὰ κάνουν οὔτε τὰ πνευματικά τους, νὰ εἶναι καὶ ὁ παλιός νὰ τούς βοηθάη!

Κανονάρχισμα ἀπὸ σκοτεινές δυνάμεις

Τὰ καημένα τὰ παιδιά τὰ καταστρέφουν σήμερα μὲ θεωρίες διάφορες. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀναστατωμένα, ζαλισμένα. Ἄλλο θέλει νὰ κάνη τὸ παιδί, ἄλλο κάνει. Ἀλλοῦ θέλει νὰ πάη, ἀλλοῦ τὸ πάει τὸ ρεῦμα τῆς ἐποχῆς. Μεγάλη προπαγάνδα γίνεται ἀπὸ σκοτεινές δυνάμεις ποὺ κατευθύνουν ὅσα παιδιά δὲν τούς κόβει πολύ τὸ μυαλό. Στὰ
σχολεῖα μερικοί δάσκαλοι λένε: «Γιὰ νὰ ἔχετε πρωτοβουλία, νὰ μή σέβεστε, νὰ μήν ὑποτάσσεστε στούς γονεῖς», καὶ τὰ ἀχρηστεύουν. Μετά τὰ παιδιά δὲν ἀκοῦνε οὔτε γονεῖς οὔτε δασκάλους. Καὶ εἶναι δικαιολογημένα, γιατί νομίζουν πώς ἔτσι πρέπει νὰ κάνουν. Τὰ ὑποστηρίζει καὶ τὸ κράτος, τὰ κανοναρχοῦν, τὰ ἐκμεταλλεύονται καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ δὲν νοιάζονται οὔτε γιὰ Πατρίδα οὔτε γιὰ οἰκογένεια οὔτε γιὰ τίποτε, γιὰ νὰ πραγματοποιήσουν τὰ σχέδιά τους. Ἔ, αὐτὸ λίγο-πολύ ἔχει κάνει πολύ κακό στὴν νεολαία σήμερα, πάρα πολύ κακό, μέχρι ποὺ καταλήγουν τὰ παιδιά νὰ ἔχουν ἀρχηγό τὸν διάβολο μὲ τὰ κέρατα! Ἡ σατανολατρία ἔχει ἐξαπλωθῆ πολύ. Ἀκοῦς σὲ μερικά κέντρα ὅλη τὴν νύχτα νὰ τραγουδοῦν: «Σατανᾶ, σὲ λατρεύουμε, δὲν θέλουμε τὸν Χρι- στό.  Ἐσύ μας τὰ δίνεις  ὅλα».  Φοβερό! Τί  σᾶς δίνει  καὶ  τί  σᾶς παίρνει,  κακόμοιρα παιδιά!
Μικρά παιδιά ἀγριεμένα, μὲ τούς καφέδες, μὲ τὰ τσιγάρα… Ποῦ νὰ δής βλέμμα λαμπερό, Χάρη Θεοῦ στὸ πρόσωπό τους! Εἶχε δίκαιο ἕνας ἀρχιτέκτων, ὅταν εἶπε σὲ μία ὁμάδα παιδιῶν ποὺ εἶχε φέρει στὸ Ἅγιον Ὅρος: «Τὰ μάτια μᾶς εἶναι σάν τὰ μάτια τοῦ χαλασμένου ψαριοῦ». Εἶχε ἔρθει στὸ Ὅρος μὲ καμμιά δεκαριά παιδιά, ἀπὸ δεκαοκτώ   μέχρι   εἴκοσι   πέντε   χρονῶν   περίπου.   Ἐπειδή   αὐτός   εἶχε   πάρει   μία πνευματική στροφή, μετά λυπόταν τὰ παιδιά ποὺ ζοῦσαν ἄσωτη ζωή. Κατάφερε μερικά, τὰ ἔπεισε καὶ τούς ἔβγαλε τὰ εἰσιτήρια νὰ ἔρθουν στὸ Ἅγιο Ὅρος. Ἔφευγα ἀπὸ τὸ Καλύβι καὶ μὲ συνάντησαν στὸν δρόμο. Τούς λέω: «Φεύγω τώρα, ἀλλὰ ἄς καθήσουμε λίγο ἐδῶ», καὶ καθήσαμε κάπου. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἔρχονταν καὶ μερικά παιδιά ἀπὸ τὴν Ἀθωνιάδα. «Καθῆστε καὶ ἐσεῖς λίγο ἐδῶ», λέω. Κάθησαν καὶ αὐτὰ ἐκεῖ. Λέει ὁ ἀρχιτέκτων μετά στὴν παρέα του: «Παρατηρήσατε κάτι;». Ἐκεῖνα ἀπόρησαν. «Γιὰ ρίξτε μία ματιά ὁ ἕνας στὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου, λέει, καὶ μετά ρίξτε καὶ μία ματιά στὰ ἄλλα παιδιά. Γιὰ δέστε τὰ μάτια τους πῶς γυαλίζουν καὶ δέστε τὰ μάτια τὰ δικά μας πῶς εἶναι σάν τὰ μάτια τοῦ χαλασμένου ψαριοῦ». Καὶ πράγματι, ὅταν πρόσεξα καὶ ἐγώ, ἔτσι ἦταν, μάτια χαλασμένων ψαριῶν. Θολά, ἀλλοιωμένα… Ἐνῶ τὰ μάτια τῶν ἄλλων παιδιῶν ἔλαμπαν! Γιατί τὰ παιδιά τῆς Σχολῆς κάνουν μετάνοιες, κάνουν Ἀκολουθίες. Ὁ ἄνθρωπος καθρεφτίζεται στὰ μάτια. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστός εἶπε: «Ὁ λύχνος τοῦ σώματος ἐστίν ὁ ὀφθαλμός»127. Πόσα μικρά παιδιά ἔρχονται στὸ Ἅγιον Ὅρος ἤ πηγαίνουν σὲ ἄλλα Μοναστήρια καὶ γίνονται μοναχοί, καὶ πάρ΄ ὅλο ποῦ – πῶς νὰ πῆ κανείς; – δὲν ἔχουν καραμέλλες στὰ Μοναστήρια, ἔχουν ὅμως τέτοια χαρὰ ποὺ ἀκτινοβολεῖ τὸ πρόσωπό τους. Ἐνῶ στὸν κόσμο ἔχουν ὅ,τι θέλουν, ἀλλὰ κόλαση ζοῦν, εἶναι βασανισμένα.
Μᾶς ἔχουν ἔρθει διάφορα ρεύματα ἀπὸ παντοῦ. Ἀπὸ τὰ ἀνατολικά μέρη ὁ Ἰνδουϊσμός καὶ ἄλλες ἀποκρυφιστικές θρησκεῖες, ἀπὸ τὸν Βορρᾶ ὁ Κομμουνισμός, ἀπὸ τὴν Δύση ἕνα σωρό θεωρίες, ἀπὸ τὸν Νότο, ἀπὸ τούς Ἀφρικανούς, μαγεῖες καὶ τόσα ἄλλα καρκινώματα. Ἕνα παιδί χτυπημένο ἀπὸ τέτοια ρεύματα ἦρθε μία μέρα στὸ Καλύβι.  Κατάλαβα  ὅτι  οἱ  προσευχές  τῆς  μάνας  τοῦ  τὸ  ἔφεραν.  Ἀφοῦ  μιλήσαμε ἀρκετά,   τοῦ   λέω:   «Κοίταξε,   παλληκάρι   μου,      βρής   ἕναν   Πνευματικό   νὰ ἐξομολογηθῆς καὶ νὰ χρισθῆς καὶ νὰ σὲ βοηθάη τώρα στὶς ἀρχές. Πρέπει νὰ σὲ χρίσουν, γιατί ἀρνήθηκες τὸν Χριστό». Ἔκλαιγε τὸ καημένο. «Κάνε προσευχή, Πάτερ,
μοῦ λέει, γιατί δὲν μπορῶ νὰ τὰ ἀποβάλλω αὐτά. Μοῦ ἔχουν κάνει πλύση ἐγκεφάλου. Τὸ καταλαβαίνω ὅτι οἱ προσευχές τῆς μάνας μου μὲ ἔφεραν ἐδῶ». Πόσο βοηθᾶνε οἱ
προσευχές τῆς μάνας! Ἀχρηστεύονται τὰ καημένα, ὅταν τὰ τυλίξουν, καὶ μετά τὰ πιάνει φόβος, ἄγχος καὶ ξεσπᾶνε στὰ ναρκωτικά κ.λπ. Ἀπὸ τὸν ἕναν γκρεμό στὸν ἄλλον. Ὁ Θεὸς νὰ βάλη τὸ χέρι Του.
– Γέροντα, συμφέρει νὰ τούς λέη κανεὶς ὅτι εἶναι σατανικά αὐτὰ τὰ πράγματα; – Πῶς δὲν συμφέρει; Ἀλλά θέλει μὲ καλό τρόπο.
– Πῶς θὰ μπορέσουν τέτοιοι νέοι νὰ γνωρίσουν τὸν Χριστό;
– Πῶς νὰ γνωρίσουν τὸν Χριστό, ἀφοῦ, πρίν γνωρίσουν τὴν Ὀρθοδοξία, πηγαίνουν στὴν Ἰνδία στούς Γκουροῦδες, κάθονται δυὸ-τρία χρόνια, ζαλίζονται μὲ τὶς μαγεῖες, μαθαίνουν ἐκεῖ ὅτι ὑπάρχει μυστικισμός στὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἔρχονται μετά ἐδῶ καὶ ζητοῦν νὰ δοῦν φῶτα, νὰ ζήσουν ἀνώτερες καταστὰσεις κ.λπ.; Καὶ ἅμα ρωτήσης: «πόσον καιρό ἔχεις νὰ κοινωνήσης;», «δὲν θυμᾶμαι, λέει, ἄν ἡ μητέρα μου μὲ   εἶχε   κοινωνήσει,   ὅταν   ἤμουν   μικρός».   «Ἐξομολογήθηκες   ποτέ;».   «Δὲν   μὲ ἀπασχολεῖ αὐτὸ τὸ θέμα». Ἔμ, πῶς θὰ γίνη χωριό ἔτσι; Τίποτε ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία δὲν ξέρουν.
– Γέροντα, καὶ πῶς θὰ βοηθηθοῦν;
– Ἀπὸ τὴν στιγμή ποῦ λένε «κατεστημένο» τὴν Ἐκκλησία, ὡς νὰ βοηθηθοῦν;
Καταλαβαίνεις πόσο μποροῦμε ἔτσι νὰ συνεννοηθοῦμε! Ὅσοι νέοι ὅμως ἔχουν καλή διάθεση βοηθιοῦνται καὶ πλησιάζουν στὴν Ἐκκλησία.


«Μήν τὰ ἐγγίζετε τὰ παιδιά!».


– Γέροντα, τὰ μικρά παιδιά ποῦ μεγαλώνουν τώρα χωρίς πειθαρχία, τί θὰ γίνουν;
– Ἔχουν λίγα ἐλαφρυντικά. Οἱ γονεῖς ποὺ δὲν καταλάβαιναν τὴν πειθαρχία ἀφήνουν τώρα τὰ παιδιά τους μὲ μία ἐλευθερία καὶ τὰ κάνουν τελείως ἀλητάκια. Μία κουβέντα λές, πέντε σου λένε, καὶ μὲ μία ἀναίδεια! Αὐτὰ   μπορεῖ νὰ γίνουν ἐγκληματίες. Σήμερα τὰ ξεβιδώνουν τελείως τὰ παιδιά. Ἐλευθερία! «Μήν τὰ ἐγγίζετε τὰ   παιδιά!».Καὶ   τὰ   παιδιά   λένε:   «Ποῦ   θὰ   βροῦμε   ἀλλοῦ   τέτοιο   καθεστώς;». Ἐπιδιώκουν δηλαδή νὰ τὰ κάνουν ἀνταρτάκια, νὰ μή θέλουν τούς γονεῖς, νὰ μή θέλουν τούς δασκάλους, νὰ μή θέλουν τίποτε, νὰ μήν ἀκοῦν κανέναν. Αὐτὸ τούς διευκολύνει στὸν σκοπό τους. Ἄν δὲν τὰ κάνουν ἀνταρτάκια, πῶς μετά τὰ παιδιά θὰ τὰ κάνουν ὅλα κομμάτια; Καὶ βλέπεις, τὰ καημένα εἶναι σχεδόν δαιμονισμένα.
Ἄν στὴν πνευματική ζωή ἡ ἐλευθερία δὲν ἀξιοποιήθηκε, θὰ ἀξιοποιηθῆ στὴν κοσμική ζωή; Τί νὰ τὴν κάνης τέτοια ἐλευθερία; Εἶναι καταστροφή. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ κράτος πάει ὅπως πάει. Μποροῦν οἱ σημερινοί ἄνθρωποι νὰ ἀξιοποιήσουν τὴν ἐλευθερία ποῦ τούς δίνεται; Ἡ ἐλευθερία, ὅταν οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ τὴν ἀξιοποιήσουν στὴν πρόοδο, εἶναι καταστροφή. Ἡ κοσμική ἐξέλιξη μὲ τὴν ἁμαρτωλή αὐτή ἐλευθερία ἔφερε τὴν πνευματική σκλαβιά. Ἐλεθερία πνευματική εἶναι ἡ πνευ- ματική ὑποταγή στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ βλέπεις, ἐνῶ ἡ ὑπακοή εἶναι ἐλευθερία, ὁ πειρασμός ὅμως ἀπὸ κακία τὴν παρουσιάζει σάν σκλαβιά καὶ ἀντιδροῦν τὰ παιδιά, ἰδίως τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ ἔχουν δηλητηριασθῆ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἀνταρσίας. ΕἶΝαί, φυσικά, καὶ κουρασμένα ἀπὸ τὰ διάφορα συστήματα τοῦ 20ου αἰῶνος, ποὺ δυστυχῶς

συνέχεια παραμορφώνουν τὴν ὡραία φύση τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ πλάσματά Του καὶ τὰ γεμίζουν ἀπὸ ἄγχος καὶ τὰ ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴν χαρά, τὸν Θεό.
Ἐμεῖς ξέρετε τί τραβήξαμε, ὅταν ἀπολυθήκαμε ἀπὸ τὸν στρατό; Ἄν ἦταν τότε τὰ  σημερινά  παιδιά,  θὰ  τὰ  εἶχαν  κάνει  ὅλα  γυαλιά-καρφιά.  Ἦταν  τὸ  1950  ποὺ τελείωσε ὁ ἀνταρτοπόλεμος. Ἀπολυθήκαμε πολλές κλάσεις μαζί. Ἄλλος εἶχε τεσσεράμισι, ἄλλος τέσσερα, ἄλλος τριάμισι χρόνια μέσα στὸν πόλεμο. Καὶ σκεφθῆτε, μετά ἀπὸ τόση ταλαιπωρία, φθάνουμε στὴν Λάρισα, πᾶμε στὰ Κέντρα Διερχομένων καὶ τὰ βρίσκουμε γεμάτα. Ὅποτε πᾶμε στὰ ξενοδοχεῖα. Ἀλλά καὶ ἐκεῖ δὲν μᾶς δέχονταν. Σοῦ λέει: «Στρατός! Ποῦ νὰ μείνη! Θὰ λερωθοῦν οἱ κουβέρτες!».–ἐνῶ θὰ πληρώναμε. Ἦταν Μάρτιος μήνας καὶ ἔκανε κρύο! Εὐτυχῶς ἕνας ἀξιωματικός μας ἔσωσε, ἄς εἶναι καλά! Πῆγε, ἔμαθε πότε φεύγουν τὰ τραῖνα, πότε κάνουν μανοῦβρες κ.λπ., συνεννοήθηκε καὶ μᾶς ἔβαλε μέσα στὰ τραῖνα! «Τὴν νύχτα, λέει, θὰ κάνουν μανοῦβρες, ἀλλὰ μή φοβηθῆτε, τὴν τάδε ὥρα τὸ πρωί θὰ ξεκινήσουν». Καὶ ὅλη τὴν νύχτα κουνιόνταν. Τελικά ἐρχόμαστε στὴν Θεσσαλονίκη. Μερικοί ποὺ ἦταν ἀπὸ ΄δῶ κοντά πῆγαν στὸν τόπο τους. Οἱ ἄλλοι πήγαμε στὰ Κέντρα Διερχομένων, ἀλλὰ ἦταν γεμάτα. Πᾶμε στὰ ξενοδοχεῖα, καὶ ἐδῶ τίποτε! Τούς παρακαλάω στὸ ξενοδοχεῖο: «Νὰ μοῦ δώσετε μία καρέκλα νὰ καθήσω μέσα καὶ θὰ σᾶς πληρώσω διπλάσιο ἀπὸ ὅ,τι θὰ πλήρωνα γιὰ τὸ κρεββάτι!». «Ὄχι, δὲν γίνεται!», μοῦ λένε. Φοβόνταν μήπως κανεὶς ἔβλεπε ὅτι κρατοῦσαν στὴν καρέκλα στρατιώτη καὶ τούς κατήγγελλε. Καὶ νὰ κάθεσαι ἔξω, νὰ ἀκουμπᾶς ὄρθιος στὸν τοῖχο, νὰ βγάλης ἔτσι τὴν νύχτα! Καὶ ἔβλεπες στρατιῶτες νὰ εἶναι οἱ καημένοι στὸ πεζοδρόμιο, ἔξω ἀπὸ τὰ ξενοδοχεῖα, ἀκουμπισμένοι στούς τοίχους! Σὲ ὅλα τὰ πεζοδρόμια ὑπῆρχε στρατός, σάν νὰ ἔκαναν παρέλαση! Κατάλαβες; Ἄν ἦταν οἱ σημερινοί νέοι θὰ εἶχαν κάψει τὴν Λάρισα, ὅλη τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν Μακεδονία! Ἐδῶ, χωρίς νὰ ἔχουν καμμιά δυσκολία σήμερα, καὶ τί κάνουν!  καταλήψεις,  καταστροφές…  Καὶ  ἐκεῖνα,  τὰ  καημένα  τὰ παιδιά,  οὔτε καν εἶχαν λογισμό. Ἐνίωθαν βέβαια μία πικρία, ἀλλὰ χωρίς νὰ ἔχουν λογισμό νὰ κάνουν τίποτε τὸ κακό. Καὶ νὰ ἔχουν περάσει ταλαιπωρία μεγάλη ἔξω στὰ χιόνια. Νὰ εἶναι σακατεμένοι  ἀπὸ  τὸν  πόλεμο    τί  θυσία  οἱ  καημένοι!    καὶ  τελικά  τὸ  τελευταῖο «εὐχαριστῶ» ἦταν νὰ κοιμηθοῦνε ἔξω! Καὶ κάνω μία σύγκριση, πῶς ἦταν οἱ νέοι τότε καὶ ποῦ βρίσκονται σήμερα… Οὔτε πενήντα χρόνια δὲν πέρασαν καὶ πῶς ἄλλαξε ὁ κόσμος!
Ἡ σημερινή νεολαία μοιάζει μὲ τὸ μοσχαράκι ποὺ εἶναι δεμένο στὸ λιβάδι καὶ κλωτσάει, τραβάει συνέχεια τὸ σχοινί, βγάζει τὸν πάσσαλο καὶ ἀρχίζει νὰ τρέχη, ἀλλὰ σκαλώνει κάπου καὶ περδικλώνεται ἄσχημα καὶ στὸ τέλος τὸ κατασπαράζουν τὰ ἄγρια θηρία. Τὸ φρένο βοηθάει, ὅταν εἶναι μικρό τὸ παιδί. Τὸ βλέπεις, ἀνεβαίνει πάνω στὸν τοῖχο καὶ ὑπάρχει φόβος νὰ σκοτωθῆ. «Μή, μή», φωνάζεις, τοῦ δίνεις καὶ κανένα σκαμπί- λι. Μετά δὲν σκέφτεται ὅτι θὰ σκοτωθῆ, σκέφτεται μή φάη τὸ σκαμπίλι καὶ προσέχει. Τώρα δὲν ὑπάρχουν οὔτε στὰ σχολεῖα τιμωρίες οὔτε στὸν στρατό καψώνια. Γι’ αὐτὸ οἱ νέοι παιδεύουν τούς γονεῖς καὶ τὸ ἔθνος. Στὸν στρατό παλιά, ὅσο πιὸ σκληροί ἦταν οἱ ἀρχηγοί στὴν Ἐκπαίδευση, τόσο πιὸ πολλή παλληκαριά ἔδειχναν οἱ στρατιῶτες στὴν μάχη.
Ὁ νέος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἕναν πνευματικό ὁδηγό, τὸν ὁποῖο νὰ συμβουλεύεται καὶ νὰ ἀκούη, γιὰ νὰ πορεύεται μὲ πνευματική ἀσφάλεια, χωρίς κινδύνους, φόβους καὶ ἀδιέξοδα. Κάθε ἄνθρωπος, ὅσο μεγαλώνει, ὅσο περνάει ἡ ἡλικία του, ἀποκτᾶ πείρα καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ ἀπὸ τούς ἄλλους. Ἕνας νέος στερεῖται αὐτήν τὴν πείρα.  Ἕνας  μεγάλος  τὴν  πείρα  ποὺ  ἀπέκτησε  ἀπὸ  τὸν  ἑαυτό  του  καὶ  ἀπὸ  τούς ἄλλους τὴν χρησιμοποιεῖ, γιὰ νὰ βοηθήση τὸν ἄπειρο νέο, γιὰ νὰ μήν κάνη γκάφες. Ὁ νέος, ὅταν δὲν ἀκούη, κάνει πειράματα μὲ τὸν ἑαυτό του. Ἐνῶ, ἄν ἀκούση, κέρδος θὰ ἔχη. Εἶχαν ἔρθει στὸ Καλύβι μερικά παιδιά ἀπὸ μία χριστιανική Ὀργάνωση καὶ φώναζαν μὲ μία αὐτοπεποίθηση: «Δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ κανέναν, θὰ βροῦμε μόνοι μας τὸν δρόμο μας!». Ποιός ξέρει; Θὰ εἶχαν ζορισθῆ καὶ εἶχαν κατὰ κάποιο τρόπο ἐπαναστατήσει. Ὅταν ἦταν νὰ φύγουν, μὲ ρώτησαν πῶς νὰ κατεβοῦν στὸν δημόσιο, γιὰ νὰ πάρουν τὸν δρόμο γιὰ τὴν Μονή Ἰβήρων. «Ἀπὸ ποῦ θὰ πᾶμε;», λένε. «Καλά, βρέ παιδιά, τούς λέω, ἐσεῖς εἴπατε ὅτι θὰ τὸν βρῆτε μόνοι σας τὸν δρόμο, δὲν ἔχετε ἀνάγκη ἀπὸ κανέναν. Ἔτσι δὲν εἴπατε προηγουμένως; Τουλάχιστον αὐτόν τὸν δρόμο καὶ νὰ τὸν χάσετε, λίγο θὰ ταλαιπωρηθῆτε, κάποιον θὰ βρῆτε παρακάτω καὶ θὰ σᾶς πῆ: «Ἀπὸ ἐδῶ πάει». Τὸν ἄλλον τὸν δρόμο γιὰ πάνω, γιὰ τὸν Οὐρανό, πῶς θὰ τὸν βρῆτε  μόνοι  σας  χωρίς  ὁδηγό;».    ἕνας  ἀπὸ  αὐτούς  εἶπε:  «Σάν  νάχη  δίκαιο  ὁ Γέροντας».


Νὰ περάσουν οἱ νέοι στὶς ἐξετάσεις τῆς ἁγνότητος


Ἦρθαν δυὸ-τρεῖς φοιτήτριες σήμερα καὶ μοῦ εἶπαν: «Γέροντα, κάντε προσευχή νὰ περάσουμε στὶς ἐξετάσεις». Καὶ ἐγώ τὶς εἶπα: «Θὰ εὐχηθῶ νὰ περάσετε στὶς ἐξετάσεις τῆς ἁγνότητος. Αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ βασικό. Ὅλα τὰ ἄλλα βολεύονται μετά». Καλά δὲν τὶς εἶπα; Ναί, εἶναι μεγάλο πράγμα νὰ βλέπης στὰ πρόσωπα τῶν νέων σήμερα τὴν σεμνότητα, τὴν ἁγνότητα! Πολύ μεγάλο πράγμα!
Ἔρχονται μερικές κοπέλες οἱ καημένες τραυματισμένες. Ζοῦν ἄτακτα μὲ νέους, δὲν καταλαβαίνουν πώς ὁ σκοπός τους δὲν εἶναι καθαρός καὶ σακατεύονται. «Τί νὰ κάνω,  Πάτερ;»,  μὲ ρωτοῦν.  «Ὁ ταβερνιάρης,  τὶς  λέω,  ἔχει  φίλο  τὸν  μπεκρή,  ἀλλὰ γαμπρό δὲν τὸν κάνει στὴν κόρη του. Νὰ σταματήσετε τὶς σχέσεις. Ἄν σᾶς ἀγαποῦν πραγματικά, θὰ τὸ ἐκτιμήσουν. Ἄν σᾶς ἀφήσουν, σημαίνει ὅτι δὲν σᾶς ἀγαποῦν καὶ θὰ κερδίσετε χρόνο».
Ὁ πονηρός ἐκμεταλλεύεται τὴν νεανική ἡλικία, ποὺ ἔχει ἐπί πλέον καὶ τὴν σαρκική ἐπανάσταση, καὶ προσπαθεῖ νὰ καταστρέψη τὰ παιδιά στὴν δύσκολη αὐτή περίοδο ποὺ περνοῦν. Τὸ μυαλό εἶναι ἀνώριμο ἀκόμη, ὑπάρχει ἀπειρία μεγάλη καὶ ἀπόθεμα  πνευματικό  καθόλου.  Γι’  αὐτὸ    νέος  πρέπει  πάντα  νὰ  αἰσθάνεται  ὡς ἀνάγκη τὶς συμβουλές τῶν  μεγαλυτέρων  σ΄ αὐτήν  τὴν  κρίσιμη ἡλικία, γιὰ νὰ μή γλιστρήση στὸν γλυκό κατήφορο τῆς κοσμικῆς κατηφόρας, ποὺ στὴν συνέχεια γεμίζει τὴν ψυχή ἀπὸ ἄγχος καὶ τὴν ἀπομακρύνει αἰώνια ἀπὸ τὸν Θεό.
Καταλαβαίνω ὅτι ἕνα φυσιολογικό παιδί, στὴν νεανική ἡλικία, δὲν εἶναι εὔκολονὰ βρίσκεται σὲ τέτοια πνευματική κατάσταση, ὥστε νὰ μήν κάνη διάκριση, «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ» 128. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ πνευματικοί Πατέρες συνιστοῦν νὰ μήν κάνουν συντροφιά τὰ ἀγόρια μὲ τὰ κορίτσια, ὅσο καὶ πνευματικά καὶ ἐὰν εἶναι, γιατί ἡ ἡλικία εἶναι τέτοια ποὺ δὲν βοηθάει, καὶ ὁ πειρασμός ἐκμεταλλεύεται τὴν νεότητα. Γι’ αὐτὸ συμφερώτερο εἶναι ὁ νέος νὰ θεωρηθῆ ἀκόμη καὶ κουτός ἀπὸ τὰ κορίτσια (ἤ ἡ νέα ἀπὸ τὰ ἀγόρια) γιὰ τὴν πνευματική του φρονιμάδα καὶ ἁγνότητα καὶ νὰ σηκώνη καὶ αὐτόν τὸν βαρύ σταυρό. Γιατί αὐτός ὁ βαρύς σταυρός κρύβει ὅλη τὴν δύναμη καὶ τὴν σοφία τοῦ Θεοῦ καὶ τότε ὁ νέος θὰ εἶναι πιὸ δυνατός ἀπὸ τὸν Σαμψῶν129  καὶ πιὸ σοφός ἀπὸ τὸν σοφό Σολομώντα130. Καλύτερα εἶναι, ὅταν βαδίζη, νὰ προσεύχεται καὶ νὰ μήν κοιτᾶ δεξιά καὶ ἀριστερά, ἀκόμη καὶ ἄν πρόκειται νὰ παρεξηγηθῆ ἀπὸ συγγενικά πρόσωπα, γιατί δῆθεν τούς περιφρόνησε καὶ δὲν τούς μίλησε, παρά νὰ περιεργάζεται καὶ νὰ βλάπτεται καὶ νὰ παρεξηγηθῆ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τούς κοσμικούς ἀνθρώπους ποὺ σκέφτονται ὅλο πονηρά. Χίλιες φορές καλύτερα νὰ φεύγη σάν τὸ ἀγρίμι ἀπὸ τούς ἀνθρώπους μετά τὸν ἐκκλησιασμό, γιὰ νὰ διατηρήση τὴν πνευματική του φρονιμάδα καὶ ὅ,τι ἀπεκόμισε ἀπὸ τὸν ἐκκλησιασμό, παρά νὰ κάθεται καὶ νὰ χαζεύη στὶς γοῦνες (ἤ στὶς γραβάτες ἡ νέα) καὶ νὰ ἀγριέψη πνευματικά ἀπὸ τὸ γρατσούνισμα ποὺ θὰ τοῦ κάνη ὁ ἐχθρός στὴν καρδιά.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ κόσμος δυστυχῶς ἔχει σαπίσει καὶ, ἀπὸ ὅπου καὶ ἄν περάση μία ψυχή ποὺ θέλει νὰ διατηρηθῆ ἁγνή, θὰ λερωθῆ. Μὲ τὴν διαφορά ὅμως ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θὰ ζητήση τὰ ἴδια μὲ αὐτὰ  ποὺ ζητοῦσε τὴν παλιά ἐποχή ἀπὸ ἕναν Χριστιανό ποὺ ἤθελε νὰ διατηρηθῆ ἁγνός. Χρειάζεται ψυχραιμία, καὶ ὁ νέος νὰ κάνη ὅ,τι μπορεῖ, νὰ ἀγωνισθῆ, γιὰ νὰ ἀποφεύγη τὰ αἴτια, καὶ ὁ Χριστός μας θὰ βοηθήση ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα. Ὁ θεῖος ἔρως, ἄν φουντώση στὴν ψυχή του, εἶναι τόσο πολύ θερμός ποὺ ἔχει τὴν δύναμη νὰ καίη κάθε ἄλλη ἐπιθυμία καὶ κάθε ἄσχημη εἰκόνα. Ὅταν ἀνάψη αὐτή ἡ φωτιά, τότε αἰσθάνεται καὶ τὶς θεῖες ἐκεῖνες ἡδονές, ποὺ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὶς συγκρίνη μὲ καμμιά ἄλλη ἡδονή. Ὅταν γευθῆ τὸ οὐράνιο ἐκεῖνο μάννα, δὲν θὰ τοῦ κάνουν καμμιά ἐντύπωση πλέον τὰ ἄγρια ξυλοκέρατα. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ πιάση γερά τὸ τιμόνι καὶ νὰ κάνη τὸν σταυρό του καὶ νὰ μή φοβᾶται. Μετά ἀπὸ τὸν μικρό του ἀγώνα θὰ λάβη καὶ τὴν οὐράνια τρυφή. Τὴν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ θέλει παλληκαριά, καὶ ὁ Θεὸς θαυματουργικά θὰ βοηθήση.
Μοῦ  εἶχε  διηγηθῆ    Γερό-Αὐγουστίνος131:  Εἶχε  πάει  σάν  ἀρχάριος  σὲ  ἕναΜοναστήρι στὴν Ρωσία, στὴν πατρίδα του. Ἐκεῖ ἦταν ὅλοι σχεδόν γεροντάκια καὶ ἔστειλαν αὐτόν ὡς διακονητή, γιὰ νὰ βοηθάη ἕναν ὑπάλληλο τῆς Μονῆς στὸ ψάρεμα, γιατί    Μονή  συντηρεῖτο  ἀπὸ  τὴν  ἁλιεία.  Μία  μέρα  λοιπόν  ἦρθε    κόρη  τοῦ ὑπαλλήλου καὶ εἶπε στὸν πατέρα της νὰ πάη γρήγορα στὸ σπίτι γιὰ μία ἐπείγουσα δουλειά καὶ κάθησε ἐκείνη νὰ βοηθήση. Ὁ πειρασμός ὅμως τὴν εἶχε κυριεύσει τὴν ταλαίπωρη καὶ, χωρίς νὰ σκεφθῆ, ὄρμισε ἐπάνω στὸν δόκιμο μὲ ἁμαρτωλές διαθέσεις. Ἐκείνη τὴν στιγμή τὰ ἔχασε ὁ Ἀντώνιος –αὐτὸ ἦταν τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του-, γιατί ἦταν ξαφνικό. Ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ εἶπε: «Χριστέ μου, καλύτερα νὰ πνιγῶ παρά νὰ ἁμαρτήσω»καὶ πετάχτηκε ἀπὸ τὴν ὄχθη μέσα στὸ βαθύ ποτάμι! Ἀλλά ὁ Καλός Θεὸς βλέποντας τὸν μεγάλο ἡρωισμό τοῦ ἁγνοῦ νέου, ποὺ ἐνήργησε σάν νέος Ἅγιος Μαρτινιανός132, γιὰ νὰ διατηρηθῆ ἁγνός, τὸν κράτησε ἐπάνω στὸ νερό, χωρίς καν νὰ
βραχῆ! «Ἐνῶ πετάχθηκα, μοῦ ἔλεγε, μὲ τὸ κεφάλι κάτω, δὲν κατάλαβα πῶς βρέθηκα ὄρθιος ἐπάνω στὸ νερό, χωρίς νὰ βραχοῦν οὔτε τὰ ροῦχα μου!».Ἐκείνη τὴν στιγμή ἐνίωσε καὶ μία ἐσωτερική γαλήνη μὲ μία ἀνέκφραστη γλυκύτητα, ποὺ ἐξαφάνισε τελείως κάθε λογισμό ἁμαρτωλό καὶ κάθε ἐρεθισμό σαρκικό, ποὺ τοῦ εἶχε δημιουργήσει προηγουμένως μὲ τὶς ἄσεμνες χειρονομίες της ἡ κοπέλα. Ὅταν εἶδε μετά ἡ κοπέλα ἐπάνω στὸ νερό ὄρθιο τὸν Ἀντώνιο, ἄρχισε νὰ κλαίη μετανοιωμένη γιὰ τὸ σφάλμα της καὶ συγκινημένη γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα.
Ὁ Χριστός δὲν ζητάει μεγάλα πράγματα, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήση στὸν ἀγώνα μας.Τιποτένια πράγματα περιμένει ἀπὸ μας. Μοῦ ἔλεγε ἕνας νέος ὅτι πῆγε στὴν Πάτμο νὰ προσκυνήση καὶ ὁ πειρασμός τοῦ ἔστησε ἐκεῖ μία παγίδα. Καθώς προχωροῦσε, μία τουρίστρια ὅρμησε καὶ τὸν ἀγκαλίασε. Αὐτός τὴν ἔσπρωξε πέρα καὶ εἶπε: «Χριστέ μου, ἐγώ ἦρθα ἐδῶ νὰ προσκυνήσω, δὲν ἦρθα γιὰ ἔρωτα»καὶ ἔφυγε. Τὸ βράδυ στὸ ξενοδοχεῖο, τὴν ὥρα ποὺ ἔκανε τὴν προσευχή του, εἶδε τὸν Χριστό μέσα στὸ ἄκτιστο φῶς.  Εἴδατε  μὲ  ἕνα  σπρώξιμο  τί  ἀξιώθηκε;  Ἄλλος  χρόνια  ἀγωνίζεται  καὶ  κάνει ἄσκηση μεγάλη, καὶ ἄν ἀξιωθῆ κάτι τέτοιο! Καὶ αὐτός εἶδε τὸν Χριστό, μόνο γιατί ἀντέδρασε στὸν πειρασμό. Φυσικά αὐτὸ πολύ τὸν δυνάμωσε πνευματικά. Μετά εἶδε τὴν Ἁγία Μαρκέλλα, τὸν Ἅγιο Ραφαήλ, τὸν Ἅγιο Γεώργιο δυὸ-τρεῖς φορές. Ἦρθε μία μέρα καὶ μοῦ λέει: «Κάνε προσευχή, Πάτερ, νὰ δῶ πάλι τὸν Ἅγιο Γεώργιο. Θέλω λίγη παρηγοριά, δὲν ἔχω παρηγοριά ἄπ΄ αὐτόν τὸν κόσμο!».
Καὶ βλέπεις ἄλλα παιδιά σὲ τί κατάσταση φθάνουν! Εἶχε ἔρθει μία φορά στὸ Καλύβι ἕνας νεαρός μὲ τὸν θεῖο του ποὺ ἦταν ἡλικιωμένος καὶ μοῦ λέει: «Κάνε προσευχή γιὰ μία κοπέλα. Ἔσπασε τὴν σπονδυλική της στήλη σὲ δυστύχημα. Ὁδηγοῦσε ὁ πατέρας της καὶ τὸν πῆρε ὁ ὕπνος. Ἐκεῖνος σκοτώθηκε καὶ ἡ κοπέλα χτύπησε. Νὰ σοῦ δώσω καὶ μία φωτογραφία της». «Δὲν χρειάζεται», λέω. Αὐτός ἐν τῷ μεταξύ ἐπέμενε, ὅποτε παίρνω τὴν φωτογραφία καὶ τί νὰ δῶ! Ἡ κοπέλα ἦταν ξαπλωμένη κάτω καὶ τὴν κρατοῦσαν δύο. «Τί τὴν ἔχει αὐτός;», ρωτάω τὸν νεαρό.
«Φίλη», μοῦ λέει. «Αὐτός τί εἶναι; Θὰ τὴν πάρη;». «Ὄχι, λέει, εἶναι φίλοι». «Μήν τὰ παρεξηγῆς τὰ παιδιά, μοῦ λέει ὁ θεῖος του, ἔτσι εἶναι σήμερα οἱ νέοι». «Θὰ κάνω προσευχή, εἶπα ἀπὸ μέσα μου, νὰ διορθωθῆ ὄχι ἡ σπονδυλική της στήλη ἀλλὰ τὸ μυαλό  της  καὶ  τὸ  δικό  σου  τὸ  μυαλό,  χαμένε  ἄνθρωπε».  Ποῦ  εἶναι    σεβασμός; Ἔπρεπε νὰ τὸν βρίση ὁ θεῖος του. Πνευματικά παιδιά…, νὰ ἔχει Πνευματικό καὶ νὰ φθάση σὲ τέτοια κατάσταση! Ἀκόμη καὶ νὰ τὴν πάρη, δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ εἶναι τεντωμένη ἔτσι καὶ στούς δύο καὶ ὁ ἄλλος νὰ μοῦ δείχνη τὴν φωτογραφία! Καὶ δὲν σκέφτεται ὅτι δὲν εἶναι σωστό αὐτὸ τὸ πράγμα. Ἐμένα δὲν μὲ πειράζει, ἀλλὰ δὲν εἶναι σωστό. Τί οἰκογένεια θὰ δημιουργήσουν αὐτὰ   τὰ παιδιά; Ὁ Θεὸς νὰ φωτίση τὴν νεολαία νὰ συνέλθη.
Παλιά μὲ τί θυσίες κρατοῦσαν τὴν ἁγνότητά τους οἱ κοπέλες! Θυμᾶμαι, στὸν πόλεμο εἶχαν ἀγγαρέψει μερικούς χωρικούς μὲ τὰ ζῶα τους καὶ εἶχαν ἀποκλεισθῆ σὲ ἕνα ὕψωμα ἀπὸ τὰ χιόνια. Οἱ κάτω ἀπὸ τὰ χιονισμένα ἔλατα ἔκαναν κάτι ὑπόστεγα μὲ κλωνάρια ἀπὸ ἔλατα, γιὰ νὰ προφυλαχθοῦν ἀπὸ τὸ κρύο. Οἱ γυναῖκες πάλι ἀναγκάσθηκαν νὰ προστατευθοῦν ἀπὸ συγχωριανούς, γνωστούς ἀνθρώπους. Μία κοπέλα καὶ μία γριά ἦταν ἀπὸ κάποιο μακρινό χωριό καὶ ἀναγκάσθηκαν καὶ αὐτές νὰ μποῦν σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ   τὰ ἐλάτινα ὑπόστεγα. Ἀλλά δυστυχῶς ὑπάρχουν μερικοί ἄπιστοι καὶ δειλοί. Οἱ ὁποῖοι δὲν συγκλονίζονται ἀκόμη καὶ ἐν καιρῶ πολέμου. Δὲν πονᾶνε γιὰ τούς διπλανούς τους ποὺ τραυματίζονται ἤ σκοτώνονται, ἀλλά, ἐὰν βροῦν εὐκαιρία, ἐπιδιώκουν ἀκόμη καὶ νὰ ἁμαρτήσουν, γιατί φοβοῦνται μήπως σκοτωθοῦν καὶ δὲν προλάβουν νὰ γλεντήσουν, ἐνῶ ἔπρεπε, τουλάχιστον ἐν ὥρα κινδύνου, νὰ μετανοήσουν. Ἕνας σάν καὶ αὐτούς ποὺ ἐν καιρῶ πολέμου, ὅπως ἀνέφερα, δὲν σκέφτονται νὰ μετανοήσουν, ἀλλὰ νὰ ἁμαρτήσουν, ἐνοχλοῦσε τὴν κοπέλα τόσο ἄσχημα ποὺ ἀναγκάσθηκε νὰ φύγη. Προτίμησε νὰ ξυλιάση, ἀκόμη καὶ νὰ πεθάνη ἔξω στὰ χιόνια, παρά νὰ χάση τὴν τιμή της. Βλέποντας ἡ καημένη ἡ γριά ὅτι ἔφυγε ἡ κοπέλα, ἀκολούθησε καὶ αὐτή τὰ ἴχνη της καὶ τὴν βρῆκε τριάντα λεπτά μακριά, κάτω ἀπὸ   ἕνα  μικρό   ὑπόστεγο   ἑνός   ἐξωκκλησιοῦ  τοῦ  Τιμίου  Προδρόμου.     Τίμιος Πρόδρομος ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν τίμια κοπέλα καὶ τὴν ὁδήγησε στὸ ἐξωκκλησάκι του ποὺ ἡ κοπέλα οὔτε καν τὸ ἤξερε. Καὶ στὴν συνέχεια τί ἔκανε ὁ Τίμιος Πρόδρομος! Παρουσιάσθηκε σ΄ ἕναν στρατιώτη133, στὸν ὕπνο του, καὶ τοῦ εἶπε νὰ πάη στὸ ἐξωκκλήσι τοῦ τὸ συντομώτερο. Σηκώνεται λοιπόν ὁ στρατιώτης καὶ ξεκινάει μέσα στὴν φωτισμένη νύχτα ἀπὸ τὰ χιόνια καὶ πάει στὸ ἐξωκκλήσι, ἤξερε περίπου ποὺ εἶναι. Τί νὰ δή ὅμως! Μία γριά καὶ μία κοπέλα καρφωμένες μέσα στὸ χιόνι μέχρι τὰ γόνατα, μελανιασμένες καὶ ξυλιασμένες ἀπὸ τὸ κρύο. Ἄνοιξε ἀμέσως τὸ ἐκκλησάκι, μπῆκαν μέσα καὶ συνῆλθαν κάπως. Δὲν εἶχε τίποτε ἄλλο νὰ τούς προσφέρη ὁ στρατιώτης παρά τὸ κασκόλ του στὴν γριά καὶ ἀπὸ ἕνα γάντι στὴν καθεμία καὶ τὶς εἶπε νὰ τὸ ἀλλάζουν τὰ χέρια. Τοῦ διηγήθηκαν μετά τὸν πειρασμό ποὺ συνάντησαν.
«Καλά, λέει στὴν κοπέλα ὁ στρατιώτης, πῶς ἀποφάσισες νὰ φύγης νύχτα, μέσα στὰ χιόνια καὶ σὲ ἄγνωστο μέρος;». Καὶ ἐκείνη ἀπάντησε: «Ἐγώ μόνον αὐτὸ μποροῦσα νὰ κάνω  καὶ  πίστευα  ὅτι    Χριστός  θὰ  μὲ  βοηθοῦσε  ἀπὸ  ἐκεῖ  καὶ  πέρα».  Τότε  ὁ στρατιώτης τελείως αὐθόρμητα, ἀπὸ πόνο καὶ ὄχι ἁπλῶς γιὰ νὰ τὶς παρηγορήση, λέει:
«Τελείωσαν πιά τὰ βάσανά σας. Αὔριο θὰ εἶσθε στὰ σπίτια σας». Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ χάρηκαν πολύ καὶ ζεστὰθηκαν περισσότερο. Καὶ πράγματι, ξεκίνησαν τὰ Λ.Ὁ.Μ.134, ἄνοιξαν τὸν δρόμο καὶ τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωί τὰ στρατιωτικά μεταγωγικά ἦταν ἐκεῖ, καὶ οἱ καημένες πῆγαν στὰ σπίτια τους. Τέτοιες Ἑλληνοποῦλες ποὺ εἶναι ντυμένες καὶ μὲ θεία Χάρη –καὶ ὄχι οἱ ἀπογυμνωμένες καὶ ἀπὸ θεία Χάρη – πρέπει νὰ θαυμάζωνται καὶ νὰ ἐπαινοῦνται. Μετά ἐκεῖνο τὸ κτῆνος –ὁ Θεὸς νὰ μὲ συγχωρήση – πῆγε καὶ ἀνέφερε στὸν Διοικητή ὅτι ὁ τάδε στρατιώτης ἔσπασε τὴν πόρτα ἀπὸ τὸ ἐξωκκλήσι καὶ ἔβαλε μέσα τούς μεταγωγικούς, δηλαδή τὰ μουλάρια! Τοῦ λέει ὁ Διοικητής: «Δὲν πιστεύω αὐτός νὰ ἔκανε τέτοιο πράγμα!».Καὶ τελικά κατέληξε στὴν φυλακή.


Ἡ ἀληθινή ἀγάπη πληροφορεῖ τούς νέους


– Γέροντα, πάντως αὐτοί ποὺ ἤθελαν νὰ καταστρέψουν τὴν κοινωνία, ἐπίασαν τὰ θεμέλια, τὶς ρίζες, τὰ παιδιά· τὰ κατάστρεψαν.
– Δὲν θὰ σταθοῦν αὐτά. Τὸ κακό μόνο τοῦ καταστρέφεται. Στὴν Ρωσία εἶχαν καταστρέψει τὰ πάντα καὶ ὅμως μετά ἀπὸ τρεῖς γενιές, βλέπεις τώρα τί γίνεται! Δὲν ἀφήνει ὁ Θεός. Οὔτε καὶ τὶς ἁμαρτίες τῶν παιδιῶν τῆς σημερινῆς ἐποχῆς θὰ τὶς κρίνη τὸ ἴδιο μὲ τὶς ἁμαρτίες τῶν παιδιῶν τῆς δικῆς μας ἐποχῆς.

– Γέροντα, πῶς συμβαίνει μερικά παιδιά ποῦ ζοῦν κοσμική ζωή, ὅταν τίθεται θέμα πίστεως, νὰ δίνουν πολύ σωστές ἀπαντήσεις;
– Αὐτὰ  τὰ παιδιά εἶχαν καλή διάθεση, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ φρενάρουν τὸν ἑαυτό τους καὶ παρασύρθηκαν. Γι’ αὐτὸ δίνουν τὴν σωστή ἀπάντηση. Θέλω νὰ πῶ, ἕνας λ.χ. θέλει νὰ πάρη ἕναν δρόμο· τὸν θέλει, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν τραβήξη. Καὶ αὐτόν ποὺ βλέπει νὰ τὸν τραβάη, τὸν ἐκτιμάει. Αὐτούς τούς ἀνθρώπους δὲν θὰ τούς ἀφήση ὁ Θεός, γιατί δὲν ἔχουν κακότητα. Θὰ ἔρθη ἡ ὥρα ποὺ θὰ ἔχουν τὴν δύναμη νὰ τραβήξουν μπροστὰ.
– Πῶς μπορεῖ, Γέροντα, νὰ πλησιάση κανεὶς τούς νέους ποῦ ἔχουν παραστρατήσει; – Μὲ τὴν ἀγάπη. Ἄν ὑπάρχη ἀληθινή, ἀρχοντική ἀγάπη, ἀμέσως οἱ νέοι τὸ πληροφοροῦνται καὶ ἀφοπλίζονται. Ἔρχονται στὸ Καλύβι παιδιά, ἀπὸ χίλιες καρυδιές καρύδια, μὲ διάφορα προβλήματα. Τούς καλωσορίζω, τούς κερνῶ, τούς μιλῶ, καὶ σὲ λίγο γινόμαστε φίλοι. Ἀνοίγουν τὴν καρδιά τους καὶ δέχονται καὶ τὴν δική μου ἀγάπη. Μερικά, τὰ κακόμοιρα, εἶναι τόσο στερημένα! Διψοῦν γιὰ ἀγάπη. Φαίνεται ἀμέσως ποὺ δὲν ἐνίωσαν ἀγάπη οὔτε ἀπὸ μάνα οὔτε ἀπὸ πατέρα· δὲν χορταίνουν. Ἔτσι ἅμα τὰ πονέσης, ἅμα τὰ ἀγαπήσης, ξεχνοῦν καὶ τὰ προβλήματα, καὶ τὰ ναρκωτικά ἀκόμη, φεύγουν καὶ οἱ ἀρρώστιες, ἀφήνουν καὶ τὶς ἀταξίες καὶ ἔρχονται εὐλαβικοί προσκυνητές μετά στὸ Ἅγιον Ὅρος. Γιατί πληροφοροῦνται κατὰ κάποιον τρόπο τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ βλέπω ἔχουν μία ἀρχοντιά ποὺ σου ραγίζει τὴν καρδιά. Νὰ μή δέχωνται μία οἰκονομική βοήθεια, ἐνῶ ἔχουν ἀνάγκη, ἀλλὰ νὰ πιάνουν δουλειά, γιὰ νὰ τὰ βγάλουν πέρα καὶ νὰ πᾶνε τὴν νύχτα στὸ σχολεῖο. Αὐτὰ  τὰ παιδιά ἀξίζει νὰ τὰ βοηθήση  κανείς.  Στὸν  Νέο  Σιδηροδρομικό  Σταθμό  τῆς  Θεσσαλονίκης  ὑπάρχουν σπίτια, ὅπου μένουν πολλά παιδιά μαζί, ἀγόρια καὶ κορίτσια. Σὲ ἕναν χῶρο γιὰ τρεῖς ἔμεναν δεκαπέντε. Εἶναι ἀπὸ διαλυμένες οἰκογένειες· ἄλλα κλέβουν, ἄλλα ἔχουν φιλότιμο καὶ δὲν μποροῦν νὰ κλέψουν. Ἀπὸ χρόνια ἔλεγα σὲ πολλούς νὰ τὰ πλησιάσουν, νὰ τὰ βοηθήσουν. Εἶχα πεῖ νὰ κάνουν κανέναν Ναό, νὰ τὰ συμμαζεύουν. Τώρα ἔχουν κάνει ἕνα ἐκκλησάκι στὸν προστὰτη τῶν σιδηροδρομικῶν Ἀπόστολο καὶ Διάκονο Φίλιππο.
Πάντως ἔχω καταλάβει πώς, ὅταν μικρός κανεὶς δὲν ἀξιοποιήση τὶς εὐκαιρίες ποὺ τοῦ δίνονται, πολλές φορές τὸ ἐκμεταλλεύεται ὁ διάβολος. Γιατί λέει ἡ παροιμία·
«στὴν βράση κολλάει τὸ σίδερο»; Οἱ σιδηρουργοί, ὅταν ἤθελαν νὰ κολλήσουν δύοσίδερα –μή βλέπετε τώρα ποὺ ἔχουν ὀξυγόνα κ.λπ.-, ἔβαζαν τὸ σίδερο στὴν φωτιά καὶ ἔρριχναν ζεστό νερό καὶ βόρακα καὶ, μόλις τὸ ἔβγαζαν ζεστό καὶ πετοῦσε ἀκόμη σπίθες, τάκα-τάκα κολλοῦσε. Γιατί, ἄν τυχόν κρύωνε, δὲν κολλοῦσε. Τὸ ἴδιο θέλω νὰ πῶ καὶ ὁ νέος, ὅταν τοῦ δίνωνται εὐκαιρίες, ἄν ἀδιαφορήση, μετά θὰ ἀρχίση νὰ ἀσχολῆται μὲ τούς ἄλλους, νὰ κρίνη νὰ κατακρίνη, ὅποτε ἀπομακρύνεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ, ὅταν ἔχη τὴν θεία ζέση, ἄν προσέξη, τότε κάνει προκοπή. Γι’ αὐτὸ οἱ γονεῖς, ὅσο μποροῦν, νὰ βοηθοῦν τὰ παιδιά, ὅταν εἶναι μικρά. Τὰ παιδιά εἶναι ἄδειες κασσέττες. Ἄν γεμίσουν Χριστό, θὰ εἶναι κοντά Τοῦ πάντα. Ἄν ὄχι, εἶναι πιὸ εὔκολο, ὅταν μεγαλώσουν, νὰ παραστρατήσουν. Ἄν μικρά βοηθηθοῦν, καὶ νὰ ξεφύγουν ἀργότερα λίγο, πάλι θὰ συνέλθουν. Ἄν ποτισθῆ τὸ ξύλο μὲ λάδι, δὲν σαπίζει. Λίγο ἄν ποτισθοῦν τὰ παιδιά μὲ εὐλάβεια, μὲ φόβο Θεοῦ, δὲν ἔχουν ἀνάγκη μετά.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
117. Ὅταν ὁ Γέροντας ἀναφέρεται στὴν λογική καὶ τὴν μέμφεται, δὲν ἐννοεῖ τὸ χάρισμα μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς τίμησε τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν ὀρθολογισμό ἤ, ὅπως λέει ὁ ἴδιος, τὸν «βλαμμένο λόγο», τὸν ἀπογυμνωμένο ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Θεό, ὁ ὁποῖος ἀρνεῖται τὴν θεία
Πρόνοια καὶ ἀποκλείει τὸ θαῦμα.
118. Τὸ ψυχιατρικό νοσοκομεῖο τῆς Θεσσαλονίκης.
119. Συλλογή ἑξήντα δύο ὑμνολογικῶν κανόνων πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, οἱ ὁποῖοι μελουργήθηκαν ἀπὸ εἴκοσι δύο μελωδούς. Ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη
(1796), ὁ ὁποῖος μὲ πολλή ἐπιμέλεια συγκένρτρωσε τούς κανόνες αὐτούς ἀπὸ χειρόγραφά του Ἁγίου Ὅρους.
120. Εἶχαν ρωτήσει τὸν Ἀββᾶ Ἀρσένιο μερικοί Γέροντες: «Γιατί δὲν ἀλλάζεις τὸ νερό, ἀφοῦ μυρίζει;», καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ἀντί γιὰ τὰ ἀρώματα ποὺ ἀπήλαυσα στὸν κόσμο,πρέπει νὰ ὑποφέρω αὐτήν τὴν μυρωδιά». (Βλ. Τὸ Γεροντικόν, Ἀββάς Ἀρσένιος ιη΄, σ. 6).
121. Β΄ Κορ. 6, 10/ Ματθ. 19, 29
122. Βλ. Ματθ. 8, 32
123. Βλ. Ματθ. 5, 41.
124. Βλ. Ἰω. 7, 24.
125. Παλιότερα οι υποψήφιοι φοιτητές μπορούσαν να δώσουν εξετάσεις σε περισσότερες από μια σχολές.
126. Β΄ Θεσ. 3, 10.
127. Λουκ. 11, 34.
128. Γάλ. 3, 28.
129. Βλ. Κρίτ. 15, 14 κ.ε.
130. Βλ. Γ΄ Βασ. 3, 9-12.
131. Βλ. Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα, σ. 74-75.
132. Στὸν βίο τοῦ Ὅσιου Μαρτινιανοῦ (ἡ μνήμη τοῦ ἑορτάζεται στὶς 13 Φεβρουαρίου) ἀναφέρεται ὅτι, ὅταν ἀσκήτευε σὲ ἕναν βράχο μέσα στὴν θάλασσα, πλησίασε σ΄ αὐτόν ἐπάνω σὲ μία σχεδία μία κοπέλα, ἡ ὁποία εἶχε ναυαγήσει καὶ παρακαλοῦσε τὸν Ἅγιο νὰ τὴν σώση ἀπὸ τὴν θάλασσα. Ὁ Ὅσιος ἀναγκάσθηκε νὰ τὴν τραβήξη ἔξω ἀπὸ τὸ νερό καὶ, ἀφοῦ προσευχήθηκε, πήδηξε στὴν θάλασσα. Ἀλλά ἀπὸ θεία Πρόνοια ἦλθαν δελφίνια, τὸν πῆραν ἐπάνω τους καὶ τὸν ἔβγαλαν στὴν στεριά.
133. Ὁ στρατιώτης ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας. Τὸ περιστατικό συνέβη, ὅταν ὑπηρετοῦσε τὴν θητεία του, στὸν ἀνταρτοπόλεμο.
134. Λ.Ο.Μ. = Λόχος Ὀρεινῶν Μεταφορῶν. 



Εισαγωγή στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο :

ΛΟΓΟΙ Α’ - ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ
ΓΕΡΟΝΤΟΣ  ΠΑΪΣΙΟΥ  ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΙΕΡΟΝ  ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ  ΙΩΑΝΝΗΣ  Ο  ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ  ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 1998
© Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Μοναζουσῶν
«Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου