Κεφάλαιο 5
«Εὐλογεῖτε καὶ μή καταρᾶσθε»45
Μὲ ρώτησε κάποιος: «Αὐτὸ
ποὺ ψάλουμε τὴν Μεγάλη Σαρακοστή, τὸ «Πρόσθες αὐτοῖς κακά,
Κύριε, τούς ἐνδοξοις
τῆς γῆς»46, γιατί
τὸ λέμε, ἀφοῦ εἶναι κατάρα;».
«Ὅταν κάνουν ἐπιδρομή οἱ
βάρβαροι, τοῦ εἶπα, καὶ πᾶνε νὰ καταστρέψουν στὰ καλά καθούμενα ἕναν
λαό καὶ ὁ
λαός προσεύχεται νὰ
τούς βροῦν κακά,
δηλαδή νὰ σπάσουν τὰ ἁμάξια τους,
καὶ τὰ ἄλογά τους νὰ πάθουν κάτι, γιὰ νὰ ἐμποδισθοῦν, καλό εἶναι ἤ κακό; Αὐτὸ ἐννοεῖ,
νὰ τούς ἔρθουν ἐμπόδια. Δὲν εἶναι ὅτι καταριούνται».
– Γέροντα, πότε πιάνει ἡ
κατάρα; – Ἡ κατάρα πιάνει, ὅταν ὑπάρχη στὴν μέση ἀδικία. Ἄν λ.χ. κάποια
κοροϊδέψη μία πονεμένη ἤ τῆς κάνη ἕνα κακό καὶ ἡ πονεμένη τὴν καταρασθῆ, πάει,
χάνεται τὸ σόι της. Ὅταν δηλαδή
κάνω κακό σὲ
κάποιον καὶ ἐκεῖνος
μὲ καταριέται, πιάνουν
οἱ κατάρες του. Ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς καὶ πιάνουν, ὅπως ἐπιτρέπει λ.χ. νὰ
σκοτώση ἕνας κάποιον ἄλλον. Ὅταν ὅμως δὲν ὑπάρχη ἀδικία, τότε ἡ κατάρα γυρνᾶ πίσω
σ' αὐτόν ποὺ τὴν ἔδωσε.
– Καὶ πῶς ἀπαλλάσσεται
κανεὶς ἀπὸ τὴν κατάρα; – Μὲ τὴν
μετάνοια καὶ τὴν ἐξομολόγηση. Ἔχω ὑπ' ὄψιν
μου πολλές περιπτώσεις, ἄνθρωποι
ποὺ ταλαιπωρήθηκαν ἀπὸ κατάρα, ὅταν τὸ κατάλαβαν ὅτι τούς καταράσθηκαν, γιατί εἶχαν
φταίξει, μετανοιωσαν, ἐξομολογήθηκαν καὶ τακτοποιήθηκαν. Ἄν αὐτός ποὺ ἔφταιξε πῆ:
«Θεέ μου, ἔκανα
αὐτὸ καὶ αὐτό, συγχώρεσε μὲ...» καὶ ἐξομολογηθῆ μὲ
πόνο καὶ εἰλικρίνεια, τότε ὁ Θεὸς θὰ τὸν συγχωρήση, Θεὸς εἶναι.
–
Καὶ τιμωρεῖται μόνον αὐτός ποὺ δέχεται τὴν κατάρα ἤ καὶ αὐτός ποῦ τὴν δίνει;
– Αὐτός ποὺ δέχεται τὴν κατάρα, βασανίζεται σ'
αὐτήν τὴν ζωή. Αὐτός ὅμως ποὺ καταράσθηκε, βασανίζεται καὶ σ' αὐτήν τὴν ζωή, καὶ
στὴν ἄλλη, γιατί ὡς ἐγκληματίας θὰ τιμωρηθῆ ἐκεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, ἄν δὲν μετανοήση
καὶ ἐξομολογηθῆ. Γιατί, ἐντάξει, μπορεῖ κάποιος νὰ σὲ πείραξε, ἐσύ ὅμως μὲ τὴν
κατάρα ποὺ δίνεις, εἶναι σάν νὰ παίρνης τὸ πιστόλι καὶ νὰ τὸν σκοτώνης. Μὲ ποιό
δικαίωμα τὸ κάνεις αὐτό; Ὅ,τι καὶ ἄν σου ἔκανε ὁ ἄλλος, δὲν ἔχεις δικαίωμα νὰ τὸν
σκοτώσης. Γιὰ νὰ καταρασθῆ κανείς, σημαίνει
ὅτι ἔχει κακία.
Κατάρα δίνει κανείς,
ὅταν τὸ λέη μὲ
πάθος, μὲ ἀγανάκτηση.
Ἡ κατάρα, ὅταν προέρχεται
ἀπὸ ἄνθρωπο ποὺ ἔχει δίκαιο, ἔχει μεγάλη ἰσχύ, ἰδίως ἡ κατάρα τῆς χήρας. Θυμᾶμαι,
μία γριά εἶχε ἕνα ἀλογάκι καὶ τὸ ἔβαζε στὴν ἄκρη τοῦ δάσους νὰ βοσκήση. Ἐπειδή ἦταν
λίγο ζόρικο, εἶχε βρεῖ ἕνα γερό σχοινί καὶ τὸ ἔδενε. Μία φορά πῆγαν στὸ δάσος
τρεῖς γυναῖκες νὰ κόψουν ξύλα. Ἡ μία ἦταν πλούσια, ἡ ἄλλη χήρα καὶ ἡ ἄλλη ἦταν ὀρφανή
καὶ πολύ φτωχιά. Εἶδαν τὸ ἄλογο ποὺ ἦταν δεμένο μὲ τὸ σχοινί καὶ βοσκοῦσε καὶ εἶπαν:
«Δὲν παίρνουμε τὸ σχοινί νὰ δέσουμε τὰ ξύλα;». Τὸ ἔκοψαν στὰ τρία καὶ πῆρε ἡ
καθεμιά ἀπὸ ἕνα κομμάτι νὰ δέσουν τὰ δεμάτια τους. Ἑπόμενο ἦταν νὰ φύγη τὸ ἄλογο.
Ὅταν ἦρθε ἡ γριά καὶ δὲν βρῆκε τὸ ζῶο, ἀγανάκτησε. Ἄρχισε νὰ τὸ ψάχνη παντοῦ,
παιδεύτηκε πολύ νὰ τὸ βρῆ.
Τελικά, ὅταν
τὸ βρῆκε, εἶπε
ἀγανακτισμένη: «Μὲ τὸ ἴδιο τὸ
σχοινί νὰ τὴν κουβαλήσουν αὐτήν ποὺ τὸ πῆρε». Μία
μέρα, ὁ ἀδελφός της πλούσιας ἔκανε ἀστεία μὲ ἕνα ὅπλο νομίζοντας πώς εἶναι ἄδειο
–ἦταν ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶχαν ἀφήσει οἱ Ἰταλοί – καὶ χτύπησε τὴν ἀδελφή του στὸν
λαιμό. Ἔπρεπε νὰ τὴν μεταφέρουν στὸ νοσοκομεῖο καὶ χρειάσθηκε σχοινί, γιὰ νὰ τὴν
δέσουν ἐπάνω σὲ μία ξύλινη σκάλα. Ἐκείνη τὴν ὥρα βρέθηκε τὸ ἕνα κομμάτι σχοινί,
τὸ κλεμμένο, ἀλλὰ δὲν ἔφθανε. Ἔφεραν καὶ οἱ δύο ἄλλες γειτόνισσες τὰ δικά τους
κλεμμένα κομμάτια καὶ τὴν ἔδεσαν στὴν σκάλα καὶ τὴν μετέφεραν στὸ νοσοκομεῖο. Ἔτσι
πραγματοποιήθηκε ἡ κατάρα τῆς γριᾶς, «Μὲ τὸ ἴδιο σχοινί νὰ τὴν κουβαλήσουν». Καὶ
τελικά πέθανε ἡ καημένη, ὁ Θεὸς νὰ τὴν ἀναπαύση. Βλέπετε, ἐπίασε ἡ κατάρα στὴν
πλούσια, ποὺ δὲν εἶχε οἰκονομική ἀνάγκη. Οἱ ἄλλες εἶχαν τὴν φτώχειά τους, εἶχαν
κάποια ἐλαφρυντικά.
Ἀρρώστιες καὶ ἀτυχήματα ἀπὸ
κατάρα
Πολλές ἀρρώστιες ποὺ δὲν
βρίσκουν οἱ γιατροί ἀπὸ τί εἶναι, μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπὸ κατάρα. Τί νὰ βροῦν οἱ
γιατροί, τὴν κατάρα; Μία φορά μου ἔφεραν στὸ Καλύβι ἕναν παράλυτο. Ὁλόκληρος ἄνδρας
δὲν μποροῦσε νὰ καθήση. Τὸ κορμί τοῦ ἦταν
τεντωμένο σάν ξύλο. Τὸν κουβαλοῦσε ἕνας στὴν πλάτη καὶ ἕνας ἄλλος τὸν κρατοῦσε ἀπὸ
πίσω. Τοῦ ἔβαλα δυὸ κούτσουρα καὶ ἀκουμποῦσε λίγο ὁ καημένος. Μοῦ λένε αὐτοί ποὺ τὸν συνόδευαν:
«Ἀπὸ δεκαπέντε χρονῶν
παιδί εἶναι σ' αὐτήν τὴν κατάσταση καὶ ἔχουν περάσει δεκαοκτώ
χρόνια ἀπὸ τότε». «Μα πῶς στὰ καλά καθούμενα νὰ τὸ πάθη αὐτό; εἶπα. Δὲν μπορεῖ,
κάτι συμβαίνει». Ἔψαξα ἀπὸ δῶ-ἀπὸ
'κει καὶ βρῆκα ὅτι
κάποιος τὸν εἶχε καταρασθῆ. Τί εἶχε συμβῆ; Κάποτε πήγαινε μὲ τὸ ἀστικό στὴν
σχολή του καὶ καθόταν σὲ μία θέση τεντωμένος. Σὲ κάποια στὰση μπῆκε ἕνας ἡλικιωμένος
παπάς καὶ ἕνα γεροντάκι καὶ στὰθηκαν ὄρθιοι δίπλα του. Τότε τοῦ εἶπε ἕνας: «Σήκω,
νὰ καθήσουν οἱ μεγάλοι». Αὐτός τεντώθηκε ἀκόμη περισσότερο στὸ κάθισμα, χωρίς νὰ
δώση σημασία. Ὅποτε τὸ γεροντάκι ποὺ στεκόταν ὄρθιό του λέει:
«Τεντωμένος νὰ μείνης καὶ
ποτέ νὰ μήν μπορῆς νὰ καθήσης». Καὶ ἡ κατάρα ἐπιασε.
Βλέπεις, εἶχε ἀναίδεια ὁ
νέος. Σοῦ λέει: «Γιατί νὰ σηκωθῶ, ἀφοῦ τὴν πλήρωσα τὴν θέση;». Ναί, ἀλλὰ καὶ ὁ ἄλλος
πλήρωσε καὶ εἶναι ἡλικιωμένος, σεβάσμιος,
καὶ στέκεται ὄρθιος καὶ ἐσύ εἶσαι μικρό παιδί, δεκαπέντε χρονῶν, καὶ
κάθεσαι. «Από αὐτὸ εἶναι, τοῦ λέω. Κοίταξε νὰ μετανοήσης, γιὰ νὰ γίνης καλά,
χρειάζεται μετανοια». Ὁ καημένος, μόλις τὸ κατάλαβε λίγο καὶ τὸ ἀναγνώρισε, ἀμέσως
τακτοποιήθηκε.
Πόσα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν σήμερα εἶναι ἀπὸ κατάρα, ἀπὸ ἀγανάκτηση.
Καὶ ὅταν ἐξοντώνωνται ὁλόκληρες οἰκογένειες ἤ πεθαίνουν πολλά ἄτομα ἀπὸ μία οἰκογένεια,
νὰ ξέρετε, εἶναι ἤ ἀπὸ ἀδικία ἤ ἀπὸ μάγια ἤ ἀπὸ κατάρα. Ἕνας πατέρας εἶχε ἕνα
παιδί ποὺ ὅλο γύριζε. Μία φορά τοῦ λέει ἀγανακτισμένος: «Νὰ ἔλθης μία καὶ καλή».
Τὸ παιδί ἐκεῖνο τὸ βράδυ, καθώς ἐρχόταν στὸ σπίτι, ἀκριβῶς ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα, τὸ
χτύπησε ἕνα αὐτοκίνητο καὶ ἔμεινε στὸν τόπο. Τὸν πῆραν οἱ φίλοι του σκοτωμένο
καὶ τὸν πῆγαν μέσα στὸ σπίτι του. Ἦρθε μετά ὁ πατέρας στὸ Καλύβι καὶ ἔκλαιγε.
«Το παιδί μου σκοτώθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μού», ἔλεγε. Ἀπὸ 'δω-ἀπὸ
'κει, μετά μου λέει: «Τοῦ εἶχα πεῖ μία κουβέντα». «Τι τοῦ εἶπες;», τοῦ
λέω.«Αγανάκτησα ποὺ ξενυχτοῦσε καὶ τοῦ εἶπα: «Νὰ ἔρθης μία καὶ καλή!». Μήπως ἦταν
ἀπ' αὐτό»; «Εμ, ἀπὸ τί ἦταν; τοῦ λέω. Κοίταξε νὰ μετανοήσης, νὰ ἐξομολογηθής».
«Αυτήν τὴν φορά νὰ ἔρθης
μία καὶ καλή», τοῦ εἶπε, καὶ τὸ παιδί τὸ ἔφεραν νεκρό.
Ἄντε μετά νὰ χτυπιέται ὁ
πατέρας, νὰ κλαίη...
Η κατάρα τῶν γονέων πιάνει πολύ
Νὰ ξέρετε, ἡ κατάρα τῶν
γονέων πιάνει πολύ, ἀκόμη καὶ ἡ ἀγανάκτησή τους. Καὶ νὰ μήν τὸ καταρασθῆ ὁ
γονιός τὸ παιδί, ἀλλὰ μόνο νὰ ἀγανακτήση μαζί του, τὸ παιδί δὲν βλέπει ἄσπρη
μέρα, ἡ ζωή τοῦ εἶναι ὅλο βάσανα. Ταλαιπωρεῖται πολύ σ' αὐτήν τὴν ζωή. Φυσικά,
στὴν ἄλλη ζωή
ξελαφρώνει, γιατί ξοφλάει
ἐδῶ μερικά. Γίνεται αὐτὸ ποὺ λέει
ὁ Ἀββάς Ἰσαάκ: «Τρώει τὴν κόλαση»47, λιγοστεύει δηλαδή τὴν κόλαση μὲ τὶς
ταλαιπωρίες ἐδῶ, σ' αὐτήν τὴν ζωή. Γιατί ταλαιπωρία σ' αὐτήν τὴν ζωή τρώει τὴν
κόλαση. Δηλαδή, ὅταν λειτουργοῦν οἱ πνευματικοί νόμοι, ἀφαιρεῖται λίγο ἀπὸ τὴν
κόλαση, ἀπὸ τὰ βάσανα.
Ἀλλά καὶ οἱ γονεῖς ποὺ
στέλνουν τὰ παιδιά τους στὸν «ἔξω ἀπ' ἐδώ», τὰ τάζουν στὸν διάβολο καὶ ἔχει
δικαιώματα μετά ὁ διάβολος. «Μου τόταξες», σοῦ λέει. Ἦταν ἕνα ἀνδρόγυνο στὰ
Φάρασα48. Αὐτοί εἶχαν ἕνα παιδάκι ποὺ ἔκλαιγε, καὶ ὁ πατέρας συνέχεια τὸ ἔστελνε
στὸν «ἔξω ἀπ' ἐδώ». Καὶ Νά, τί ἔγινε. Ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς καὶ, ὅταν τὸ ἔστελνε στὸν
«ἔξω ἀπ' ἐδώ», ἐξαφανιζόταν τὸ παιδί ἀπὸ τὴν κούνια. Ἡ φουκαριάρα ἡ μάνα πήγαινε
μετά στὸν Χατζεφεντή49. «Χατζεφεντή, νάχω τὴν εὐχή σου, τὸ παιδί τὸ πῆραν
οἱ δαίμονες». Πήγαινε
ὁ Χατζεφεντής, διάβαζε
εὐχές στὴν κούνια, ἐπέστρεφε τὸ
παιδί. Αὐτή ἡ
δουλειά γινόταν συνέχεια.
Ἡ καημένη ἔλεγε:
«Χατζεφεντή, νάχω τὴν εὐχή
σου, ποῦ θὰ
πάη αὐτό;». «Ἐγώ δὲν κουράζομαι
νὰ ἔρχωμαι, τῆς ἔλεγε, ἐσύ κουράζεσαι νὰ ἔρχεσαι νὰ μὲ φωνάζης; Θὰ
κουρασθῆ ὁ διάβολος καὶ θὰ σοῦ ἀφήση». Ἀπὸ τότε δὲν ἐξαφανιζόταν τὸ παιδί. Ὅταν
μεγάλωσε μετά, τὸ ἔλεγαν «ὑπόδειγμα τοῦ διαβόλου». Ἀνακάτευε ὅλο τὸ χωριό, ἄνω-κάτω
τους ἔκανε. Τί τραβοῦσε ὁ πατέρας μου50! Πήγαινε στὸν ἕναν καὶ ἔλεγε: «Ὁ τάδε εἶπε
αὐτὸ γιὰ σένα». Πήγαινε στὸν ἄλλο, ἔλεγε τὰ ἴδια. Μετά πιάνονταν ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον,
χτυπιόνταν. Ὅταν τὸ καταλάβαιναν, πήγαιναν σ' αὐτόν νὰ τὸν πιάσουν, νὰ τὸν
λιντσάρουν. Αὐτός τούς κατάφερνε ὅμως νὰ τοῦ ζητᾶνε καὶ συγγνώμη! Τόσο
διαβολεμένος ἦταν! Ὑπόδειγμα τοῦ διαβόλου! Οἰκονόμησε ὁ Θεὸς νὰ δοῦν καὶ στὴν
συνέχεια οἱ ἄλλοι τὸ ἀποτέλεσμα, γιὰ νὰ βάλουν μυαλό, νὰ φρενάρουν τὸν ἑαυτό
τους καὶ νὰ εἶναι πολύ προσεκτικοί, τώρα αὐτόν πῶς θὰ τὸν κρίνη ὁ Θεός, εἶναι ἄλλο
θέμα. Φυσικά, ἔχει πολλά ἐλαφρυντικά.
Ἡ μεγαλύτερη περιουσία γιὰ
τὸν κόσμο εἶναι ἡ εὐχή τῶν γονέων. Ὅπως καὶ στὴν μοναχική ζωή ἡ μεγαλύτερη εὐλογία
εἶναι νὰ πάρης τὴν εὐχή τοῦ Γέροντά σου. Γι' αὐτὸ λένε: «Νὰ πάρης τὴν εὐχή τῶν
γονέων». Μία μάνα, θυμᾶμαι, εἶχε τέσσερα παιδιά καὶ ἔκλαιγε ἡ
καημένη: «Θὰ πεθάνω
μὲ τὸν καημό,
μοῦ ἔλεγε, δὲν παντρεύτηκε κανένα παιδί. Κάνε προσευχή».
Χήρα γυναίκα ἐκείνη, ὀρφανά αὐτά, τούς πόνεσα. Κάνω προσευχή, κάνω προσευχή, τίποτε.
Λέω, «κάτι συμβαίνει ἐδώ».
«Μας ἔχουν κάνει μάγια», ἔλεγαν
τὰ παιδιά. «Δὲν εἶναι μάγια, φαίνεται αὐτό, ὅταν εἶναι ἀπὸ μάγια. Μήπως σᾶς
καταριόταν ἡ μάνα σας;», τὰ ρωτάω. «Ναί, Πάτερ, μοῦ λένε, ἡ μητέρα μας, ὅταν ἤμασταν
μικρά, ἐπειδή ἤμασταν πολύ ζωηρά, μᾶς ἔλεγε συνέχεια ἀπὸ τὸ πρωί μέχρι τὸ
βράδυ: «Κούτσουρα νὰ μείνετε, κούτσουρα νὰ μείνετε».
«Πάτε νὰ
τραντάξετε τὴν μάνα
σας, τὰ λέω,
καὶ νὰ τῆς πῆτε νὰ
μετανοήση, νὰ ἐξομολογηθῆ καὶ ἀπὸ
'δω καὶ πέρα νὰ σᾶς δίνει εὐχές συνέχεια». Μέσα σὲ ἑνάμισι χονο παντρεύτηκαν καὶ
τὰ τέσσερα. Ἐκείνη ἡ καημένη ἦταν χήρα γυναίκα, ἦταν, φαίνεται, καὶ στενόκαρδη,
καὶ ἐκεῖνα ζωηρά, τὴν ἔσκαγαν, καὶ ἔτσι τὰ καταριόταν.
– Ἄν οἱ γονεῖς
καταρασθοῦν τὰ παιδιά
καὶ μετά πεθάνουν, πῶς θὰ
ἀπαλλαγοῦν τὰ παιδιά ἀπὸ τὴν κατάρα;
– Ἄν ψάξουν τὰ παιδιά στὸν
ἑαυτό τους, θὰ βροῦν ὅτι, γιὰ νὰ τὰ καταρασθοῦν οἱ γονεῖς τους, φαίνεται θὰ ἦταν
παλαβά καὶ θὰ τούς βασάνιζαν. Ὅποτε, ἄν συναισθανθοῦν τὸ σφάλμα τους καὶ μετανοήσουν
εἰλικρινά καὶ ἐξομολογηθοῦν, τακτοποιοῦνται. Καὶ ἄν τὰ παιδιά κάνουν πνευματική
προκοπή, θὰ βοηθηθοῦν καὶ οἱ γονεῖς.
– Γέροντα, καὶ ἐμένα, ὅταν
ἔφευγα γιὰ τὸ Μοναστήρι, οἱ γονεῖς μου μὲ καταριόνταν.
– Αὐτές εἶναι οἱ μόνες
κατάρες ποὺ γίνονται εὐχή.
Ἡ ... «εὐγενική» κατάρα
– Γέροντα, εἶναι σωστό νὰ
λέη κανεὶς γι' αὐτόν ποῦ τὸν ἀδικεῖ: «Ἄς τὸ βρῆ ἀπὸ τὸν Θεό»;
– Ὅποιος τὸ λέει αὐτὸ
κοροϊδεύεται ἀπὸ τὸν πονηρό καὶ δὲν καταλαβαίνει ὅτι μὲ αὐτόν
τὸν τρόπο καταριέται
μὲ εὐγένεια. Εἶναι
μερικοί ποὺ λένε ὅτι εἶναι εὐαίσθητοι καὶ ἔχουν ἀγάπη καὶ
λεπτότητα καὶ ἀνέχονται μέν τὶς ἀδικίες ποὺ τούς κάνουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ λένε:
«Ἄς τὸ βροῦν ἀπὸ τὸν Θεό». Σ' αὐτήν τὴν ζωή ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δίνουμε ἐξετάσεις,
γιὰ νὰ περάσουμε στὴν ἄλλη τὴν αἰώνια, στὸν Παράδεισο. Μοῦ λέει ὁ λογισμός ὅτι
αὐτή ἡ εὐγενική κατάρα εἶναι κάτω ἀπὸ τὴν πνευματική βάση καὶ δὲν ἐπιτρέπεται σὲ
Χριστιανό, γιατί ὁ Χριστός δὲν μᾶς δίδαξε τέτοιου εἴδους ἀγάπη, ἀλλὰ τὸ «Πάτερ,
ἅφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιούσι»51. Ὅπως ἐπίσης καλύτερη εὐχή ἀπὸ ὅλες εἶναι,
ὅταν μᾶς καταριοῦνται ἄδικα καὶ τὸ δεχώμαστε σιωπηλά μὲ καλωσύνη.
Ὅταν συκοφαντηθοῦμε ἤ ἀδικηθοῦμε
εἴτε ἀπὸ ἐπιπόλαιους εἴτε ἀπὸ πονηρούς ἀνθρώπους, ποὺ ἔχουν κακότητα καὶ
διαστρέφουν καὶ τὴν ἀλήθεια, ἐὰν μποροῦμε, καλά εἶναι νὰ μή θέλουμε νὰ δικαιωθοῦμε,
ὅταν ἡ ἀδικία ἀφορᾶ μόνον τὸ ἄτομό μας. Οὔτε καὶ νὰ ποῦμε: «Νὰ τὸ βροῦν ἀπὸ τὸν
Θεό», γιατί καὶ αὐτὸ εἶναι κατάρα. Καλά εἶναι νὰ τούς συγχωρέσουμε μὲ ὅλη τὴν
καρδιά μας καὶ νὰ παρακαλέσουμε τὸν Θεό νὰ μᾶς δυναμώση, νὰ μπορέσουμε νὰ
σηκώσουμε τὸ βάρος τῆς συκοφαντίας καὶ νὰ συνεχίσουμε τὴν πνευματική ζωή (στὴν ἀφάνεια,
ὅσο μποροῦμε). Ἄς συνεχίζουν οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν ὡς τυπικό νὰ κρίνουν καὶ νὰ
κατακρίνουν, νὰ μᾶς ἀδικοῦν, γιατί συνέχεια μὲ τὸν τρόπο τούς αὐτόν μας ἑτοιμάζουν
χρυσά στεφάνια γιὰ τὴν ἀληθινή ζωή.
Φυσικά, ὅσοι εἶναι
κοντά στὸν Θεό
ποτέ δὲν καταριοῦνται,
γιατί δὲν ἔχουν κακότητα ἀλλὰ ὅλο
καλωσύνη καὶ ὅ,τι κακό
κι ἄν πετάξη κανεὶς σ' αὐτούς
τούς ἁγιασμένους ἀνθρώπους ἁγιάζεται, καὶ αἰσθάνονται μεγάλη, κρυφή
χαρά.
Ἡ βασκανία
Ἡ ζήλεια, ὅταν ἔχη
κακότητα, μπορεῖ νὰ κάνη ζημιά. Αὐτή εἶναι ἡ βασκανία, εἶναι μία δαιμονική ἐνέργεια.
– Γέροντα, τὴν βασκανία τὴν
παραδέχεται ἡ Ἐκκλησία;
– Ναί, ὑπάρχει καὶ εἰδική
εὐχή52. Ὅταν κανεὶς λέη κάτι μὲ φθόνο, τότε πιάνει τὸ «μάτι».
– Πολλοί, Γέροντα, ζητοῦν
«ματάκια» γιὰ τὰ μωρά, γιὰ νὰ μήν τὰ ματιάζουν.
Κάνει νὰ φοροῦν τέτοια;
– Ὄχι, δὲν κάνει. Νὰ λέτε
στὶς μητέρες σταυρό νὰ τὰ φοροῦν.
– Γέροντα, ἄν κανεὶς
ἐπαινέση ἕνα ὡραῖο ἔργο, καὶ αὐτοί ποὺ τὸ ἔφτιαξαν δεχθοῦν τὸν ἔπαινο μὲ ὑπερήφανο
λογισμό καὶ γίνη ζημιά, αὐτὸ εἶναι βασκανία;
– Αὐτὸ δὲν εἶναι βασκανία.
Σ' αὐτήν τὴν περίπτωση λειτουργοῦν οἱ πνευματικοί νόμοι. Παίρνει τὴν Χάρη Τοῦ ὁ
Θεὸς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, καὶ τότε γίνεται ζημιά. Βασκανία ὑπάρχει σὲ σπάνιες
περιπτώσεις. Ἰδίως οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν ζήλεια καὶ κακότητα –λίγοι εἶναι
τέτοιοι – αὐτοί εἶναι ποὺ ματιάζουν. Μία γυναίκα λ.χ. βλέπει ἕνα παιδάκι
χαριτωμένο μὲ τὴν μάνα του καὶ λέει μὲ κακότητα: «Γιατί νὰ μήν τὸ εἶχα ἐγώ αὐτὸ
τὸ παιδί; Γιατί νὰ τὸ δώση ὁ Θεὸς σ' αὐτή;». Τότε τὸ παιδάκι ἐκεῖνο μπορεῖ νὰ
πάθη ζημιά, νὰ μήν κοιμᾶται, νὰ κλαίη, νὰ ταλαιπωρῆται, γιατί ἐκείνη τὸ εἶπε μὲ
μία κακότητα. Καὶ ἄν ἀρρώσταινε καὶ πέθαινε τὸ παιδί, θὰ ἔννιωθε χαρὰ μέσα της.
Ἄλλος βλέπει ἕνα μοσχαράκι, τὸ λαχταρά, καὶ ἀμέσως ἐκεῖνο ψοφάει.
Πολλές φορές ὅμως μπορεῖ
νὰ ταλαιπωρῆται τὸ παιδί καὶ νὰ φταίη ἡ ἴδια ἡ μάνα. Μπορεῖ δηλαδή ἡ μάνα νὰ εἶδε
καμμιά φορὰ κανένα ἀδύνατο παιδάκι καὶ νὰ εἶπε: «Τί εἶναι αὐτό; Τί σκελετωμένο
παιδί!». Νὰ καμάρωνε τὸ δικό της καὶ νὰ κατηγόρησε τὸ ξένο. Καὶ αὐτὸ ποὺ εἶπε μὲ
κακία γιὰ τὸ ξένο παιδί, πιάνει στὸ παιδί της. Μετά τὸ παιδί ταλαιπωρεῖται ἐξ αἰτίας
τῆς μάνας, χωρίς νὰ φταίη. Λειώνει- λειώνει τὸ καημένο, γιὰ νὰ τιμωρηθῆ ἡ μάνα
καὶ νὰ καταλάβη τὸ σφάλμα της. Τότε φυσικά τὸ παιδί θὰ πάη μάρτυρας! Τὰ κρίματα
τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄβυσσος.
Ἡ εὐχή ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν
καρδιά, εἶναι θεϊκή εὐχή
Τώρα νὰ σᾶς δώσω καὶ ἐγώ
μία... «κατάρα»! Ὁ Θεὸς νὰ πλημμυρίση τὴν καρδιά σας μὲ τὴν καλωσύνη Του καὶ τὴν
πολλή Του ἀγάπη, μέχρι ποὺ νὰ παλαβώσετε, γιὰ νὰ φύγη ὁ νοῦς σᾶς πιά ἀπὸ τὴν γῆ
καὶ νὰ βρίσκεται ἀπὸ τώρα κοντά Του στὸν Οὐρανό. Νὰ τρελλαθῆτε ἀπὸ τὴν θεία
τρέλλα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ! Νὰ σᾶς κάψη ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀγάπη Τοῦ τὶς καρδιές
σας! Ἄλλη φορὰ μή μὲ ἀναγκάσετε γιὰ δεύτερη, γιατί πιάνει ἡ... «κατάρα» μου (ἡ
καλή), ἐπειδή βγαίνει ἀπὸ τὴν καρδιά μου. Καὶ τότε ποὺ ἤμουν στὸ
Σανατόριο53 σᾶς εἶχα λυπηθῆ. Ὀκτώ χρόνια
μερικές περίμεναν: «Θὰ κάνουμε Μοναστήρι», ἔλεγαν, ἀλλὰ τὸ Μοναστήρι δὲν
γινόταν. Εἶχαν μαραζώσει. Τότε εἶπα: «Μόλις βγῶ ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο, θὰ φυτρώση τὸ
Μοναστήρι σάν μανιτάρι.
Σὲ ἕναν χρόνο θὰ εἶστε στὸ
Μοναστήρι!». Καὶ πράγματι σὲ ἕναν χρόνο μέσα ἔγινε τὸ Μοναστήρι! Τὸ εἶπα, ἐκεῖ
πέρα, μὲ τὴν καρδιά μου. Εἴχατε καλή διάθεση, γι' αὐτὸ δὲν σᾶς ἄφησε ὁ Θεός, ἀλλιῶς
δὲν ἐξηγεῖται!
Ὅταν πονέσης ἕναν ἄνθρωπο
ποὺ ἔχει ταπείνωση καὶ μὲ τὴν καρδιά τού σου ζητᾶ νὰ εὐχηθῆς λ.χ. γιὰ ἕνα πάθος
ποὺ τὸν ταλαιπωρεῖ καὶ τοῦ πῆς, «μή φοβᾶσαι, θὰ γίνης καλύτερος», τοῦ δίνεις
τέτοια εὐχή, ποὺ εἶναι θεϊκή εὐχή. Ἔχει πολλή ἀγάπη, πόνο, καὶ γι' αὐτὸ πιάνει.
Εἶναι ἀρεστό στὸν Θεό, καὶ ἐκπληρώνει ὁ Θεὸς τὴν εὐχή. Δηλαδή καὶ μόνον ὁ πόνος
ποὺ νιώθει κανεὶς γιὰ κάποιον εἶναι σάν εὐχή.
Μία φορά, ὅταν ἤμουν
στρατιώτης, μὲ ἔστειλε ὁ Διοικητής νὰ ἐκπληρώσω ἕνα τάμα σὲ ἕνα ἐξωκκλήσι τοῦ Ἁγίου
Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, γιατί τότε μὲ τὸν πόλεμο μᾶς εἶχε βοηθήσει ὁ Ἅγιος. Θὰ πήγαινα
νὰ πάρω δύο μανουάλια γιὰ τὸ ἐκκλησάκι καὶ παράλληλα θὰ συνόδευα καὶ κάποιον ποὺ
ἦταν νὰ περάση ἀπὸ Στρατοδικεῖο στὴν Ναύπακτο.
Οἱ ἄλλοι εἶπαν
στὸν Διοικητή: «Βρῆκες
ἄνθρωπο νὰ τὸν
παραδώση!». Ἦταν ἀπὸ τὴν Ἤπειρο ὁ καημένος, ὀργανοπαίκτης, φτωχός,
παντρεμένος, μὲ παιδιά, καὶ εἶχε κατηγορηθῆ ὅτι αὐτοτραυματίσθηκε, γιὰ νὰ
γλυτώση τὸν πόλεμο. Σοῦ λέει:
«Καλύτερα νὰ εἶμαι μὲ ἕνα
πόδι παρά νὰ σκοτωθώ». Κατεβήκαμε στὸ Ἀγρίνιο, εἶχε κάποιους γνωστούς ἐκεῖ. «Νὰ
πᾶμε νὰ τούς δώ», μοῦ λέει. «Νὰ πάμε», τοῦ λέω. «Νὰ πᾶμε ἐδῶ, νὰ πᾶμε ἐκεί», τί
νὰ κάνω, πήγαινα καὶ ἐγώ μαζί του. Μεγάλη ταλαιπωρία! Καὶ δὲν ἤθελε νὰ πάω νὰ τὸν
παραδώσω. Τὸν λυπόμουν καὶ ἐγώ, τὸν καημένο. Τὸν πόνεσα πάρα πολύ καὶ τοῦ λέω:
«Θὰ δῆς, ἐσύ θὰ περάσης καλύτερα ἀπὸ ὅλους! Καὶ ὁ Διοικητής θὰ στείλη καμμιά ἐπιστολή
καὶ θὰ σὲ βάλουν σὲ καμμιά ὑπηρεσία, θὰ οἰκονομήσης καὶ τὰ παιδιά σου καὶ θάχης
ἐξασφαλισμένη καὶ τὴν ζωή σοῦ». Τελικά, ὅταν φθάσαμε στὴν Ναύπακτο, μαθαίνουμε ὅτι
εἶχε στείλει ὁ Διοικητής ἐπιστολή καὶ ἀπαλλάχθηκε, ἀλλιῶς εἶχε ντουφέκισμα. Ἐν
καιρῶ πολέμου εἶναι αὐστηρά τὰ πράγματα. Τὸν λυπήθηκε ὁ Διοικητής, ἐπειδή ἦταν
οἰκογενειάρχης, καὶ τὸν ἔβαλαν μάγειρα στὸ Κέντρο Διερχομένων. Ἔφερε καὶ τὴν οἰκογένειά
του κοντά καὶ πέρασε τὴν καλύτερη ζωή ἀπὸ ὅλους. Καὶ ἐπειδή οἱ στρατιῶτες δὲν πήγαιναν
πάντοτε ἐκεῖ νὰ φᾶνε, περίσσευε φαγητό, καὶ τάιζε καὶ τὰ παιδιά του. Ὅλοι μετά
τοῦ ἔλεγαν: «Ἐσύ πέρασες καλύτερα ἀπὸ ὅλους μας». Γιατί ἐμεῖς οἱ ἄλλοι ἤμασταν
πάνω στὰ βουνά, στὰ χιόνια. Ἦταν εὐάρεστο στὸν Θεό αὐτὸ ποὺ τοῦ εἶχα εὐχηθῆ,
γιατί τὸ εἶπα μὲ πόνο, μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μου, καὶ γι' αὐτὸ τὸ ἔκανε ὁ Θεός.
Θυμᾶμαι μία ἄλλη περίπτωση
πάλι, στὴν Κόνιτσα, ὅταν ἤμουν στὴν Ἱερά Μονή Στομίου. Μετά τὴν Πανήγυρη τῆς
Παναγίας στὶς 8 Σεπτεμβρίου, οἱ προσκυνητές τὰ εἶχαν ἀφήσει ὅλα ἄνω-κάτω. Ἐκεῖ
ποὺ τακτοποιοῦσα κάτι, βλέπω, κάθησε ἡ ἀδελφή μου καὶ μία ἄλλη κοπέλα νὰ
συμμαζέψουν. Αὐτή ἡ καημένη εἶχε ἀκόμη δύο ἀδελφές – ἡ μία μικρότερη – οἱ ὁποῖες
εἶχαν παντρευτῆ, καὶ αὐτή εἶχε μείνει ἀκόμα ἀνύπανδρη. Τί φιλότιμο εἶχε! Κάθησε
καὶ τὰ τακτοποίησαν ὅλα καὶ στὸ τέλος μου λέει: «Ἄν χρειάζεται, Πάτερ, νὰ καθήσουμε
νὰ κάνουμε καὶ τίποτε ἄλλες δουλειές». «Τόσο πολύ φιλότιμο!». λέω
μέσα μου. Πάω στὸ Ἐκκλησάκι
καὶ λέω μὲ ὅλη τὴν
καρδιά μου:
«Παναγία μου, οἰκονόμησε
τὴν ἐσύ. Ἐγώ δὲν ἔχω τί νὰ τῆς δώσω» –καὶ νὰ εἶχα, δὲν θὰ τὸ δεχόταν κιόλας. Ἔ,
μόλις πῆγε στὸ σπίτι της, τὴν περίμενε ἕνας ποὺ ἤμασταν μαζί στρατιῶτες,
ἕνα πολύ καλό
παιδί, κομμάτι μάλαμα
καὶ ἀπὸ καλή οἰκογένεια.
Παντρεύτηκαν, μία χαρά! Πῶς
τὴν πλήρωσε ἡ Παναγία!
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
45. Βλ. Ρωμ. 12, 14
46. Ἠσ. 26, 15
47. Βλ. Ἰσαάκ Σύρου, Ἀσκητικά, Λόγος ΝΕ', ἔκδ. Βασ.
Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1977, σ.
48. Τὸ Κεφαλοχώρι
ἔξι ἑλληνικῶν χωριῶν
στὴν περιοχή τῆς
Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, πατρίδα
τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου καὶ τοῦ Γέροντα.
49. Ἔτσι ἀποκαλοῦσαν οἱ Φαρασιῶτες τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο τὸν
Καππαδόκη.
50. Ὁ πατέρας τοῦ Γέροντα ἦταν πρόεδρος τοῦ χωριοῦ.
52. Ὁ Γέροντας τόνιζε πώς μόνον ὁ ἱερεύς μπορεῖ νὰ
διαβάζη τὴν εὐχή γιὰ βασκανία.
53. Τὸ 1966
Εισαγωγή στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο :
ΛΟΓΟΙ Α’ - ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ
ΓΕΡΟΝΤΟΣ
ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΙΕΡΟΝ
ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 1998
© Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Μοναζουσῶν
«Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου