Οἱ
βλάσφημοι λογισμοὶ
Ποιοί λογισμοὶ εἶναι βλάσφημοι
Γέροντα, δὲν ἔχω καταλάβει πότε ἕνας
λογισμὸς εἶναι βλάσφημος.
– Ὅταν μᾶς ἔρχωνται στὸν
νοῦ ἄσχημες εἰκόνες
γιὰ τὸν Χριστό,
γιὰ τὴν
Παναγία, γιὰ τοὺς Ἁγίους ἢ γιὰ κάτι θεῖο
καὶ ἱερό, ἢ ἀκόμη γιὰ τὸν πνευματικό μας Πατέρα κ.λπ., αὐτὰ εἶναι βλάσφημοι
λογισμοί. Αὐτοὺς τοὺς λογισμοὺς δὲν πρέπει νὰ τοὺς λέη κιόλας κανείς.
– Οὔτε στὸν πνευματικό;
–
Στὸν πνευματικὸ ἂν ποῦμε: «μοῦ
περνοῦν βλάσφημοι λογισμοὶ
γιὰ τὸν Χριστὸ ἢ γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα
ἢ γιὰ τὴν Παναγία ἢ γιὰ τοὺς Ἁγίους ἢ γιὰ σένα τὸν πνευματικό μου», αὐτὸ ἀρκεῖ.
Αὐτὲς οἱ βλασφημίες καὶ οἱ ἁμαρτίες εἶναι ὅλες τοῦ διαβόλου· δὲν εἶναι δικές
μας. Γι᾿ αὐτὸ δὲν χρειάζεται νὰ στενοχωριώμαστε καὶ γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ
διαβόλου. Ὅταν ἤμουν ἀρχάριος μοναχός, ἕνα διάστημα μοῦ ἔφερνε ὁ διάβολος, ἀκόμη
καὶ μέσα στὴν ἐκκλησία, βλάσφημους
λογισμοὺς καὶ στενοχωριόμουν
πολύ. Ὅ,τι ἄκουγα νὰ λένε οἱ ἄλλοι, ὅταν ἤμουν στρατιώτης, βρισιὲς κ.λπ., τὰ ἔφερνε
ὁ διάβολος στὸν νοῦ μου γιὰ τοὺς Ἁγίους. Μοῦ ἔλεγε ὁ πνευματικός:
«Αὐτοὶ
οἱ λογισμοὶ εἶναι
τοῦ διαβόλου. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ
ποὺ στενοχωριέται ὁ ἄνθρωπος γιὰ τοὺς ἄσχημους λογισμοὺς ποὺ
περνᾶνε ἀπὸ τὸ μυαλό του γιὰ τὰ ἱερὰ πράγματα, αὐτὸ εἶναι ἀπόδειξη ὅτι δὲν εἶναι
δικοί του, ἀλλὰ ἔρχονται ἀπ᾿ ἔξω». Ἐγὼ πάλι στενοχωριόμουν. Ἔφευγα, πήγαινα στὸ
παρεκκλήσι τοῦ Τιμίου Προδρόμου νὰ προσευχηθῶ, καὶ εὐωδίαζε ἡ εἰκόνα του, ὅταν προσκυνοῦσα. Ὅταν
μοῦ ἔρχονταν πάλι τέτοιοι λογισμοί,
ξαναπήγαινα στὸ παρεκκλήσι, πάλι ἐρχόταν μία εὐωδία ἀπὸ τὴν εἰκόνα! Μιὰ μέρα τὴν
ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, στὸ Τρισάγιο, ἔψελνα κι ἐγὼ σιγανὰ τὸ «Ἅγιος ὁ Θεὸς»
τοῦ Νηλέως1. Τότε βλέπω νὰ μπαίνη ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς Λιτῆς2 ἕνα θηρίο μεγάλο,
φοβερό, μὲ σκυλήσιο κεφάλι. Πετοῦσε φλόγες ἀπὸ τὸ στόμα καὶ ἀπὸ τὰ μάτια του!
Γυρίζει καὶ μοῦ δίνει δυὸ μοῦτζες, γιατὶ ἔψαλλα τὸ «Ἅγιος ὁ Θεός»! Κοιτάζω δίπλα
μου, μήπως τὸ εἶδε καὶ κάποιος ἄλλος, κανεὶς δὲν τὸ εἶχε δεῖ. Μετὰ εἶπα στὸν
πνευματικό: «αὐτὸ καὶ αὐτὸ συνέβη». «Νά,
τὸν εἶδες; μοῦ εἶπε ὁ πνευματικός, αὐτὸς
εἶναι. Τώρα ἡσύχασες;».
– Ὁ ἄνθρωπος,
Γέροντα, καταλαβαίνει πάντοτε
ἂν ἕνας λογισμὸς
εἶναι
βλάσφημος;
– Ἂν τὸ μυαλὸ ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς τὸ
δουλεύη, τότε καταλαβαίνει. Π.χ. μοῦ
λένε
μερικοί: «Γέροντα, πῶς εἶναι δυνατὸν
νὰ ὑπάρχη κόλαση;
Ἐμεῖς στενοχωριόμαστε νὰ ὑπάρχη ἄνθρωπος στὴν φυλακή, πόσο μᾶλλον στὴν
κόλαση».
Αὐτὸ ὅμως εἶναι βλασφημία, γιατὶ ἔτσι
παρουσιάζονται ὅτι εἶναι πιὸ δίκαιοι ἀπὸ τὸν
Θεό. Ὁ Θεὸς ξέρει τί κάνει. Θυμᾶστε ἕνα
περιστατικὸ ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος
ὁ Διάλογος; Κάποτε ὁ ἐπίσκοπος
Φουρτουνάτος ἔδιωξε ἕνα δαιμόνιο ἀπὸ μιὰ δαιμονισμένη. Τὸ δαιμόνιο μετὰ γύριζε
μέσα στὴν πόλη σὰν ἕνας φτωχὸς ἄνθρωπος καὶ κατηγοροῦσε τὸν ἐπίσκοπο. «Ὁ ἄσπλαχνος
μὲ ἔδιωξε», φώναζε. «Βρέ, νὰ πάρη ἡ εὐχή, τοῦ λέει κάποιος, γιατί σὲ ἔδιωξε; Πῶς
τὸ ἔκανε αὐτό; Πέρνα μέσα στὸ δικό μου σπίτι». Πέρασε μέσα ὁ διάβολος. Σὲ λίγο
τοῦ λέει: «Κρυώνω· ρίξε ξύλα στὸ τζάκι». Ρίχνει ἐκεῖνος ξύλα στὸ τζάκι, βάζει
κούτσουρα, δῶσ᾿ του φωτιά. Καὶ τελικά, ἀφοῦ ἔγινε καλὸ καμίνι, μπαίνει ὁ
διάβολος στὸ παιδί του καὶ τὸ καημένο δαιμονίσθηκε καὶ πήδηξε στὴν φωτιὰ καὶ
κάηκε. Τότε κατάλαβε ἐκεῖνος τί ἔδιωξε ὁ ἐπίσκοπος καὶ τί δέχτηκε αὐτός. Γιὰ νὰ
τὸν διώξη ὁ ἐπίσκοπος Φουρτουνάτος, κάτι ἤξερε3.
Ἀπὸ ποῦ προέρχονται οἱ βλάσφημοι λογισμοὶ
– Γέροντα, νὰ μᾶς λέγατε κάτι γιὰ τὴν καλὴ
ἀδιαφορία.
– Ἡ καλὴ ἀδιαφορία χρειάζεται σὲ ἕναν ὑπερευαίσθητο
ποὺ τὸν ταλαιπωρεῖ τὸ
ταγκαλάκι4 μὲ διάφορους λογισμούς. Τότε
καλὸ εἶναι νὰ γίνη λίγο ἀναίσθητος, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια, καὶ νὰ μὴ λεπτολογῆ
μερικὰ πράγματα. Ἤ, ἀκόμη, χρειάζεται γιὰ κάποιον ποὺ μπορεῖ σὲ πολλὰ νὰ εἶναι ἀδιάφορος,
ἀλλὰ σὲ κάτι νὰ τοῦ ἔχη δημιουργήσει ὁ πειρασμὸς μιὰ ὑπερευαισθησία, γιὰ νὰ τὸν
ἀχρηστέψη. Τότε γιὰ ἕνα διάστημα θὰ τὸν βοηθήση ἡ καλὴ ἀδιαφορία. Θέλει ὅμως
παρακολούθηση. Πρέπει νὰ λέη τὸν λογισμό του καὶ νὰ παρακολουθῆται ἀπὸ τὸν
πνευματικό, ἀλλιῶς μπορεῖ σιγὰ-σιγὰ νὰ τὰ πάρη ὅλα σβάρνα καὶ νὰ φθάση στὴν ἄλλη
ἄκρη, νὰ γίνη τελείως ἀδιάφορος.
– Γέροντα, γιατί, ὅταν πέφτω στὴν λύπη, ἔχω
βλάσφημους λογισμούς;
–
Κοίταξε νὰ δῆς τί γίνεται. Ὅταν τὸ ταγκαλάκι
σὲ βλέπη λυπημένη,
τὸ
ἐκμεταλλεύεται καὶ σοῦ δίνει μιὰ κοσμικὴ
καραμέλα, ἕναν ἁμαρτωλὸ λογισμό. Ἀφοῦ πέσης τὴν πρώτη φορά, μετὰ σὲ ὁδηγεῖ σὲ
μεγαλύτερη στενοχώρια καὶ δὲν ἔχεις τὴν δύναμη νὰ ἀντιδράσης. Γι᾿ αὐτὸ δὲν
πρέπει νὰ μένης ποτὲ σὲ κατάσταση λύπης, ἀλλὰ νὰ κάνης κάτι πνευματικὸ ποὺ θὰ σὲ
βοηθήση νὰ βγῆς ἀπὸ αὐτὴν τὴν κατάσταση.
– Γέροντα, πολὺ παιδεύομαι μὲ κάτι
λογισμούς...
– Εἶναι τοῦ πειρασμοῦ. Εἰρήνευε καὶ μὴν τοὺς
ἀκοῦς. Ἐσὺ εἶσαι εὐαίσθητη. Ὁ
διάβολος ἐκμεταλλεύεται τὴν εὐαισθησία
σου, σὲ κάνει νὰ λεπτολογῆς μερικὰ πράγματα, κολλάει τὸ μυαλό σου ἐκεῖ καὶ
βασανίζεσαι ἄδικα. Μπορεῖ νὰ σοῦ φέρη ἄσχημους λογισμοὺς λ.χ. γιὰ τὴν
Γερόντισσα ἢ καὶ γιὰ μένα τὸν ἴδιο. Μὴν τοὺς δίνης σημασία. Ἕνας βλάσφημος
λογισμός, ἂν τοῦ δώσης λίγη σημασία, μπορεῖ νὰ σὲ ταλαιπωρήση, νὰ σὲ τσακίση.
Σοῦ χρειάζεται λίγη καλὴ ἀδιαφορία.
Μὲ βλάσφημους λογισμοὺς βασανίζει ὁ
διάβολος συνήθως τοὺς πολὺ εὐλαβεῖς
καὶ πολὺ εὐαίσθητους. Μεγαλοποιεῖ τὴν
πτώση τους, γιὰ νὰ τοὺς θλίβη, καὶ ἐὰν δὲν κατορθώση νὰ
τοὺς φέρη σὲ ἀπόγνωση, ὥστε
νὰ αὐτοκτονήσουν, προσπαθεῖ
τοὐλάχιστον νὰ τοὺς τρελλάνη καὶ νὰ τοὺς ἀχρηστέψη.
Καὶ ἐὰν δὲν μπορέση νὰ κάνη
οὔτε καὶ αὐτό, τὸν εὐχαριστεῖ νὰ τοὺς φέρη
ἔστω μία μελαγχολία.
Εἶχα συναντήσει κάποιον
ποὺ συνέχεια ἔφτυνε. Μοῦ λένε:
«Δαιμόνιο ἔχει».
«Δὲν κάνουν ἔτσι, τοὺς λέω, ὅταν ἔχουν
δαιμόνιο». Ὅπως διαπίστωσα μετά, αὐτὸς ὁ
καημένος δὲν εἶχε φταίξει σὲ τίποτε, ὥστε
νὰ δαιμονισθῆ. Εἶχε μεγαλώσει ὀρφανὸς καὶ
εἶχε μιὰ εὐαισθησία· εἶχε καὶ ἀριστερὸ λογισμὸ καὶ λίγη φαντασία, ποὺ τὰ
καλλιέργησε ὁ διάβολος καὶ τοῦ ἔφερνε βλάσφημους λογισμούς. Ὅταν λοιπὸν τοῦ ἔφερνε
ὁ διάβολος τέτοιους λογισμούς, αὐτὸς ἀντιδροῦσε, τιναζόταν, ἔφτυνε τοὺς
βλάσφημους λογισμούς. Ὁ ἄλλος ποὺ ἔβλεπε αὐτὴν τὴν σκηνὴ νόμιζε ὅτι εἶχε
δαιμόνιο. Νὰ ἔχη ὁ καημένος μιὰ εὐαισθησία, νὰ φτύνη τοὺς βλάσφημους λογισμοὺς
καὶ νὰ τοῦ λένε: «Ἔχεις δαιμόνιο»!
Οἱ βλάσφημοι λογισμοὶ ἔρχονται πολλὲς φορὲς
καὶ ἀπὸ φθόνο τοῦ διαβόλου.
Καμμιὰ φορὰ μάλιστα μετὰ ἀπὸ ἀγρυπνία, ὅταν
κανεὶς εἶναι πτῶμα ἀπὸ τὴν κούραση καὶ δὲν μπορῆ
νὰ ἀντιδράση, τοῦ
φέρνει ὁ κακοῦργος
διάβολος βλάσφημους λογισμοὺς καὶ
ἔπειτα, γιὰ νὰ τὸν μπλέξη ἢ γιὰ νὰ τὸν ρίξη στὴν ἀπόγνωση, ἀρχίζει νὰ τοῦ λέη:
«Τέτοιους λογισμοὺς οὔτε ὁ διάβολος δὲν φέρνει! Τώρα δὲν θὰ σωθῆς...». Ἀκόμη καὶ
γιὰ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα μπορεῖ νὰ τοῦ φέρη βλάσφημους λογισμοὺς καὶ μετὰ νὰ τοῦ πῆ
ὅτι αὐτὴ ἡ ἁμαρτία δὲν συγχωρεῖται κ.λπ.
– Γέροντα, μπορεῖ νὰ ἔρθη ἐξ αἰτίας μας ἕνας
βλάσφημος λογισμός;
– Ναί, μπορεῖ καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος νὰ
δώση ἀφορμή. Ὅταν δὲν ὑπάρχη
εὐαισθησία, οἱ βλάσφημοι λογισμοὶ εἶναι ἀπὸ
ὑπερηφάνεια, ἀπὸ κατάκριση κ.λπ. Γι᾿ ὐτό, ὅταν κάνετε ἄσκηση καὶ ἔχετε λογισμοὺς
ἀπιστίας, βλάσφημους, νὰ ξέρετε ὅτι ἡ ἄσκηση γίνεται μὲ ὑπερηφάνεια. Σκοτίζεται
ὁ νοῦς ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια, ἀρχίζει ἡ ἀπιστία, καὶ ἀπογυμνώνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ
τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἢ ὅταν κανεὶς ἀσχολῆται μὲ δογματικὰ θέματα, χωρὶς νὰ ἔχη
τέτοιες προϋποθέσεις, μετὰ ἔχει βλάσφημους λογισμούς.
Περιφρόνηση στοὺς βλάσφημους λογισμοὺς
– Γέροντα, ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ λέει ὅτι νικᾶμε τὰ
πάθη «διὰ τῆς ταπεινώσεως, καὶ ὄχι διὰ τῆς περιφρονήσεως»5. Ἡ περιφρόνηση ἑνὸς
πάθους καὶ ἡ περιφρόνηση τῶν βλάσφημων λογισμῶν εἶναι τὸ ἴδιο;
– Ὄχι, ἡ περιφρόνηση ἑνὸς πάθους ἔχει ὑπερηφάνεια,
αὐτοπεποίθηση καί, τὸ χειρότερο, δικαιολογία. Δικαιολογεῖς δηλαδὴ τὸν ἑαυτό σου
καὶ δὲν δέχεσαι τὸ πάθος σου. Εἶναι σὰν νὰ λές: «δὲν εἶναι δικό μου αὐτὸ τὸ
πάθος, δὲν ἔχει σχέση μ᾿ ἐμένα», καὶ δὲν ἀγωνίζεσαι νὰ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ αὐτό. Τοὺς
βλάσφημους λογισμοὺς ὅμως πρέπει νὰ τοὺς
περιφρονοῦμε, γιατί, ὅπως εἶπα, δὲν εἶναι δικοί
μας, ἀλλὰ τοῦ διαβόλου.
– Ὅταν ὑποκρίνεται κανεὶς μπροστὰ στοὺς ἄλλους
ὅτι ἔχει ἕνα πάθος, π.χ. ὅταν κάνη τὸν γαστρίμαργο, ἐμπαίζει τὸν διάβολο;
– Τότε ὑποκρίνεται μὲ τὴν καλὴ ὑποκρισία·
δὲν εἶναι ὅτι ἐμπαίζει τὸν διάβολο. Ἐμπαίζεις τὸν διάβολο, ὅταν σοῦ φέρνη
βλάσφημους λογισμοὺς κι ἐσὺ ψάλλεις.
– Γέροντα, πῶς νὰ διώξω ἕναν βλάσφημο
λογισμὸ τὴν ὥρα τῆς ἀκολουθίας;
– Μὲ τὴν ψαλτική. «Ἀνοίξω τὸ στόμα
μου...»6. Δὲν ξέρεις μουσικά; Νὰ μὴν τὸν
ξεσκαλίζης. Περιφρόνησέ τον. Ὅταν συζητάη
κανεὶς τέτοιους λογισμοὺς τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, εἶναι σὰν νὰ ξεσκαλίζη ὁ
στρατιώτης μιὰ χειροβομβίδα τὴν ὥρα ποὺ δίνει ἀναφορά.
– Καὶ ἂν ἐπιμένη;
– Ἂν ἐπιμένη, νὰ ξέρης ὅτι κάπου μέσα σου ἔχει
ἕνα στέκι. Τέλεια λύση: ἡ περιφρόνηση
στὸν διάβολο, διότι
αὐτὸς κάνει τὸ
φροντιστήριο τῆς πονηριᾶς. Καλύτερα ἐκείνη τὴν ὥρα νὰ μὴ λέμε
οὔτε τὴν εὐχή, γιατὶ δείχνουμε ὅτι μᾶς ἀπασχολεῖ τὸ θέμα, καὶ ὁ διάβολος
στοχεύει στὸ ἀδύνατο σημεῖο καὶ μᾶς βομβαρδίζει συνέχεια μὲ βλάσφημους
λογισμούς. Καλύτερα νὰ ψέλνουμε. Βλέπεις, καὶ τὰ μικρὰ παιδιά, ὅταν θέλουν νὰ
περιφρονήσουν κάποιο παιδὶ ποὺ τὰ μιλάει, λένε «τραλαλά», τραγουδᾶνε. Τὸ ἴδιο νὰ
κάνουμε καὶ ἐμεῖς στὸν διάβολο. Θὰ ψέλνουμε ὅμως, δὲν θὰ τραγουδᾶμε. Ἡ
ψαλμωδία εἶναι προσευχὴ στὸν
Θεό, ἀλλὰ καὶ
περιφρόνηση στὸν διάβολο. Ὁπότε, τὴν τρώει καὶ ἀπὸ ᾿δῶ ὁ πονηρός, τὴν
τρώει καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ, καὶ θὰ σκάση.
– Ὅταν εἶμαι ἔτσι, Γέροντα, δὲν μπορῶ νὰ
ψάλλω, δυσκολεύομαι ἀκόμη καὶ νὰ πάω νὰ κοινωνήσω.
– Αὐτὸ εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο! Σοῦ κάνει ἀποκλεισμὸ
τὸ ταγκαλάκι! Νὰ πηγαίνης νὰ ψάλλης, νὰ κοινωνᾶς, γιατὶ δὲν εἶναι δικοί σου αὐτοὶ
οἱ λογισμοί. Μόνο σ᾿ αὐτὸ νὰ μοῦ κάνης ὑπακοή· νὰ ψάλλης ἕνα «Ἄξιόν ἐστιν», γιὰ
νὰ πάρη τὰ ναῦλα του τὸ ταγκαλάκι καὶ νὰ φύγη. Δὲν σοῦ εἶχα πεῖ γιὰ ἕνα
καλογέρι; Εἶχε ἔρθει δώδεκα χρόνων στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἦταν ὀρφανό, εἶχε χάσει τὴν
στοργὴ ἀπὸ τὴν σαρκική του μάνα καὶ εἶχε δώσει ὅλη του τὴν ἀγάπη στὴν Παναγία.
Τὴν αἰσθανόταν σὰν μάνα του. Νὰ ἔβλεπες μὲ τί εὐλάβεια προσκυνοῦσε τὶς εἰκόνες!
Ὕστερα ὁ πειρασμὸς ἐκμεταλλεύτηκε αὐτὴν τὴν ἀγάπη καὶ τοῦ ἔφερε βλάσφημους
λογισμούς. Τὸ καημένο δὲν πήγαινε οὔτε νὰ προσκυνήση τὶς εἰκόνες. Τὸ ἔμαθε ὁ
Γέροντάς του, τὸ πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ
ἔβαλε νὰ ἀσπασθῆ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Χριστοῦ στὸ πρόσωπο, στὰ
χέρια, καὶ ἀμέσως
ὁ διάβολος ἔφυγε.
Εἶναι κατὰ κάποιον
τρόπο ἀναίδεια νὰ ἀσπασθῆς στὸ πρόσωπο
τὴν Παναγία καὶ τὸν
Χριστό, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἔκανε ὁ Γέροντας, γιὰ νὰ διώξη τοὺς
λογισμοὺς ποὺ εἶχε τὸ καλογέρι.
Πότε φταῖμε γιὰ τοὺς βλάσφημους λογισμοὺς
– Γέροντα, ὅταν ἔχω προσβολὴ βλάσφημου
λογισμοῦ χωρὶς συγκατάθεση δική μου, φταίω;
– Ἂν στενοχωρεθῆς καὶ δὲν τὸν δεχθῆς, δὲν
εἶναι τίποτε.
– Γέροντα, πότε φταίει κανεὶς γιὰ ἕναν
βλάσφημο λογισμό;
– Ἂν δὲν στενοχωριέται ποὺ ἔχει τέτοιον
λογισμὸ καὶ κάθεται καὶ τὸν συζητάη, τότε φταίει. Καὶ ὅσο θὰ δέχεται τοὺς
βλάσφημους λογισμούς, τόσο θὰ δέχεται τὴν ταραχὴ τοῦ
διαβόλου. Γιατί, ὅταν
τοῦ περνᾶ ἕνας
βλάσφημος λογισμὸς καὶ τὸν
ἐξετάζη καὶ τὸν συζητάη μὲ τὸ μυαλό του, δέχεται ἕναν μικρὸ δαιμονισμό.
– Καὶ πῶς θὰ φύγουν, Γέροντα, τέτοιοι
λογισμοί;
– Ἂν στενοχωριέται κάποιος, ὅταν τοῦ ἔρχωνται
τέτοιοι λογισμοὶ καὶ δὲν τοὺς
συζητάη, θὰ κόβωνται μόνοι τους, γιατὶ δὲν
θὰ τροφοδοτοῦνται. Δένδρο ποὺ δὲν ποτίζεται, θὰ ξεραθῆ. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ὅμως ποὺ
κάποιος εὐχαριστηθῆ μ᾿ αὐτούς, ἔστω καὶ λίγο, τοὺς τρέφει, ποτίζεται ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος
καὶ δύσκολα θὰ ξεραθοῦν.
–
Γέροντα, μερικὲς φορὲς
δέχομαι τοὺς βλάσφημους λογισμούς,
συγκατατίθεμαι, καὶ μετὰ τὸ καταλαβαίνω, ἀλλὰ
δὲν μπορῶ νὰ τοὺς διώξω.
– Ἐσὺ ξέρεις
τί παθαίνεις; Κάποια
στιγμὴ ἔχεις ἀλλοῦ
τὸν νοῦ σου, εἶσαι
ἀφηρημένη καὶ χαζεύεις μὲ ἀνοιχτὸ τὸ
στόμα. Ἔρχεται τότε τὸ ταγκαλάκι, σοῦ ρίχνει μέσα μιὰ καραμέλα κι ἐσὺ ἀρχίζεις
νὰ τὴν πιπιλίζης. Νιώθεις τὴν γεύση της καὶ μετὰ δυσκολεύεσαι νὰ τὴν πετάξης.
Πρέπει, μόλις σὲ
γλυκάνη λίγο, ἀμέσως
νὰ τὴν πετάξης.
– Καὶ ὅταν, Γέροντα, περνάη ἕνας βλάσφημος
λογισμός, τὸν δέχωμαι λίγο καὶ μετὰ τὸν διώχνω;
– Τότε εἶναι σὰν νὰ σοῦ ἔδωσε ὁ διάβολος
μιὰ καραμέλα, τὴν πιπίλισες λίγο καὶ μετὰ τὴν ἔφτυσες. Πρέπει νὰ τὴν φτύσης ἀμέσως.
Διαφορετικά, στὴν ἀρχὴ θὰ σὲ ξεγελάη μὲ μιὰ καραμέλα καὶ ὕστερα θὰ σὲ ποτίζη
φαρμάκι καὶ θὰ σὲ κοροϊδεύη.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1
Νηλεὺς Καμαράδος: Ἔζησε στὴν Κωνσταντινούπολη περὶ τὸ 1880.
Φιλοπονώτατος
μουσικὸς ποὺ ἀσχολήθηκε μὲ τὴν θεωρία τῆς
βυζαντινῆς μουσικῆς καὶ διακρίθηκε μεταξὺ τῶν ἱεροψαλτῶν.
2 Ὁ
ἐσωνάρθηκας τῶν μοναστηριακοῦ τύπου ναῶν, δηλαδὴ ὁ μεταξὺ τοῦ κυρίως ναοῦ καὶ
τοῦ νάρθηκος χῶρος. Ἔλαβε τὴν ὀνομασία του ἀπὸ τὴν σύντομη ἀκολουθία τῆς Λιτῆς,
ἡ ὁποία στὰ Μοναστήρια ψάλλεται συνήθως σ᾿ αὐτὸν τὸν χῶρο στὶς μεγάλες ἑορτές,
κατὰ τὶς ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες, καὶ περιλαμβάνει ἰδιόμελα τροπάρια καὶ μεγάλη
δέηση καὶ ἱκεσία (λιτή).
3
Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου, Εὐεργετινός, τόμος Α´, Ὑπόθεσις ΛΕ´, ἔκδ.
Ματθ.
Λαγγῆ, Ἀθῆναι 1980, σ. 510.
4 Ἔτσι ἀποκαλοῦσε ὁ Γέροντας τὸν διάβολο.
5 Ἀββᾶ
Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Οἱ Ἀσκητικοὶ Λόγοι, Ἐπιστολὴ Δ´, ἔκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1961,
6 Ἡ ἀρχὴ τοῦ εἱρμοῦ τῆς α’ ὠδῆς τοῦ
κανόνος τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου.
Εισαγωγή στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το
Βιβλίο :
ΛΟΓΟΙ Γ’ - ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
© Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Μοναζουσῶν
«Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου