Ἡ δικαιολογία διώχνει τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ
Ἡ δικαιολογία ἐμποδίζει τὴν πνευματικὴ
πρόοδο
Γέροντα, ὅταν λένε ὅτι ἡ δικαιολογία δὲν ὑπάρχει
στὴν Ἁγία Γραφή, τί ἐννοοῦν;
– Ὅτι δὲν δικαιολογεῖται κατὰ κάποιον
τρόπο ἡ δικαιολογία.
– Ὅταν, Γέροντα, δικαιολογοῦμαι, ἐκ τῶν ὑστέρων
σκέφτομαι ὅτι ἡ δικαιολογία δὲν εἶναι ἴδιον τοῦ μοναχοῦ.
– Ὄχι ἁπλῶς δὲν εἶναι ἴδιον τοῦ μοναχοῦ ἡ
δικαιολογία, ἀλλὰ δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὴν πνευματικὴ ζωή. Πρέπει νὰ
καταλάβω ὅτι, ὅταν δικαιολογοῦμαι, βρίσκομαι σὲ λανθασμένη κατάσταση. Κόβω τὴν ἐπικοινωνία
μὲ τὸν Θεὸ καὶ στεροῦμαι τὴν θεία Χάρη, γιατὶ ἡ θεία Χάρις δὲν ἔρχεται σὲ
λανθασμένη κατάσταση. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος δικαιολογεῖ τὰ ἀδικαιολόγητα,
ἀπομονώνεται ἀπὸ τὸν Θεό. Μπαίνει
μόνωση, ...καουτσούκ, ἀνάμεσα
στὸν ἄνθρωπο καὶ στὸν Θεό. Μπορεῖ
νὰ περάση τὸ
ρεῦμα μέσα ἀπὸ
τὸ καουτσούκ; Ὄχι.
Ἀπομονώνεται. Ἰσχυρότερο μονωτικὸ ἀπὸ τὴν δικαιολογία δὲν ὑπάρχει γιὰ τὴν
θεία Χάρη! Εἶναι σὰν νὰ χτίζης ἕναν τοῖχο καὶ νὰ χωρίζης τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὸν
Θεό, ὁπότε κόβεις κάθε σχέση μαζί Του.
– Γέροντα, συχνὰ λέτε: «Νὰ προσπαθήσουμε νὰ
πιάσουμε τοὐλάχιστον τὴν πνευματικὴ βάση». Ποιά εἶναι ἡ πνευματικὴ βάση;
– Ἡ ταπεινὴ ἀναγνώριση τοῦ σφάλματος καὶ νὰ
μὴ δικαιολογῆται ἐν γνώσει του τοὐλάχιστον ὁ ἄνθρωπος, ὅταν φταίη καὶ τοῦ
κάνουν παρατήρηση. Τὸ νὰ μὴ δικαιολογῆται, ὅταν δὲν φταίη καὶ τὸν κατηγοροῦν, αὐτὸ
εἶναι τὸ ἄριστα. Ὅποιος δικαιολογεῖ τὸν ἑαυτό του, καὶ προκοπὴ δὲν κάνει, ἀλλὰ
καὶ ἐσωτερικὰ δὲν ἀναπαύεται. Δὲν θὰ μᾶς κρεμάση ὁ Θεὸς γιὰ ἕνα σφάλμα ποὺ
κάναμε, ἀλλὰ νὰ μὴ δικαιολογοῦμε τὸν ἑαυτό μας γιὰ τὸ σφάλμα καὶ τὸ θεωροῦμε
φυσικό.
– Ἂν μοῦ ποῦν ὅτι ἔσφαλα σὲ κάτι, ἀλλὰ δὲν
μπορῶ νὰ καταλάβω πόσο ἔσφαλα, νὰ ρωτήσω, ὥστε ἄλλη φορὰ νὰ προσέξω, ἢ νὰ σιωπήσω;
– Ἂν πιάσης ὅτι ἔσφαλες εἴκοσι πέντε τοῖς ἑκατό,
ἐνῶ ἔσφαλες πέντε, δὲν ἔχεις κέρδος; Βάλε περισσότερο, γιὰ νὰ εἶσαι μέσα. Αὐτὴ
εἶναι ἡ πνευματικὴ ἐργασία ποὺ πρέπει νὰ
κάνης: Νὰ βρίσκης τὸ σφάλμα
σου, νὰ πιάνης τὸν ἑαυτό
σου. Ἀλλιῶς πιάνεσαι ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, δικαιώνεις τὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ ἀνάπαυση
δὲν ἔχεις.
– Ὅταν, Γέροντα, κάποιος ἔχη τὴν συνήθεια
νὰ δικαιολογῆται, ἀλλὰ μετὰ ἀναγνωρίζη τὸ λάθος του καὶ ἐλεεινολογῆ τὸν ἑαυτό
του, αὐτὸ τὸν ὠφελεῖ;
– Τοὐλάχιστον τοῦ μένει ἡ πεῖρα καί, ἂν τὴν
ἀξιοποιήση, θὰ ὠφεληθῆ. Καὶ ἂν πῆ ὁ Θεός: «ἀφοῦ τὸ κατάλαβε καὶ μετάνοιωσε, ἂς
τοῦ δώσω κάτι», τότε θὰ πάρη καὶ κάτι ἀπὸ ἄλλο ταμεῖο, ἀπὸ τὸ ταμεῖο τῆς μετανοίας.
–
Γέροντα, ὅταν δὲν
δικαιολογῶ τοὺς ἄλλους
γιὰ μιὰ πράξη
τους, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἔχω σκληρὴ
καρδιά;
– Δὲν δικαιολογεῖς τοὺς ἄλλους καὶ
δικαιολογεῖς τὸν ἑαυτό σου; Μεθαύριο καὶ ὁ Χριστὸς δὲν θὰ σὲ δικαιολογήση.
Μπορεῖ σὲ μιὰ στιγμὴ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου νὰ γίνη σκληρὴ σὰν πέτρα, ἂν φερθῆ μὲ
κακία, καὶ σὲ μιὰ στιγμὴ νὰ γίνη πολὺ τρυφερή,
ἂν φερθῆ μὲ ἀγάπη. Νὰ ἀποκτήσης μητρικὴ
καρδιά. Βλέπεις, ἡ μάνα ὅλα τὰ συγχωρεῖ
καὶ καμμιὰ φορὰ κάνει πὼς δὲν βλέπει.
Ὅποιος κάνει σωστὴ πνευματικὴ ἐργασία, γιὰ
ὅλους βρίσκει ἐλαφρυντικά, ὅλους τοὺς δικαιολογεῖ, ἐνῶ τὸν ἑαυτό του ποτὲ δὲν τὸν
δικαιολογεῖ, ἀκόμη καὶ ὅταν ἔχη δίκαιο. Πάντοτε λέει ὅτι φταίει, γιατὶ
σκέφτεται ὅτι δὲν ἀξιοποιεῖ τὶς εὐκαιρίες ποὺ τοῦ δίνονται. Βλέπει λ.χ. ἕναν νὰ
κλέβη καὶ σκέφτεται ὅτι καὶ ὁ ἴδιος, ἂν δὲν εἶχε βοηθηθῆ, θὰ ἔκλεβε περισσότερο
ἀπὸ αὐτὸν καὶ λέει: «Ὁ Θεὸς ἐμένα μὲ βοήθησε, ἀλλὰ ἐγὼ οἰκειοποιήθηκα τὰ δῶρα
τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι μεγαλύτερη κλεψιά. Ἡ διαφορὰ εἶναι ὅτι τοῦ ἄλλου ἡ κλεψιὰ
φαίνεται, ἐνῶ ἡ δική μου δὲν φαίνεται». Ἔτσι καταδικάζει τὸν ἑαυτό του καὶ κρίνει
μὲ ἐπιείκεια τὸν συνάνθρωπό του. Ἤ, ἂν δῆ στὸν ἄλλον ἕνα ἐλάττωμα, εἴτε μικρὸ εἴτε
μεγάλο, τὸν δικαιολογεῖ, βάζοντας καλοὺς λογισμούς. Σκέφτεται ὅτι καὶ αὐτὸς ἔχει
πολλὰ ἐλαττώματα, τὰ ὁποῖα βλέπουν οἱ ἄλλοι. Γιατί, ἂν ψάξη κανείς, βρίσκει
πολλὰ στραβὰ στὸν ἑαυτό του, ὥστε μπορεῖ εὔκολα νὰ δικαιολογῆ τὸν ἄλλον. Πόσα
καὶ πόσα δὲν ἔχουμε κάνει! «Ἁμαρτίας νεότητός μου καὶ ἀγνοίας μου μὴ μνησθῇς, Κύριε»1.
– Ὅταν, Γέροντα, μοῦ ζητήσουν μιὰ ἐξυπηρέτηση
καὶ τὴν κάνω πρόθυμα, ἀλλὰ
πάνω στὴν βιασύνη κάνω μιὰ μικρὴ ζημιὰ καὶ
μοῦ κάνουν παρατήρηση, δικαιολογῶ τὸν ἑαυτό μου.
– Πῆγες νὰ
κάνης ἕνα καλό, ἔκανες καὶ μιὰ μικρὴ
ζημιά. Δέξου τὴν παρατήρηση γιὰ τὴν μικρὴ ζημιά, γιὰ νὰ
λάβης ὁλόκληρη τὴν ἀμοιβή. Ὁ διάβολος εἶναι πολὺ πονηρός. Τὴν τέχνη του τὴν
ξέρει ἄριστα. Τὴν πεῖρα τόσων χρόνων νὰ μὴν τὴν ἀξιοποιήση! Σὲ βάζει νὰ
δικαιολογηθῆς, γιὰ νὰ χάσης τὴν ὠφέλεια ἀπὸ τὸ καλὸ ποὺ ἔκανες. Ὅταν δῆς ἕναν ἄνθρωπο
καταϊδρωμένο νὰ σηκώνη στὸν ὦμο του ἕνα φορτίο κι ἐσὺ πᾶς νὰ τοῦ τὸ πάρης, γιὰ
νὰ τὸν ἐλαφρώσης, ἔ, αὐτὸ εἶναι κάπως φυσικό. Εἶδες τὸ βάρος ποὺ κουβαλοῦσε,
κινήθηκες ἀπὸ φιλότιμο καὶ ἔτρεξες νὰ τὸν βοηθήσης. Τὸ νὰ σηκώσης ὅμως μιὰ
κουβέντα ποὺ θὰ σοῦ πῆ ὁ ἄλλος ἄδικα, αὐτὸ ἔχει ψωμί. Ἄν, ὅταν μᾶς κάνουν μιὰ
παρατήρηση, ἀμέσως δικαιολογούμαστε, αὐτὸ φανερώνει ὅτι ἔχουμε ἀκόμη μέσα μας ὁλοζώντανο
τὸ κοσμικὸ φρόνημα.
– Γέροντα, ποῦ ὀφείλεται ἡ δικαιολογία;
– Στὸν ἐγωισμό. Ἡ δικαιολογία εἶναι πτώση
καὶ διώχνει τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Πρέπει ὄχι μόνο νὰ μὴ δικαιολογῆται κανείς,
ἀλλὰ καὶ νὰ ἀγαπήση τὴν ἀδικία ποὺ γίνεται εἰς βάρος του. Αὐτὴ ἡ δικαιολογία μᾶς
ἔβγαλε ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Ἔτσι δὲν τὸ ἔπαθε ὁ Ἀδάμ; Ὅταν τὸν ρώτησε ὁ Θεός: «μήπως
ἔφαγες ἀπὸ τὸ δένδρο ποὺ σοῦ εἶπα νὰ μὴ φᾶς;»,
ἐκεῖνος δὲν εἶπε:
«ἥμαρτον, Θεέ μου,
ναί, ἔσφαλα», ἀλλὰ δικαιολογήθηκε. «Ἡ γυναίκα ποὺ μοῦ ἔδωσες,
εἶπε, αὐτὴ μοῦ ἔδωσε καὶ ἔφαγα». Σὰν νὰ ἔλεγε: «Ἐσὺ φταῖς ποὺ ἔπλασες τὴν Εὔα»!
Μήπως ἦταν ὑποχρεωμένος ὁ Ἀδὰμ σ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα νὰ ἀκούση τὴν Εὔα; Ρωτάει ὁ Θεὸς
καὶ τὴν Εὔα κι ἐκείνη ἀπαντάει: «Τὸ φίδι μὲ ἀπάτησε»2. Ἂν ἔλεγε ὁ Ἀδάμ: «ἥμαρτον,
Θεέ μου, ἔσφαλα» καὶ ἂν ἔλεγε καὶ ἡ Εὔα: «ἐγὼ ἔσφαλα», ὅλα θὰ τακτοποιοῦνταν. Ἀλλὰ
ἀμέσως δικαιολογία-δικαιολογία.
–
Γέροντα, τί φταίει,
ὅταν κάποιος δὲν
καταλαβαίνη πόσο κακὸ εἶναι ἡ
δικαιολογία;
– Τί φταίει; Ὅτι φταίει! Ὅταν κανεὶς
δικαιολογῆ συνεχῶς τὸν ἑαυτό του καὶ
νομίζη ὅτι οἱ ἄλλοι δὲν τὸν καταλαβαίνουν,
ὅτι ὅλοι εἶναι ἄδικοι καὶ αὐτὸς εἶναι ποὺ
πάσχει, εἶναι τὸ θύμα, ἀπὸ ᾿κεῖ καὶ πέρα εἶναι
ἀνεξέλεγκτος. Καὶ τὸ παράξενο μερικὲς φορὲς ποιό εἶναι; Ἐνῶ ὁ ἴδιος ἔχει ἀδικήσει
καὶ φταίει, λέει: «Ἐγὼ θὰ τὴν δεχόμουν τὴν ἀδικία, ἀλλὰ δὲν θέλω νὰ κολασθῆ ὁ ἄλλος».
Πάει δηλαδὴ νὰ δικαιολογηθῆ, δῆθεν ἀπό... ἀγάπη, γιὰ νὰ ἔρθη σὲ συναίσθηση ὁ ἄλλος,
ἀπὸ τὸν ὁποῖο νομίζει ὅτι ἀδικήθηκε, καὶ νὰ μὴν κολασθῆ! Ἢ ἀρχίζει νὰ δίνη ἕνα
σωρὸ ἐξηγήσεις, μὴν τυχὸν καταλάβη ὁ ἄλλος κάτι λάθος καί... κολασθῆ! Βλέπετε ὁ διάβολος τί λεπτὴ ἐργασία κάνει;
Ὅποιος δικαιολογεῖται δὲν μπορεῖ νὰ βοηθηθῆ
πνευματικὰ
Ἔχω παρατηρήσει ὅτι σήμερα μικροὶ-μεγάλοι ὅλα τὰ δικαιολογοῦν μὲ ἕναν
λογισμὸ σατανικό. Ὅλα ὁ διάβολος τοὺς τὰ ἑρμηνεύει μὲ τὸν δικό του τρόπο, καὶ ἔτσι
βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Ἡ δικαιολογία εἶναι σατανικὴ ἑρμηνεία.
– Καὶ πῶς γίνεται, Γέροντα, μερικοὶ σὲ
κάθε λόγο νὰ βρίσκουν ἀντίλογο;
– Ὤ, εἶναι φοβερὸ νὰ συζητᾶς μὲ ἕναν ἄνθρωπο
ποὺ συνήθισε νὰ δικαιολογῆται! Εἶναι σὰν νὰ μιλᾶς μὲ ἕναν δαιμονισμένο! Ὅσοι
δικαιολογοῦνται – ὁ Θεὸς νὰ μὲ συγχωρέση – ἔχουν γέροντα τὸν διάβολο. Εἶναι
βασανισμένοι ἄνθρωποι. Δὲν ἔχουν μέσα τους εἰρήνη. Τὸ ἔχουν κάνει ἐπιστήμη αὐτό.
Δηλαδή, ὅπως ἕνας κλέφτης δὲν κοιμᾶται ὅλη νύχτα καὶ σκέφτεται πῶς θὰ τὰ
καταφέρη γιὰ νὰ κλέψη, ἔτσι καὶ αὐτοὶ συνέχεια σκέφτονται πῶς νὰ δικαιολογήσουν
τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο σφάλμα τους. Ἤ, ὅπως κάποιος σκέφτεται πῶς νὰ βρῆ εὐκαιρία νὰ
κάνη ἕνα καλὸ ἢ πῶς νὰ ταπεινωθῆ, αὐτοὶ ἀντίθετα σκέφτονται πῶς νὰ δικαιολογήσουν
τὰ ἀδικαιολόγητα. Δικηγόροι γίνονται! Δὲν μπορεῖς νὰ τὰ βγάλης πέρα μαζί τους.
Εἶναι σὰν νὰ μιλᾶς μὲ τὸν ἴδιο τὸν διάβολο. Τί ἔχω πάθει μὲ κάποιον! Ἐνῶ τοῦ
λέω: «ἐκεῖνο ποὺ κάνεις εἶναι στραβό, τὸ ἄλλο πρέπει νὰ τὸ προσέξης, δὲν πᾶς
καλά, πρέπει νὰ κάνης αὐτὸ κι αὐτό...», κι ἐκεῖνος γιὰ τὸ καθετὶ βρίσκει
δικαιολογίες, στὸ τέλος μοῦ λέει: «Δὲν μοῦ εἶπες τί νὰ κάνω»! «Βρὲ χρυσέ μου ἄνθρωπε,
τόσες ὧρες τί λέμε; Λέμε τὰ σφάλματά σου, ὅτι δὲν πᾶς καλά, κι ἐσὺ συνέχεια
δικαιολογεῖσαι. Τρεῖς ὧρες τώρα μὲ ἔσκασες, μὲ ἔλειωσες! Πῶς δὲν σοῦ εἶπα;». Νὰ
τοῦ λὲς παραδείγματα, γιὰ νὰ τοῦ δώσης νὰ καταλάβη ὅτι εἶναι σατανικὸς ἐγωισμὸς
ἔτσι ὅπως ἀντιμετωπίζει τὰ πράγματα, ὅτι δέχεται δαιμονικὲς ἐπιδράσεις καί, ἂν
δὲν ἀλλάξη, χάθηκε, καὶ τελικὰ νὰ λέη: «Δὲν μοῦ εἶπες τί νὰ κάνω»! Ἀλήθεια, εἶναι
νὰ μὴ σκάσης; Ἂν εἶναι ἀδιάφορος κανείς, τὰ προσπερνάει ὅλα μὲ τὸ «δὲν
βαριέσαι». Ἀλλά, ἂν δὲν εἶναι ἀδιάφορος, σκάζει. Ἐγὼ τοὺς μακαρίζω τοὺς ἀδιάφορους.
– Δὲν θὰ θέλατε ὅμως, Γέροντα, σὲ καμμιὰ
περίπτωση νὰ εἶστε ἀδιάφορος.
– Βρὲ παιδί, τοὐλάχιστον ὁ ἀδιάφορος δὲν
σκάει ἔτσι ἄσκοπα. Νὰ ὑποφέρης γιὰ
ἕναν πονεμένο, ἐκεῖνο ἔχει νόημα. Ἀλλὰ νὰ
λειώνης μὲ αὐτόν, νὰ τοῦ λὲς τόσα καὶ τόσα, καὶ τελικὰ νὰ σοῦ λέη: «δὲν μοῦ εἶπες
τί νὰ κάνω» καὶ νὰ δικαιολογῆ τὰ ἀδικαιολόγητα! Ἔτσι ἀπὸ ἄνθρωπος καταλήγει δαίμονας!
Φοβερό! Ἂν σκεφτόταν μόνον τὸν κόπο ποὺ κάνεις – ἄσε τὸν πόνο –, γιὰ νὰ τὸν
βοηθήσης, λίγο θὰ ἄλλαζε. Ἀφοῦ σὲ βλέπει ὅτι ὑποφέρεις, κοπιάζεις, ταλαιπωρεῖσαι,
δὲν τὸ λαμβάνει ὑπ᾿ ὄψιν!
– Γέροντα, ὅταν δικαιολογῆται κάποιος γιὰ
μιὰ ἀταξία ποὺ ἔκανε καὶ τοῦ λές:
«αὐτὸ εἶναι δικαιολογία», καὶ συνεχίζη νὰ
δικαιολογῆται, γιὰ νὰ ἀποδείξη ὅτι αὐτὸ
δὲν εἶναι δικαιολογία, εἶναι δυνατὸν νὰ
διορθωθῆ;
– Πῶς νὰ διορθωθῆ; Καταλαβαίνει ὅτι εἶναι
λάθος, γιατὶ βασανίζεται, ἀλλὰ
ἀπὸ ἐγωισμὸ δὲν θέλει νὰ τὸ παραδεχθῆ. Εἶναι
πολὺ φοβερό!
– Ναί, ἀλλὰ λέει: «Δὲν μὲ βοηθᾶς· θέλω νὰ
μὲ βοηθήσης· δὲν μὲ φωνάζεις νὰ
συζητήσουμε, μὲ περιφρονεῖς».
– Ἔ, πάλι ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ ξεκινάει αὐτό. Εἶναι
δηλαδὴ σὰν νὰ λέη: «Ἐγὼ δὲν
φταίω, ἐσὺ φταῖς ποὺ δὲν πηγαίνω καλά»! Ἐκεῖ
καταλήγει. Ἄφησέ τον· δὲν χρειάζεται νὰ ἀσχοληθῆ κανεὶς μ᾿ αὐτόν, γιατὶ δὲν
βοηθιέται. Οὔτε φέρει εὐθύνη ὁ Πνευματικὸς ἢ ὁ Γέροντας ἢ ἡ Γερόντισσα γιὰ μιὰ
τέτοια ψυχή. Εἶναι σατανικὸς ἐγωισμὸς αὐτός· δὲν εἶναι ἀνθρώπινος. Ἀνθρώπινο ἐγωισμὸ
ἔχει ἐκεῖνος ποὺ δὲν θὰ ταπεινωθῆ νὰ πῆ
«εὐλόγησον», ἀλλὰ τοὐλάχιστον δὲν θὰ μιλήση,
γιὰ νὰ δικαιολογηθῆ. Ὅποιος δικαιολογεῖ τὸν ἑαυτό του, ὅταν σφάλλη, μεταβάλλει
τὴν καρδιά του σὲ δαιμονικὸ καταφύγιο. Ἂν δὲν συντρίψη τὸ ἐγώ του, θὰ συνεχίζη
νὰ σφάλλη περισσότερο καὶ θὰ συντρίβεται ἀνώφελα ἀπὸ τὸν ἐγωισμό του. Καὶ ὅταν
δὲν ξέρη κανεὶς πόσο κακὸ εἶναι ἡ δικαιολογία, ἔχει ἐλαφρυντικά. Ἀλλά, ὅταν
ξέρη ἢ τοῦ τὸ λένε οἱ ἄλλοι, τότε δὲν ἔχει ἐλαφρυντικά.
Θέλει πολλὴ προσοχή, ὅταν πᾶς νὰ βοηθήσης
κάποιον ποὺ ἔχει μάθει νὰ δικαιολογῆται, γιατὶ μερικὲς φορὲς γίνεται τὸ ἑξῆς: Ἀφοῦ
δικαιολογεῖται, σημαίνει ὅτι ἔχει πολὺ ἐγωισμό, ὁπότε, ὅταν τοῦ πῆς ὅτι αὐτὸ ποὺ
ἔκανε δὲν εἶναι σωστό, θὰ πῆ καὶ ἄλλα ψέματα καὶ ἄλλες δικαιολογίες, ὥσπου νὰ
σοῦ ἀποδείξη κι ἐκεῖνο καὶ τὸ ἄλλο, γιὰ νὰ μὴ θιχτῆ. Ἔτσι ὅμως γίνεσαι αἰτία ἐσύ,
ποὺ πῆγες νὰ τοῦ ἀποδείξης ὅτι σφάλλει, νὰ γίνη πιὸ ἐγωιστής, πιὸ ψεύτης. Ἀπὸ τὴν
στιγμὴ ποὺ θὰ δῆς ὅτι συνεχίζει τὶς δικαιολογίες, δὲν χρειάζεται νὰ τοῦ ἀποδείξης
τίποτε. Κάνε προσευχὴ νὰ τὸν φωτίση ὁ Θεός.
Ἂν δὲν ἐξηγῆς, θὰ σὲ δικαιώση ὁ Θεὸς
–
Γέροντα, πολλὲς φορές,
ὅταν μοῦ κάνουν
μιὰ παρατήρηση, νομίζω
πὼς πρέπει νὰ δώσω ἐξηγήσεις, καὶ λέω: «Ναί, ἔτσι εἶναι, ἀλλά...».
– Τί τὸ θέλεις αὐτὸ τὸ «ἀλλά»; Τὸ «ἀλλὰ» δὲν
ἔχει... ἁλάτι καὶ ὅλα τὰ ἀλλοιώνει
μὲ τὴν κακὴ ἔννοια. Νὰ λές: «Εὐλόγησον, μὲ
τὴν εὐχή σου ἄλλη φορὰ θὰ προσέχω».
–
Γέροντα, ὅταν κάποιος
βγάλη ἕνα λανθασμένο
συμπέρασμα γιὰ μιὰ
ἐνέργειά μου, χρειάζεται νὰ ἐξηγήσω πῶς
κινήθηκα;
– Ἂν ἔχης πνευματικὴ δύναμη, δηλαδὴ ταπείνωση,
νὰ δεχτῆς ὅτι ἔφταιξες καὶ
νὰ μὴ μιλήσης. Ἄφησε νὰ σὲ δικαιώση ὁ
Θεός. Ἂν δὲν μιλήσης ἐσύ, θὰ μιλήση μετὰ ὁ Θεός. Βλέπεις, ὁ Ἰωσήφ3, ὅταν τὰ ἀδέλφια
του τὸν πούλησαν, δὲν εἶπε: «Εἶμαι ἀδελφός τους· δὲν εἶμαι δοῦλος· ὁ πατέρας
μου μ᾿ ἀγαποῦσε πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅλα τὰ παιδιά του». Δὲν μίλησε, καὶ μετὰ μίλησε ὁ
Θεὸς καὶ τὸν ἔκανε βασιλιά4. Τί νομίζεις, δὲν πληροφορεῖ ὁ Θεός; Καὶ ἂν ὁ Θεὸς
γιὰ τὸ συμφέρον σου δείξη τὴν ἀλήθεια, καλά. Ἂν
ὅμως δὲν τὴν δείξη, πάλι γιὰ τὸ συμφέρον
σου θὰ εἶναι.Ὅταν σὲ ἀδικῆ κάποιος, νὰ
σκέφτεσαι ὅτι δὲν σὲ ἀδικεῖ ἀπὸ κακία, ἀλλὰ
ἐπειδὴ ἔτσι εἶδε τὰ πράγματα. Ὕστερα,
ἂν δὲν ἔχη κακία, ὁ Θεὸς θὰ τὸν πληροφορήση,
θὰ καταλάβη ὅτι ἀδίκησε καὶ θὰ μετανοήση. Μόνον ὅταν ὑπάρχη κακία, δὲν
πληροφορεῖ ὁ Θεός, γιατὶ ἡ συχνότητα στὴν ὁποία ἐργάζεται ὁ Θεὸς εἶναι ταπείνωση-ἀγάπη.
– Κάνει, Γέροντα, νὰ ζητάω ἐξηγήσεις μετὰ ἀπὸ
μιὰ παρεξήγηση;
– Χάλασε ὁ λογισμός σου;
– Ὄχι.
– Ἂν δὲν χάλασε ὁ λογισμός σου, δὲν
χρειάζεται νὰ σοῦ ἐξηγήση ὁ ἄλλος. Ἂν χάλασε ὁ λογισμός σου, καλὸ εἶναι νὰ σοῦ
δοθῆ μιὰ ἐξήγηση, γιὰ νὰ μὴ χαλάση περισσότερο.
– Γέροντα, ἂν δὲν ἐξηγῆς, γιὰ νὰ δικαιολογήσης
τὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ λὲς πῶς
ἀντιμετώπισες ἕνα περιστατικό, πῶς κινήθηκες
κ.λπ.;
– Δὲν χρειάζεται. Καλύτερα νὰ λὲς «εὐλόγησον»,
καὶ νὰ μὴν ἐξηγῆς. Ἐκτὸς ἂν
σοῦ ζητήσουν νὰ δώσης ἐξηγήσεις, τότε
ταπεινὰ νὰ πῆς πῶς ἔγινε.
– Δηλαδή, Γέροντα, πότε πρέπει νὰ ἐξηγῆ
κανείς;
– Ὅταν πρόκειται γιὰ παρεξήγηση ποὺ ἀφορᾶ ἄλλους,
τότε ἐπιβάλλεται νὰ ἐξηγήση κανείς, γιὰ νὰ βοηθήση μιὰ κατάσταση. Ἢ ὅταν εἶναι
κανεὶς εὐαίσθητος, ἔχη καὶ λίγο ἐγωισμὸ καὶ μπορῆ νὰ καμφθῆ, ἂν δὲν μιλήση,
τότε καλύτερα εἶναι νὰ ἐξηγήση πῶς κινήθηκε.
– Μερικὲς φορές, Γέροντα, δὲν μποροῦμε νὰ
ξεχωρίσουμε τὴν δικαιολογία ἀπὸ τὴν ἐξήγηση.
– Ἡ δικαιολογία δὲν φέρνει ἀνάπαυση στὴν
ψυχή, ἐνῶ ἡ ἐξήγηση φέρνει ἀνάπαυση καὶ εἰρήνη.
Ὅποιος μελετᾶ σωστὰ τὸν ἑαυτό του δὲν τὸν
δικαιολογεῖ
– Γέροντα, πῶς γίνεται, ἐνῶ νιώθω τὴν ἀδυναμία
μου, νὰ δικαιολογοῦμαι;
– Δὲν ἔνιωσες τὴν ἀδυναμία σου, γι᾿ αὐτὸ
δικαιολογεῖσαι. Ἂν τὴν εἶχες νιώσει, δὲν θὰ δικαιολογοῦσες τὸν ἑαυτό σου. Ἀγαποῦμε
τὸν ἑαυτό μας· δὲν θέλουμε νὰ δυσκολευτοῦμε· δὲν ἀγαποῦμε τὸν κόπο. Θέλουμε
πολλὲς φορὲς χωρὶς κόπο νὰ ἀποκτήσουμε περιουσία. Τοὐλάχιστον νὰ ἀναγνωρίσουμε ὅτι,
ἔτσι ὅπως ἀντιμετωπίζουμε τὰ πράγματα, δὲν πᾶμε καλὰ πνευματικὰ καὶ νὰ
ταπεινωθοῦμε. Ἀλλὰ οὔτε κόπος οὔτε ἀναγνώριση ὑπάρχει.
– Μπορεῖ κάποιος νὰ μελετᾶ, νὰ ἐξετάζη τὸν
ἑαυτό του καὶ νὰ τὸν δικαιολογῆ;
– Ὅποιος μελετᾶ σωστὰ τὸν ἑαυτό του δὲν τὸν
δικαιολογεῖ. Καὶ βλέπεις, εἶναι
μερικοὶ ἔξυπνοι, τετραπέρατοι, ποὺ κάνουν
τελικὰ τὶς μεγαλύτερες ἀνοησίες. Γιατὶ εἶναι καὶ τὸ βόλεμα. «Πῶς μὲ βολεύει, πῶς
μὲ ἐξυπηρετεῖ ἐμένα».
– Γέροντα, αὐτὸς ποὺ δικαιολογεῖται δὲν
βλέπει τὶς πτώσεις του στὸν ἀγώνα;
– Ὅ,τι καὶ ἂν κάνη, τὸν ξεγελᾶ ὁ διάβολος
καὶ τὰ δικαιολογεῖ ὅλα, τὸ θέλημα,
τὸ πεῖσμα, τὸν ἐγωισμό, τὸ ψέμα.
– Δὲν θὰ τὸν βοηθοῦσε νὰ καθρεφτίζη τὸν ἑαυτό
του στὰ Πατερικὰ βιβλία, καὶ
κυρίως στὴν Ἁγία Γραφή;
– Γιὰ ἕναν ποὺ σκέφτεται σωστά,
πνευματικά, λύνονται ὅλα τὰ προβλήματα
μέσα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ Πατερικὰ
βιβλία. Τὰ βλέπει μέσα ἐκεῖ ξεκάθαρα.
Ἕναν ὅμως ποὺ δὲν κάνει ἐργασία πνευματικὴ
καὶ ἡ ψυχή του δὲν εἶναι ἐξαγνισμένη,
δὲν τὸν βοηθάει οὔτε ἡ Ἁγία Γραφή, γιατὶ ὅλα
τὰ ἑρμηνεύει ἀνάποδα. Καλύτερα εἶναι
νὰ λέη τὸν λογισμό του στὸν πνευματικό του
καὶ νὰ μὴν ἑρμηνεύη μόνος του αὐτὰ ποὺ διαβάζει. Ἂν διαβάση λ.χ. Παλαιὰ Διαθήκη,
μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύση πονηρὰ αὐτὰ ποὺ θὰ διαβάση καὶ νὰ μολυνθῆ. Ἔχω προσέξει,
μερικοὶ παίρνουν κάτι ἀπὸ τὰ πνευματικὰ ποὺ διαβάζουν καὶ τὸ ἑρμηνεύουν ὅπως τοὺς
βολεύει. Δὲν εἶναι ὅτι δὲν τοὺς κόβει ἢ δὲν καταλαβαίνουν αὐτὰ ποὺ διαβάζουν, τὰ
ἑρμηνεύουν ὅμως ἔτσι, γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὸν ἑαυτό τους. Φοβερὸ πράγμα! Ἀλλὰ
καὶ τὰ πνευματικὰ ποὺ ἀκοῦν, ἔχω καταλάβει, σπάνια τὰ πιάνουν σωστά. Λέω, ἂς ὑποθέσουμε,
ἕνα περιστατικό, γιὰ νὰ τονίσω κάτι. Ἐνῶ ἐγὼ ἄλλο θέλω νὰ τονίσω, μερικοὶ
ψάχνουν νὰ βροῦν κάτι ἀπὸ ὅλο τὸ περιστατικό, γιὰ νὰ πιαστοῦν καὶ νὰ δικαιολογήσουν
ἕνα κουσούρι, ἕνα σφάλμα
τους, γιὰ νὰ ἀναπαύσουν δηλαδὴ
τὰ πάθη τους.
Δὲν σκέφτονται ὅτι αὐτός, γιὰ τὸν ὁποῖο κάτι ἀνέφερα, δὲν πρόσεξε καὶ
κατέληξε ἐκεῖ ποὺ κατέληξε, ἀλλὰ λένε: «ἀφοῦ ὑπάρχουν ἄνθρωποι σὲ τόσο ἄσχημη
κατάσταση, τότε ἐμεῖς εἴμαστε πολὺ καλά», καὶ ἔτσι δικαιολογοῦν τὸν ἑαυτό τους.
Ἀπὸ δικαιολογίες ὁ διάβολος βρίσκει ἕνα σωρό.
Ἡ δικαιολογία δὲν φέρνει ἀνάπαυση
Ὅποιος δικαιολογεῖ τὸν ἑαυτό του, ἀνάπαυση
δὲν βρίσκει. Δὲν ἔχει παρηγοριά. Αὐτὸν ποὺ δικαιώνει τὸν ἑαυτό του, ὁ ἑαυτός
του τὸν δικαιώνει; Ὁ ἑαυτός του, ἡ συνείδησή του, δὲν τὸν δικαιώνουν, καὶ δὲν ἔχει
ἀνάπαυση. Αὐτὸ δείχνει ὅτι φταίει. Πῶς τὰ ἔχει κανονίσει ὁ Θεός! Ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο
τὴν συνείδηση, φοβερό! Μπορεῖ νὰ ἐπιτύχη κάποιος αὐτὸ ποὺ θέλει εἴτε μὲ βάρβαρο
τρόπο εἴτε μὲ πονηριὰ εἴτε μὲ κολακεία, ἀλλὰ ἀνάπαυση δὲν θὰ βρῆ. Ἀπὸ αὐτὸ
μπορεῖ μόνος του νὰ διαπιστώση ὅτι δὲν βαδίζει καλά.
Ὅταν κάποιος δέχεται τὴν ἀδικία, εἶναι σὰν
νὰ παίρνη μιὰ πνευματικὴ περιουσία καὶ χαίρεται. Ἐνῶ, ὅταν δικαιώνη τὸν ἑαυτό
του, εἶναι σὰν νὰ ξοδεύη κάτι ἀπὸ τὴν περιουσία του καὶ δὲν νιώθει χαρά. Θέλω νὰ
πῶ, δὲν ἔχει τὴν πνευματικὴ ἀνάπαυση ποὺ θὰ εἶχε, ἂν δὲν δικαίωνε τὸν ἑαυτό
του. Πόσο μᾶλλον ὅταν δὲν ἔχη δίκαιο καὶ δικαιώνη τὸν ἑαυτό του! Ὀργὴ Θεοῦ
μαζεύει, γιατὶ τότε εἶναι ἕνα ἅρπαγμα· σπαταλάει μιὰ περιουσία ποὺ τοῦ δίνεται.
Βρίσκει ἀνάπαυση αὐτὸς ποὺ σπαταλάει;
Μὲ τὴν δικαιολογία κανεὶς τυφλώνεται. Ἀκόμη
καὶ ἄνθρωπο νὰ σκοτώση, τὸν δικαιολογεῖ ὁ διάβολος. «Πῶς τὸν ὑπέμεινες τόσον
καιρό; τοῦ λέει. Ἔπρεπε νὰ τὸν εἶχες σκοτώσει νωρίτερα». Καὶ μπορεῖ νὰ θέλη νὰ
πάρη καὶ μισθὸ ἀπὸ τὸν Χριστὸ γιὰ τὰ λίγα χρόνια ποὺ ὑπέμεινε! Κατάλαβες; Ἐκεῖ
φθάνει!
– Ἀφοῦ, Γέροντα, αὐτὸς ποὺ δικαιολογεῖται
ταλαιπωρεῖται, γιατί δέχεται αὐτὸ τὸ βάσανο τῆς συνειδήσεως;
– Εἶναι ἡ συνήθεια. Γιὰ νὰ τὴν κόψη, χρειάζεται
θέληση. Καὶ πρέπει νὰ μάθη ὄχι μόνο νὰ μὴ δικαιολογῆται, ἀλλὰ καὶ νὰ τοποθετῆται
σωστά. Ἂν δὲν δικαιολογηθῆ, ἀλλὰ
μέσα του πιστεύη
ὅτι τὸν ἀδίκησαν,
τότε εἶναι χειρότερα.
Γιατί, ἂν δικαιολογηθῆ, θὰ τοῦ πῆ
καὶ ὁ ἄλλος κάτι καὶ θὰ μπορέση ἔτσι νὰ γνωρίση τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ βγῆ ἀπὸ τὴν
πλάνη. Ἀλλιῶς, μπορεῖ νὰ μὴ μιλάη, ἀλλὰ μέσα του νὰ λέη:
«ἔχω δίκιο, ὅμως δὲν μιλάω, γιατὶ ἔχω ἀνωτερότητα»,
καὶ νὰ παραμένη στὴν πλάνη.
Νὰ παίρνουμε τὸ βάρος ἐπάνω μας
– Γέροντα, χθὲς εἴπατε ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ ὑπομονὴ
καὶ ἄλλο ἡ ἀνοχή. Τί ἐννοούσατε;
– Ὑπομονὴ δὲν εἶναι τὸ νὰ ἀνέχωμαι τὸν ἄλλον.
Ὅταν λέω ὅτι ἀνέχομαι τὸν ἄλλον, εἶναι σὰν νὰ λέω: «Ὁ ἄλλος εἶναι χάλια, ἐγὼ εἶμαι
καλά, καὶ τὸν ἀνέχομαι». Ἡ πραγματικὴ ὑπομονὴ εἶναι νὰ αἰσθάνωμαι ἐνοχὴ γιὰ τὴν
κατάστασή του καὶ νὰ τὸν πονάω. Αὐτὸ ἔχει πολλὴ ταπείνωση καὶ ἀγάπη, καὶ τότε
δέχομαι τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ βοηθιέται καὶ ὁ ἄλλος. Ἂν δῶ, ἂς ὑποθέσουμε,
κάποιον κουτσὸ ἢ κουφὸ ἢ ναρκομανῆ, πρέπει νὰ σκεφθῶ: «ἂν ἤμουν ἐγὼ σὲ καλὴ
πνευματικὴ κατάσταση, θὰ παρακαλοῦσα τὸν Θεὸ καὶ θὰ τὸν ἔκανε καλά», γιατὶ ὁ
Χριστὸς εἶπε: «θὰ σᾶς δώσω δύναμη νὰ κάνετε μεγαλύτερα θαύματα ἀπὸ μένα»5, ὁπότε
ἔρχεται ὁ πόνος, ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄλλον. Ἐνῶ, ἂν πῶ: «ἔ, τί νὰ τὸν κάνω, ἀνάπηρος
εἶναι, ἂς καθήσω λίγο κοντά του· θὰ ἔχω ἄλλωστε καὶ τὸν μισθό μου», τότε ἀνέχομαι
τὸν ἄλλον καὶ δικαιολογῶ τὸν ἑαυτό μου ὅτι ἔκανα τὸ καθῆκον μου.
– Γέροντα, πάντα βοηθάει νὰ παίρνης ὅλο τὸ
σφάλμα ἐπάνω σου;
– Ναί, ἂν τὸ σηκώνης, πολὺ βοηθάει. Νὰ
μέμφεσαι γιὰ ὅλα τὸν ἑαυτό σου. Νὰ παίρνης τὸ σφάλμα ἀπὸ τὸν ἄλλον, νὰ τὸ ρίχνης
στὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ παρακαλᾶς τὸν Χριστὸ νὰ σοῦ δίνη δύναμη νὰ τὸ σηκώνης. Καὶ
ὅταν θὰ παίρνης ἐπάνω σου περισσότερο βάρος ἀπ᾿ ὅ,τι ἔσφαλες ἤ, κι ἂν ἀκόμη δὲν
ἔσφαλες, πιστεύης κατὰ κάποιον τρόπο ὅτι ἔσφαλες, τότε δὲν θὰ τὸ παίρνης ποτὲ ἐπάνω
σου, δὲν θὰ ὑπερηφανεύεσαι, καὶ θὰ ἔχης πλούσια τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Πρέπει ὅμως
νὰ προσέξης, νὰ δῆς ἂν μπορῆς νὰ σηκώσης περισσότερο βάρος. Γιατί, ἂν δὲν μπορῆς,
θὰ πάθης κήλη, δισκοπάθεια...
– Ποιά εἶναι ἡ κήλη καὶ ἡ δισκοπάθεια σ᾿ αὐτὴν
τὴν περίπτωση;
– Ἂν πάρης ἐπάνω σου λ.χ. ἕνα σφάλμα ποὺ δὲν
μπορεῖς νὰ τὸ σηκώσης καὶ
δὲν δώσης καμμιὰ ἐξήγηση, μετὰ θὰ
γογγύσης, θὰ ἀγανακτήσης, θὰ κατακρίνης...
– Ὅμως, ἂν ἐξηγήσω, αὐτὸ δὲν θὰ εἶναι
δικαιολογία;
– Ἔ, νὰ κοιτάξης νὰ δικαιολογήσης αὐτὸ ποὺ
δὲν μπορεῖς νὰ σηκώσης καὶ τὸ ἄλλο νὰ τὸ ἀφήσης. Ἂν εἶναι λ.χ. εὐαίσθητος κανείς, νὰ κοιτάξη νὰ
σηκώση ὅσο μπορεῖ· νὰ μὴν κάνη τὸν δυνατό. Νὰ ἐξετάζη τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ τὸν ἀδικῆ
μὲ διάκριση, ἀνάλογα μὲ τὸ βάρος ποὺ μπορεῖ νὰ σηκώση, γιὰ νὰ μὴν τὸν κάμψη ὁ ἐχθρὸς
μὲ τὴν ὑπερευαισθησία, τὸν ρίξη σὲ ἀπόγνωση καὶ τὸν ἀχρηστέψη.
– Γέροντα, μερικὲς φορὲς ὄχι μόνο
δυσκολεύομαι νὰ δεχθῶ τὴν ἀδικία, ἀλλὰ
μετατοπίζω τὴν εὐθύνη μιᾶς πτώσεώς μου σὲ ἄλλον.
– Ἐσεῖς, ὄχι μόνο δὲν σηκώνετε ἀπὸ ἀγάπη τὸν
τουρβᾶ τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ θέλετε
νὰ
δώσετε καὶ τὸν
δικό σας βαρὺ
τουρβᾶ ὄχι μόνο
στὸν ὑγιῆ ἀλλὰ
καὶ στὸν φιλάσθενο! Χρειάζεται
νὰ ἀποκτήσης πνευματικὴ
παλληκαριά, γιὰ νὰ παίρνης
ἐπάνω σου ὅλη τὴν εὐθύνη τῆς ἁμαρτίας σου. Ὅσο περισσότερο βάρος προσθέτουμε στὸν
ἑαυτό μας, παίρνοντας ἐπάνω μας τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων, τόσο περισσότερο ὁ Καλὸς
Θεὸς μᾶς ἐλαφρώνει τὸ φορτίο καὶ νιώθουμε θεία ἀγαλλίαση.
Τὸ νὰ σηκώση ἀπὸ ἀγάπη κάποιος ποὺ ἔχει
σωματικὲς δυνάμεις δυὸ σακκιὰ
τσιμέντο στὴν πλάτη, γιὰ νὰ ἀπαλλάξη ἕναν ἀδύνατο
ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ σηκώση
βάρος, δὲν ἔχει τόση ἀξία, ὅση τὸ νὰ
σηκώση τὸ βάρος τοῦ σφάλματος τοῦ ἄλλου, νὰ τὸ κάνη δικό του, καὶ ἂς φανῆ στοὺς
ἄλλους ὅτι ἔσφαλε αὐτός. Αὐτὸ εἶναι μεγάλη ἀρετή, μεγάλη ταπείνωση.
Σὲ ἕνα Κοινόβιο στὸ Ἅγιον Ὄρος κάποιος
δόκιμος μίλησε μιὰ φορὰ ἄσχημα
στὸν
τυπικάρη6, ποὺ ἦταν
καὶ ἱερομόναχος, γιατὶ
τὴν ὥρα ποὺ
διάβαζε στὴν ἀκολουθία τοῦ ἔδειξε
ποιό κοντάκιο νὰ πῆ πρῶτα. Ἐνῶ πῆγε νὰ τὸν βοηθήση, ἐκεῖνος ἔγινε ἔξω φρενῶν.
Μετὰ τὴν ἀκολουθία ὁ δόκιμος κλείστηκε θυμωμένος στὸ κελλί του. Ὁ
τυπικάρης γύρισε στὸν
ἑαυτό του, πῆρε
τὸ βάρος ἐπάνω
του καὶ στενοχωρέθηκε, γιατὶ
σκέφθηκε ὅτι αὐτὸς ἔγινε αἰτία νὰ ἀντιδράση ἔτσι ὁ ἀδελφός. Τὸν πείραζε ἀληθινὰ
ἡ συνείδηση. Καὶ ἐνῶ ὡς τυπικάρης εἶχε εὐθύνη γιὰ τὴν ἀκολουθία, δὲν ἔλαβε ὑπ᾿ ὄψιν
του τὴν εὐθύνη, ἀλλὰ εἶπε: «Ἐγὼ φταίω ποὺ νευρίασε ὁ ἀδελφός». Πῆγε λοιπὸν στὸ
κελλὶ τοῦ δοκίμου νὰ τοῦ βάλη μετάνοια. Ἐκεῖνος ὅμως εἶχε κλειδώσει καὶ δὲν ἄνοιγε.
Τότε κάθησε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα του καὶ περίμενε ἀπὸ τὸ πρωὶ ὣς τὶς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα
ποὺ σήμανε γιὰ τὸν ἑσπερινό, ὁπότε ὁ δόκιμος ἀναγκάστηκε νὰ βγῆ. Πέφτει κάτω ὁ
τυπικάρης, τοῦ βάζει μετάνοια καὶ τοῦ λέει: «Νὰ μὲ συγχωρήσης, ἀδελφέ, ἔφταιξα»!
Ἔτσι ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.
6 Ὁ ὑπεύθυνος
μοναχὸς γιὰ τὴν τήρηση τῶν
διατάξεων ποὺ ἀφοροῦν
στὶς Ἱερὲς
Ἀκολουθίες τοῦ ἡμερονυκτίου καὶ γενικὰ γιὰ
τὴν ἐκκλησιαστικὴ εὐταξία.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Ψαλμ. 24, 7.
2 Βλ. Γέν. 3, 11–13.
3 Βλ. Γέν. 37, 20 κ.ἑ.
4 Βλ. Γέν. 41, 41.
5 Βλ. Ἰω. 14, 12.
Εισαγωγή στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το
Βιβλίο :
ΛΟΓΟΙ Γ’ - ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
© Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Μοναζουσῶν
«Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»
Η ηλεκτρονική επεξεργασία μορφοποίηση
κειμένου και εικόνων έγινε από
τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο
Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου