Ας εξετάσουμε τι έχει να μας πει αυτή η προσευχή για την ενσάρκωση του Ιησού Χριστού και για τη θεραπεία μας απ’ αυτόν και μέσα σ’ αυτόν.
Υπάρχουν στην Προσευχή του Ιησού δυο «πόλοι» ή δυο ακραία σημεία. «Κύριε…Υιέ του Θεού»· η Προσευχή μιλάει πρώτα για τη δόξα του Θεού, διακηρύσσοντας τον Ιησού σαν Κύριο όλης της δημιουργίας και σαν τον αιώνιο Υιό. Έπειτα στο κλείσιμό της η Προσευχή στρέφεται στην κατάσταση μας ως αμαρτωλών – αμαρτωλών εξ αιτίας της πτώσης, αμαρτωλών από τις προσωπικές μας πράξεις τις λαθεμένες: «..με τον αμαρτωλόν». Είναι σημαντικό το ότι λέμε «ελέησόν με τον αμαρτωλόν»-σαν να ήμουν εγώ ο μοναδικός αμαρτωλός.
Έτσι η Προσευχή αρχίζει με λατρεία και τελειώνει με μετάνοια. Ποιός ή τί μπορεί να συμφιλιώσει αυτά τα δύο άκρα της θείας δόξας και της ανθρώπινης αμαρτωλότητας; Υπάρχουν τρεις λέξεις στην Προσευχή που δίνουν την απάντηση.
Η πρώτη είναι «Ιησούς», το προσωπικό όνομα που δόθηκε στο Χριστό μετά την ανθρώπινη γέννησή του από την Παρθένο Μαρία. Αυτό το όνομα έχει την έννοια του Σωτήρα· καθώς είπε ο άγγελος στο θετό πατέρα του Χριστού, τον άγ. Ιωσήφ: «και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν, αυτός γάρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών»
Η δεύτερη λέξη είναι ο τίτλος «Χριστός», η αντίστοιχη ελληνική απόδοση του «Μεσσίας», που σημαίνει «Αυτός που έχει χριστεί από το Άγιο Πνεύμα του Θεού». Για τους Εβραίους της Π. Διαθήκης ο Μεσσίας ήταν ο αναμενόμενος λυτρωτής, ο μελλοντικός βασιλιάς που με τη δύναμη του Πνεύματος θα τους ελευθέρωνε από τους εχθρούς τους.
Η τρίτη λέξη είναι «έλεος», ένας όρος που σημαίνει αγάπη στην πράξη, αγάπη που εργάζεται για να φέρει τη συγχώρεση, την απελευθέρωση, την ολοκλήρωση. Το να έχεις έλεος σημαίνει ν’ απαλλάξεις τον άλλο από την ένοχη που δεν μπορεί να εξαλείψει με τις δικές του προσπάθειες· να τον απαλλάξεις από τα χρέη που ο ίδιος δεν μπορεί να πληρώσει· να τον γιατρέψεις απ’ την αρρώστια, για την οποία δεν μπορεί να βρει αβοήθητος καμιά γιατρειά. Ο όρος «έλεος» σημαίνει ακόμη ότι όλ’ αυτά προσφέρονται σαν ένα ελεύθερο δώρο· αυτός που ζητάει έλεος δεν έχει απαιτήσεις απ’ τον άλλο, δεν έχει δικαιώματα για να τα επικαλεστεί.
Η προσευχή του Ιησού λοιπόν δείχνει και το πρόβλημα του ανθρώπου και τη λύση του Θεού. Ο Ιησούς είναι ο Σωτήρας, ο κεχρισμένος βασιλιάς, αυτός που έχει το έλεος. Αλλά η προσευχή μας λέει ακόμη κάτι περισσότερο για το πρόσωπο του ίδιου του Ιησού. Προσφωνείται «Κύριος» και «Υιός του Θεού»· εδώ η Προσευχή μιλεί για τη θεότητα του, για την υπερβατικότητα και για την αιωνιότητά του. Προσφωνείται όμως εξ ίσου «Ιησούς», δηλ. με το προσωπικό όνομα που η μητέρα του και ο θετός του πατέρας του έδωσαν μετά την ανθρώπινη γέννησή του στη Βηθλεέμ. Έτσι η Προσευχή μιλάει επίσης για την ανθρώπινη φύση του, για την γνήσια πραγματικότητα της ανθρώπινης γέννησής του.
Η Προσευχή του Ιησού είναι επομένως μια κατάφαση της πίστης στον Ιησού Χριστό που είναι και αληθινός Θεός και απόλυτα άνθρωπος. Είναι ο Θεάνθρωπος που μας σώζει από τις αμαρτίες μας, ακριβώς επειδή είναι ταυτόχρονα και Θεός και άνθρωπος. Ο άνθρωπος δεν μπορούσε να έρθει στο Θεό, έτσι ο Θεός ήρθε στον άνθρωπο – κάνοντας τον εαυτό του ανθρώπινο. Μέσα στην «εκστατική» του αγάπη, ο Θεός ενώνεται με τη δημιουργία του πιο στενά απ’ την κάθε δυνατή ένωση, καθώς γίνεται ο ίδιος αυτό που δημιούργησε. Ο Θεός σαν άνθρωπος εκπληρώνει το μεσολαβητικό έργο που ο άνθρωπος απέκρουσε κατά την πτώση. Ο Ιησούς, ο Σωτήρας μας, γεφυρώνει την άβυσσο ανάμεσα στο Θεό και στον άνθρωπο γιατί είναι ταυτόχρονα και Θεός και άνθρωπος. Όπως λέμε σ’ έναν από τους ορθόδοξους ύμνους της παραμονής των Χριστουγέννων, «Ο ουρανός και η γη σήμερον ηνώθησαν, τεχθέντος του Χρίστου. Σήμερον Θεός επί γης παραγέγονε, και άνθρωπος εις ουρανούς αναβέβηκε».
Η ενσάρκωση λοιπόν είναι η υπέρτατη πράξη του Θεού για να μας απολυτρώσει και να ξανασυνδέσει την επικοινωνία μας μαζί του. Αλλά τί θα είχε γίνει αν δεν είχε συμβεί ποτέ μια πτώση; Θα είχε διαλέξει ο Θεός να γίνει άνθρωπος ακόμη και αν ο άνθρωπος δεν είχε αμαρτήσει ποτέ; Θάπρεπε να θεωρηθεί η ενσάρκωση απλώς σαν απάντηση του Θεού στη δύσκολη θέση του πεπτωκότος ανθρώπου, ή είναι κατά κάποιο τρόπο μέρος της αιώνιας πρόθεσης του Θεού; Μήπως θάπρεπε να κοιτάξουμε πίσω από την πτώση και να δούμε την πράξη της ενανθρώπισης του Θεού σαν την εκπλήρωση της αληθινής μοίρας του ανθρώπου;
Σ’ αυτή την υποθετική ερώτηση δεν μπορούμε εμείς, στην τωρινή μας κατάσταση, να δώσουμε καμιά τελική απάντηση. Αφού ζούμε μέσα στην πτωτική κατάσταση, δεν μπορούμε να φανταστούμε καθαρά ποιά θα ήταν η σχέση του Θεού με το ανθρώπινο γένος αν δεν είχε συμβεί η πτώση. Οι χριστιανοί συγγραφείς έτσι, στις περισσότερες περιπτώσεις, έχουν περιορίσει την εξέταση του θέματος της ενσάρκωσης στο πλαίσιο της πτωτικής κατάστασης του ανθρώπου. Αλλά υπάρχουν μερικοί που ριψοκινδύνεψαν μια ευρύτερη θεώρηση, ιδιαίτερα ο άγ. Ισαάκ ο Σύρος και ο άγ. Μάξιμος ο Ομολογητής στην Ανατολή, καθώς και ο Duns Scotus στη Δύση. Η Ενσάρκωση, λέει ο άγ. Ισαάκ, είναι το πιο ευλογημένο και το πιο χαρμόσυνο πράγμα που θα μπορούσε να είχε συμβεί στο ανθρώπινο γένος. Μπορεί λοιπόν να είναι σωστό, το να ορίσουμε σαν αιτία γι’ αυτό το χαρμόσυνο γεγονός κάτι που ίσως ποτέ να μη συνέβαινε και που στ’ αλήθεια δε θάπρεπε ποτέ να έχει γίνει έτσι; Βέβαια ο άγ. Ισαάκ πιστεύει, ότι η πρόσληψη της ανθρωπότητάς μας απ’ το Θεό πρέπει να κατανοηθεί όχι μόνο σαν μια απάντηση στην αμαρτία του ανθρώπου, αλλά επίσης και κυρίως σαν μια πράξη αγάπης, σαν μια έκφραση της ίδιας της φύσης του Θεού. Ακόμη κι’ αν η πτώση δεν είχε γίνει, ο Θεός, μέσα στην απεριόριστη, εκστατική του αγάπη θα είχε πάλι διαλέξει να ταυτίσει τον εαυτό του με τη δημιουργία του με το να γίνει άνθρωπος.
Η Ενσάρκωση του Χριστού, ιδωμένη μ’ αυτό τον τρόπο, έχει περισσότερη σημασία από μια αναίρεση της πτώσης ή από μια αποκατάσταση του ανθρώπου στην αρχική του κατάσταση μέσα στον Παράδεισο. Όταν ο Θεός γίνεται άνθρωπος, αυτό σημαδεύει την αρχή ενός ουσιαστικά νέου σταδίου στην ιστορία του ανθρώπου και όχι μόνο μια επιστροφή στο παρελθόν. Η Ενσάρκωση ανεβάζει τον άνθρωπο σ’ ένα καινούργιο επίπεδο· η τελευταία κατάσταση είναι υψηλότερη από την πρώτη. Μόνο μέσα στον Ιησού Χριστό βλέπουμε ν’ αποκαλύπτονται όλες οι δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης μας· μέχρι να γεννηθεί, η αληθινή σημασία της προσωπικότητάς μας, μας ήταν κρυμμένη. Η γέννηση του Χριστού, όπως λέει ο Μ. Βασίλειος, είναι «η γενέθλια ημέρα όλου του ανθρώπινου γένους». Ο Χριστός είναι ο πρώτος τέλειος άνθρωπος -τέλειος δηλ. όχι μόνο δυναμικά, όπως ήταν ο Αδάμ με την αθωότητά του πριν από την πτώση, αλλά με την έννοια της απόλυτα πραγματοποιημένης «ομοίωσης». Η Ενσάρκωση λοιπόν δεν είναι μόνο ένας τρόπος για ν’ απαλειφθούν τα αποτελέσματα του προπατορικού αμαρτήματος, αλλά είναι ένα ουσιαστικό στάδιο στο ταξίδι του ανθρώπου από τη θεία εικόνα στη θεϊκή εξομοίωση. Η αληθινή εικόνα και ομοίωση του Θεού είναι ο ίδιος ο Χριστός· κι έτσι, από την πρώτη-πρώτη στιγμή της δημιουργίας του ανθρώπου κατ’ εικόνα, η Ενσάρκωση του Χριστού, κατά κάποιο τρόπο είχε υπονοηθεί. Η αληθινή αιτία λοιπόν για την Ενσάρκωση δεν βρίσκεται στην αμαρτωλότητα του ανθρώπου αλλά στη μη πεπτωκυÀα φύση του, στην ύπαρξή του που έγινε σύμφωνα με τη θεϊκή εικόνα και είναι ικανή να ενωθεί με το Θεό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου