«Ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί
οι μη έχοντες ελπίδα» [49]
Θάνατος παιδιών
- Μια μάνα, Γέροντα, που το παιδί της πέθανε πριν από εννέα χρόνια, σας
παρακαλεί να κάνετε προσευχή να το δη έστω στον ύπνο της, για να
παρηγορηθή.
- Πόσων χρόνων ήταν το παιδί; ήταν μικρό; Είναι σημαντικό αυτό. Άμα το
παιδί ήταν μικρό και η μητέρα είναι σε κατάσταση που, αν της
παρουσιασθή, δεν θα αναστατωθή, θα παρουσιασθή. Αιτία είναι η μητέρα που
δεν παρουσιάζεται το παιδί.
- Μπορεί, Γέροντα, αντί να παρουσιασθή το παιδί στην μητέρα που το ζητάει, να παρουσιασθή σε κάποιον άλλον; (1)
- Πως δεν μπορεί! Κανονίζει ανάλογα ο Θεός. Όταν ακούω για τον θάνατο
κάποιου νέου, λυπάμαι, αλλά λυπάμαι ανθρωπίνως. Γιατί, αν εξετάσουμε τα
πράγματα πιο βαθιά, θα δούμε ότι, όσο μεγαλώνει κανείς, και περισσότερο
αγώνα πρέπει να κάνη, αλλά και περισσότερες αμαρτίες προσθέτει. Ιδίως
όταν είναι κοσμικός, όσο περνούν τα χρόνια, αντί να βελτιώση την
πνευματική του κατάσταση, την χειροτερεύει με τις μέριμνες, με τις
αδικίες κ.λπ. Γι’ αυτό είναι πιο κερδισμένος, όταν τον παίρνη ο Θεός
νέο.
-Γέροντα, γιατί ο Θεός επιτρέπει να πεθαίνουν τόσοι νέοι άνθρωποι;
- Κανείς δεν έχει κάνει συμφωνία με τον Θεό πότε θα πεθάνη. Ο Θεός τον
κάθε άνθρωπο τον παίρνει στην καλύτερη στιγμή της ζωής του, με έναν
ειδικό τρόπο, για να δώση την ψυχή του. Εάν δη ότι κάποιος θα γίνη
καλύτερος, τον αφήνει να ζήση. Εάν δη όμως ότι θα γίνη χειρότερος, τον
παίρνει, για να τον σώση. Μερικούς πάλι που έχουν αμαρτωλή ζωή, αλλά
έχουν την διάθεση να κάνουν καλό, τους παίρνει κοντά Του, πριν προλάβουν
να το κάνουν, επειδή ξέρει ότι θα έκαναν το καλό, μόλις τους δινόταν η
ευκαιρία. Είναι δηλαδή σαν να τους λέη: «Μην κουράζεσθε· αρκεί η καλή
διάθεση που έχετε». Άλλον, επειδή είναι πολύ καλός, τον διαλέγει και τον
παίρνει κοντά Του, γιατί ο Παράδεισος χρειάζεται μπουμπούκια.(2)
Φυσικά οι γονείς και οι συγγενείς είναι λίγο δύσκολο να το καταλάβουν
αυτό. Βλέπεις, πεθαίνει ένα παιδάκι, το παίρνει αγγελούδι ο Χριστός, και
κλαίνε και οδύρονται οι γονείς, ενώ έπρεπε να χαίρωνται, γιατί που
ξέρουν τι θα γινόταν, αν μεγάλωνε; Θα μπορούσε άραγε να σωθή; Όταν του
1924 φεύγαμε από την Μικρά Ασία με το καράβι, για να έρθουμε στην
Ελλάδα, εγώ ήμουν βρέφος. Το καράβι ήταν γεμάτο πρόσφυγες και, όπως με
είχε η μητέρα μου μέσα στις φασκιές, ένας ναύτης πάτησε επάνω μου. Η
μάνα μου νόμισε ότι πέθανα και άρχισε να κλαίη. Μια συγχωριανή μας
άνοιξε τις φασκιές και διαπίστωσε ότι δεν είχα πάθει τίποτε. Αν πέθαινα
τότε, σίγουρα θα πήγαινα στον Παράδεισο. Τώρα που είμαι τόσων χρονών και
έχω κάνει τόση άσκηση, δεν είμαι σίγουρος αν πάω στον Παράδεισο.(3)
Αλλά και τους γονείς βοηθάει ο θάνατος των παιδιών. Πρέπει να ξέρουν ότι
από εκείνη την στιγμή έχουν έναν πρεσβευτή στον Παράδεισο. Όταν
πεθάνουν, θα ‘ρθούν τα παιδιά τους με εξαπτέρυγα στην πόρτα του
Παραδείσου να υποδεχθούν την ψυχή τους. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό! Στα
παιδάκια πάλι που ταλαιπωρήθηκαν εδώ από αρρώστιες ή από κάποια
αναπηρία ο Χριστός θα πη: «Ελάτε στον Παράδεισο και διαλέξτε το καλύτερο
μέρος». Και τότε εκείνα θα Του πουν: «Ωραία είναι εδώ, Χριστέ μας, αλλά
θέλουμε και την μανούλα μας κοντά μας». Και ο Χριστός θα τα ακούση και
θα σώση με κάποιον τρόπο και την μητέρα.(4)
Βέβαια δεν πρέπει να φθάνουν οι μητέρες και στο άλλο άκρο. Μερικές
μανάδες πιστεύουν ότι το παιδί τους που πέθανε αγίασε και πέφτουν σε
πλάνη. Μια μητέρα ήθελε να μου δώση κάτι από τον γιο της που είχε
πεθάνει, για ευλογία, γιατί πίστευε ότι αγίασε. «Έχει ευλογία, με
ρώτησε, να δίνω τα πράγματά του;» «Όχι, της είπα, καλύτερα να μη δίνης».
Μια άλλη είχε κολλήσει την Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ στον Εσταυρωμένο την
φωτογραφία του παιδιού της που το είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί και έλεγε:
«Και το παιδί μου σαν τον Χριστό έπαθε». Οι γυναίκες που κάθονταν και
ξενυχτούσαν στον Εσταυρωμένο την άφησαν, για να μην την πληγώσουν. Τι να
έλεγαν; Πληγωμένη ήταν.(5)
Παρηγοριά στους πενθούντες
- Πόση δύναμη χρειάζονται, Γέροντα, οι άνθρωποι, για να αντιμετωπίσουν τον αιφνίδιο θάνατο!
- Άμα έχουν συλλάβει το βαθύτερο νόημα της ζωής, βρίσκουν την δύναμη να
αντιμετωπίσουν τον θάνατο, γιατί τον αντιμετωπίζουν πνευματικά. Με τα
μηχανάκια πόσα παιδιά καταστρέφονται! Πόσα παλληκάρια σκοτώνονται με τις
μοτοσυκλέτες! Σηκώνουν την μοτοσυκλέτα πίσω στην μία ρόδα, οπότε εύκολα
τουμπάρουν και σπάζουν το κεφάλι τους. Το θεωρούν κατόρθωμα ποιος θα
σηκώση την μοτοσυκλέτα περισσότερο! «Κρατούσα, λέει, σούζα την
μοτοσυκλέτα στην πίσω ρόδα και τουμπάρισα». Ο διάβολος, βλέπεις, τι τους
βάζει να κάνουν, για να χτυπήσουν στο κεφάλι; Γιατί αλλιώς, ακόμη κι αν
είχαν κάποιο ατύχημα, μπορεί να χτυπούσαν αλλού και να μην
σακατεύονταν. Για να επιτρέψη όμως ο Θεός την κακία του διαβόλου ή την
απροσεξία του άλλου, σημαίνει ότι θα βγη κάτι καλό.(6)
-Τότε, Γέροντα, γιατί η Εκκλησία μας εύχεται «υπέρ του διαφυλαχθήναι» από αιφνίδιο θάνατο[50];
- Εκείνο είναι άλλο. Ζητά από τον Θεό να μη μας βρη ο θάνατος ανέτοιμους.
- Γέροντα, μια μητέρα είναι απαρηγόρητη, γιατί το παιδί της πηγαίνοντας στην δουλειά σκοτώθηκε σε τροχαίο.
- Πες της: «Από κακότητα χτύπησε ο οδηγός το παιδί σου; Όχι. Εσύ, για να
σκοτωθή το έστειλες στην δουλειά; Όχι. Να πης λοιπόν ‘’δόξα Σοι ο
Θεός’’, γιατί μπορεί να γινόταν ένα αλητάκι και ο Θεός το πήρε στην
κατάλληλη ώρα. Τώρα είναι ασφαλισμένο στον Ουρανό. Τι κλαις; Ξέρεις ότι
βασανίζεις το παιδί με το κλάμα; Θέλεις να βασανίζεται το παιδί σου ή να
χαίρεται; Φρόντισε να βοηθήσης τα άλλα παιδιά που έχεις και είναι
μακριά από τον Θεό. Γι’ αυτά να κλαις». Να, και χθες ήρθε μια μητέρα με
κλάματα και μου είπε: «Μου πήρε ο Θεός το μονάκριβο παιδί μου», και τα
έβαζε με τον Θεό. «Αν το καλοσκεφθής, της είπα, σε τίμησε ο Θεός. Το
πήρε κοντά Του αγγελούδι, βαπτισμένο όπως ήταν. Αυτό είναι αγγελούδι και
εσύ τα βάζεις με τον Θεό; Αυτό θα βρης μεθαύριο να πρεσβεύη στον Θεό».
Μετά που μου μίλησε για την ζωή της, είπε πως μπορούσε να έχη πολλά
παιδιά, αλλά, όταν ήταν νέα, δεν ήθελε να έχη παιδιά.(7)
Πόσες μητέρες προσεύχονται και ζητούν να είναι τα παιδιά τους κοντά στον
Θεό! «Δεν ξέρω, λένε, τι θα κάνης, Θεέ μου, θέλω να σωθή το παιδί μου·
να είναι κοντά Σου». Αν τυχόν όμως ο Θεός δη ότι το παιδί θα
παραστρατήση, ότι πηγαίνει στην καταστροφή και δεν υπάρχει άλλος τρόπος
να σωθή, το παίρνει με αυτόν τον τρόπο. Επιτρέπει λ.χ. έναν μεθυσμένο να
το χτυπήση με το αυτοκίνητο και να το σκοτώση, και έτσι το παίρνει
κοντά Του. Αν υπήρχε περίπτωση να γίνη καλύτερο, θα έφερνε ένα εμπόδιο
να αποφύγη το ατύχημα. Μετά ξεμεθάει και αυτός που χτύπησε το παιδί,
έρχεται σε συναίσθηση και σε όλη του την ζωή τον πειράζει η συνείδησή
του. «Εγκλημάτησα», λέει. Και παρακαλεί συνέχεια τον Θεό να τον
συγχωρήση. Σώζεται και αυτός. Η μάνα πάλι με τον πόνο της συμμαζεύεται,
σκέφτεται τον θάνατο και ετοιμάζεται για την άλλη ζωή, οπότε σώζεται και
αυτή. Βλέπετε πως οικονομάει ο Θεός από την προσευχή της μάνας να
σώζωνται ψυχές; Αν όμως οι μητέρες δεν το καταλαβαίνουν αυτό, τα βάζουν
με τον Θεό! Τι τραβάει και ο Θεός με εμάς!(8)
Όταν κανείς παύη να αντιμετωπίζη τα πράγματα κοσμικά, βρίσκει ανάπαυση.
Γιατί, πως είναι δυνατόν ο άνθρωπος να παρηγορηθή αληθινά, αν δεν
πιστέψη στον Θεό και στην αληθινή ζωή, την μετά θάνατον, την αιώνια; Τον
καιρό που ήμουν στο Μοναστήρι του Στομίου, ζούσε στην Κόνιτσα μια χήρα
γυναίκα, που πήγαινε συνέχεια στο Κοιμητήρι και έσκουζε ώρες ολόκληρες.
Τους αναστάτωνε όλους με τις φωνές της. Χτυπιόταν, χτυπούσε το κεφάλι
της στην πλάκα του τάφου! Όλο τον πόνο της τον έβγαζε εκεί. Πήγαιναν,
την έπαιρναν από εκεί και αυτή ξαναγύριζε. Αυτό γινόταν για χρόνια. Ο
άνδρας της είχε σκοτωθή από τους Γερμανούς και η κόρη της, λίγα χρόνια
μετά τον θάνατο του πατέρα, μόλις έγινε δεκαεννιά χρονών, πέθανε από
καρδιά και είχε μείνει μόνη της η φουκαριάρα. Αν το δη κανείς αυτό
εξωτερικά, θα πη: «Γιατί να το επιτρέψη ο Θεός;». (9)Και
αυτή έτσι εξωτερικά το αντιμετώπιζε και δεν μπορούσε να παρηγορηθή. Μια
φορά που πήγα να δω τι συμβαίνει, μου έλεγε: «Γιατί ο Θεός το έκανε
αυτό; Ο άνδρας μου σκοτώθηκε στον πόλεμο. Είχα μια κόρη, μου την πήρε
και αυτή...». Έλεγε-έλεγε, τα έβαζε με τον Θεό. Αφού την άφησα να
ξεσπάση λίγο, της είπα: «Να σου πω κι εγώ κάτι. Τον άνδρα σου τον ήξερα·
ήταν πολύ καλός. Σκοτώθηκε στον πόλεμο για την Πατρίδα, πάνω στο ιερό
καθήκον. Ο Θεός δεν θα τον αφήση. Μετά σου άφησε την κόρη σου για λίγα
χρόνια κοντά σου, οπότε είχες μια παρηγοριά. Έπειτα όμως, επειδή ίσως θα
ξέφευγε η κοπέλα, την πήρε ο Θεός σ’ αυτήν την καλή κατάσταση που
βρισκόταν, για να την σώση». Αυτή, ενώ ο άνδρας της ήταν πολύ ήσυχος,
ήταν λίγο κοσμική. Δεν της είπα φυσικά ότι «εσύ ήσουν κοσμική», αλλά την
ρώτησα: «Τώρα, εσύ, τι σκέφτεσαι; Αγαπάς τον κόσμο;». «Δεν θέλω να δω
τίποτε και κανέναν», μου λέει. «Βλέπεις, της λέω, τώρα και για σένα ο
κόσμος πέθανε. Ο πόνος σε βοηθάει και δεν σε ενδιαφέρει τίποτε το
κοσμικό. Έτσι μεθαύριο θα είστε όλοι μαζί στον Παράδεισο. Τέτοια τιμή ο
Θεός σε ποιον την έχει κάνει; Το καταλαβαίνεις;». Μετά από αυτήν την
συζήτηση σταμάτησε να πηγαίνη στο Κοιμητήρι. Μόλις βοηθήθηκε να συλλάβη
το βαθύτερο νόημα της ζωής, ησύχασε.(10)
- Γέροντα, άκουσα ότι, όταν κάποιος δολοφονήται, εξιλεώνεται, γιατί παίρνει τις αμαρτίες του ο δολοφόνος.
- Έχει ελαφρυντικά κατά κάποιον τρόπο. Μπορεί να πη στον Θεό: «Εγώ θα
μετανοούσα, αλλά αυτός με σκότωσε». Έτσι θα πέση το βάρος στον δολοφόνο.
Μερικοί που δεν τους κόβει λένε: «Αν υπήρχε Θεός, δεν θα άφηνε να
γίνωνται συνέχεια εγκλήματα· θα τιμωρούσε τους εγκληματίες». Δεν
καταλαβαίνουν ότι ο Θεός αφήνει τους εγκληματίες να ζήσουν, για να είναι
αναπολόγητοι την ημέρα της Κρίσεως, που δεν μετανόησαν, παρόλο που τους
έδωσε χρόνια, για να μετανοήσουν, ενώ εκείνους που σκοτώνονται θα τους
τακτοποιήση.(11)
Ο θάνατος είναι αποχωρισμός για λίγα χρόνια
Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο άνθρωπος στην πραγματικότητα δεν πεθαίνει. Ο
θάνατος είναι απλώς μετάβαση από την μια ζωή στην άλλη. Είναι ένας
αποχωρισμός για ένα μικρό διάστημα, Όπως, όταν πάη κάποιος, ας
υποθέσουμε, στο εξωτερικό για έναν χρόνο, οι δικοί του στενοχωριούνται,
γιατί θα τον αποχωρισθούν για έναν χρόνο, ή αν λείψη δέκα χρόνια, έχουν
στενοχώρια για τον αποχωρισμό των δέκα χρόνων, έτσι πρέπει να βλέπουν
και τον αποχωρισμό από τα αγαπημένα τους πρόσωπα με τον θάνατο. Αν
πεθάνη, ας υποθέσουμε, κάποιος και οι δικοί του είναι ηλικιωμένοι, να
πουν: «Μετά από καμμιά δεκαπενταριά χρόνια θα ανταμώσουμε». Αν είναι
νεώτεροι, να πουν: «Μετά από πενήντα χρόνια θα ανταμώσουμε». Πονάει
φυσικά κανείς για τον θάνατο κάποιου συγγενικού του προσώπου, αλλά
χρειάζεται πνευματική αντιμετώπιση. Τι λέει ο Απόστολος Παύλος: «Ίνα μη
λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα»[51]. Πόσες φορές λ.χ.
θα τον έβλεπε εδώ στην γη; Κάθε μήνα; Να σκεφθή ότι εκεί θα τον βλέπη
συνέχεια. Μόνον όταν δεν έχη καλή ζωή αυτός που φεύγει, δικαιολογούμαστε
να ανησυχούμε. Αν λ.χ. ήταν σκληρός, τότε, αν πραγματικά τον αγαπάμε
και θέλουμε να συναντηθούμε στην άλλη ζωή, πρέπει να κάνουμε πολλή
προσευχή γι’ αυτόν.(12)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου