Ὁ
Σεβασμιώτατος κ. Ἱερόθεος εὐλογεῖ τά κόλλυβα τοῦ ἁγίου Παϊσίου τοῦ
Ἁγιορείτου, στό τέλος τῆς πρώτης ἀγρυπνίας πού τελέσθηκε πρός τιμήν του,
στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου, 28 πρός 29
Ἰανουαρίου.Πρόσφατα καί συγκεκριμένα τήν 13η Ἰανουαρίου (2015) τό
Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὁμοφώνως ἀπεφάσισε τήν ἁγιοκατάταξη τοῦ π.
Παϊσίου στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ λέξη ἁγιοκατάταξη εἶναι ἡ ὀρθή
λέξη πού χρησιμοποιεῖται γιά τήν περίπτωση αὐτή, γιατί ὁ εὐσεβής λαός
ἀναγνωρίζει καί ἀποδέχεται κάποιον ὡς ἅγιο ἀπό τήν ὀρθόδοξη πίστη, τήν
ὀρθόδοξη ζωή, τά θαύματα-σημεῖα πού ἐπιτελοῦσε ὅσο ζοῦσε, ἀλλά καί μετά
τήν κοίμησή του, πού εἶναι καρποί τῆς κατά Χάριν θεώσεως, καί στήν
συνέχεια τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τόν κατατάσσει στό ἁγιολόγιο τῆς
Ἐκκλησίας.
Ὁ ἅγιος Παΐσιος ἦταν μιά ἐκπληκτική
φυσιογνωμία πού ἀναγνωριζόταν ὡς μεγάλος ἀσκητής καί Γέροντας ἀπό ὅλους
τούς Ὀρθοδόξους, ὡς ἐφάμιλλος ἀρχαίων μεγάλων ἀσκητῶν καί Γερόντων, γι’
αὐτό προσέτρεχαν σέ αὐτόν Ὀρθόδοξοι ἀπό ὅλα τά ἔθνη καί κατά
ἑκατοντάδες καί χιλιάδες τόν ἐπισκέπτονταν τόσο στό Ἅγιον Ὄρος ὅσο καί
στήν Ἱερά Μονή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στήν Σουρωτή, γιά νά
λάβουν τήν εὐλογία του, καί νά ἀκούσουν τήν σοφή διδασκαλία καί συμβουλή
του, ἀλλά καί νά λάβουν ἀπαντήσεις στά προβλήματα πού τούς
ἀπασχολοῦσαν.
Εἶναι ἐκπληκτικό ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπό
τούς Χριστιανούς τῆς Ἑλλάδος, κυρίως τῆς Μακεδονίας καί τῆς Θράκης
ἔχουν νά ποῦν ἕναν λόγο πού ἄκουσαν ἀπό τά χείλη του. Ἡ ἐπίδρασή του
ἦταν μεγάλη σέ ὅλους τούς λαούς, ἀλλά καί μέσα στό Ἅγιον Ὄρος, καί
μάλιστα μέ τόν τρόπο του συνετέλεσε στήν ἐπάνδρωση τῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου
Ὄρους, γιατί σχεδόν ὅλοι ὅσοι εἶχαν ἐπιθυμία νά γίνουν μοναχοί τόν
ἐπισκέπτονταν γιά νά λάβουν τήν εὐλογία του καί νά ἀκούσουν τίς σοφές
συμβουλές του. Πέρα ἀπό τούς μοναχούς, τόν ἐπισκέπτονταν Θεολόγοι,
Καθηγητές Πανεπιστημίου, πολιτικοί, Κληρικοί, Ἐπίσκοποι, Μητροπολίτες,
Ἀρχιεπίσκοποι καί Πατριάρχες γιά νά ἀκούσουν κάποιον λόγο ἀπό τά χείλη
του. Στήν περίπτωσή του, νομίζω, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, ἀναβίωσε ἡ
μορφή τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου.
Στό κείμενο αὐτό θά καταγράψω μερικές σκέψεις μου πάνω σέ αὐτήν τήν μεγάλη καί ἐκπληκτική φυσιογνωμία τῆς ἐποχῆς μας.
Ἡ πρότασή μου γιά τήν ἁγιοκατάταξή του
Διέρρευσε στόν ἠλεκτρονικό καί ἔντυπο
τύπο ὅτι πρίν ἀπό χρόνια εἶχα κάνει πρόταση στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο
γιά τήν ἁγιοκατάταξη τοῦ π. Παϊσίου, καί γι’ αυτό πολλοί μέ ἐρωτοῦσαν
καί φυσικά τό ἐπιβεβαίωνα.
Πράγματι,
ὅταν τό 2004 εἶχε ἐκδοθῆ τό βιβλίο μέ τίτλο Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ
Ἁγιορείτου, τό διάβασα καί ἐνθουσιάστηκα πάρα πολύ, γιατί τόν γνώριζα
προσωπικά καί γι’ αὐτό εἶπα μέσα μου: «Εἶναι δυνατόν ὁ π. Παΐσιος νά μήν
εἶναι ἅγιος;». Εἶχα βέβαια προσωπική ἄποψη γιά τόν ἅγιο Γέροντα ἀπό τίς
πολλές συναντήσεις μαζί του, ἀλλά εἶχα ἐντυπωσιασθῆ καί ἀπό τίς
συζητήσεις του μέ τίς μοναχές τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου
Σουρωτῆς, τίς ὁποῖες δημοσίευσε ἡ Ἱερά Μονή. Καί τότε ἔγραψα ἕνα
κείμενο δώδεκα σελίδων, σέ μιά γλώσσα ἀρχαιοπρεπῆ καί ἐκκλησιαστική,
προτείνοντας στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τήν ἁγιοκατάταξή του, καί τήν
ἀπέστειλα σέ αὐτό διά τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Νομίζω ὅτι τό κείμενο τῆς ἐπιστολῆς εἶναι μιά πνευματική βιογραφία τοῦ
ὁσίου Παϊσίου, γραμμένη μέ θεολογικό καί πατερικό λόγο.
Ἄν διαβάση κανείς αὐτό τό κείμενο, θά
διαπιστώση ὅτι δέν ἦταν ἁπλῶς μιά τυπική πρόταση οὔτε χρησιμοποίησα
διάφορα γεγονότα πού ἐπιβεβαίωναν τήν ἁγιότητά του, οὔτε ἀκόμη κατέγραψα
συγκεκριμένα θαυματουργικά σημεῖα πού ἔχουν γίνει μέ τήν προσευχή
του, οὔτε ἀναφερόμουν στίς ἀκολουθίες πού ἔχουν γραφῆ, καί συγκεκριμένες
εἰκόνες πού ἔχουν ἁγιογραφηθῆ γι' αὐτόν. Κυρίως προσπάθησα νά ἀναδείξω
τήν θεολογική ὕπαρξη τοῦ π. Παϊσίου, ὅτι δηλαδή ἦταν πράγματι ἕνας
ἐμπειρικός θεολόγος, ἕνας μεγάλος ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄν καί δέν
εἶχε σπουδάσει θεολογία σέ κάποιο Ἀνώτατο Πανεπιστημιακό Ἵδρυμα.
Αὐτός ἦταν ἕνας Προφήτης μέ τήν αὐστηρή
ὀρθόδοξη σημασία τοῦ ὅρου, γιατί οἱ Προφῆτες ἦταν καί εἶναι οἱ
πραγματικοί θεολόγοι στήν Ἐκκλησία. Ἀκόμη, ἦταν ἕνας Ἀπόστολος, ἀφοῦ καί
αὐτοί δέν εἶχαν σπουδάσει σέ κάποια Θεολογική Σχολή τῆς ἐποχῆς τους,
ἀλλά ἦταν πραγματικοί θεολόγοι μέσα στήν Ἐκκλησία, διότι ἔφθασαν στό
ὕψος τῆς Πεντηκοστῆς. Ἄλλωστε, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει
εὔστοχα ὅτι οἱ ἅγιοι θεολογοῦν «ἁλιευτικῶς καί οὐκ ἀριστοτελικῶς»,
δηλαδή θεολογοῦν μέ τήν ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς, ὅπως ἔκαναν οἱ
Ἀπόστολοι πού ἐνῶ ἦταν ἁλιεῖς καί ἀγράμματοι, ἦταν θεόπτες, καί δέν
θεολογοῦσαν μέ βάση τήν ἀριστοτελική φιλοσοφία, ἀλλά μέσα ἀπό τήν
θεοπτία τους. Καί ὁ π. Παΐσιος ἦταν Προφήτης καί Ἀπόστολος, δηλαδή
πραγματικός θεολόγος.
Αὐτό προσπάθησα νά καταγράψω στό κείμενο
πού ἔστειλα στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, χρησιμοποιώντας διάφορα χωρία,
τόσο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅσο καί τῶν ἁγίων Πατέρων. Στήν πραγματικότητα
μέ αὐτό πού ἔκανα κατέγραψα τά θεολογικά κριτήρια πού ἀναδεικνύουν καί
φανερώνουν κάποιον ὡς ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί, ὅπως γνωρίζουμε, οἱ
ἅγιοι δέν εἶναι ἁπλῶς οἱ καλοί καί ἐνάρετοι ἄνθρωποι, οὔτε κάποιοι πού
μᾶς κάνουν ἐντύπωση, γιατί ὑπάρχουν πολλοί πού ἔχουν τέτοια ἐξωτερικά
προσόντα, ἀλλά εἶναι ἐκεῖνοι πού εἶναι κατοικητήρια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
καί δι’ αὐτῶν ὁμιλεῖ ὁ Χριστός, ὁπότε ὅλη ἡ ὕπαρξή τους εἶναι
θεολογοῦσα, ὁ λόγος τους, ἡ σιωπή τους, ἡ γραφή τους, ὅλα ἀναδίδουν τό
ἄρωμα τῆς ἁγιότητος. Σέ ὅλα τά θέματα πού ὑπάρχουν στήν Ἐκκλησία πρέπει
νά βλέπουμε τήν θεολογία, καί μάλιστα ὄχι μιά στοχαστική, συναισθηματική
καί ἠθικιστική θεολογία, ἀλλά τήν ἐμπειρική θεολογία πού ἐπιβεβαιώνεται
μέ πολλά σημεῖα.
Αὐτό
βλέπει ὁ λαός καί τό ἐκτιμᾶ. Ὅταν κάνω λόγο γιά λαό δέν ἐννοῶ τούς
ἀνθρώπους γενικῶς, ἀλλά κυρίως ἐκείνους πού διαθέτουν πνευματικές
αἰσθήσεις, καί νοερά ἐνέργεια στήν καρδιά γιά νά συλλαμβάνουν αὐτήν τήν
θεολογοῦσα ὕπαρξη ἑνός ἀνθρώπου. Ὁ λαός πρέπει νά ἔχη θεολογικά
κριτήρια, προερχόμενα ἀπό τήν ἐμπειρία γιά νά ἀναγνωρίση κάποιον ὡς
ἅγιο. Δυστυχῶς, δέν ἔχουν ὅλοι τέτοια θεολογικά κριτήρια, ἀλλά ὁμιλοῦν
ἀπό κάποιο συμφέρον ἤ ἀπό τόν δικό τους τρόπο σκέψεως. Συμβαίνει ὅ,τι
καί μέ ἕνα καλώδιο τό ὁποῖο πιάνουμε ἐξωτερικά, ἀλλά δέν αἰσθανόμαστε
τίποτε, καί πάνω του μπορεῖ νά καθήση ἕνα μικρό πουλάκι, χωρίς νά πάθη
τίποτα, ἄν καί μέσα ἀπό αὐτό περνᾶ ὑψηλή τάση ρεύματος. Ἔτσι καί ἐμεῖς
βλέποντας πολλές φορές ἕναν ἅγιο δέν καταλαβαίνουμε τί συμβαίνει μέσα σέ
αὐτόν, δέν μποροῦμε νά αἰσθανθοῦμε τήν ὑψηλή τάση ἐνέργειας τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, τοῦ ρεύματος τῆς αἰωνίου ζωῆς, πού διαπερνᾶ μέσα ἀπό αὐτόν.
Αὐτό συνέβαινε καί μέ τόν ἅγιο Παΐσιο.
Μέσα ἀπό αὐτόν περνοῦσε ἕνα ρεῦμα αἰωνίου ζωῆς. Καί πολλοί ἄνθρωποι πού
πήγαιναν νά τόν συναντήσουν, ἐνθουσιάζονταν ἀπό τίς συμβουλές πού τούς
ἔδινε καί τούς λόγους του, ἀλλά δυστυχῶς δέν καταλάβαιναν πολλά πράγματα
ἀπό τήν ἐσωτερική ζωή πού εἶχε, δέν εἶχαν τήν πνευματική εὐαισθησία καί
τά κριτήρια γιά νά ἀντιληφθοῦν αὐτό τό ρεῦμα τῆς αἰωνίου ζωῆς πού
περνοῦσε μέσα ἀπό τήν ὕπαρξή του, καί τό πνευματικό φῶς πού ἔβγαινε ἀπό
μέσα του, ἀπό τά μάτια του καί τούς λόγους του.
Μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, προσπάθησα μέ τήν
πρότασή μου στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο νά ἀναδείξω αὐτήν τήν ἐσωτερική
θεολογική ἀτμόσφαιρα πού τόν διακατεῖχε, ὥστε νά εἶναι πραγματική καί
θεολογική πρόταση, καί νά πληροῖ ὅλες τίς ὀρθόδοξες προϋποθέσεις
ἐντάξεως κάποιου στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, νά εἶναι δηλαδή θεούμενος.
Λίγο
καιρό ἀφότου ἔστειλα τό γράμμα, ἔλαβα γράμμα ἀπό τόν Οἰκουμενικό
Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο –εἶχα δέ ἐν τῷ μεταξύ προτείνει μέ ἄλλο γράμμα
μου τήν ἁγιοκατάταξη τοῦ π. Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου καί τοῦ π.
Σωφρονίου τοῦ Ἔσσεξ, τοῦ Θεολόγου καί Ἡσυχαστοῦ– ὁ ὁποῖος μέ διαβεβαίωνε
ὅτι ἔλαβε «τάς εἰσηγητικάς ἐπιστολάς», ἐμακάρισε «τήν φιλάγιον
αἴσθησίν» μου· μέ πληροφοροῦσε ὅτι τούς θεωρεῖ ὅτι εἶναι «δυνάμει» ἅγιες
μορφές· μάλιστα ἐπειδή καί ἐκεῖνος τούς γνώρισε προσωπικά θά θεωροῦσε
«ὡς κορυφαιοτάτας στιγμάς» «τῆς Πατριαρχικῆς διακονίας» «καί ἰδιαιτάτην
εὔνοιαν τοῦ Κυρίου» σέ αὐτόν «τήν ἐπί τῶν ἡμερῶν» του «συντέλεσιν τῆς
λίαν ποθητῆς ἐπισήμου ἐκκλησιαστικῆς διαγνώμης περί τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς
ἁγιότητος αὐτῶν». Συγχρόνως, μέ συνέχαιρε γιά τά εἰσηγητικά γράμματα
καί μοῦ εὐχόταν ὅπως ἔχω «ἰσόβιον σύνδρομον τήν πατρικήν εὐλογίαν τῶν ὧν
εἰσηγήσατο Πατέρων τήν ἁγιοκατάταξιν» στήν ποιμαντική μου διακονία.
Ἡ ἁγιοκατάταξη τοῦ π. Πορφυρίου
πραγματοποιήθηκε μετά ἐννέα χρόνια (2013) καί τοῦ π. Παϊσίου μετά ἕνδεκα
χρόνια (2015). Φυσικά ἤθελε καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης νά γίνουν
αὐτές οἱ ἁγιοκατάξεις, καί οἱ συνεργάτες του, καί αὐτό ἐπιβεβαιώθηκε μέ
τήν ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἡ γνωριμία μου μέ τόν π. Παΐσιο
Θεωρῶ μεγάλη εὐλογία ἀπό τόν Θεό πού
γνώρισα τόν π. Παΐσιο καί εἶχα μιά πνευματική ἐπικοινωνία μαζί του.
Πάντοτε τόν πλησίαζα μέ δέος καί εὐλάβεια καί ἄκουγα μέ προσοχή ὅσα μοῦ
ἔλεγε. Κατ’ ἀρχάς εἶχα πληροφορίες γι’ αὐτόν ἀπό διαφόρους ἀνθρώπους
πού διηγοῦνταν διάφορα περιστατικά ἀπό τότε πού ἦταν λαϊκός καί
ἀρχάριος μοναχός. Γεννήθηκα καί μεγάλωσα στά Γιάννενα, ἐνῶ ἐκεῖνος
μεγάλωσε στήν κοντινή Κόνιτσα, καί ἄκουγα πάρα πολλά ἀπό τήν παιδική μου
ἡλικία γιά τό πρόσωπό του. Ὅταν ἀργότερα στήν Κόνιτσα ἔγινε
Μητροπολίτης ὁ πνευματικός μου πατέρας, δηλαδή ὁ Μητροπολίτης
Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης κυρός Σεβαστιανός, ὁ ὁποῖος πρίν
γίνει Μητροπολίτης ἦταν Ἱεροκήρυξ στά Γιάννενα, πήγαινα πολλές φορές
στήν Κόνιτσα γιά νά τόν συναντήσω. Ἐκεῖ γνώρισα τόν ἀδελφό τοῦ π.
Παϊσίου (τότε ὁ π. Παΐσιος εἶχε ἀναχωρήσει ἀπό τήν Ἱερά Μονή τοῦ Στομίου
καί πῆγε στό Σινᾶ κι ἔπειτα ἐπέστρεψε στό Ἅγιον Ὄρος) τόν Λουκᾶ
Ἐζνεπίδη, ἕναν εὐλαβέστατο ἄνθρωπο, ἀλλά καί συγγενεῖς τοῦ π. Παϊσίου
καί συζητούσαμε γι' αὐτόν.
Ἀργότερα γνώρισα στά Γιάννενα μιά
εὐλαβεστάτη κυρία, τήν Καίτη Πατέρα, πού καταγόταν ἀπό τήν Κόνιτσα, τήν
ὁποία ἀγαποῦσε πάρα πολύ ὁ π. Παΐσιος καί ἕνα διάστημα ἔμενε στό σπίτι
της. Αὐτή ἦταν φίλη τῆς μητέρας μου καί ἐρχόταν στό σπίτι μου νά μέ δῆ
καί νά συζητήσουμε ὁρισμένα πνευματικά θέματα, ἰδίως ὅταν ἔγινα
Κληρικός. Καί θυμᾶμαι ὅτι μοῦ ὁμιλοῦσε μέ πολλή ἀγάπη γιά τόν π. Παΐσιο
καί μέ ἐρωτοῦσε γι’ αὐτόν, γιατί εἶχα ἀρχίσει νά πηγαίνω στό Ἅγιον Ὄρος
καί νά τόν ἐπισκέπτομαι. Ὅμως, ἀπό τίς ἀρχές τῆς ἱερατικῆς μου
διακονίας, ὡς Πρεσβύτερος, δηλαδή ἀπό τίς ἀρχές τοῦ ‘70, ἄρχισα νά
ἐπικοινωνῶ μέ τόν π. Παΐσιο ὅταν ἀσκεῖτο στό Ἅγιον Ὄρος. Πρώτη φορά
συναντήθηκα μέ τόν Γέροντα Παΐσιο τό 1973, πού τότε ἀσκεῖτο στήν καλύβη
τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, πλησίον τῆς Μονῆς Σταυρονικήτα, καί ἀπό τότε τόν
συναντοῦσα συχνά. Ὁ λόγος του μέ ὠφέλησε πάρα πολύ στήν ζωή μου. Ὁ
Γέροντας Παΐσιος ἦταν ἀπό τά σημαντικότερα πρόσωπα, καί τούς
σημαντικότερους ἀσκητές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πού ἔπαιξαν πολύ μεγάλο ρόλο
στήν ζωή μου.
Ὁ ἅγιος ΠαΐσιοςἈξιώθηκα πολλές φορές νά
περπατήσω μαζί του, μάλιστα μιά φορά γιά τέσσερεις ὧρες περπατήσαμε ἀπό
τήν Σιμωνόπετρα μέχρι τήν καλύβη του στήν Παναγούδα, στήν Σκήτη τοῦ
Κουτλουμουσίου, κοντά στίς Καρυές. Μιά ἄλλη φορά περπατήσαμε ἀπό τήν
καλύβη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μέχρι τήν Μονή Σταυρονικήτα. Πολλές φορές
συζήτησα γιά πνευματικά θέματα, ἀγρύπνησα μαζί του στό Μοναστήρι
Σταυρονικήτα. Μιά φορά διανυκτέρευσα στήν καλύβη του καί προσευχηθήκαμε
ὅλη τήν νύκτα μέ κομποσχοίνι σέ διαφορετικά κελλιά.
Κάθε φορά πού τόν πλησίαζα ἀναζητοῦσα
κυρίως νά μάθω γιά τήν ἐσωτερική κατάσταση τῆς πνευματικῆς ζωῆς, γιά τό
μηχανάκι τῆς καρδιᾶς, ὅπως ἐκεῖνος ἔλεγε, ἀπό τήν ὁποία βγαίνει ἡ
καρδιακή νοερά προσευχή. Ἰδιαιτέρως ἦταν μιά περίοδος τῆς ζωῆς μου πού
εἶχα σκοπό νά μάθω γιά τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ καί ὅταν πήγαινα στό Ἅγιον
Ὄρος ρωτοῦσα ὅποιον μοναχό συναντοῦσα γιά τήν νοερά προσευχή. Σέ μιά
τέτοια κατάσταση συνάντησα τόν Γέροντα Παΐσιο καί μοῦ εἶπε θαυμαστά
πράγματα –βγαλμένα μέσα ἀπό τήν πείρα του– γιά τήν νοερά προσευχή,
κυρίως γιά τήν διάκριση μεταξύ τοῦ νοῦ καί τῆς λογικῆς, καί γιά τήν
ἐνεργοποίηση τῆς καρδιᾶς ὥστε νά προσεύχεται ἀδιάλειπτα στόν Θεό.
Ἀκόμη, ὅσες δυσκολίες ἀντιμετώπιζα στήν
ἱερατική μου διακονία, καί μάλιστα σέ πολύ κρίσιμες στιγμές τῆς ζωῆς
μου, τίς συζητοῦσα μαζί του καί μοῦ ἔδινε πάντοτε σημαντικές συμβουλές.
Τοῦ ἔγραφα καί γράμματα, ποτέ ὅμως δέν μοῦ ἀπάντησε, ἀλλά πάντοτε
καταλάβαινα τήν πυρφόρα προσευχή του καί ἔβλεπα νά λύωνται τά προβλήματα
πού ἀντιμετώπιζα. Πιστεύω ὅτι μιά τέτοια μυστική προσευχή του ἔφερε τά
πράγματα ἔτσι ὥστε νά ἀποχωρήσω ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη Ἐδέσσης καί νά
προσληφθῶ ὡς Ἱεροκήρυξ στήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν. Σέ μιά ἄλλη
δύσκολη φάση τῆς ζωῆς μου, μέ ἀντιμετώπισε μέ πολλή ἀγάπη καί μοῦ εἶπε
πολλά παραδείγματα ἀπό τήν ἀσκητική του ζωή καί πῶς ἐκεῖνος ἀντιμετώπισε
παράλληλα προβλήματα.
Ἔτσι, ὕστερα ἀπό τόσα χρόνια συγκινοῦμαι
βαθύτατα ὅταν σκέπτομαι τόν Γέροντα Παΐσιο. Γιά μένα εἶναι μιά ὕπαρξη
πού μοῦ δίνει ζωή, ἐλπίδα, εἶναι μιά ἀπό τίς καλύτερες ἀναμνήσεις τῆς
ζωῆς μου. Ἡ συνάντηση μαζί του, ὅπως καί ἡ συνάντηση μέ μερικούς ἄλλους
Γέροντες, μοῦ ἔδωσαν τό πραγματικό ὀρθόδοξο ψωμί πού ἱκανοποιοῦσε τήν
πνευματική μου πείνα. Μερικά περιστατικά ἀπό τήν ἐπικοινωνία μας εἶναι
δημοσιευμένα σέ διάφορα βιβλία μου.
Τό σημαντικό εἶναι ὅτι ἀπό τότε πού τόν
γνώρισα, καί ὄχι μόνον τώρα πού κατατάχθηκε στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας,
μιλοῦσα στά κηρύγματά μου γι’ αὐτόν καί ἀνέφερα διάφορα θεόπνευστα
λόγια του, καθώς ἐπίσης ἐπικαλούμουν συχνά τήν βοήθειά του καί ζητοῦσα
τίς προσευχές του καί τίς πρεσβεῖες του γιά μένα καί γιά τά πνευματικά
μου παιδιά.
Τρία θεολογικά γνωρίσματα τοῦ ὁσίου Παϊσίου
Ὁ ἅγιος ΠαΐσιοςΔέν εἶναι δυνατόν σέ ἕνα
μικρό κείμενο νά καταγραφοῦν τά θεολογικά γνωρίσματα πού συγκροτοῦσαν
τήν ἁγιασμένη προσωπικότητά του. Γενικά, μπορῶ νά πῶ ὅτι ὁ ὅσιος Παΐσιος
ἦταν θεούμενος, δηλαδή πορευόταν πρός τήν κατά Χάρη θέωση, ζώντας μέσα
στήν Ἐκκλησία μέ τά Μυστήρια καί τήν ἄσκηση. Θά ἐπικεντρώσω τήν προσοχή
σέ τρία ἀπό τά πνευματικά χαρίσματα, πέρα ἀπό τά φυσικά του προσόντα πού
εἶχε, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν ἡ εὐφυΐα του καί ἡ καθαρότητα τῆς σκέψεώς
του.
Τό πρῶτο γνώρισμα ἦταν ὁ ἰσχυρός πόθος
πού εἶχε, ἡ μεγάλη ἔμπνευση καί ἀγάπη του γιά τόν Θεό, ἡ δυνατή ὁρμή του
πού φαινόταν ἀπό τήν ἀπίστευτη ἄσκηση πού ἔκανε, καί ἡ φλογερή προσευχή
του στόν Θεό. Ὅλα αὐτά τά συναντᾶ κανείς σέ μεγάλους ἀσκητές.
Ὅταν τόν συναντοῦσα, νόμιζα ὅτι ἔβλεπα
ἕναν ἀπό τούς μεγάλους ἀσκητές ἐρημίτες τοῦ 4ου αἰῶνος, μοῦ φαινόταν,
δηλαδή, σάν νά γύριζα πίσω δεκαεπτά αἰῶνες, καί ἔβλεπα ἕναν μεγάλο
Καππαδόκη ἀσκητή, ἕναν ἀσκητή τοῦ Γεροντικοῦ στήν Παλαιστίνη, στήν
Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου, στήν ἔρημο τοῦ Σινᾶ. Εἶχε κληρονομήσει ὅλη τήν
παράδοση καί τήν ζωή τοῦ ἀρχαίου ἀσκητισμοῦ-ἐρημιτισμοῦ. Καί καθώς εἶχε
ἕναν τόσο μεγάλο ἔρωτα καί ἰσχυρό πόθο γιά τόν Θεό, ἡ καρδιά του ἦταν
σάν ἕνα μεγάλο ἡφαίστειο, ἀπό τό ὁποῖο ἔβγαινε μιά πνευματική λάβα, ἡ
ἀδιάλειπτη φλογερή προσευχή. Μέσα σέ αὐτήν τήν κατάσταση ἀναπτύχθηκε
πνευματικά, ὡρίμασε στήν πνευματική του ἡλικία, ἔφθασε σέ μεγάλα μέτρα
πνευματικῆς ζωῆς καί γι’ αὐτό μέσα στό Φῶς ἔβλεπε τόν Χριστό, τήν
Παναγία, τούς ἀγγέλους, καί τούς ἁγίους, εἶχε ἐπικοινωνία μέ τήν οὐράνια
Ἐκκλησία καί συμμετεῖχε στήν οὐράνια θεία Λειτουργία.
Μιά φορά τόν ρώτησα: «Γέροντα, ξέρω ὅτι
τά κείμενα μᾶς λένε ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει τόν δικό του φύλακα ἄγγελο.
Ἐσεῖς πῶς τό αἰσθάνεσθε αὐτό, ὑπάρχουν φύλακες ἄγγελοι γιά κάθε
ἄνθρωπο;». Καί ἐκεῖνος μέ τήν ἁπλότητα μικροῦ παιδιοῦ μοῦ ἀπάντησε: «Ἐγώ
πολλές φορές βλέπω τόν φύλακα ἄγγελό μου νά βρίσκεται δίπλα μου καί τόν
ἀσπάζομαι!» Τόση πνευματική σχέση εἶχε μέ ὅλη τήν οὐράνια Ἐκκλησία καί
μέ τόσο ἁπλό τρόπο συμπεριφερόταν καί ζοῦσε. Ὁπότε, μέ τόν μεγάλο πόθο
πού εἶχε γιά τόν Θεό καί τήν ἕνωση μαζί Του, ὡρίμασε πνευματικά, καί
ἔγινε ἕνας βαθύτατος θεολόγος, γιατί θεολόγος δέν εἶναι αὐτός πού
κατέχει ἱστορικές καί ἐγκεφαλικές γνώσεις, πού ἔχει τελειώσει μιά
Θεολογική Σχολή, ἀλλά αὐτός πού βλέπει τόν Θεό, καί κατά συνέπειτα εἶναι
θεόπτης.
Τό δεύτερο γνώρισμά του πού εἶναι
ἀποτέλεσμα τοῦ πρώτου εἶναι ὅτι ἐπειδή ὡρίμασε πνευματικά καί ἔφθασε σέ
μεγάλα ὕψη πνευματικῆς ζωῆς, γι’ αὐτό ἔγινε σάν μικρό παιδί στήν
καθαρότητα τῆς καρδιᾶς καί σέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις του. Ἕνας κανόνας τῆς
πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ὅτι ὅσο ὡριμάζει κανείς πνευματικά, ὅσο αὐξάνεται
στήν πνευματική ἡλικία, «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ»
(Ἐφ. δ΄, 13), τόσο καί γίνεται μικρό παιδί, ὄχι στό μυαλό, ἀλλά στήν
καρδιά. Ὁ Χριστός εἶπε: «ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή
εἰσέλθητε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ιη΄, 3).
Θά πρέπει νά ἑρμηνεύσω τί ἀκριβῶς ἐννοῶ
ὅταν γράφω ὅτι ἔγινε σάν ἕνα μικρό παιδί. Ἐννοῶ ὅτι ἀπέκτησε μιά
καθαρότατη καρδιά σάν τήν καρδιά ἑνός μικροῦ παιδιοῦ, ἡ ψυχή του ἦταν
πάμφωτη πού καταυγαζόταν ἀπό τό φῶς τοῦ Θεοῦ, ἔγινε ἕνας ἐπίγειος
ἄγγελος. Ὅταν τόν πλησίαζε κανείς ἔβλεπε αὐτήν τήν καθαρότητα στά μάτια
του, στά λόγια πού ἔλεγε, στήν καθαρή καί ἄδολη ἀγάπη πού ἐκχεόταν ἀπό
μιά ὁλόφωτη ψυχή. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ζοῦν σέ μιά πάμφωτη λιακάδα, ὅπως
ἔλεγε καί ἐκεῖνος γιά τούς ἁγίους. Ξέρουμε τί σημαίνει μέσα στόν
χειμώνα νά ἀνατέλλη ὁ ἥλιος, καί τί ὄμορφη εἶναι τότε ἡ γῆ, ὅταν ἔπειτα
ἀπό μιά νεροποντή βγαίνη ὁ ἥλιος καί ἐπικρατῆ σέ ὅλη τήν κτίση ἡ καθαρή
ἀτμόσφαιρα. Ἔτσι ἦταν ἡ ψυχή τοῦ Γέροντος Παϊσίου, ἦταν μιά λιακάδα, μιά
ὄμορφη καί πάμφωτη ψυχή.
Αὐτό ἐκφραζόταν καί ἀπό τήν ἁπλότητα πού
τόν χαρακτήριζε. Ἀπέκτησε τήν ἁγία ἁπλότητα, πού δέν εἶναι οἱ ἁπλοί
τρόποι συμπεριφορᾶς, ἀλλά ἡ ἑνοποίηση ὅλης τῆς ὕπαρξης. Ὁ Θεός εἶναι
ἁπλοῦς καί ὁ ἄνθρωπος πού ἑνώνεται μέ τόν Θεό ἑνοποιεῖται ἐσωτερικά, δέν
ἔχει πάθη, γιατί ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς ἑνώνονται καί πορεύονται
πρός τόν Θεό καί βιώνει αὐτήν τήν ἁγία ἁπλότητα. Ὁπότε, ὁ θεούμενος
γίνεται ἁπλός καί αὐτό ἐκφράζεται μέ τούς ἁπλούς λογισμούς, τήν βαθύτατη
ταπείνωση, τήν καθαρότητα τήν ἐσωτερική, τήν ἀρχοντική ἀγάπη.
Ἑπομένως, ὁ Γέροντας Παΐσιος ὡς ὥριμος
πνευματικά, ἔφθασε μέχρι τόν Παράδεισο καί βίωνε οὐράνιες καταστάσεις,
ζοῦσε ἀπό τώρα αὐτό πού ὀνομάζουμε ἐσχατολογική ζωή. Γιατί, τό ἔσχατο
δέν εἶναι μόνον ἡ ζωή μετά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά κι
αὐτό πού ζῆ ὁ ἅγιος ἀπό τήν ζωή αὐτή, ὅταν βλέπη τόν Χριστό μέσα στήν
δόξα Του. Ὁ Χριστός εἶναι τό ἔσχατο, καί μέ τήν ἐνανθρώπησή Του εἰσῆλθε
στήν ἱστορία καί τόν κόσμο καί ἔδωσε τήν δυνατότητα σέ ὅσους συνδέονται
μαζί Του νά ζήσουν αὐτό τό ἔσχατο ἀπό τήν ζωή αὐτή.
Τό τρίτο γνώρισμα, συνέπεια καί συνέχεια
τῶν δύο προηγουμένων εἶναι ὅτι ὁ π. Παΐσιος ἔγινε ἕνας φυσικός πόλος
ἕλξεως τῶν ἀνθρώπων, ἔγινε ἕνας πνευματικός μαγνήτης πού εἵλκυε τούς
ἀνθρώπους κοντά του, στήν πραγματικότητα τούς εἵλκυε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού
κατοικοῦσε πλούσια μέσα του.
Κάθε μέρα ἑκατοντάδες ἄνθρωποι τόν
ἐπισκέπτονταν στήν ταπεινή καλύβη του καί γιά τόν κάθε ἄνθρωπο ἔλεγε
αὐτό τό ὁποῖο εἶχε ἀνάγκη, διότι εἶχε ἀποκτήσει μεγάλη πνευματική σοφία,
ὁ νοῦς του ἦταν διεισδυτικός. Ἔτσι, εἰσερχόταν μέσα στόν ἄνθρωπο
ἐλεύθερα, ἀγαπητικά καί ἀδιόρατα, ἔβλεπε τό βάθος τῆς ὑπάρξεώς του, τίς
ἀνάγκες πού εἶχε, καί βοηθοῦσε τόν καθέναν μέ τόν δικό του τρόπο καί
λόγο, μέ τήν σοβαρότητα καί τό λεπτό χιοῦμορ, μέ τήν αὐστηρότητα καί τήν
γλυκύτητα, μέ τόν ἔλεγχο καί τήν τρυφερή ἀγάπη, ὅπως προσωπικά εἶδα
ὅλους αὐτούς τούς τρόπους μέ τούς ὁποίους ἐνεργοῦσε. Γιά τόν καθένα εἶχε
νά δώση τό ἰδιαίτερο φάρμακο.
Ἐπειδή εἶχε τήν ἱκανότητα νά βλέπη τά
ἐσωτερικά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων, νά βλέπη τό βαθύτερο πρόβλημά τους,
στήν συνέχεια ἔκανε ὀρθή διάγνωση καί ἔπειτα ὡς ἕνας χειρουργός ἰατρός
ἔβγαζε τόν κακό λογισμό πού εἶχε εἰσχωρήσει μέσα του καί δημιουργοῦσε
μιά ἐσωτερική πληγή καί ἔτσι τόν θεράπευε. Ἦταν ἕνας μεγάλος Γέροντας
πού λειτουργοῦσε σάν μιά πνευματική τηλεόραση, πού ἔκανε ὀρθή διάγνωση
καί ὡς καλός γιατρός θεράπευε τούς ἀνθρώπους.
Μιά ἀπό τίς βασικές διδασκαλίες του ἦταν
ὅτι ἕνας καλός λογισμός ἰσοδυναμεῖ μέ μιά ἀγρυπνία. Δηλαδή, μπορεῖ
κανείς νά παρευρεθῆ σέ μιάν ὁλονύκτια ἀγρυπνία, νά χαρῆ τά ἀκούσματα καί
τίς ψαλμωδίες, ἀλλά ἔχοντας κακούς λογισμούς νά μήν ὠφεληθῆ. Κι ἕνας
ἄλλος μπορεῖ νά μήν πάη στήν ἀγρυπνία, ἀλλά ἐπειδή ἔχει καθαρούς
λογισμούς, ἤ μέ τό νά βάζη ἕναν καλό λογισμό μέσα του, νά θεραπεύεται.
Ὁπότε, αὐτός ὁ καλός λογισμός ἀξίζει ὅσο μιά ἁγιορείτικη ἀγρυπνία. Αὐτό
δέν σημαίνει ὅτι ὑποτιμοῦσε τίς ἀγρυπνίες, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἀγρυπνοῦσε
σχεδόν κάθε βράδυ, ἀλλά δείχνει τήν μεγάλη σημασία πού ἔδινε στόν καλό
λογισμό γιά τήν ἐσωτερική ζωή τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτός ὁ λόγος τοῦ Γέροντα Παϊσίου εἶναι
λόγος ἐμπειρικός καί, θά ἔλεγα, εἶναι λόγος ἐλπίδας, λόγος ζωῆς. Γιατί
ἔτσι μποροῦμε ὅλοι μας νά ζήσουμε τήν πνευματική ζωή ὅπου καί ἄν ζῆ ὁ
καθένας μας. Μέ τά τρία αὐτά θεολογικά γνωρίσματα –θεόπτης μέ τήν ὁρμή
καί τόν πόθο γιά τόν Θεό, μικρό παιδί μέ τήν καθαρότητα καί τήν ἁπλότητα
τῆς καρδιᾶς, καί πόλος ἕλξεως τῶν ἀνθρώπων– ὁ Γέροντας Παΐσιος ἦταν
ἕνας πνευματικός ἄρχοντας, καί γι’ αὐτό μιλοῦσε γιά τήν πνευματική
ἀρχοντιά καί μᾶς συνιστοῦσε νά ἀποκτήσουμε αὐτήν τήν πνευματική
ἀρχοντιά. Τελικά, ἄρχοντας εἶναι αὐτός πού ἀγαπᾶ ἐλεύθερα κι ἐπειδή ἔχει
ὅλην αὐτή τήν ἐσωτερική καθαρότητα, χωρίς νά φοβᾶται κάτι ἰδιαίτερο,
ἑλκύει τούς ἀνθρώπους κοντά του, τούς ἀναπαύει πνευματικά καί
ἐνεργοποιεῖ τό φιλότιμό τους.
Στήν χορεία τῶν ὁσίων ἀσκητῶν
Προηγουμένως ἔγραψα ὅτι ὁ ὅσιος Παΐσιος
ἦταν ἕνας μεγάλος, σύγχρονος ἀσκητής τοῦ 4ου αἰῶνος, πού ἐμφανίσθηκε
στόν δικό μας αἰώνα, εἶναι ἕνας μεγάλος ἀββᾶς τοῦ Γεροντικοῦ, τοῦ
Λαυσαϊκοῦ, τῆς Φιλοκαλίας, δηλαδή ἀνῆκε στήν χορεία τῶν μεγάλων καί
κορυφαίων ἀσκητῶν πού πέρασαν στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Βέβαια, στήν
ἐποχή μας ὑπῆρξαν καί ὑπάρχουν πολλοί ἄλλοι ἀσκητές στό Ἅγιον Ὄρος καί
ἀλλοῦ, ὅπως ὁ Γέροντας Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής, ὁ Σπηλαιώτης, ὁ π. Ἐφραίμ ὁ
Κατουνακιώτης, μέ τόν ὁποῖο εἶχα ἐπίσης μεγάλη ἐπικοινωνία, ὁ π. Ἐφραίμ
τῆς Φιλοθέου, πού τώρα εἶναι στήν Ἀμερική καί προσφέρει μεγάλο ἔργο, καί
πολλοί ἄλλοι Γέροντες καί μεγάλοι ἀσκητές, ὅπως ὑπάρχουν καί θαυμαστοί
Ἐπίσκοποι.
Ἔχουμε μέσα στήν Ἐκκλησία μας μεγάλο
πνευματικό πλοῦτο. Καί ὅταν γράφω γιά πνευματικό πλοῦτο, δέν ἐννοῶ ἁπλῶς
τίς ἐκκλησιαστικές τέχνες, ὅπως εἶναι ἡ μουσική, ἡ ἁγιογραφία, ἡ
ναοδομία κ.ἄ. Ὅλα αὐτά ἔχουν τήν ἀξία τους, ἀλλά ὁ μεγαλύτερος πλοῦτος
τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ ἅγιοι, γιατί αὐτοί εἶναι τά κατοικητήρια τοῦ
ἁγίου Πνεύματος καί σέ αὐτούς ἀναπαύεται ὁ Θεός, ὅπως λέμε στήν εὐχή τοῦ
τρισαγίου ὕμνου: «Ὁ Θεός ὁ ἅγιος ὁ ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος». Καί τό ὅτι
ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τέθηκαν πρόσφατα στό ἁγιολόγιο τῆς
Ἐκκλησίας μας οἱ ἅγιοι Πορφύριος καί Παΐσιος, αὐτό σημαίνει ὅτι εἶναι
μεγάλη εὐλογία γιά τήν Ἐκκλησία καί γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους ἡ ὕπαρξη
τέτοιων εὐλογημένων καί ἁγιασμένων ἀνθρώπων.
Βρίσκω δέ τήν εὐκαιρία νά σημειώσω, ὅτι
τόν τελευταῖο καιρό ἄκουσα μιά ἄποψη ἡ ὁποία εἶναι λανθασμένη. Μερικοί
συγκρίνουν τόν π. Παΐσιο μέ τόν π. Πορφύριο, καί ὑποτιμοῦν τόν πρῶτο,
ἐνῶ ὑπερτιμοῦν τόν δεύτερο. Ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ π. Πορφύριος εἶναι μεγάλη
φυσιογνωμία, αὐτός εἶναι μεγάλος ἅγιος, γιατί εἶχε μεγάλη ἀγάπη γιά
τούς ἀνθρώπους καί κινεῖτο σέ μεγάλα πνευματικά ἐπίπεδα, ὅπως φαίνεται
σέ προφορικούς λόγους του πού διασώθηκαν, ἐνῶ ὁ π. Παΐσιος, ὡς ἀσκητής,
ἦταν ζηλωτής καί δέν εἶχε τήν μεγαλωσύνη καί εὐρύτητα τοῦ ἁγίου
Πορφυρίου. Μάλιστα, τήν θεολογία τοῦ π. Πορφυρίου τήν χρησιμοποιοῦν καί
τήν ἐκμεταλλεύονται μερικοί λεγόμενοι μεταπατερικοί θεολόγοι γιά νά ποῦν
ὅτι αὐτή ἡ θεολογία τῆς ἀγάπης εἶναι ἐκείνη πού ἀναπαύει τόν σύγχρονο
ἄνθρωπο καί τήν ἀντιπαραθέτουν πρός τήν ζωή καί τήν διδασκαλία τοῦ π.
Παϊσίου. Νομίζω ὅτι σφάλλουν ὅσοι ὑπερτιμοῦν κάποιον ἅγιο καί ὑποτιμοῦν
κάποιον ἄλλο, γιατί ὁ καθένας τους ἔχει τά δικά του πνευματικά χαρίσματα
πού ἀναπαύει τούς ἀνθρώπους. Τέτοιες προτιμήσεις, μεταξύ τῶν Μεγάλων
Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἔκαναν οἱ Χριστιανοί τόν 11ο αἰώνα, καί τότε ἡ
Ἐκκλησία καθόρισε τήν ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν γιά νά δείξη τήν ἑνότητα
πού ὑπῆρχε μεταξύ τους, παρά τά ἰδιαίτερα προσόντα πού εἶχε ὁ καθένας
τους.
Κάθε ἅγιος ἔχει τόν δικό του τρόπο
ἔκφρασης, ἔχει διάφορα χαρίσματα καί ἀκόμη ἔχει νά ἀντιμετωπίση στήν ζωή
του διαφορετικά προβλήματα, ἀλλ’ ὅμως ἡ ἐμπειρία τῆς θείας Χάριτος
εἶναι κοινή σέ ὅλους. Συμβαίνει ὅ,τι καί μέ τά φυτά πού ὑπάρχουν σέ ἕναν
ἀνθόκηπο ἤ σέ ἕνα περιβόλι. Ὅλα τά φυτά εἶναι φυτευμένα στό ἴδιο χῶμα,
δέχονται τά ἴδια στοιχεῖα, τό ἴδιο νερό, ἀλλά ἀναπτύσσουν διάφορα ἄνθη,
παράγουν διαφορετικούς καρπούς, πού ἀποτελοῦν τήν ὀμορφιά τοῦ κήπου ἤ
τοῦ περιβολιοῦ.
Καί οἱ δύο σύγχρονοι ἅγιοι, π. Πορφύριος
καί π. Παΐσιος, ἔκαναν μεγάλη ἄσκηση, καί ὅταν διαβάση κανείς
προσεκτικά τόν βίο τους θά διαπιστώση ὅτι ἔφθασαν σέ μεγάλα ὕψη
ἁγιότητος. Γι’ αὐτό δέν ὑπάρχει διαφορά μεταξύ τοῦ ἁγίου Πορφυρίου καί
τοῦ ἁγίου Παϊσίου, ὅταν δῆ κανείς τήν ζωή τους μέ θεολογικά,
ἐκκλησιαστικά καί ἀσκητικά κριτήρια. Μόνον ὅποιος δέν γνωρίζει στό βάθος
τήν ὀρθόδοξη θεολογία, τήν ἀσκητική καί ἡσυχαστική ζωή, μπορεῖ νά
καταλήξη σέ ἐσφαλμένα καί αὐτονομημένα συμπεράσματα. Ἡ ἁγιοκατάταξη καί
τῶν δύο αὐτῶν μεγάλων ἀσκητῶν ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στό
ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας δείχνει τήν ἑνότητά τους στήν ἄσκηση, τήν
προσευχή, τήν θεοπτία.
Πάντως, ὁ ἅγιος Παΐσιος ἦταν μεγάλος
ἀσκητής, πού ἔφθασε σέ ὑψηλά μέτρα ἀσκήσεως καί θεοπτίας. Ἄν διαβάση
κανείς τόν βίο του, ἀντιλαμβάνεται αὐτήν τήν μεγάλη ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ,
τήν ἰσχυρή κραυγή καί ὁρμή πρός τόν Θεό πού τόν διακατεῖχε. Καί μάλιστα
ἄν διαβάση κανείς τό πῶς ζοῦσε μόνος του στήν ἔρημο τοῦ Σινᾶ,
περπατώντας ξυπόλητος στά βράχια, μένοντας μέσα σέ σπηλιές, μέ τό κρύο
καί τήν ζέστη, χωρίς τροφή καί νερό, ἀλλά διαρκῶς προσευχόμενος, τότε
καταλαβαίνει τήν μεγάλη ἀξία αὐτοῦ τοῦ ἁγίου ἀνθρώπου. Εἶχε ἰσχυρή ὁρμή
πρός τόν Θεό, θαυμαστό ἱερό πόθο γι’ Αὐτόν.
Αὐτός ὁ πόθος τόν ἀνέβασε ὑψηλά
πνευματικά, ἀλλά στήν συνέχεια ἦταν πολύ τρυφερός μέ τούς ἀνθρώπους,
ἀκριβῶς γιατί ὡρίμασε πνευματικά καί συμπεριφερόταν ὡς μάνα σέ ἐκείνους
πού τόν πλησίαζαν καί τόν ἐρωτοῦσαν γιά θέματα καί προβλήματα πού τούς
ἀπασχολοῦσαν. Γιατί εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ πνευματικός πατέρας δέν θά
πρέπει νά συμπεριφέρεται ἁπλῶς ὡς πατέρας, ἀλλά καί ὡς μητέρα, πού
ἀναγεννᾶ τά πνευματικά του παιδιά. Τέτοιος ἦταν ὁ Γέροντας Παΐσιος, ὁ
ἅγιος πλέον Παΐσιος καί θεωρῶ μεγάλη εὐλογία ἀπό τόν Θεό πού τόν
συνάντησα, τόν ἀγάπησα καί μέ ἀγάπησε καί ὅτι εἶχα αὐτήν τήν ἐσωτερική
ἐπικοινωνία μαζί του.
Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ἀσκήθηκε
ὑπερμέτρως στό ὄρος Σινᾶ, καί ὡς ἄλλος Μωϋσῆς ἀνέβηκε στήν κορυφή τοῦ
ὄρους, ἀνέβηκε σέ μεγάλο ὕψος τῆς πνευματικῆς καί θεολογικῆς ζωῆς καί
ἔτσι ἔγινε ἕνας μεγάλος Προφήτης, ὡσάν ἕνας νέος Μωϋσῆς καί Ἀπόστολος
Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐνῶ ἐμεῖς εἴμαστε στίς ὑπώρειες τοῦ ὄρους Σινᾶ καί
δεχόμαστε τήν εὐλογία του, τήν διαθήκη του, τίς ἐντολές του.
Γνωρίζουμε ἀπό τήν διήγηση τοῦ βιβλίου
τῆς Ἐξόδου στήν Παλαιά Διαθήκη ὅτι, ὅταν ὁ Μωϋσῆς κατέβαινε ἀπό τό ὄρος
Σινᾶ, ἔλαμπε τό πρόσωπό του κι οἱ Ἰσραηλίτες δέν μποροῦσαν νά τόν δοῦν
κατά πρόσωπο, γι’ αὐτό τοῦ ζητοῦσαν νά καλύψη τό πρόσωπό του καί ἐκεῖνος
ἔβαζε κάλυμμα γιά νά ὁμιλήση μαζί τους. Καί ἐμεῖς πού βρισκόμαστε στίς
ὑπώρειες τοῦ πνευματικοῦ ὄρους Σινᾶ, βλέπουμε τό πρόσωπό του νά λάμπη
καί νά ἀκτινοβολῆ, ἔστω κι ἄν τοποθετῆ κάλυμμα, καί μᾶς δίνει τήν ἐντολή
νά ζοῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία μέ τά Μυστήρια καί τήν ἄσκηση, ἀλλά καί
προσεύχεται γιά νά ἀνεβαίνουμε κι ἐμεῖς λίγο, ἄν ὄχι στήν κορυφή,
τοὐλάχιστον λίγο ὑψηλότερα ἀπό τίς ὑπώρειες τοῦ ὄρους.
Ἀκόμη, ὁ ἅγιος Παΐσιος ἔλαμψε στό Ἅγιον
Ὄρος καί ἔγινε πραγματικός ἁγιορείτης, στό πνεῦμα καί τήν ζωή, ἔγινε
κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ καί ἀγαπητό παιδί τῆς Παναγίας, ἀναδείχθηκε ἕνα
πραγματικό εὐωδιαστό λουλούδι τοῦ Παραδείσου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἔτσι, μᾶς
ἔδειξε ὅτι ἁγιορείτης δέν εἶναι ἁπλῶς ἐκεῖνος πού μένει στόν τόπο αὐτό,
ἄν καί αὐτό ἔχη μεγάλη ἀξία, ἀλλά κυρίως ἐκεῖνος πού λάμπει καί
ἀκτινοβολεῖ ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί εὐωδιάζει σέ ὅλο τόν
κόσμο. Καί αὐτός μᾶς καλεῖ νά γίνουμε κατά πνεῦμα ἁγιορεῖτες, μέ τήν
κάθαρση καί τόν φωτισμό, τήν ἡσυχία καί τήν προσευχή, τήν ἀγάπη στόν Θεό
καί τούς ἀνθρώπους, τήν ὁρμή πρός τόν Θεό καί τήν τρυφερότητα πρός τούς
πονεμένους, τούς ἀρρώστους καί τούς κάμνοντες.
Ἐπειδή κάθε ἅγιος ἔχει ἰδιαίτερα
χαρίσματα καί ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο ζωῆς, γι’ αὐτό θά μποροῦσα νά πῶ ὅτι ὁ
ἅγιος Παΐσιος ἔχει πολλές ὁμοιότητες μέ τόν ἅγιο Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ,
στήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, τήν θεία ἀδολεσχία, στήν λεπτή ἐργασία τοῦ νοός,
στήν προσευχή, τήν ἐρημική ζωή, τήν θεοπτία, τήν ἐπικοινωνία μέ τά ζῶα,
καί τήν χαρά πού σκορποῦσε στούς ἀνθρώπους τούς ὁποίους συναντοῦσε.
Οἱ βίοι τῶν δύο αὐτῶν ἁγίων εἶναι
παράλληλοι σχεδόν σέ ὅλα τά σημεῖα. Ὅπως ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ
χαιρετοῦσε τούς ἀνθρώπους μέ τήν φράση «Χριστός ἀνέστη, χαρά μου» τό
ἴδιο καταλάβαινε καί ὅποιος ἔφευγε ἀπό τήν συνάντηση πού εἶχε μέ τόν
ἅγιο Παΐσιο, δηλαδή τόν αἰσθανόταν σάν νά τοῦ ἔλεγε: «Χριστός ἀνέστη,
χαρά μου». Καί λάμβανε ἐλπίδα καί κουράγιο γιά νά ἀντιμετωπίζη τά
προβλήματα στήν ζωή του.
Πρίν τελειώσω αὐτό τό κείμενο θά ἤθελα
νά κάνω μιά παρατήρηση. Ἐνδέχεται τώρα μέ τήν ἁγιοκατάταξη τοῦ π.
Παϊσίου νά θελήσουν πολλοί ἄνθρωποι πού τόν συνάντησαν, ἔστω καί μιά
φορά, νά καταγράψουν τίς ἐντυπώσεις τους καί τούς λόγους πού τούς εἶπε.
Βέβαια, αὐτό εἶναι φυσικό νά γίνη, ἀλλά ἐκεῖνο πού πρέπει νά προσεχθῆ
ἀπ' ὅλους εἶναι ὅτι δέν πρέπει νά σταθοῦμε σέ μερικούς λόγους καί σέ
μερικές ἐντυπώσεις τῶν ἀνθρώπων γι’ αὐτόν, γιά κοινωνικά, οἰκογενειακά,
ἐργασιακά ζητήματα, ἄλλωστε κάθε λόγος του ἦταν προσωπικός, ἀλλά σέ ὅλα
αὐτά πρέπει νά δοῦμε τήν θεολογική ζωή τοῦ ἁγίου Παϊσίου, ὅτι, δηλαδή
ἦταν ἕνας Προφήτης, Ἀπόστολος καί Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Δέν πρέπει νά
ἀπομονώνωνται οἱ λόγοι καί οἱ συμβουλές πού ἔδινε ἀπό τήν ὅλη ζωή του,
ἀλλά νά βλέπουμε τήν θεολογοῦσα ὕπαρξή του, νά βλέπουμε τό πῶς μέσα ἀπό
τό «ἀραχνῶδες σωμάτιόν» του περνοῦσε ἕνα ρεῦμα αἰωνίου ζωῆς, μιά ζωντανή
θεολογία, καί νά βλέπουμε τήν πορεία πρός τήν θέωση. Ὁ ἴδιος ἔλεγε ὅτι
προορατικό χάρισμα ἔχει ἐκεῖνος πού γνωρίζει τά πάθη του, γνωρίζει ποῦ
πρέπει νά φθάση –στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ– καί ἔπειτα ἀγωνίζεται γιά νά
ἐπιτύχη αὐτόν τόν σκοπό.
Νά ἔχουμε τίς πρεσβεῖες τοῦ ἁγίου
Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, πού βρίσκεται στήν ἐκλεκτή χορεία τῶν μεγάλων
ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου, στό Φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.–
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου