Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017

Άγιος Παΐσιος: Η έρημος ερημώνει τα πάθη.



από το βιβλίο του Ιερομονάχου ΙΣΑΑΚ,
ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
Εκεί ψηλά λοιπόν, σαν αετός, έστησε ο Γέροντας την φωλιά του, έκανε μάλλον την πολεμίστρα του ο αετός του πνεύματος.
ΜΑΚΑΡΙΑ ΕΡΗΜΙΚΗ ΖΩΗ
Ο Γέροντας ζήτησε ευλογία να μείνη μόνος στην έρημο. Εγκαταστάθηκε στο ασκητήριο των αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης, που αποτελείται από το Εκκλησάκι και ένα πολύ μικρό συνεχόμενο κελλάκι. Βρίσκεται σε ωραία θέση σε ύψωμα, απέναντι ακριβώς από την αγία Κορυφή, και απέχει λιγώτερο από μία ώρα από το Μοναστήρι.
Διακόσια μέτρα πιο πάνω βρίσκεται η σπηλιά του αγίου Γαλακτίωνος και λίγο πιο πίσω είναι η Σκήτη που έμενε η αγία Επιστήμη με τις άλλες ασκήτριες. Άγια μέρη, ευλογημένα. Παρ’ όλη την αυχμηρότητά τους, εμπνέουν αυτά τα βράχια. Εκεί ψηλά λοιπόν, σαν αετός, έστησε ο Γέροντας την φωλιά του, έκανε μάλλον την πολεμίστρα του ο αετός του πνεύματος.
Πολύ κοντά, «ωσεί λίθου βολήν», στο ασκητήριο είχε μια μικρή πηγούλα. Μάζευε το 24ωρο δυο-τρία κιλά νερό. Έλεγε ο Γέροντας: Πήγαινα με ένα τενεκεδάκι να πάρω νερό για να κάνω τσάϊ ή να βρέξω λίγο το μέτωπο, λέγοντας τους Χαιρετισμούς με ευγνωμοσύνη και τα μάτια μου πλημμύριζαν από δάκρυα. «Θεέ μου», έλεγα, «λίγο νερό να πίνω· δεν θέλω τίποτε άλλο». Τόσο πολύτιμο ήταν αυτό το λιγοστό νεράκι γι’ αυτόν που ήθελε να ζήση εκεί στην έρημο. Αλλά και αυτό ο Γέροντας το μοιραζόταν με τα άγρια ζώα και τα διψασμένα πουλιά της ερήμου.

-Γέροντα, πώς ζούσατε στο Σινά; τον ρώτησε κάποιος.
Απάντησε: «Η τροφή μου ήταν τσάϊ με παξιμάδι που το έκανα μόνος μου. Έκανα πέτουρα (λεπτά φύλλα ζύμης) και τα ξέραινα στον ήλιο. Γίνονταν τόσο σκληρά, που έσπαζαν σαν τζάμι. Καμμιά φορά έβραζα και ρύζι στουμπισμένο μέσα σε ένα κονσερβοκούτι. Αυτό ήταν και μπρίκι και κατσαρόλα και πιάτο και ποτήρι. Αυτό το κονσερβοκούτι και ένα κουτάλι λίγο πιο μικρό από της σούπας ήταν όλο το νοικοκυριό του.
»Ακόμη είχα μια φανέλλα που την φορούσα τη νύχτα για να αντιμετωπίζω το κρύο. Έπινα και ένα τσάϊ μαύρο, για να με βοηθά στην αγρυπνία, και έβαζα και μια κουταλιά ζάχαρη παραπάνω, που αντιστοιχούσε με άλλη μια φανέλλα. (Δηλαδή οι θερμίδες που του έδινε η παραπανήσια ζάχαρη ήταν σαν να φορούσε ακόμη μια φανέλλα). Είχα και μια αλλαξιά χοντρά ρούχα, γιατί τη νύχτα έκανε πολύ κρύο. Δεν είχα ούτε φανάρι ούτε φακό. παρά μόνο έναν αναπτήρα, για να βλέπω λίγο στο σκοτάδι, όταν βάδιζα σε κανένα πέτρινο μονοπάτι με σκαλοπάτια. Τον χρειαζόμουν επίσης για να ανάβω καμμιά φορά φωτιά με φρύγανα, για να κάνω κανένα ζεστό. Είχα και λίγες τσακμακόπετρες και ένα μπουκαλάκι πετρέλαιο πολύ μικρό για τον αναπτήρα. Τίποτε άλλο.
»Μια φορά φύτεψα και μία ρίζα ντομάτα, αλλά μετά με πείραξε ο λογισμός μου και την ξερρίζωσα, για να μην προκαλώ τους Βεδουΐνους. Μου φαινόταν αταίριαστο, οι φτωχοί Βεδουΐνοι να μην έχουν ντομάτες, και εγώ που ήμουν καλόγηρος να έχω, έστω και μια ρίζα.
»Την ημέρα έλεγα την ευχή και έκανα εργόχειρο. Ευχή και εργόχειρο. Αυτό ήταν το τυπικό μου. Τη νύχτα έκανα μερικές ώρες μετάνοιες, χωρίς να τις μετρώ. Ακολουθία δεν διάβαζα, την έκανα με κομποσχοίνι. Ξεκουραζόμουν προς το πρωΐ.
»Για να μη με ενοχλούν οι περίεργοι, έκανα με πράσινη λαδομπογιά νεκροκεφαλές (σήμα κινδύνου) στα βράχια. Μια φορά ένας τουρίστας Γερμανός θέλησε να ανέβη επάνω. Νόμισε ότι είναι ναρκοπέδιο, αλλά επειδή φαίνεται ήξερε από τέτοια, πρόσεχε που πατούσε και κατώρθωσε να φθάση μέχρι επάνω. Εγώ τον παρακολουθούσα από ψηλά. Τον άφησα να πλησιάση, μετά μπήκα στην σπηλιά του αγίου Γαλακτίωνος και τράβηξα ένα δεμάτι αγκάθια στην είσοδο. Έψαξε, αλλά δεν μπόρεσε να με βρη και γύρισε πίσω».
Απλοποίησε πολύ την ζωή του και επιδόθηκε στην άσκηση με όλες του τις δυνάμεις, χωρίς περισπασμούς. «Η έρημος ερημώνει τα πάθη. Όταν την σεβασθής και προσαρμοσθής προς την έρημο, σου δίνει να αισθανθής την παρηγοριά της», έλεγε αργότερα ο Γέροντας με νοσταλγία. εκφράζοντας με λίγες λέξεις την εμπειρία του από την Σιναϊτική έρημο.
Αγαπούσε ο Γέροντας να επισκέπτεται τόπους όπου έζησαν ασκητές. Θαύμαζε τα μικρά ασκητικά σπήλαια. Αλλού σωζόταν μια μικρή στερνούλα, σε άλλα φαινόταν μαυρισμένος ο βράχος από την φωτιά που άναβαν κάπου-κάπου για να μαγειρεύουν. Τον ενέπνεαν και τον συγκινούσαν αυτά τα παλαιά ασκητήρια. Επισκέφθηκε και το ασκητήριο του αγίου Γεωργίου του Αρσελαΐτου. Είναι μια πανέρημος κατάλληλη για αναχωρητές. Την Μεγάλη Σαρακοστή την πέρασε στο ασκητήριο του αγίου Στεφάνου, που αναφέρει και η Κλίμακα[1], κάτω από την αγία Κορυφή, με μεγάλη νηστεία, σχεδόν ασιτία. Είχε εκεί μόνο ένα τενεκεδάκι, για να βγάζη νερό από το πηγάδι που υπήρχε πιο κάτω, στον προφήτη Ηλία.
Είχε τυπικό να μη φοράη παπούτσια. Είχαν σχιστή οι φτέρνες του και έτρεχαν αίμα. Τα παπούτσια τα είχε στο ντορβά και τα φορούσε μόνο όταν κατέβαινε στο Μοναστήρι ή συναντούσε κάποιον στον δρόμο. Για όποιον γνωρίζει τις συνθήκες της ερήμου, είναι πολύ οδυνηρό να βαδίζη κανείς ξυπόλυτος πάνω στα βράχια ή στην άμμο. Την ημέρα καίνε τόσο πολύ, που οι Βεδουΐνοι βάζουν αυγά στην άμμο και γίνονται μελάτα, ενώ τη νύχτα είναι τόσο κρύα τα βράχια, σαν να πατά κανείς πάνω σε πάγο.
Στο Μοναστήρι κατέβαινε κάθε Κυριακή ή κάθε δεκαπέντε ημέρες. Βοηθούσε στην ακολουθία και κοινωνούσε. Είχε ένα μικρό κελλάκι, πολύ απομονωμένο στον πύργο, εκεί που άλλοτε φυλάκιζαν τους εξορίστους στο Σινά. Συμμετείχε στις παγκοινιές της Μονής, σε ξυλουργικές εργασίες και στο κλάδεμα των ελιών. Παρά ταύτα δεν επιβάρυνε το Μοναστήρι. Τα τρόφιμα που μοίραζαν σε όλους τους πατέρες, δεν τα έπαιρνε. Ακόμη και κάποια μικρή ευλογία (χρηματικό ποσό), που δικαιούνταν όλοι οι Σιναΐτες, δεν την ελάμβανε.
Μερικοί από τους πατέρες τον συμβουλεύονταν και ωφελούνταν από την πείρα και την διάκρισή του. Είχε και έναν υποτακτικό, τον δόκιμο Ευθύμιο Σκλήρη, μετέπειτα Αθανάσιο Σταυρονικητιανό, που έμενε μεν μέσα στο Μοναστήρι, αλλά τον κατεύθυνε πνευματικά ο ίδιος.
Αλλά και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Σιναίου Πορφύριος, αγαθός και ταπεινός ιεράρχης, τον είχε σε ευλάβεια και ελάμβανε υπ’ όψιν όσα του πρότεινε ο Γέροντας για την επάνδρωση του Σινά. Είπε για τον Γέροντα: «Τόσα χρόνια που είμαι στο Σινά δεν πέρασε από εδώ άλλος τόσο ενάρετος, ασκητικός και επιτήδειος στα εργόχειρα μοναχός σαν τον π. Παΐσιο, εκτός ενός συνταξιούχου Χωροφύλακα, ο οποίος ήταν ταπεινός, σιωπηλός και ενάρετος, όμως δεν είχε την χάρη του π. Παϊσίου.
ΑΙΣΘΑΝΘΗΚΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Στην αρχή, όταν πήγε στο Σινά, αποφάσισε να ανεβή στο ασκητήριο και να καθίσει δυο βδομάδες, χωρίς να κατέβη στο μοναστήρι. Ενημέρωσε του πατέρες για να μην ανησυχούν. Του λέγει ο π. Σωφρόνιος:
– Θ’ αντέξεις, Γέροντα, εκεί πάνω;
-Θα προσπαθήσω, θα παρακαλέσω τον Θεό ν’ αντέξω.

Αργότερα διηγήθηκε: «Το τι τράβηξα εκεί πάνω με τον πειρασμό δεκαπέντε μέρες, δεν λέγεται· δεν μπορείς να φαντασθής! Συνεχώς μου έλεγε να κατεβώ στο Μοναστήρι να δω ανθρώπους, να παρηγορηθώ. Ένα μόνο θα σου πω. Αυτές τις δεκαπέντε μέρες αισθανόμουν σαν να ήμουν καρφωμένος πάνω στον Σταυρό. Μετά, την δεύτερη Κυριακή, κατέβηκα στο Μοναστήρι να λειτουργηθώ. Όταν κοινώνησα αισθάνθηκα την θεία Κοινωνία σαν κρέας πολύ-πολύ γλυκό και ένιωσα μια δύναμη μέσα μου. Ήταν Σώμα και Αίμα Χριστού».
Ενισχυμένος από αυτό το σημείο και βλέποντας από την Μονή το ασκητήριο, είπε στον διάβολο:
-Άμα θέλης, έλα τώρα, να πολεμήσουμε. Δεν σε φοβάμαι πλέον.

——–
1. Κλίμαξ Ζ’, ν’.
Ιερομονάχου ΙΣΑΑΚ
ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2012
Κεντρική – αποκλειστική διάθεσις:
Ιερόν Ησυχαστήρον
Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος
63088 Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής
Αντιγραφή Φαίη για το Αβέρωφ
Δημοσιεύεται με την άδεια της Ηγουμένης του Ιερού Ησυχαστηρίου Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος στη Μεταμόρφωση Χαλκιδικής.
Εικόνα από isihazm.ru

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου