Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

Ο Γέροντας Παΐσιος ασκητεύοντας για λίγο στα Κατουνάκια


Ἐγκατάσταση στὸ Κελλὶ τοῦ Ὑπατίου.
Ἡ ἀναζήτηση τόπου μὲ ξηρὸ κλίμα ἔφερε τὸν Πατέρα Παΐσιο στὰ ἐρημικὰ Κατουνάκια. Στὰ μέσα Ἰουλίου τοῦ 1967 ἐγκαταστάθηκε στὸ βορειότερο Κελλὶ τῶν Κατουνακίων, τὸ ὁποῖο, ἐπειδὴ δὲν ἔχει ναό, εἶναι γνωστὸ ὡς Κελλὶ τοῦ Ὑπατίου, ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ μοναχοῦ ποὺ ἔμενε ἐκεῖ πρὶν ἀπὸ τὸν Πατέρα Παΐσιο. Τὸ φτωχικὸ αὐτὸ Κελλί, καθὼς εἶναι ἀπομονωμένο μέσα σὲ μία μικρὴ λαγκαδιά, ἀνέπαυσε τὸν Ὅσιο. Ἔλεγε: «Μὲ βοηθάει ποὺ δὲν βλέπω οὔτε ἕνα σπίτι· αἰσθάνομαι μόνος, μόνος».
Τὸ Κελλὶ ἀποτελεῖτο ἀπὸ τέσσερα μικρὰ κτίσματα, ποὺ εἶχαν ξεχωριστὴ εἴσοδο τὸ καθένα καὶ ἦταν σὲ τόσο κακὴ κατάσταση, ποὺ ἔμοιαζαν περισσότερο μὲ ὀρνιθῶνες. Ἕνας Πατέρας ἀπὸ τὴν γειτονικὴ συνοδεία τῶν Δανιηλαίων τὸν ῥώτησε:
-Θὰ ἀνακαινίσεις, Πάτερ, τὸ Κελλί;
-Τί νὰ ἀνακαινίσω; Γιὰ ἐκεῖ ἐπάνω νὰ ἀνακαινίσω, τοῦ ἀπάντησε καὶ ἔδειξε τὸν οὐρανό.

Ἐπισκεύασε μόνον τὶς λαμαρίνες τῆς στέγης τοῦ κελλιοῦ ὅπου θὰ ἔμενε καὶ καθάρισε τὰ ἄλλα τρία κελλάκια, γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιήσει, τὸ ἕνα ὡς ἐργαστήριο, τὸ ἄλλο ὡς ἀρχονταρίκι καὶ τὸ τρίτο ὡς ξυλαποθήκη. Μέσα στὸ κελλί του βρῆκε ἕνα στενὸ καὶ χαμηλὸ σεντούκι, τὸ ὁποῖο χρησιμοποίησε τὸ κρεββάτι. Ἐπειδὴ ἦταν χειρουργημένος, ἔβαλε γιὰ στρῶμα μία κουρελοῦ καὶ ἀπὸ ἐπάνω ἔστρωσε ἕνα μαῦρο σεντόνι. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ τὸ μικρὸ σεντούκι, δὲν χωροῦσε τίποτε ἄλλο μέσα στὸ κελλί. Στὸν τοῖχο ὑπῆρχαν λίγες εἰκόνες, καὶ στὸ ὑπέρθυρο ἦταν ἀκουμπισμένες δύο νεκροκεφαλές· ὁ Πατὴρ Παΐσιος τὰ κράτησε ὅλα ὅπως τὰ βρῆκε.
***

Ἡσυχαστικὸ πρόγραμμα.
Ἀσκητικὸς ἦταν καὶ ὁ γύρω τόπος. Ὑπῆρχαν κυρίως πουρνάρια καὶ ἐλάχιστα δένδρα· λίγες λεῦκες καὶ δύο-τρεῖς καρυδιές, στὶς ὁποῖες ἀνεβοκατέβαιναν σκιουράκια, ποὺ δὲν ἄφηναν οὔτε ἕνα καρύδι. Σὲ δύο-τρία ἐπιχωματωμένα πεζούλια ὑπῆρχε καὶ ἕνας μικρὸς κῆπος, ὅπου ὁ Πατὴρ Παΐσιος φύτεψε πατάτες καὶ κρεμμύδια. Οἱ πατάτες δὲν εὐδοκίμησαν, ἀλλὰ τὰ κρεμμύδια μεγάλωσαν· καὶ ἔτσι ἔτρωγε μόνο κρεμμύδια μὲ παξιμάδι. Ἐνῶ τοῦ ἔλειπαν καὶ τὰ πλέον ἀναγκαῖα, ὅταν κάποιος τοῦ πήγαινε τρόφιμα, δὲν τὰ δεχόταν. Ἔλεγε: «Δὲν μπορῶ νὰ φάω τίποτε, διότι ὅλα μὲ πειράζουν στὸ ἔντερο». Καὶ τὰ δεματάκια ποὺ τοῦ ἔστελναν, τὰ πήγαινε σὲ φτωχὰ γεροντάκια, χωρὶς κἂν νὰ τὰ ἀνοίξει. Ἦταν τόσο ἀκτήμων πού, ὅταν ἤθελε νὰ κεράσει κανέναν περαστικό, δὲν ἔβρισκε τίποτε. Μία φορὰ ποὺ κάποιος μπῆκε στὸ κελλί του γιὰ νὰ κλέψει, δὲν βρῆκε τίποτε καί, ἐπειδὴ λυπήθηκε τὸν Πατέρα παΐσιο, τοῦ πῆγε λίγο ψωμὶ ζητώντας του καὶ συγχώρηση. Ἔλεγε μετὰ ὁ Ὅσιος: «Ἡ ἀκτημοσύνη συγκινεῖ ἀκόμη καὶ τοὺς κλέφτες».
Ἀπομονωμένος στὴν ἔερημο τῶν Κατουνακίων, ἀφοσιώθηκε στὸ ἡσυχαστικό του πρόγραμμα. Ὁ ἕνας χρόνος ποὺ ἔζησε στὰ Κατουνάκια ἦταν ὁ τελευταῖος χρόνος κατὰ τὸν ὁποῖο ὅριζε τὸ πρόγραμμά του. Ἔλεγε ἀργότερα: «Τότε κανένας δὲν μὲ ἤξερε, κινούμουν ὅπως ἤθελε, εἶχα τὸ τυπικό μου». Τὸ «τυπικό» του ἦταν προσευχή, μελέτη καὶ ἐργόχειρο. Ἐπειδὴ μετὰ τὴν ἐγχείρηση δὲν μποροῦσε νὰ κάνει πολλὲς μετάνοιες, σήκωνε τὰ χέρια του ψηλὰ καὶ προσευχόταν ἐπὶ ὧρες ὄρθιος. Κάποιες φορὲς ἀνέβαινε καὶ στὰ βράχια πάνω ἀπὸ τὸ Κελλὶ τοῦ Ὑπατίου, στὴν σπηλιὰ ὅπου εἶχε ἀσκητέψει ὁ γερο-Ἐφραὶμ ὁ «τάλας». Τὴν σπηλιὰ αὐτή, ποὺ ἐπὶ Τουρκοκρατίας ἦταν σπήλαιο ληστῶν, ὁ Πατὴρ Παΐσιος ἔλεγε ὅτι ὁ γερο-Ἐφραὶμ τὴν ἁγίασε μὲ τὴν ἁγία ζωή του.

Τὶς Ἀκολουθίες τὶς ἔκανε μὲ κομποσχοίνι, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς Ἀκολουθίες τῶν Ὡρῶν, τὶς ὁποῖες διάβαζε τὴν καθεμία στὴν ὥρα της. Στὸ τέλος τῆς κάθε Ὥρας ἔκανε ἕνα τριακοσάρι κομποσχοίνι γιὰ διάφορες περιπτώσεις[1]. Μετὰ τὴν Πρώτη Ὥρα διάβαζε καὶ ἕνα Κάθισμα τοῦ Ψαλτηρίου, ἐνῶ μετὰ τὶς ὑπόλοιπες Ὧρες ἔκανε μελέτη καὶ ἐργόχειρο, τὸ ὁποῖο ἦταν γύψινα ἢ ξύλινα εἰκονάκια. Τὸ ἀπόγευμα μετὰ τὸν Ἑσπερινὸ ἔτρωγε, καὶ ἔπειτα διάβαζε τὸ Συναξάρι τοῦ Ἁγίου τῆς ἑπόμενης ἡμέρας. Ὕστερα ἔκανε τὸ Ἀπόδειπνο μὲ κομποσχοίνι καὶ ἄρχιζε τὴν ἀγρυπνία του μὲ «τὸ γλυκὸ βύθισμα στὴν εὐχή», ὅπως ἔλεγε. Ὁ ὕπνος του δὲν διαρκοῦσε περισσότερο ἀπὸ δύο ὧρες , ἀλλὰ καὶ τότε ἡ εὐχὴ δὲν σταματοῦσε· συνεχιζόταν μέσα του αὐτενέργητη καὶ ἀδιάλειπτη.
Ἡ ἐσωτερική του ἐργασία ἦταν: μνήμη θανάτου, αὐτομεμψία, δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Σὲ ἐπιστολή του ἔγραψε: «Εἶναι ἀλήθεια ὅτι, ὅσο μὲ ὠφέλησε ἡ ἀῤῥώστια καὶ ἡ λίγη ὑπομονή, δὲν μὲ ὠφελήσανε μεγάλοι ἀγῶνες πνευματικοί. Ἡ εὐχαριστία καὶ δοξολογία στὸν Θεὸν μεταβάλλουν κάθε πίκρα σὲ γλυκύτητα πνευματική, ὅταν ὁ ἄνθρωπος καλλιεργῆ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Δημιουργόν του καὶ λαχταράει τὴν ἡμέρα ἐκείνην τὴν εὐλογημένην, ποὺ θὰ δ΄βσει τὰ δύο χρέη, τὴν μὲν σάρκα στὴν γῆν ποὺ εἶναι δική της, τὴν δὲ ψυχὴν στὸν Θεὸ ποὺ εἶναι ἀπ’ Αὐτόν. Αὐτὸ τὸ μυστικὸ τὸ εἶχαν γνωρίσει καὶ ζοῦσαν οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες τὴν ὥρα τοῦ μαρτυρίου μὲ χαρά, ὅπως περιμένουν οἱ κοσμικοὶ μία πανήγυρη ἢ ἕναν γάμον· ἐπίσης οἱ Ὅσιοι μεθυσμένοι ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ γλυκυτάτου Ἰησοῦ, «ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι, ἐν σπηλαίοις καὶ ἐν ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς», ὅπου εἶχε μεταβληθῆ κάθε πόνοις, πίκρα καὶ θλῖψις εἰς ἀγαλλίασιν πνευματικήν, ἀπὸ τὴν δοξολογία καὶ εὐχαριστία στὸν Θεόν».
Τὸ πρόσωπό του λουζόταν συχνὰ ἀπὸ δάκρυα κατανύξεως. Μία μέρα ὁ π. Δανιὴλ ἀπὸ τὴν συνοδεία τῶν Δανιηλαίων χτυποῦσε γιὰ ἀρκετὴ ὥρα τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, χωρὶς νὰ παίρνει ἀπάντηση. Ὅταν ὁ Πατὴρ Παΐσιος ἄνοιξε, εἶχε στὰ χέρια του ἕνα κρεμμύδι καὶ ἕνα παξιμάδι, ἐνῶ τὰ μάτια του ἦταν γεμάτα δάκρυα.
-Τί κάνεις, Πάτερ; ῥώτησε ὁ π. Δανιήλ.
-Δὲν βλέπεις; ἀπάντησε. Τρώω, συνέχεια τρώω.
Ὁ π. Δανιὴλ ἐντυπωσιάσθηκε ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν πνευμαιτκὴ ἀλλοίωση ποὺ εἶδε ζωγραφισμένη στὸ πρόσωπο τοῦ Πατρὸς Παϊσίου, ἀλλὰ κυρίως ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο προσπαθοῦσε νὰ κρυφθῆ.
***

Ἐπικοινωνία μὲ ἄλλους Πατέρες.
Τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ ὁ Πατὴρ Παΐσιος πήγαινε νὰ λειτουργηθῆ ἄλλοτε στὸ Κελλὶ τῶν Δανιηλαίων καὶ ἄλλοτε στὴν Μικρὰ Ἁγία Ἄννα ἢ πιὸ μάκρια, στὴν Κερασιά. Συνήθως ἔφευγε ἀμέσως μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία, χωρὶς νὰ κερασθῆ, καὶ σὲ ὅλους τοὺς Πατέρες ἔκανε ἐντύπωση ἡ ἀσκητική του μορφή, καθὼς καὶ τὰ μετρημένα λόγια του. Ὅταν βοηθοῦσε στὶς πανηγύρεις τῶν Κελλιῶν αὐτῶν, εἶχαν τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν συναναστραφοῦν λίγο περισσότερο καὶ ἔβλεπαν τὸν ἀθόρυβο τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο διακονοῦσε. Ἔλεγε ἀργότερα ὁ π. Δανιήλ: «Βλέποντας τὸν Πατέρα Παΐσιο νὰ διακονῆ, καταλάβαινες ὅτι ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος ὅ,τι καὶ νὰ κάνει τὸ κάνει μὲ προθυμία. Ἦταν ἄνθρωπος γεννημένος νὰ ζῆ γιὰ τὸν πλησίον».
Ἐπίσης, ἂν καὶ ταλαιπωρημένος ἀπὸ τὴν ἐγχείρηση, πήγαινε συχνὰ στὴν Καψάλα, ἀπόσταση ἀρκετῶν ὡρῶν, γιὰ νὰ ἐπισκεφθῆ τὸν παπα-Τύχωνα καὶ νὰ ἐξομολογηθῆ. Γιὰ πνευματικὴ ὠφέλεια ἐπισκεπτόταν καὶ τὸν γερο-Γαβριὴλ τὸν Καρουλιώτη, ὁ ὁποῖος ἔμενε τότε κατάκοιτος στὴν σπηλιὰ ἑνὸς ἀπόκρημνου βράχου.
Ἐπικοινωνία εἶχε καὶ μὲ ἕναν ἄλλο ἀγωνιστὴ ἀσκητή, τὸν Ῥομάνο γερο-Δανιήλ, ὁ ὁποῖος ἔμενε χαμηλὰ στὴν Κερασιά. Μία μέρα ὁ γερο-Δανιὴλ τὸν ῥώτησε:
-Ἐσύ, Πάτερ Παΐσιε, τί τυπικὸ ἔχεις;
-Γιὰ πὲς ἐσὺ τὸ τυπικὸ τὸ δικό σου καὶ μετὰ νὰ θυμηθῶ καὶ ἐγὼ τὸ δικό μου, εἶπε ὁ Πατὴρ Παΐσιος.
-Ἐγώ, ἀπάντησε ἐκεῖνος, μόλις σηκωθῶ τὴν νύχτα, ἀρχίζω πρῶτα τὸ κανόνι. Καὶ ἐννοοῦσε τὸν κανόνα.
-Πολὺ καλὰ τὸ λὲς Γέροντα, εἶπε ὁ Ὅσιος. Κανόνι εἶναι!
***

Στὸ νεοσύστατο Ἡσυχαστήριο.
Συχνὰ ὁ Πατὴρ Παΐσιος λάμβανε ἐπιστολὲς ἀπὸ τὶς ἀδελφές, οἱ ὁποῖες εἶχαν ἀρχίσει νὰ χτίζουν τὸ Μοναστήρι καὶ τοῦ ζητοῦσαν νὰ τὶς ἐπισκεφθῆ καὶ νὰ τὶς βοηθήσει στὸ ξεκίνημά τους. Καὶ ἐκεῖνος ἔνιωθε μεγάλη ὑποχρέωση γιὰ τὴν λίγη περιποίηση καὶ τὸ λίγο αἷμα ποὺ εἶχαν δώσει, ἀλλὰ δὲν ἤθελε νὰ κάνει κάτι, χωρὶς νὰ εἶναι βέβαιος ὅτι αὐτὸ ἦταν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Γι’ αὐτὸ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1967 ἀνέβηκε ξυπόλυτος στὸν Ἄθωνα, γιὰ νὰ δείξει ὁ Θεὸς τὸ θέλημά Του. Συμβουλεύθηκε καὶ τὸν παπα-Τύχωνα, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε νὰ βοηθήσει τὶς ἀδελφές, ἀφοῦ τοῦ τὸ ζητοῦσαν. Ἔτσι, τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1967, μετὰ τὴν ἐγκατάσταση τῶν πρώτων ἀδελφῶν στὸ Μοναστήρι, πῆγε καὶ ἔμεινε δύο μῆνες μαζί τους, γιὰ νὰ τὶς βοηθήσει στὴν ἀρχὴ τῆς μοναχικῆς ζωῆς τους.
Σύντομα διαπίστωσε ὅτι οἱ ἀδελφὲς ἔπρεπε νὰ κάνουν πολλὴ δουλειὰ -ἐννοεῖται πνευματικὴ- ξεκινώντας ἀπὸ τὸ μηδέν. Καὶ ἐκεῖνος ἔπρεπε νὰ κάνει πολλὴ ὑπομονή, ἀφοῦ ὁ Θεὸς τὸν εἶχε στείλει ἐκεῖ. Τὸ πρῶτο ποὺ τακτοποίησε, σὲ συνεργασία μὲ τὸν Πνευματικό τους, ἦταν ἡ τοποθέτηση μίας ἀδελφῆς ὡς προεστώσης, ἀφοῦ τὸ Μοναστήρι δὲν εἶχε ἀναγνωρισθῆ ἀκόμη ἐπίσημα, ὥστε νὰ γίνει ἐκλογὴ Ἡγουμένης. Γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ μίλησε πρῶτα μὲ τὴν κάθε ἀδελφὴ χωριστὰ καὶ ὕστερα εἶπε σὲ ὅλες: «Γιὰ νὰ μπῆ τὸ Μοναστήρι σὲ μία πνευματικὴ σειρά, πρέπει ἕνας νὰ τραβήξει μπροστὰ καὶ οἱ ἄλλοι νὰ ἀκολουθοῦν· αὐτὸ εἶναι πολὺ βασικό. Γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ γίνει μία ἀπὸ σᾶς προεστῶσα».
Ὡς καθημερινὴ μελέτη συνέστησε στὶς ἀδελφὲς ἕνα κεφάλαιο ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸν Ἀπόστολο, ἕναν Ψαλμὸ ἀπὸ τὸ Ψαλτήρι καὶ ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸν Εὐργετινό. Ἔλεγε: «Τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ Ψαλτήρι, ἁγιάζουν τὸν ἄνθρωπο, ἀκόμα καὶ ἂν δὲν τὰ καταλαβαίνει. Ὁ δὲ Εὐεργετινὸς εἶναι μεγάλη εὐεργεσία· νὰ τὸν ἔχετε ἀνοιχτὸ δίπλα στὸ μαξιλάρι σας». Προγραμμάτιζε ἐπίσης νὰ κάνουν μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα μία μικρὴ ἀγρυπνία ἡ κάθε μία στὸ κελλί της. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ῥωτοῦσε τὴν κάθε ἀδελφὴ ἂν εἶχε κάποια δυσκολία στὴν ἀγρυπνία, καὶ ἔτσι παρακολουθοῦσε τὴν πορεία τους.
Κάποιες Κυριακὲς ποὺ λόγῳ ἐλλείψεως ἱερέως δὲν εἶχαν Θεία Λειτουργία, ὑπέδειξε νὰ κάνουν ἕνα πρόγραμμα ποὺ τὸ ὀνόμαζε«ἐρημικό». Μετὰ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καὶ τῶν Ὡρῶν, ἡ Ἐκκλησιαστικὸς χτυποῦσε τὸ καμπανάκι, καὶ οἱ ἀδελφὲς πήγαιναν στὰ κελλιά τους γιὰ μία ὥρα καὶ δεκαπέντε λεπτά, ὅσο δηλαδὴ διαρκεῖ ἡ Θεία Λειτουργία. Διάβαζαν ἀπὸ τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο τὰ κεφάλαια ποὺ ἀναφέρονται στὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, στὰ ἅγια Πάθη Του καὶ στὴν Ἀνάστασή Του, καὶ τὴν ὑπόλοιπη ὥρα, μέχρι νὰ ξαναχτυπήσει τὸ καμπανάκι, ἔλεγαν τὴν εὐχή.
Στὴν Τράπεζα ὁ Πατὴρ Παΐσιος καθόταν στὴν κεφαλὴ τοῦ τραπεζιοῦ, καὶ μετὰ τὸ φαγητὸ ἀπαντοῦσε στὶς ἀπορίες τῶν ἀδελφῶν ἢ σχολίαζε κάτι ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση, ποὺ συνήθως ἦταν τὸ συναξάρι τοῦ Ἁγίου τῆς ἡμέρας. Πρὶν ἀπὸ τὸν Ἑσπερινό, συζητοῦσε μὲ τὴν κάθε ἀδελφὴ χωριστὰ καὶ τὴν καθοδηγοῦσε στὸν ἀγώνα της.
Κάποιες ἀπὸ τὶς συμβουλές του ἦταν:
«Νὰ κάνεις ὑπακοή, νὰ ἀγωνίζεσαι μὲ ταπείνωση καὶ νὰ ζητᾶς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ μὲ εὐλάβεια».
«Θὰ ἀρχίσεις νὰ κάνεις δουλειὰ στὸν ἑαυτό σου, ὅταν πάψεις νὰ κοιτάζεις τί κάνουν οἱ ἄλλοι γύρω σου».
«Νὰ ἁγιάσεις τὸ ξεκίνημά σου γιὰ τὸν Χριστὸ μὲ ἐμπιστοσύνη στὸν Χριστὸ γιὰ ὅλα».
«Ὅσο ἀποφεύγεις τὴν ἀνθρώπινη παρηγοριά, τόσο θὰ σὲ πλησιάζει ἡ θεία».
Ἀφορμὲς γιὰ πνευματικὴ καθοδήγηση ἔδιναν καὶ τὰ ἁπλὰ περιστατικὰ ποὺ συνέβαιναν καθημερινά. Μία μέρα ἐπισκέφθηκε τὸ Μοναστήρι ἡ θεία μιᾶς ἀδελφῆς, γιὰ νὰ λειτουργηθῆ καὶ νὰ δῆ τὴν ἀνεψιά της. Ὁ Πατὴρ Παΐσιος ὅμως, ποὺ ἦταν αὐστηρὸς στὸ θέμα τῆς ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς συγγενεῖς, εἶπε: «Θὰ τὴν δῆς στὴν ἐκκλησία». Καὶ ἔβαλε τὴν ἀδελφὴ αὐτὴ ἀναγνώστρια, γιὰ νὰ τὴν δῆ καὶ νὰ τὴν ἀκούσει ἡ θεία της. Μετὰ τὴν Τράπεζα ἀνέφερε τὸ περιστατικὸ αὐτὸ καὶ στὶς ὑπόλοιπες ἀδελφὲς καταλήγοντας: «Τί θὰ ἔλεγαν θεία καὶ ἀνεψιά; Εἶδε ἡ θεία ὅτι ἡ ἀνεψιά της εἶναι καλὰ καὶ ἀγωνίζεται. Αὐτὸ δὲν ἤθελε;»
Στὸ διάστημα αὐτὸ ὁ Ὅσιος πολλὲς φορὲς στενοχωρήθηκε, βλέποντας στὶς ἀδελφὲς ἀνευλάβεια καὶ ἔλλειψη πνευματικῆς εὐαισθησίας. Μία μέρα τὶς ἄκουσε νὰ φωνάζουν μία κατσίκα μὲ τὸ ὄνομα «Μαρίκα».
-Καλά, εἶπε, δώσατε στὴν κατσίκα τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας;
-Ὄχι, τοῦ ἀπάντησαν, ἔτσι τὴν φώναζαν ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς τὴν ἔδωσαν.
-Γκεμπελία θὰ τὴν λέτε, ποὺ σημαίνει βουνίσια, τοὺς εἶπε τότε, ἔχοντας στὸν νοῦ του τὴν φυλὴ τῶν Βεδουΐνων στὴν ἔρημο Σινᾶ.
Ἄλλη φορά, ὅταν ἔμαθε ὅτι μία ἀδελφή, τακτοποιώντας τὸ Ἱερὸ Βῆμα, δὲν κινήθηκε μὲ τὴν ἁρμόζουσα εὐλάβεια στενοχωρήθηκε καὶ τὴν μάλωσε τόσο πολύ, ποὺ ὕστερα τῆς ζήτησε συγγνώμη. Τότε ἡ προεστῶσα τοῦ εἶπε: «Συγχωρῆστέ μας γιὰ τὴν ἄγνοιά μας. Σᾶς παρακαλοῦμε, βοηθήστέ μας, καὶ ἐμεῖς θὰ κάνουμε ὑπακοή».
Δύο ἑβδομάδες πρὶν φύγει γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἔδωσε στὴν προεστῶσα τὴν θέση του στὴν κεφαλὴ τῆς Τραπέζης. «Σιγὰ-σιγά, πρέπει νὰ κατεβαίνω, νὰ κατεβαίνω, μέχρι νὰ φύγω», ἐξήγησε. Καὶ μίλης επάλι στὶς ἀδελφὲς γιὰ τὸ νόημα τῆς ὑπακοῆς: «Ὅπως ὁ χωροφύλακας ὑποτάσσεται στὸν κυβερνήτη καὶ ὁ ἱερέας στὸν Ἱεράρχη, ἔτσι καὶ ἡ ὑποτακτικὴ πρέπει νὰ κάνει ὑπακοὴ στὴν προεστῶσα. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὑποταχθήκατε, πρέπει νὰ ξέρετε ὅτι δὲν βάζετε μετάνοια στὴν χθεσινὴ φίλη σας, ἀλλὰ σὲ Ἕναν βαθμοφόρο τῆς Ἐκκλησίας».
Τὴν παραμονὴ τῆς ἀναχωρήσεώς του, ἡ προεστῶσα τὸν παρακάλεσε:
-Γέροντα, πέστε μας κάτι, γιὰ νὰ τὸ δουλέψουμε μέχρι νὰ ξαναρθῆτε.
-Τί νὰ σᾶς πῶ; ἀπάντησε, τόσα σᾶς εἶπα.
Στὴν ἐπιμονή της ὅμως πρόσθεσε: «Μία εἶναι ἡ ἀρετή, ἡ ταπείνωση. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν τὸ καταλαβαίνετε, ἄντε, νὰ σᾶς πῶ καὶ τὴν ἀγάπη. Ἀλλὰ ὅποιος ἔχει ἀγάπη, δὲν ἔχει καὶ ταπείνωση;»
Ὅταν ἐπέστρεψε στὸ Ἅγιον Ὄρος, τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1968, ἔστειλε στὶς ἀδελφὲς ἐπιστολή, στὴν ὁποία μεταξὺ ἄλλων ἔγραφε:«Μόλις ἔφθασα στὴν Πνευματικὴ Ἀμερικὴ -στὸ Ἅγιον Ὄρος-, ἡ πρώτη δουλειά μου ἦταν νὰ θυμηθῶ τὶς ἀδελφές μου, σὰν καλὸς μεγαλύτερος ἀδελφός. Πρῶτον μὲν νὰ γράψω δύο λέξεις στὶς ἀδελφές μου καὶ ἀμέσως νὰ πιάσω ἐργασία (ἐννοεῖται πνευματική), γιὰ νὰ φροντίσω γιὰ τὴν καλὴ ἀποκατάσταση τῶν ἀδελφῶν μου, τὴν πνευματική... Θὰ εὔχωμαι, ὅταν ἔρθω ἄλλη φορά, νὰ σᾶς βρῶ σὲ πολὺ καλὴ πνευματικὴ κατάσταση, γιὰ νὰ μὴν ἀναγκασθῶ νὰ σᾶς πληγώσω. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι σᾶς πλήγωσα πάρα πολύ. Ὁ Κύριος ὅμως γνωρίζει πόσο μοῦ στοίχισε αὐτό. Ὁ πατέρας, ὅταν δέρνει τὰ παιδιά του, ὑποφέρει ἡ καρδιά του. Τὰ παιδιά, ὅταν τρῶνε τὸ σκαμπιλάκι, πονᾶνε στὸ μάγουλο. Ἑπομένως, μεγαλύτερος εἶναι ὁ πόνος τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὸν πόνο στὸ μάγουλο. Πάντως, τοῦτο θέλω νὰ τονίσω, ὅτι ὅλα αὐτὰ ἀπὸ ἀγάπη πνευματικὴ καὶ ἐνδιαφέρον τὰ ἔκανα».
***

Μέσα στὸ θεῖο φῶς.
Ὕστερα ἀπὸ 5 μῆνες, τον Ἰούλιο τοῦ 1968, ὁ Πατὴρ Παΐσιος ἕνα ἀπόγευμα ξεκίνησε νὰ κάνει τὴν ἀγρυπνία του. Ἄρχισε μετὰ τὸ Ἀπόδειπνο νὰ λέει τὴν εὐχή, καὶ ὅσο τὴν ἔλεγε, τόσο τοῦ ἔφευγε ἡ κούραση καὶ αἰσθανόταν μέσα του μεγάλη χαρά. Ξαφνικά, γύρω στὶς 11 ἡ ὥρα τὸ βράδυ, τὸ κελλί του γέμισε ἀπὸ ἕνα γλυκὺ φῶς, οὐράνιο. Ἦταν πολὺ δυνατὸ ἀλλὰ δὲν τὸν θάμπωνε. Μέσα στὸ θεῖο ἐκεῖνο φῶς, βρισκόταν σὲ ἕναν ἄλλο κόσμο πνευματικό. Αἰσθανόταν μία ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση, καὶ τὸ σῶμά του ἦταν ἀνάλαφρο· εἶχε χαθῆ τὸ βάρος του. Ἔνιωθε τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τὸν θεῖο φωτισμὸ καὶ θεῖα νοήματα περνοῦσαν γρήγορα ἀπὸ τὸν νοῦ του σὰν ἐρωταποκρίσεις· ῥωτοῦσε καὶ εἶχε συγχρόνως τὴν ἀπάντηση. Ἦταν θεῖες ἀπαντήσεις, δοσμένες μὲ ἀνθρώπινα λόγια. Καὶ ὅλα αὐτὰ ἦταν τόσα πολλά, ὥστε, ἂν τὰἔγραφε, θὰ γραφόταν, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος, ἄλλος ἕνας Εὐεργετινός.
Ἡ κατάσταση αὐτὴ κράτησε ὅλη τὴν νύχτα, μέχρι τὶς 9 τὸ πρωΐ. Ὅταν χάθηκε ἐκεῖνο τὸ ὑπερφυσικὸ φῶς, ὅλα μετὰ τοῦ φαινόταν σκοτεινά. Βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὸ κελλί του καὶ ἦταν σὰν νύχτα. «Τί ὥρα εἶναι; Δὲν ἔφεξε ἀκόμη;» ῥώτησε ἕναν μοναχὸ ποὺ περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ. «Τί εἶπες, Πάτερ Παΐσιε;», ἀπάντησε ἐκεῖνος μὲ ἀπορία. «Τί εἶπα;», ἀναρωτήθηκε καὶ μπῆκε στὸ κελλί. Κοίταξε τὸ ῥολόϊ καὶ τότε συνειδητοποίησε τί εἶχε συμβῆ. Ἡ ὥρα ἦταν 9 τὸ πρωΐ, ὁ ἥλιος ἦταν ψηλά, καὶ ἡ ἡμέρα τοῦ φαινόταν σὰν νύχτα, σὰν νὰ εἶχε γίνει ἔκλειψη ἡλίου.
Διηγήθηκε: «Ἤμουν σὰν ἕναν ποὺ πετιέται ἀπότομα ἀπὸ τὸ δυνατὸ φῶς στὸ σκοτάδι. Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ διαφορά! Μετὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν θεϊκὴ κατάσταση βρέθηκα στὴν ἄλλη, τὴν φυσική, τὴν ἀνθρώπινη, καὶ ξεκίνησα νὰ κάνω ὅπως κάθε μέρα τὸ πρόγραμμά μου. Ἔκανα λίγο ἐργόχειρο, ἔκανα τὶς Ὧρες, ἔβρεξα λίγο παξιμάδι γιὰ νὰ φάω, αλλὰ ἔνιωθα σὰν ζῶο ποὺ πότε ξύνεται, πότε βόσκει, πότε χαζεύει, καὶ ἔλεγα μέσα μου: «Γιὰ δὲς μὲ τί ἀσχολοῦμαι! Τόσα χρόνια ἔτσι τὰ πέρασα;» Μέχρι τὸ ἀπόγευμα εἶχα τέτοια ἀγαλλίαση, ποὺ δὲν ἔνιωθα τὴν ἀνάγκη νὰ ξεκουραστῶ· τόσο δυνατὴ ἦταν αὐτὴ ἡ κατάσταση». Ὅλη ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὁ Ὅσιος ἔβλεπε θαμπά· ἴσα-ἴσα ποὺ μποροῦσε νὰ κάνει τὸ ἐργόχειρό του. Τὴν ἄλλη μέρα ἄρχισε νὰ βλέπει κανονικά.
***

Ἕνα μήνα μετὰ τὸ θεῖο αὐτὸ γεγονός, ὁ Ὅσιος Παΐσιος ἄφησε τὴν ἔρημο τῶν Κατουνακίων, γιὰ νὰ μεταβῆ στὴν Μονὴ Σταυρονικήτα.
***

[1] Ἡ Α΄ Ὥρα διαβάζεται στὶς 6 π.μ, ἡ Γ΄ στὶς 9 π.μ., ἡ ΣΤ΄ στὶς 12 τὸ μεσημέρι καὶ ἡ Θ΄ στὶς 3 τὸ ἀπόγευμα. Ὁ Ὅσιος στὴν Α΄ Ὥρα ἔκανε κομποσχοίνι γιὰ τὰ νήπια καὶ γιὰ ὅσους ζοῦν ἐν παρθενίᾳ, στὴν Γ΄ γιὰ τὸν κλῆρο, στὴν ΣΤ΄ γιὰ ὅλον τὸν κόσμο, ἀσθενεῖς κ.λ.π. καὶ στὴν Θ΄ Ὥρα γιὰ τοὺς κεκοιμημένους.


Αποσπάσματα (που αναφέρονται στη ζωή του Οσίου Παϊσίου στο Άγιο Όρος) από το βιβλίο:


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου