Οι καημένοι οι κοσμικοί γιορτάζουν κάθε μέρα την
κοσμική τους υποκρισία και ντύνονται όπως
είναι μέσα τους. Παλιά,
καρναβάλια γίνονταν οι άνθρωποι μια φορά τον
χρόνο, μόνον τις Αποκριές. Τώρα οι
περισσότεροι συνέχεια καρναβάλια είναι. Δηλαδή, παλιά έβλεπε κανείς καρναβάλια μια
εβδομάδα, μόνον τις Αποκριές. Τώρα βλέπει
κάθε μέρα… Καθένας ντύνεται όπως του λέει ο
λογισμός! Έχουν γίνει τελείως παράξενοι.
Παλάβωσαν! Λίγοι είναι οι συμμαζεμένοι άνθρωποι, οι σεμνοί,
είτε άνδρες είτε γυναίκες είτε παιδιά. Ιδίως
οι γυναίκες είναι τελείως χάλια.
Σήμερα που κατέβαινα στην πόλη είδα κάποια με μια
κορδέλα τόοοσο φαρδιά, σαν επίδεσμο, κάτι μπότες μέχρι επάνω και
ένα κοντό φόρεμα. Μου είπαν: «Είναι της μόδας»! Άλλες περπατούν με
κάτι τόοοσο λεπτά τακούνια! Λίγο να στραβοπατήσουν, στον
ορθοπεδικό θα πάνε… Τα δε μαλλιά, μην τα ρωτάς! Μια άλλη –ο Θεός να με συγχωρέση- τι άνθρωπος ήταν;
Ένα πρόσωπο άγριο, με το τσιγάρο στο στόμα, φου, φου, τα μάτια
κόκκινα!... Τώρα λένε ότι έχουν σαν αρχή να μην καπνίζουν στο
σπίτι, όταν έχουν μικρά παιδιά. Τα παιδιά εν τω μεταξύ, τα καημένα, έχουν γεννηθή…
καπνιστές ρέγγες! Και από τους καφέδες οι άνθρωποι παθαίνουν·
κάνουν κάτι γκριμάτσες… Έχει φύγει η Χάρις του Θεού. Τέλεια εγκατάλειψη!
Θυμάμαι, όταν ήμουν στο Σινά, ήταν και εκεί… μην τα συζητάς! Πόσο πονούσα, όταν έβλεπα τις τουρίστριες που έρχονταν στο Μοναστήρι! Τι χάλια ήταν! Σαν να έβλεπα ωραίες εικόνες, βυζαντινές, πεταγμένες στα σκουπίδια, μόνον που αυτές είχαν πεταχθή μόνες τους. Μια φορά είδα μια που φορούσε κάτι σαν φαιλόνι και είπα: «Δόξα τω Θεώ, να και μια που φοράει κάτι συμμαζεμένο· τέλος πάντων φαιλόνι-ξεφαιλόνι, τουλάχιστον δεν είναι σαν τις άλλες». Ύστερα, όταν γύρισε μπροστά, τι να δω; Ήταν όλα ανοικτά! Πού έφθασε ο κόσμος!... Μου έστειλαν μια φωτογραφία μιας νύφης, για να κάνω προσευχή να πάη καλά ο γάμος της. Φορούσε ένα νυφικό τελείως χάλια. Τέτοιο ντύσιμο είναι ασέβεια στο Μυστήριο, στον ιερό χώρο της Εκκλησίας. Πνευματικοί άνθρωποι και δεν σκέφτονται! Τι να κάνουν οι άλλοι; Γι΄ αυτό λέω, αν και τα Μοναστήρια δεν κρατήσουν, δεν υπάρχει φρένο πουθενά· είναι ξέφρενοι οι άνθρωποι σήμερα. Παλιά που υπήρχαν και οι δια Χριστόν σαλοί, υπήρχαν ελάχιστοι τρελλοί στον κόσμο. Μήπως θα πρέπει να παρακαλέσουμε τους δια Χριστόν σαλούς να κάνουν καλά τους φύσει σαλούς και να αναδειχθούν πάλι δια Χριστόν σαλοί; Πάντως τα πιο παράξενα πράγματα βλέπεις και ακούς σήμερα. Μου είπε ένας – έκανα τον σταυρό μου, όταν το άκουσα- ότι σήμερα είναι της μόδας οι τεμπέληδες να τρίβουν τα ρούχα τους εδώ κι εκεί και ύστερα να κόβουν και να ράβουν μπαλώματα με μια σακκορράφα. Καλά, ένας εργατικός είναι φυσιολογικό να είναι έτσι, αλλά ένας τεμπέλης!... Αφού μου είπε αυτό, συμπληρώνει: «Να σου πω, Γέροντα, και κάτι ακόμη πιο παράξενο: η γυναίκα μου είδε μια φορά στην Ομόνοια το παιδί μιας φιλικής μας οικογένειας να έχη σχισμένο το παντελόνι του από πίσω. «Παιδάκι μου, του λέει, βάλε το χεράκι σου πίσω…» «Άσε με, λέει εκείνο, της μόδας είναι»»! Τα καημένα τα παιδιά! (...) Γι΄ αυτό λέγανε στα χρόνια μου: «Οι άνθρωποι από την Σμύρνη είναι…» Ήταν παραθαλάσσιο μέρος και πήγαιναν πολλοί ξένοι. Ο Άγιος Αρσένιος ήταν πολύ αυστηρός σ΄ αυτά. Ήταν εκεί στα Φάρασα μια νεόνυμφη και φορούσε μια μανδήλα παρδαλή, σμυρνιώτικη. Ο Άγιος επανειλημμένως της έκανε παρατηρήσεις, για να την πετάξη και να ντύνεται σεμνά όπως όλες οι Φαρασιώτισσες. Εκείνη δεν άκουγε. Μια μέρα που την είδε ο Άγιος Αρσένιος να φοράη πάλι την παρδαλή μανδήλα, της είπε αυστηρά: «Φράγκικες αρρώστιες στα Φάρασα δεν θέλω. Αν δεν συμμορφωθής, να το ξέρης, τα παιδιά που θα γεννάς, αφού θα βαπτίζωνται, θα φεύγουν αγγελούδια και συ δεν θα χαρής κανένα». Και επειδή ούτε τότε συμμορφώθηκε, της πέθαναν δυό αγγελούδια. Τότε μόνο συνήλθε, πέταξε την παρδαλή μανδήλα και πήγε στον Άγιο Αρσένιο και ζήτησε συγχώρεση. Τα σκούρα ρούχα πολύ βοηθούν. Φεύγει έτσι κανείς από τον κόσμο, ενώ με τα χρωματιστά μένει γαντζωμένος στον κόσμο. Και αυτός που λέει: «Θα πάω στο Μοναστήρι και εκεί θα φορέσω μαύρα. Θα πάω στο Μοναστήρι και εκεί θα κάνω κανόνα», μαύρα πράγματα θα κάνη και εκεί, όταν πάη. Όταν είναι στον κόσμο και κάνη με χαρά αυτό που κάνουν οι μοναχοί και το λαχταρά, αυτός και στον κόσμο χραίρεται πνευματικά και στην καλογερική μετά θα ανεβαίνη δυό-δυό και τρία-τρία τα σκαλιά. (Τα παιδιά που θρησκεύουν και ντύνονται σεμνά) αν το πιστεύουν και το κάνουν αυτό με την καρδιά τους, βάζουν και τους μεγάλους στην θέση τους. Είχα γνωρίσει μια κοπέλα που φορούσε μαύρα και μανίκια μέχρι κάτω. Είχε μια ευλάβεια! Της λέει μια φορά μια μοντέρνα γριά: «Δεν ντρέπεσαι, κοπέλα εσύ, να φοράς μαύρα και μανίκια μακριά;» «Αφού δεν βλέπουμε παραδείγματα από σάς, της απάντησε εκείνη, τουλάχιστον να φορέσουμε εμείς μαύρα» και την έβαλε στην θέση της. Βλέπεις, η άλλη, μόλις χήρεψε, και φοράει παρδαλά. Αλλά τι να πης; Εμένα η αδελφή μου είκοσι τριών χρονών έμεινε χήρα και, μέχρι που πέθανε, τα μαύρα δεν τα έβγαλε. Για μένα είναι μακάριες οι χήρες που φορέσανε τα μαύρα σ΄ αυτήν την ζωή, έστω και ακούσια, και ζουν άσπρη πνευματική ζωή και δοξολογούν τον Θεό, χωρίς να γογγύζουν, παρά οι δυστυχισμένες που φορούν παρδαλά και ζουν παρδαλή ζωή. |
|
ΣΗΜΕΡΑ ΔΕΝ ΔΙΑΚΡΙΝΕΙΣ ΑΝ ΕΙΝΑΙ
ΑΝΔΡΑΣ Ή ΓΥΝΑΙΚΑ
Κάποτε, για
να δοκιμάσουν τον σοφό Σολομώντα, του πήγαν μια ομάδα αγοριών και μια ομάδα
κοριτσιών, όμοια ντυμένα κατά πάντα, για να τα ξεχωρίση. Εκείνος τα οδήγησε
σε μια βρύση και τα έβαλε να πλυθούν. Από τον τρόπο που πλένονταν, τα
ξεχώρισε· τα κορίτσια έρριχναν με προσοχή το νερό στα μάτια, συνεσταλμένα,
ενώ τα αγόρια το πετούσαν στο πρόσωπό τους και έκαναν θόρυβο με τις παλάμες
τους.
Σήμερα οι άνδρες έχουν μιμηθή τόσο πολύ τις γυναίκες που πολλές φορές δεν διακρίνονται. Την παλιά εποχή στα πεντακόσια μέτρα μπορούσες να διακρίνης αν είναι άνδρας ή γυναίκα. Τώρα ούτε από κοντά δεν μπορείς μερικές φορές να ξεχωρίσης τι είναι· δεν καταλαβαίνεις· γυναίκα είναι; άνδρας είναι; Γι΄ αυτό αναφέρει η προφητεία ότι θα έρθη εποχή που δεν θα διακρίνωνται οι άνθρωποι αν είναι άνδρας ή γυναίκα. Ο Γερο-Αρσένιος ο Σπηλαιώτης (1) είπε σε έναν νεαρό που είχε κάτι μαλλιά μέχρι κάτω: «Καλά, εσύ τι είσαι; Αγόρι είσαι ή κορίτσι;» Δεν διακρινόταν. Παλιά τους κούρευαν στο Άγιον Όρος. Τώρα έρχονται όπως νάναι… Εγώ τους κουρεύω με το ψαλίδι που κόβω το μαλλί, όταν πλέκω κομποσχοίνι. Πόσους έχω κουρέψει! Πίσω από το Ιερό τους κουρεύω. Όταν έρχωνται τέτοιοι, τους λέω: «Υποσχέθηκα σε κάποιους φαλακρούς να τους κολλήσω μαλλιά… Κάντε αγάπη να τα κόψουμε! Τι να κάνουμε τώρα; Τόχω υποσχεθή!» Έχει σημασία πώς θα το πη κανείς. Δεν αρχίζω: «Τι χάλια είναι αυτά; Δεν ντρέπεσθε; Δεν σέβεσθε τον ιερό χώρο!» Αλλά τους λέω: «Βρε, παλληκάρια, εσείς μ΄ αυτά τα μαλλιά βρίζετε τον ανδρισμό σας. Αν δήτε έναν τσολιά στην Ομόνοια να περπατά με μια γυναικεία τσάντα, πώς θα σας φανή; Ταιριάζει μωρέ; Να τα κόψουμε τα μαλλιά!» Και τα κουρεύω. Ξέρετε τι μαλλιά μαζεύω; Καμμιά φορά, αν κανένας λίγο αντιδράση και αρχίση να ρωτάη «γιατί κ.λπ.», του λέω: «Τι «γιατί»; Καλόγερος δεν είμαι; Κουρές κάνω. Αυτή είναι η δουλειά μου»! Είναι ο τρόπος που θα το πης. Γελούν και αυτό είναι. μετά τα κουρεύω. Ονόματα δεν αλλάζω! Έναν μόνον τον έβγαλα Άξιον εστίν, γιατί εκείνη την ώρα περνούσε η Λιτανεία της εικόνος του «Άξιον εστίν»! Πώς χαίρονται οι γονείς που τα κουρεύω! Ξέρεις πόσες ευχές παίρνω από τους γονείς, από τις μανάδες; Ου, ου, ου!... Μόνον από αυτό θα με συγχωρέση ο Θεός!... Τώρα πάλι είναι μόδα να κόβουν τα μαλλιά και να αφήνουν πίσω κάτι μύτες. «Τι νόημα έχει, βρε λεβέντες, αυτή η ουρά;» ρωτάω καμμιά φορά. «Την αφήνουμε, μου λένε, για να μας προσέξουν οι άλλοι». «Μωρέ, και να τους πληρώσετε τους άλλους, λέω, με τόσα προβλήματα που έχουν σήμερα, δεν πρόκειται να σας προσέξουν». Βλέπεις άλλα, κοτζάμ παλληκάρια, να βάζουν σκουλαρίκια! Πόσα σκουλαρίκια έβγαλα! Οι αναρχικοί είναι που φορούν ένα σκουλαρίκι. Το ένα σκουλαρίκι στο αυτί είναι σύμβολο αναρχίας. Δεν το βάζουν έτσι από θηλυπρέπεια· τρυπούν το αυτί τους και το βάζουν σαν σήμα αντιδράσεως. Ήρθε ένα παλληκάρι με τον πατέρα του στο Καλύβι, είκοσι δύο χρονών, με μαλλιά, γένια και ένα σκουλαρίκι στο αυτί. «Δεν ταιριάζει, του λέω. Πολλοί σας παρεξηγούν· εγώ δεν σας παρεξηγώ. Εκείνοι όμως δεν ξέρουν ότι είστε αναρχικοί και σας παρεξηγούν». Το έβγαλε μετά και μου το έδωσε. Ήταν χρυσό. «Δοσ΄ το, του λέω, σε έναν χρυσοχόο να σου κάνη ένα σταυρουδάκι». (Άλλοι βάζουν σκουλαρίκι και στην μύτη), αυτό σημαίνει ότι ο διάβολος τους έβαλε τον χαλκά στην μύτη, μόνον που το καπίστρι δεν φαίνεται… Είναι και μερικοί που έχουν στον λαιμό πλατειές αλυσίδες χρυσές από ΄δω, από ΄κει! Έδωσα ένα ξεσκόνισμα σ΄ έναν· τις έβγαλα και μετά του είπα: «Να τις δώσης σ΄ ένα ορφανό ή να τις δώσης στην μάνα σου, για να τις δώση σε κανέναν φτωχό». Αφού τον φέρνω σ΄ έναν λογαριασμό, μου λέει: «Τι να κάνω;» «Από ΄κει ν΄ αρχίσης, λέω· να φορέσης ένα σταυρουδάκι με μια αλυσίδα». Άνδρες τώρα, και να φορούν χρυσαφικά! Νάχη φαρδειές αλυσίδες, χρυσές, δυό-τρεις σειρές, που ούτε πριγκίπισσες δεν βάζουν, να φαίνωνται στον λαιμό, και να σου λέη το πρόβλημά του μετά. Το πρόβλημα είναι εκεί! Κανόνας! Σ΄ άλλους τα παίρνω, σ΄ άλλους λέω να τα δώσουν μόνοι τους. Έχουν χάσει το μέτρο. Ντιπ-ντιπ-ντιπ έχουν γίνει! Άλλοι βάζουν ζώδια στον λαιμό. Ρωτάω έναν: «Τι είναι αυτό; Πρώτη φορά το βλέπω». «Είναι το ζώδιό μου», λέει. Εγώ νόμιζα ότι είναι μια Παναγία. «Καλά, ζώα είστε, του λέω, και φοράτε ζώδια;». Λόξες! Η αταξία η εσωτερική ξεσπάει έξω. Να κάνουμε πολλή προσευχή ο Θεός να φωτίση την νεολαία, για να κρατηθή λίγο προζύμι. 1) Ασκητής των σπηλαίων στην περιοχή της Αγίας Άννης του Αγίου Όρους. |
|
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΔΙΨΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΛΟΤΗΤΑ
Το καλό είναι ότι διψούν οι άνθρωποι την απλότητα και
έφθασαν σε σημείο να κάνουν την απλότητα
μόδα, και ας μη νιώθουν απλά. Έρχονται μερικοί στο Άγιον
Όρος με κάτι ξεβαμμένα ρούχα. Λέω: «Αυτοί δεν δουλεύουν στα
χωράφια, γιατί είναι έτσι;» Άλλος μιλάει χωριάτικα από
φυσικού του και τον χαίρεσαι. Άλλος πάει να μιλήση χωριάτικα
και σου έρχεται να κάνης εμετό. Είναι και μερικοί που
έρχονται με τις γραβάτες τους… Από το ένα άκρο στο άλλο.
Ένας είχε έξι-επτά γραβάτες μαζί του. Ένα πρωί που
ετοιμαζόταν, φόρεσε την γραβάτα, το κουστούμι του κ.λπ. «Τι
κάνεις εκεί;» του λέει κάποιος. «Θα πάω στον π. Παΐσιο»,
λέει. «Ε, και τι είναι αυτά που φοράς;» «Τα φορώ, λέει, για
να τον τιμήσω». Βρε, τι πάθαμε!
Απλότητα δεν έχουν καθόλου· γι΄ αυτό υπάρχει αυτή η αλητεία. Όταν οι πνευματικοί άνθρωποι δεν ζουν απλά, αλλά είναι κουμπωμένοι, δεν βοηθούν την νεολαία. Έτσι τώρα οι νέοι, μη έχοντας κάποιο πρότυπο, ζουν αλήτικα. Γιατί, όταν βλέπουν κουμπωμένους Χριστιανούς, ανθρώπους σφιγμένους με γραβάτες, καλουπωμένους, δεν βρίσκουν σ΄ αυτούς καμμιά διαφορά από τους κοσμικούς και αντιδρούν. Αν έβλεπαν απλότητα στους πνευματικούς ανθρώπους, δεν θα έφθαναν σ΄ αυτήν την κατάσταση. Αλλά τώρα κοσμικό πνεύμα οι νέοι, κοσμική τάξη αυτοί. «Έτσι πρέπει να περπατάμε οι Χριστιανοί, έτσι πρέπει εκείνο, έτσι το άλλο…» Και δεν είναι ότι το κάνουν από μέσα τους, από ευλάβεια, αλλά γιατί «έτσι πρέπει». Οπότε και οι νέοι λένε: «Τι πράγματα είναι αυτά; Να πηγαίνουν στην Εκκλησία με σφιγμένο τον λαιμό! Άντε απ΄ εκεί!» και τα πετούν και γυρίζουν γυμνοί. Πιάνουν το άλλο άκρο. Κατάλαβες; Όλα αυτά από αντίδραση τα κάνουν. Ενώ έχουν ιδανικά, δεν έχουν πρότυπα και είναι αξιολύπητοι. Γι΄ αυτό χρειάζεται κανείς να τους κεντρίση το φιλότιμο και να τους συγκινήση με την απλή του ζωή. Αγανακτούν, όταν και αυτοί οι πνευματικοί άνθρωποι και οι ιερείς προσπαθούν με συστήματα κοσμικά να τους συγκρατήσουν. Όταν όμως βρουν την σεμνότητα, αλλά και την απλότητα και μια ειλικρίνεια, τότε προβληματίζονται. Γιατί, όταν κανείς έχη ειλικρίνεια και δεν υπολογίζη τον εαυτό του, είναι απλός, έχει ταπείνωση. Όλα αυτά δίνουν ανάπαυση και στον ίδιο, αλλά είναι αισθητά και στον άλλον. Καταλαβαίνει ο άλλος αν τον πονάς ή υποκρίνεσαι. Ένας αλήτης είναι καλύτερος από έναν υποκριτή Χριστιανό. Γι΄ αυτό όχι υποκριτικό γέλιο αγάπης αλλά φυσιολογική συμπεριφορά· ούτε κακία ούτε υποκρισία αλλά αγάπη και ειλικρίνεια. Περισσότερο με συγκινεί, όταν εσωτερικά είναι κανείς τοποθετημένος καλά. Να έχη δηλαδή σεβασμό και αγάπη πραγματική, να κινήται απλά, να μην κινήται με τύπους, γιατί τότε μένει κανείς μόνο στα εξωτερικά και γίνεται άνθρωπος εξωτερικός, δηλαδή αποκριάτικος καρνάβαλος. Η εσωτερική καθαρότητα της όμορφης ψυχής του αληθινού ανθρώπου ομορφαίνει και το εξωτερικό του ανθρώπου και η θεία εκείνη γλυκύτητα της αγάπης του Θεού γλυκαίνει ακόμη και την όψη του. Η εσωτερική ομορφιά της ψυχής, εκτός που ομορφαίνει πνευματικά και αγιάζει τον άνθρωπο, ακόμη και εξωτερικά, και τον προδίδει με την θεία Χάρη, ομορφαίνει και αγιάζει και αυτά τα άσχημα ρούχα που φοράει ο χαριτωμένος άνθρωπος του Θεού. Ο Παπα-Τύχων έρραβε μόνος του σκουφιά με την σακκορράφα από κομμάτια ράσου, τα έκανε σαν σακκούλες, και τα φορούσε, αλλά σκορπούσαν πολλή χάρη. Ό,τι παλιό φορούσε ή ασουλούπωτο, δεν φαινόταν άσχημο, γιατί ομόρφαινε και αυτό από την εσωτερική ομορφιά της ψυχής του. Κάποτε τον φωτογράφισε ένας επισκέπτης όπως ήταν, με την σακκούλα για σκουφί και με μια πιτζάμα, που του είχε ρίξει στις πλάτες του, γιατί είδε τον Γέροντα να κρυώνει. Και τώρα όσοι βλέπουν στην φωτογραφεία τον Παπα-Τύχωνα νομίζουν ότι φορούσε δεσποτικό μανδύα, ενώ ήταν μια παλιά παρδαλή πιτζάμα. Οι άνθρωποι και τα κουρέλια του τα έβλεπαν με ευλάβεια και τα έπαιρναν για ευλογία. Μεγαλύτερη αξία έχει ένας τέτοιος ευλογημένος άνθρωπος, που άλλαξε εσωτερικά και αγίασε και εξωτερικά, παρά όλοι οι άνθρωποι που αλλάζουν συνέχεια μόνον τα εξωτερικά (τα ρούχα τους) και διατηρούν εσωτερικά τον παλαιό τους άνθρωπο με αρχαιολογικές αμαρτίες. |
|
«ΟΥΚ
ΕΣΤΑΙ ΣΚΕΥΗ ΑΝΔΡΟΣ ΕΠΙ ΓΥΝΑΙΚΙ
ΟΥΔΕ ΜΗ ΕΝΔΥΣΗΤΑΙ ΑΝΗΡ ΣΤΟΛΗΝ
ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΝ»
Η ΑΝΔΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
ΚΑΙ Η ΘΗΛΥΚΟΠΡΕΠΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΑ
Σήμερα (οι γυναίκες) θα φορούν ή κοντά ή
παντελόνια! Άντε τώρα! Αφού ξεκάθαρα το λέει η Παλαιά Διαθήκη, και βλέπεις και
με τι λεπτομέρειες! «Δεν επιτρέπεται ο άνδρας να φοράη γυναικεία στολή και η
γυναίκα ανδρική». Είναι νόμος και είναι και άπρεπο. Άνδρες που φορούν φουστάνια
είναι ελάχιστοι, πολύ ελάχιστοι.
(Για τις γυναίκες που πάνε σε μοναστήρι με παντελόνι). Κακώς, δεν ταιριάζει! Να τις λέγατε: «Μας συγχωρήτε, είναι αρχή του Μοναστηριού να μην επιτρέπουμε να μπαίνη γυναίκα που φοράει παντελόνι». Αυτές θα πάνε και σε άλλα Μοναστήρια και θα πουν: «Στο τάδε Μοναστήρι μας άφησαν να περάσουμε με παντελόνι». Τις οικονομήσατε εσείς, για να μην τις προσβάλετε, και εκείνες θα προσβάλουν μετά εσάς. Βάλτε στην πύλη πινακίδα με το σχετικό χωρίο από την Παλαιά Διαθήκη. Φτιάξτε και πενήντα φούστες και να τις δίνετε με καλό τρόπο σ΄ αυτές που έρχονται με παντελόνι πρώτη φορά και δεν ξέρουν ή σ΄ αυτές που φορούν κοντά. (Για τις μαθήτριες που πάνε σε μοναστήρι με παντελόνι). Να τους κεράσετε έξω από την πύλη. Αυτό τους προβληματίζει. Ή, αν ειδοποιήσουν ότι θα έρθουν για προσκύνημα, πέστε από το τηλέφωνο: «Σας παρακαλούμε να μη φορούν οι καθηγήτριες και οι μαθήτριες παντελόνι». Έτσι θα καταλάβουν ότι χρειάζεται να σεβασθούν τον χώρο. Εδώ δεν είναι ενορία. Στην ενορία οφείλει ο ιερέας να διαφωτίση τις γυναίκες, για να καταλάβουν γιατί δεν πρέπει να φορούν παντελόνια, και να συμμορφωθούν. Αν καμμιά φορά πάνε στην Εκκλησία του γυναίκες από άλλη ενορία και φορούν παντελόνι, να φροντίση να βολέψη τα πράγματα. Η Εκκλησία είναι μητέρα· δεν είναι μητρυιά. (Για την κατηγορία ότι έτσι φεύγει ο κόσμος από την Εκκλησία). Μα αφού στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχει εντολή από τον Θεό που απαγορεύει οι γυναίκες να φορούν ανδρικά ρούχα κ.λπ., τι άλλο θέλουν; Αλλά σου λένε: «Γιατί να μη φορούν και οι γυναίκες παντελόνια; Γιατί να μην μπουν στις Επιτροπές των Εκκλησιών και άθεοι, αφού Εκκλησία είναι ο λαός;» Έτσι η τύχη της Εκκλησίας θα εξαρτηθή από την απόφαση των αθέων. Θα κάνουν τις Εκκλησίες βιβλιοθήκες, αποθήκες κ.λπ., αφού όλα τα παίρνουν: «Γιατί εκείνο, γιατί το άλλο;» Τι να πης; Στην Μονή δεν θα πρέπη να ανέχεται κανείς ούτε τους γυμνούς τουρίστες, για να μαζεύη χρήματα να ντύση φτωχούς ανθρώπους, γιατί αυτό είναι και τέχνασμα του πονηρού, για να αποξενώση τον μοναχό από τις ευλογίες του Θεού και να τον κοσμικοποιήση, ενώ η πραγματική ξενιτειά του μοναχού, για τον Χριστό, τον κάνει πλούσιο από αρετές. (Στο Μοναστήρι στο Στόμιο) Ναι, είχα πινακίδες. Στο Μοναστήρι είχα μια που έγραφε: «καλώς ορίσατε». Πιο κάτω, είκοσι λεπτά από το Μοναστήρι, είχα άλλη που έγραφε: «Οι ασέμνως ενδεδυμένοι προς Αώον» και είχα ένα βέλος που έδειχνε το ποτάμι και μια άλλη που έγραφε: «Οι σεμνώς ενδεδυμένοι προς Ιεράν Μονήν» και είχα ένα βέλος που έδειχνε το Μοναστήρι. |
|
ΚΑΛΛΩΠΙΣΜΟΣ:
ΜΟΥΝΤΖΟΥΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Τι χαμένος κόσμος υπάρχει σήμερα! Και οι γυναίκες τώρα βάζουν στα μαλλιά τους κάτι κόλλες και πώς μυρίζουν! Αλλεργία σε πιάνει. Όταν βλέπω κοσμικιά γυναίκα, με κοσμικές ομορφιές και αρώματα, αηδιάζω εσωτερικά. Μου είπαν: «Η τάδε πήγε στην Γερμανία να μάθη αισθητική». «Και τι είναι αισθητική;» ρώτησα. «Η αισθητικός, μου λένε, φτιάχνει τις γριές νέες». Τότε θυμήθηκα· είχα δει κάποτε μια ηλικιωμένη που είχε μια οριζόντια γραμμή στο μέτωπό της. Ρωτάω μετά έναν γνωστό της: «Τι έχει, η καημένη;» «Α, τίποτε, μου λέει· έκανε εγχείρηση, για να τεντώση το δέρμα της, να φύγουν οι ρυτίδες». Κι εγώ νόμιζα ότι είχε χτυπήσει και είχε χειρουργηθή… Πού φθάνει ο κόσμος σήμερα! Είδα μια ψυχή που, ενώ πρώτα ήταν σαν Άγγελος, δεν την γνώρισα μετά έτσι όπως ήταν βαμμένη. «Ο Θεός όλα πολύ καλά τα έκανε, της είπα, αλλά έχει κάνει ένα μεγάλο λάθος σ΄ εσένα!» «Γιατί, Πάτερ;» μου λέει. «Να, στα μάτια τα δικά σου, δεν έβαλε μελάνη από κάτω! Αυτό το λάθος έκανε! Ενώ τους άλλους ανθρώπους τους έφτιαξε καλούς, όμορφους, έκανε λάθος σ΄ εσένα! Βρε, χαμένο, δεν το καταλαβαίνεις; Ασχημίζεις έτσι τον εαυτό σου! Σαν να έχης μια βυζαντινή εικόνα και τραβάς πινελιές από ΄δω κι από ΄κει και την μουντζουρώνεις, την χαλάς. Πάμε στην εικόνα του Θεού να βάλουμε μπογιές; Ή σαν ένας ζωγράφος νά 'χη φτιάξη μια καλή εικόνα, και πάει μετά ένας που δεν ξέρει ζωγραφική, παίρνει το πινέλο και κάνει κάτι μουντζούρες και ασχημίζει την εικόνα του ζωγράφου. Το ίδιο κάνεις κι εσύ. Έτσι είναι σαν να λες στον Θεό: «Δεν τά κανες καλά, Θεέ μου· εγώ θα τα διορθώσω»! Μια άλλη ήρθε μια μέρα με κάτι νύχια μέχρι εκεί, σαν το γεράκι, βαμμένα κόκκινα, και μου λέει: «Έχω το παιδί μου άρρωστα βαριά. Να κάνης προσευχή, Πάτερ! Κάνω και εγώ προσευχή, αλλά…» «Τι προσευχή κάνεις;» της λέω. «Εσύ γρατζουνάς τον Χριστό μ΄ αυτά τα νύχια! Κόψε πρώτα τα νύχια, να γίνη καλά το παιδί. Για την υγεία του παιδιού σου, τουλάχιστον να κόψης τα νύχια και να πετάξης τις μπογιές». «Να τα βάψω άσπρα, Πάτερ;» «Εγώ σου λέω να ξεβάψης τα νύχια και να τα κόψης· να κάνης μια θυσία για την υγεία του παιδιού σου. Τι είναι αυτά; Αν ήταν, ο Θεός θα σε έκανε με νύχια κόκκινα». «Να τα βάψω άσπρα, Πάτερ;» Άντε τώρα!... «Καλά θα πας και συ και το παιδί σου…» είπα από μέσα μου. Τα παιδιά περισσότερο τα κρυολογεί η μητέρα, όταν δεν είναι ντυμένη με την σεμνβότητα και προσπαθή ακόμη και να «μαδάη» τα παιδιά της. Μπορεί κάποιος να είναι λίγο άσχημος ή να έχη μια αναπηρία. Ξέρει ο Θεός ότι έτσι θα βοηθηθή πνευματικά, γιατί τον Θεό Τον ενδιαφέρει περισσότερο από το σώμα η ψυχή. Όλοι έχουμε τα καλά μας και λίγα κουσουράκια –σταυρουδάκια, όχι σταυρό- που μας βοηθούν για την σωτηρία της ψυχής μας.
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Α'- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ
ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ
|
Σάββατο 22 Αυγούστου 2015
ΟΙ ΚΑΗΜΕΝΟΙ ΟΙ ΚΟΣΜΙΚΟΙ ΝΤΥΝΟΝΤΑΙ ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΜΕΣΑ ΤΟΥΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου