Ναι, συνέρχεται και λέει «τι έκανα;», αλλά «φαϊντά γιόκ», δηλαδή δεν οφελεί αυτό. Όπως ένας μεθυσμένος, αν σκοτώσει λ.χ. την μάνα του, γελάει, τραγουδάει, επειδή δεν καταλαβαίνει τι έκανε, και όταν ξεμεθύσει, κλαίει και οδύρεται και λέει «τι έκανα;», έτσι και όσοι σ’ αυτήν την ζωή κάνουν αταξίες είναι σαν μεθυσμένοι.
Δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν, δεν αισθάνονται την ενοχή τους. Όταν όμως πεθάνουν, τότε φεύγει αυτή η μέθη και συνέρχονται. Ανοίγουν τα μάτια της ψυχής τους και συναισθάνονται την ενοχή τους, γιατί η ψυχή, όταν βγεί από το σώμα, κινείται, βλέπει, αντιλαμβάνεται με μια ασύλληπτη ταχύτητα.
Η σωσμένη ψυχή όταν ετοιμάζεται να φύγει βλέπει τον άγγελό της
Η Παναγία είναι το μόνο ανθρώπινο πλάσμα που γεννήθηκε με
όλους τους όρους και τους κανόνες της ανθρώπινης ζωής, αλλά το σώμα της
μετέστη, δεν υπάρχει ίχνος από το σώμα της στη γη (στο χώμα). Και δεν θα
περάσει κρίση στη Δευτέρα Παρουσία. Είναι πάνω από τους Αγγέλους.
Γέροντα, λέγονται κάποιες φορές ιστορίες δυσάρεστες για μερικούς μοναχούς στο Άγιον Όρος. Τι γνώμη έχεις;– Παιδί μου, οι μοναχοί είναι άνθρωποι. Υπάρχουν και καλοί και κακοί. Εμείς θα έχουμε πυξίδα στη ζωή μας τους καλούς, σαν τον Γέροντα Παΐσιο, τον Γέροντα Πορφύριο, τον Γέροντα Ιάκωβο. Δεν είμαστε άξιοι να κρίνουμε κανέναν, ούτε τους κακούς. Μπορεί ένας αμαρτωλός να πει αύριο ένα «ήμαρτον» και να τον συγχωρήσει ο Θεός και να πάει πιο γρήγορα στον Παράδεισο από σένα. Γι’ αυτό, μην κρίνεις. (σελ. 56)
…Δεν υπάρχει άνθρωπος, ούτε πλούσιος ούτε φτωχός, που να μην έχει δοκιμασίες. Τα βράδια φεύγω με το πνεύμα μου και περιφέρομαι γύρω από όλο τον κόσμο και δεν υπάρχει άνθρωπος -κανένας, μ’ ακούς- που να μην έχει δοκιμασίες. Θα πληρώσουμε σ’ αυτή τη ζωή όλοι, γιατί ο Θεός μας θέλει καθαρούς στην επόμενη, θέλει να μας μειώσει τις αμαρτίες. (σελ. 87)
…Η σωσμένη ψυχή, όταν ετοιμάζεται να βγει από το σώμα, από την ύλη, βλέπει τον Άγγελό της και ήρεμα αποχωρίζεται από το σώμα. Την 40ή ημέρα ο Άγγελος την παρουσιάζει στον Κύριο. Ενώ η ψυχή που δεν πρόκειται να σωθεί βλέπει τον πονηρό και κρύβεται μέσα στην ύλη, προσπαθεί να ξεφύγει, και γίνεται τέτοια πάλη, τέτοιος αγώνας τότε, που χρειάζεται ιερέας να έρθει να διαβάσει, ώστε να μπορέσει η ψυχή να βγει κάτω από την ευχή. Αγωνίζεται πάρα πολύ άσχημα, είναι πάρα πολύ δύσκολη εκείνη η ώρα. (σελ. 96 και 98)
…Νηστεία και προσευχή ήταν η οδός των Αγίων. Η προσευχή πρέπει να συνοδεύεται και από κόπο σωματικό. Δεν μπορούμε να σηκώσουμε κάποιον που έχει πέσει, αν δεν του δώσουμε το χέρι μας. Το ίδιο και η προσευχή: για να έχει αποτέλεσμα, πρέπει να καταβληθεί η ανθρώπινη προσπάθεια. (σελ. 105)
…Οι αρρώστιες, πολλές φορές, είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας, είτε σωματικής είτε ψυχικής. Και ο Θεός Δεν είναι σαδιστής, για να μας παιδεύει, αλλά φιλάνθρωπος. Από φιλανθρωπία δίνει τις ασθένειες, για να μετανοήσουμε και να σωθούμε, Τις δίνει, για να καθαριστούμε: τόσο πανάγαθος είναι. Το μέγα πρόβλημα των ανθρώπων είναι οι ασθένειες. (σελ. 107)
…Μη φοβάσαι τούς λογισμούς. Ο σατανάς σφάζεται με την προσευχή του Ιησού. Χρειάζεται όμως υπομονή και επιμονή, Να επιδιώκεις να προσεύχεσαι και ας έρχονται όλες οι έγνοιες και οι αισχροί λογισμοί. Όταν τελειώσεις την προσευχή, θα έχουν φύγει. (σελ. 107)
…Ο Χριστιανός δεν περιμένει την εμφάνιση επί γης του Αντιχρίστου, για να πολεμήσει, ήδη πολεμά. Λέει ο Απόστολος Παύλος ότι τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος είναι η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η μακροθυμία, η πίστη, η εγκράτεια. Επίσης, όμως, λέει ο Χριστός ότι στην ψυχή του ανθρώπου υπάρχουν πάθη: ο θυμός, ο φόνος, η πορνεία, η μοιχεία, η ασέλγεια, η αναίδεια, η ακαταστασία, η φιλονικία. Έρχεται λοιπόν ο σατανάς κάθε ώρα και μας υποκινεί τα πάθη αυτά, εμείς όμως δεν το παίρνουμε είδηση, γιατί δεν τον βλέπουμε. Κάνουμε νσυγκατάθεση και μπαίνει μέσα μας το πονηρό πνεύμα. Επομένως, παίρνουμε τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, μόνο όταν πολεμήσουμε τα πάθη που βρίσκονται μέσα μας. (σελ. 109)
Η φοβερή τρίτη μέρα της ψυχής αφού έχει αποχωριστεί το σώμα
΄Εχω διαβάσει αρκετά πράγματα για την πορεία της ψυχής μετά
τον χωρισμό της από το σώμα ,(ένα θέμα που πρέπει να προβληματίσει όλους
)και κοινή διαπίστωση είναι η ομοιότης και η σειρά που αφηγούνται
φωτισμένοι κυρίως Πατέρες της εκκλησίας αλλά και επίσης φωτισμένοι
μοναχοί αναζητητές για τί μέλλει γεννέσθαι για την κάθε μια ψυχή που στο
πλήρωμα του χρόνου αποχωρίζεται από το σώμα.Σημειωτέον δε εχει αξία και
πορίσματα κυρίως γιατρών πιστών και άπιστων που τους έχουν διηγηθεί
ασθενείς τους μεταθανάτια εμπειρία ,αφού δια λίγο χρόνο ήταν νεκροί και
ύστερα επανήλθαν..Πολλές μαρτυρίες συμπίπτουν ταυτόσημες με αυτές της
εκκλησίας αλλα το σίγουρο είναι ότι όλες μιλούν για τις δυο
καταστάσεις-τόπους δλδ παράδεισο–κόλαση πού βίωσαν…
Οι πρώτες δύο ημέρες μετά το θάνατο
Για διάστημα δύο ημερών η ψυχή απολαύει σχετικής ελευθερίας και έχει δυνατότητα να επισκεφθεί τόπους που της ήταν προσφιλείς στο παρελθόν, αλλά την Τρίτη ημέρα μετακινείται σε άλλες σφαίρες.
Εδώ ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης απλώς επαναλαμβάνει τη διδασκαλία που η Εκκλησία ήδη γνωρίζει από τον 4ο αιώνα, όταν ο άγγελος που συνόδευσε τον Αγ. Μακάριο Αλεξανδρείας στην έρημο, του είπε, θέλοντας να ερμηνεύσει την επιμνημόσυνη δέηση της Εκκλησίας για τους νεκρούς την Τρίτη ημέρα μετά θάνατο: «Όταν γίνεται η προσφορά της αναίμακτης θυσίας (μνημόσυνο στη θεία λειτουργία) στην Εκκλησία την τρίτη ημέρα, η ψυχή του κεκοιμημένου δέχεται από τον φύλακα άγγελο της ανακούφιση για τη λύπη που αισθάνεται λόγω του χωρισμού της από το σώμα… Στο διάστημα των δύο πρώτων ημερών επιτρέπεται στην ψυχή να περιπλανηθεί στον κόσμο, οπουδήποτε εκείνη επιθυμεί, με τη συντροφιά των αγγέλων που τη συνοδεύουν. Ως εκ τούτου η ψυχή, επειδή αγαπά το σώμα, μερικές φορές περιφέρεται στο οίκημα στο οποίο το σώμα της είχε σαβανωθεί, περνώντας έτσι δύο ημέρες όπως ένα πουλί που γυρεύει τη φωλιά του. Αλλά η ενάρετη ψυχή πλανιέται σε εκείνα τα μέρη στα οποία συνήθιζε να πράττει αγαθά έργα. Την τρίτη ημέρα,
Εκείνος ο Οποίος ανέστη ο Ίδιος την τρίτη ημέρα από τους νεκρούς καλεί την ψυχή του Χριστιανού να μιμηθεί τη δική Του ανάσταση, να ανέλθει στους Ουρανούς όπου θα λατρεύει το Θεό όλων.» Στην Ορθόδοξη νεκρώσιμη ακολουθία, ο Αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός περιγράφει παραστατικά την κατάσταση της ψυχής η οποία, έχοντας μεν αφήσει το σώμα αλλά παραμένοντας στη γη, είναι ανίκανη να επικοινωνήσει με τους αγαπημένους της τους οποίους βλέπει: «Οίμοι, οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζόμενη εκ του σώματος! Οίμοι, πόσα δακρύει τότε, και ουχ υπάρχει ο ελεών αυτήν! Προς τους αγγέλους τα όμματα ρέπουσα, άπρακτα καθικετεύει προς τους ανθρώπους τας χείρας εκτείνουσα, ουκ έχει τον βοηθούντα. Διό, αγαπητοί μου αδελφοί, εννοήσαντες ημών το βραχύ της ζωής, τω μεταστάντι την ανάπαυσιν, παρά Χριστού αιτησώμεθα, και ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος». Σε γράμμα του προς τον αδελφό μιας αποθνήσκουσας γυναίκας, ο Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος γράφει: «Η αδελφή σου δεν θα πεθάνει. Το σώμα του ανθρώπου πεθαίνει, αλλά η προσωπικότητά του συνεχίζει να ζει. Απλώς μεταφέρεται σε μια άλλη τάξη ζωής… Δεν είναι εκείνη που θα βάλουν στον τάφο. Εκείνη βρίσκεται σε έναν άλλο τόπο όπου θα είναι θα είναι ακριβώς το ίδιο ζωντανή όσο και τώρα. Τις πρώτες ώρες και ημέρες θα βρίσκεται γύρω σου. Μόνο που δεν θα λέει τίποτα και εσύ δεν θα μπορείς να την δεις. Θα είναι όμως ακριβώς εδώ. Να το έχεις αυτό στο νου σου. Εμείς που μένουμε πίσω θρηνούμε για τους κεκοιμημένους, όμως για εκείνους τα πράγματα είναι αμέσως πιο εύκολα. Είναι πιο ευτυχισμένοι στη νέα κατάσταση. Όσοι έχουν πεθάνει και κατόπιν επαναφέρθηκαν στο σώμα διαπίστωσαν ότι το σώμα ήταν μια πολύ στενάχωρη κατοικία. Και η αδελφή σου θα αισθάνεται έτσι. Είναι πολύ καλύτερα εκεί, και εμείς νοιώθουμε οδύνη σαν να της έχει συμβεί κάτι απίστευτα κακό! Θα μας κοιτάζει και σίγουρα θα μένει κατάπληκτη με την αντίδρασή μας». Θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η ανωτέρω περιγραφή των πρώτων δύο ημερών του θανάτου αποτελεί γενικό κανόνα, ο οποίος κατά κανένα τρόπο δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Πράγματι τα περισσότερα παραδείγματα από την Ορθόδοξη γραμματεία, δεν συνάδουν με αυτόν τον κανόνα, και ο λόγος είναι φανερός: οι άγιοι, μην έχοντας καμιά απολύτως προσκόλληση στα εγκόσμια και ζώντας σε διαρκή προσδοκία της αναχώρησής τους για την άλλη ζωή, δεν ελκύονται καν από τους τόπους όπου έπρατταν τα αγαθά τους έργα αλλά ξεκινούν αμέσως την άνοδο τους στους Ουρανούς.
Οι πρώτες δύο ημέρες μετά το θάνατο
Για διάστημα δύο ημερών η ψυχή απολαύει σχετικής ελευθερίας και έχει δυνατότητα να επισκεφθεί τόπους που της ήταν προσφιλείς στο παρελθόν, αλλά την Τρίτη ημέρα μετακινείται σε άλλες σφαίρες.
Εδώ ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης απλώς επαναλαμβάνει τη διδασκαλία που η Εκκλησία ήδη γνωρίζει από τον 4ο αιώνα, όταν ο άγγελος που συνόδευσε τον Αγ. Μακάριο Αλεξανδρείας στην έρημο, του είπε, θέλοντας να ερμηνεύσει την επιμνημόσυνη δέηση της Εκκλησίας για τους νεκρούς την Τρίτη ημέρα μετά θάνατο: «Όταν γίνεται η προσφορά της αναίμακτης θυσίας (μνημόσυνο στη θεία λειτουργία) στην Εκκλησία την τρίτη ημέρα, η ψυχή του κεκοιμημένου δέχεται από τον φύλακα άγγελο της ανακούφιση για τη λύπη που αισθάνεται λόγω του χωρισμού της από το σώμα… Στο διάστημα των δύο πρώτων ημερών επιτρέπεται στην ψυχή να περιπλανηθεί στον κόσμο, οπουδήποτε εκείνη επιθυμεί, με τη συντροφιά των αγγέλων που τη συνοδεύουν. Ως εκ τούτου η ψυχή, επειδή αγαπά το σώμα, μερικές φορές περιφέρεται στο οίκημα στο οποίο το σώμα της είχε σαβανωθεί, περνώντας έτσι δύο ημέρες όπως ένα πουλί που γυρεύει τη φωλιά του. Αλλά η ενάρετη ψυχή πλανιέται σε εκείνα τα μέρη στα οποία συνήθιζε να πράττει αγαθά έργα. Την τρίτη ημέρα,
Εκείνος ο Οποίος ανέστη ο Ίδιος την τρίτη ημέρα από τους νεκρούς καλεί την ψυχή του Χριστιανού να μιμηθεί τη δική Του ανάσταση, να ανέλθει στους Ουρανούς όπου θα λατρεύει το Θεό όλων.» Στην Ορθόδοξη νεκρώσιμη ακολουθία, ο Αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός περιγράφει παραστατικά την κατάσταση της ψυχής η οποία, έχοντας μεν αφήσει το σώμα αλλά παραμένοντας στη γη, είναι ανίκανη να επικοινωνήσει με τους αγαπημένους της τους οποίους βλέπει: «Οίμοι, οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζόμενη εκ του σώματος! Οίμοι, πόσα δακρύει τότε, και ουχ υπάρχει ο ελεών αυτήν! Προς τους αγγέλους τα όμματα ρέπουσα, άπρακτα καθικετεύει προς τους ανθρώπους τας χείρας εκτείνουσα, ουκ έχει τον βοηθούντα. Διό, αγαπητοί μου αδελφοί, εννοήσαντες ημών το βραχύ της ζωής, τω μεταστάντι την ανάπαυσιν, παρά Χριστού αιτησώμεθα, και ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος». Σε γράμμα του προς τον αδελφό μιας αποθνήσκουσας γυναίκας, ο Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος γράφει: «Η αδελφή σου δεν θα πεθάνει. Το σώμα του ανθρώπου πεθαίνει, αλλά η προσωπικότητά του συνεχίζει να ζει. Απλώς μεταφέρεται σε μια άλλη τάξη ζωής… Δεν είναι εκείνη που θα βάλουν στον τάφο. Εκείνη βρίσκεται σε έναν άλλο τόπο όπου θα είναι θα είναι ακριβώς το ίδιο ζωντανή όσο και τώρα. Τις πρώτες ώρες και ημέρες θα βρίσκεται γύρω σου. Μόνο που δεν θα λέει τίποτα και εσύ δεν θα μπορείς να την δεις. Θα είναι όμως ακριβώς εδώ. Να το έχεις αυτό στο νου σου. Εμείς που μένουμε πίσω θρηνούμε για τους κεκοιμημένους, όμως για εκείνους τα πράγματα είναι αμέσως πιο εύκολα. Είναι πιο ευτυχισμένοι στη νέα κατάσταση. Όσοι έχουν πεθάνει και κατόπιν επαναφέρθηκαν στο σώμα διαπίστωσαν ότι το σώμα ήταν μια πολύ στενάχωρη κατοικία. Και η αδελφή σου θα αισθάνεται έτσι. Είναι πολύ καλύτερα εκεί, και εμείς νοιώθουμε οδύνη σαν να της έχει συμβεί κάτι απίστευτα κακό! Θα μας κοιτάζει και σίγουρα θα μένει κατάπληκτη με την αντίδρασή μας». Θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η ανωτέρω περιγραφή των πρώτων δύο ημερών του θανάτου αποτελεί γενικό κανόνα, ο οποίος κατά κανένα τρόπο δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Πράγματι τα περισσότερα παραδείγματα από την Ορθόδοξη γραμματεία, δεν συνάδουν με αυτόν τον κανόνα, και ο λόγος είναι φανερός: οι άγιοι, μην έχοντας καμιά απολύτως προσκόλληση στα εγκόσμια και ζώντας σε διαρκή προσδοκία της αναχώρησής τους για την άλλη ζωή, δεν ελκύονται καν από τους τόπους όπου έπρατταν τα αγαθά τους έργα αλλά ξεκινούν αμέσως την άνοδο τους στους Ουρανούς.