Η ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑÏΣΙΟΥ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
πρεσβ. Άγγελος Αγγελακόπουλος εφημέριος Ι. Ν. Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Νέου Φαλήρου Πειραιώς
Εν Πειραιεί 10-7-2012
Συμπληρώνονται
φέτος 18 χρόνια από την κοίμηση του συγχρόνου οσίου Γέροντος Παϊσίου
του αγιορείτου (12-7-1994). Πολλοί ισχυρίζονται, λανθασμένως βέβαια, ότι
ο γέροντας ασχολήθηκε μόνο με τα μοναχικά του καθήκοντα, την άσκηση,
την προσευχή, την κάθαρση από τα πάθη, την υπακοή, την ταπείνωση, την
παρθενία, βοήθησε τους ανθρώπους με το προορατικό και διορατικό χάρισμά
του, έκανε θαύματα, όμως δεν είχε εκφραστεί καθόλου περί πίστεως,
τουλάχιστον δημόσια, επειδή στην εποχή του, όπως και σήμερα στη δική
μας, η Εκκλησία αντιμετώπιζε τον κίνδυνο από τις αιρέσεις του Παπισμού
και του Οικουμενισμού, με την συνέναινεση και σύμπραξη του τότε
Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα και ως εκ τούτου ήταν οικουμενιστής
και συμφωνούσε με τις πράξεις του Αθηναγόρα.
Για
τον λόγο αυτό, θα παρουσιάσουμε δύο επιστολές πόνου του Γέροντος
Παϊσίου κατά των οικουμενιστών και των φιλενωτικών. Το θέμα και το
μήνυμά τους είναι ιδιαίτερα επίκαιρα, καθώς ο οικουμενισμός Πατριαρχών,
Αρχιεπισκόπων, Επισκόπων και θεολόγων έχει υπερβεί τα «εσκαμμένα» όρια
και είναι όσο ποτέ άλλοτε ακραίος και επικίνδυνος.
Την
πρώτη επιστολή ο Γέροντας Παΐσιος την έγραψε μαζί με άλλους δύο
ιερομονάχους στην Ι.Μ.Σταυρονικήτα στις 21-11-1968. Ανάμεσα στα άλλα
λέγονται και τα εξής:
«‘Το
νόμισμα της αγάπης’ που κυκλοφορεί μετά από το ‘κλείσιμο των δογμάτων’,
η ‘επανίδρυσις της Μιάς... Εκκλησίας’ και τόσα άλλα είναι ακατανόητα
και κυριολεκτικώς βλάσφημα διά την Ορθόδοξο Εκκλησία...
Η
άρνησις προς τον Πατριάρχη (Αθηναγόρα) δεν είναι άρνησι προς την αγάπη
ούτε προς την ενότητα. Είναι «όχι» προς το ψευδές και «ναι» προς την
Αλήθεια, που κρύβει μέσα της η Εκκλησία.
Όταν
οι πιστοί διακρίνουν διαφορές, που υπάρχουν μεταξύ Ορθοδόξων και
Ετεροδόξων, δεν σημαίνει ότι επιθυμούν το σχίσμα και τη διαιώνισί του,
αλλά ζητούν την αληθινή ενότητα, τη μόνη σωτήριο για όλους. Είναι άρα
αυτό ένας σταυρός, που υποφέρουν από αγάπη για τους αδελφούς...
Οι
Πατέρες της Εκκλησίας, που φάνηκαν «σκληροί» στη διατήρηση του
Δόγματος, είναι εκείνοι που αγάπησαν περισσότερο από κάθε άλλον τον
άνθρωπο. Γιατί γνώρισαν τα απύθμενα βάθη του και δεν θέλησαν ποτέ να τον
κοροϊδέψουν με τις συνθηματολογίες εφήμερης και ανύπαρκτης αγάπης, αλλά
τον σεβάστηκαν προσφέροντάς του το Ευαγγέλιο της Αληθείας, που χαρίζει
τη μακαρία εν Αγίω Πνεύματι ζωή.
Δεν
είναι λοιπόν η πιστότης στο Δόγμα στενοκεφαλιά ούτε ο αγώνας για την
Ορθοδοξία μισαλλοδοξία, αλλά ο μοναδικός τρόπος αληθινής αγάπης»[1].
Αυτά συνυπογράφει ο Γέροντας Παΐσιος μαζί με άλλους δύο ιερομονάχους στην πρώτη επιστολή.
Την
δεύτερή του επιστολή ο Γέροντας Παΐσιος την έγραψε κι αυτή στην
Ι.Μ.Σταυρονικήτα στις 23-1-1969. Γράφει ο ίδιος: «Επειδή βλέπω τον
μεγάλο σάλο εις την Εκκλησίαν μας, εξ αιτίας των διαφόρων φιλενωτικών
κινήσεων και των επαφών του Πατριάρχου (Αθηναγόρα) μετά του Πάπα,
επόνεσα κι εγώ σαν τέκνον Της και εθεώρησα καλόν, εκτός από τις
προσευχές μου, να στείλω κι ένα μικρό κομματάκι κλωστή (που έχω σαν
φτωχός Μοναχός), διά να χρησιμοποιηθεί κι αυτό, έστω για μια βελονιά,
διά το πολυκομματιασμένο φόρεμα της Μητέρας μας... Φαντάζομαι ότι θα με
καταλάβουν όλοι, ότι τα γραφόμενά μου δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας
βαθύς μου πόνος διά την γραμμήν και κοσμικήν αγάπην δυστυχώς του πατέρα
μας κ. Αθηναγόρα. Όπως φαίνεται, αγάπησε μιάν άλλην γυναίκα μοντέρνα,
που λέγεται Παπική «Εκκλησία», διότι η Ορθόδοξος Μητέρα μας δεν του
κάμνει καμμίαν εντύπωσι, επειδή είναι πολύ σεμνή. Αυτή η αγάπη, που
ακούσθηκε από την Πόλι, βρήκε απήχησι σε πολλά παιδιά του, που την ζουν
εις τας πόλεις. Αλλωστε αυτό είναι και το πνεύμα της εποχής μας: η
οικογένεια να χάση το ιερό νόημά της, που ως σκοπόν έχουν την διάλυσιν
και όχι την ένωσιν...
Με
μια τέτοια περίπου κοσμική αγάπη και ο Πατριάρχης μας φθάνει στη Ρώμη.
Ενώ θα έπρεπε να δείξη αγάπη πρώτα σε μας τα παιδιά του και στη Μητέρα
μας Εκκλησία, αυτός, δυστυχώς, έστειλε την αγάπη του πολύ μακριά. Το
αποτέλεσμα ήταν να αναπαύσει μεν όλα τα κοσμικά παιδιά, που αγαπούν τον
κόσμο και έχουν την κοσμικήν αυτήν αγάπην, να κατασκανδαλίση, όμως,
όλους εμάς, τα τέκνα της Ορθοδοξίας, μικρά και μεγάλα, που έχουν φόβο
Θεού.
Μετά
λύπης μου, από όσους φιλενωτικούς έχω γνωρίσει, δεν είδα να έχουν ούτε
ψίχα πνευματική ούτε φλοιό. Ξέρουν, όμως, να ομιλούν για αγάπη και
ενότητα, ενώ οι ίδιοι δεν είναι ενωμένοι με τον Θεόν, διότι δεν Τον
έχουν αγαπήσει.