Οἱ
ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μᾶς εἴμαστε γιά πολλά πράγματα εὐεργετημένοι, ἀφοῦ
ἀπολαμβάνουμε πολλές εὐκολίες πού παλαιότερα ἦταν πραγματικά ἄπιαστο
ὄνειρο. Μία ἀπό αὐτές εἶναι ὅτι στίς ἡμέρες μας ἐκδίδονται σέ πληθώρα
σημαντικά βιβλία, τά ὁποία βοηθοῦν ὄχι μόνό στήν μόρφωση τοῦ ἀνθρώπου
ἀλλά συχνά ἐπαναπροσδιορίζοντας ὅλη του τήν ὕπαρξη, ἀλλάζοντας μέ τήν
Χάρη τοῦ Θεοῦ ὁλόκληρη τήν ζωή του.
Ἐάν διαβάσει κάποιος τό
Εὐαγγέλιο μπορεῖ νά σκεφθεῖ: «Εἶναι δυνατόν νά ἐφαρμοστοῦν αὐτά πού μᾶς
προτρέπει στις μέρες μας;». Οἱ βίοι τῶν ἁγίων μας μᾶς δίνουν ξεκάθαρη
ἀπάντηση. Ναί, μποροῦν νά ἐφαρμοστοῦν καί τότε καί τώρα καί πάντοτε. Οἱ
ζωές τῶν συγχρόνων ἐξ αὐτῶν ἐπιβεβαιώνουν ὅτι καί στίς μέρες μας τό
Εὐαγγέλιο βιώνεται μεταμορφώνοντας τίς ζωές τῶν ἀνθρώπων πού τό θέλουν.
Τελευταῖος στήν τεράστια αὐτή ἀλυσίδα τῶν ἁγίων προστέθεηκε ὁ πολύ
ἀγαπητός καί λαοφιλής γέροντας, ὅσιος πλέον Παΐσιος ὁ ἁγιορείτης.
Ἀπό
τήν ζωή τοῦ ἁγίου αὐτοῦ θά ἥθελα σήμερα να σᾶς μεταφέρω μερικά σημεία
ἀπό τά ὅσα ἐκεῖνος εἶπε καί καταγράφηκαν ἀπό τούς βιογράφους του. Θά
προσπαθήσουμε νά γίνουμε τό ἠχεῖο αὐτό πού θά σᾶς μεταδώσει κάποια
πράγματα ποῦ ἀποτυπώνουν τήν ἁγία βιοτή καί τήν ὀρθοπραξία του. Τό
καλύτερο βιβλίο γιά τόν γέροντα Παΐσιο ἔχει ἐκδωθεῖ ἀπό τίς μοναχές πού
καθοδηγοῦσε πνευματικά στή Σουρωτῆ Θεσσαλονίκης καί τό μέγιστο ἐξ αὐτῶν,
ἄν ἐπιτρέπεται νά τό ξεχωρίσουμε, ὀνομάζεται ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ. Πρόκειται
γιά βιωμένο Εὐαγγέλιο. Ὅπως γίνεται κατανοητό ἀναφέρει ἀφενός τά πάθη
τῶν ἀνθρώπων, τά ὁποία τόν ἐμποδίζουν να δεῖ καί νά ἐνωθεῖ μέ τόν Θεό,
καί ἀφετέρου τίς ἀρετές πού ὅταν τίς ἀποκτᾶ ὁ πιστός καθιστοῦν καί τήν
παροῦσα καί τήν μέλλουσα ζωή, παράδεισο.
Τό βιβλίο αὐτό συνιστοῦμε
ἀνεπιφύλακτα σέ χριστιανούς καί σέ μή χριστιανούς καί μάλιστα σ᾽αὐτούς
πού δηλώνουν ἅθεοι. Τό προτείνουμε σέ ὅσους αὐτοπροσδιορίζονται ὑλιστές
καί γενικά σέ κάθε ἄνθρωπο. Γιατί μέ τόσο θέρμη προτείνουμε τό βιβλίο
αὐτό; Γιατί σέ κάθε σελίδα τοῦ ὁ καθένας μας συναντᾶ τόν ἐαυτό του καί
αὐτό γίνεται μέ ἁπλότητα καί διάκριση. Μέσα στίς σελίδες του
καθρεφτίζονται τά ψυχικά τραύματα τῶν ἀνθρώπων ἀλλά καί ἡ θεραπεία τους.
Ἀκόμη, τά ὅσα ἀναφέρονται στό βιβλίο δημιουργοῦν ὄρεξη γιά ἐνδοσκόπηση,
αὐτοκριτική, πνευματικό ἀγώνα, ἀλλαγή ζωῆς.
Ἀπό τά πολλά πάθη πού
ταλαιπωροῦν τίς ψυχές ἀλλά καί τίς πολλές ἀρετές πού τήν εὐφραίνουν καί
τήν προάγουν θά ἀναφέρω μόνο ἕνα ἀπό κάθε εἶδος. Δηλαδή ἕνα πάθος και
μία ἀρετή. Ἀντιλαμβάνεστε ὅτι ἡ ἐπιλογή τους δέν ἔγινε τυχαία καί ἐξηγῶ
ἀμέσως τί ἐννοῶ.
Ὁ ὅσιος Παΐσιος, ὅπως καί ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας πού μᾶς παρέδωσαν γραπτά κείμενα, ὅτι ἡ συσπείρωση γιά τήν
πνευματική πρόοδο καί τελειότητα τοῦ πιστοῦ στήν ἔννοια ἀφορᾶ στήν
ταπείνωση ἐνῶ ἀντίθετα λέγουν ὅτι ὁ μέγιστος ἐχθρός τῆς σωτηρίας τῶν
ψυχῶν εἶναι ἡ φιλαυτία καί ὁ ἐγωισμός. Σέ αὐτά θά ἀναφερθοῦμε σήμερα, τά
ὁποία πιστεύω ὅτι ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς τά «διαθέτει» καί ἄρα τά γνωρίζει
λιγότερο ἤ περισσότερο.
Ὁ ἁγιασμένος γέροντας ἔλεγε «ὅτι ἀπό τήν
φιλαυτία γεννιοῦνται ὅλα τά πάθη». Εἶναι δηλαδή ἡ πηγή τοῦ κακοῦ.
Φιλαυτία, ὅπως ἐτυμολογικά τό λέει ἡ ἴδια ἡ λέξη, εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ
ἐαυτοῦ μας. Χαρακτηριστικά ἔλεγε: « Καί ἡ γαστριμαργία καί ὁ ἐγωισμός
καί τό πεῖσμα καί ἡ ζήλεια πρακτορεῖο τους ἔχουν τήν φιλαυτία». Εἶναι
λοιπόν ξεκάθαρο ὅτι ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν κακῶν.
Εὔλογα
ὅμως ὁδηγούμαστε στήν ἐπόμενη ἐρώτηση: «Πῶς θά καταλάβω ἄν εἶμαι
φίλαυτος;» Κατά τόν γέροντα αὐτό εἶναι εὔκολο νά τό διαπιστώσεις. Ἄν
βρεθεῖς κάπου καί δέν σέ ὑπολογίσουν, δέν σοῦ δώσουν σημασία καί
στεναχωρηθεῖς ἤ πεῖς «ἀφοῦ δέν μέ ὑπολόγισαν θά τούς δείξω ἐγώ»,
σημαῖνει ὅτι ἔχεις προσβληθεῖ ἀπό τό μικρόβιο τῆς φιλαυτίας. Τό ἴδιο θά
καταλάβεις ἄν ἐπιδιώκεις νά εἶσαι τό κέντρο τῆς γῆς, τό κέντρο τῆς
παρέας καί γύρω ἀπό ἐσένα νά δορυφοροῦν ὅλοι οἱ ἄλλοι. Ἔχεις φιλαυτία ἄν
δέν μπορεῖς νά ἠσυχάσεις ὅταν δέν γίνεται αὐτό πού θέλεις. Ἡ στάση αὐτή
δηλώνει φιλαυτία ὅπως ἐπίσης δηλώνει καί ἀπουσία τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν
καρδιά γιατί ὅπου ὑπάρχει ὁ Χριστός δέν ὑπάρχουν προσωπικές ἐπιδιώξεις
καί ἀπαιτήσεις.
Ἀπό πιά ἠλικία δημιουργεῖτε ἡ φιλαυτία;
Ἀπαντᾶ ὁ
ψαλμωδός ἀπό πολύ παλαιά: «Ἐκ νεόητός μου ὁ ἐχθρός μέ πειράζει ταῖς
ἠδοναῖς φλέγει με» ἤ καλύτερα : «Ἐκ νεότητός μου πολλά πολεμεῖμε
πάθη...». Χρειάζεται λοιπόν προσοχή ἀρχικά νά μήν δημιουργήσουμε μόνοι
μας φίλαυτα τά παιδιά μας. Πῶς γίνεται αὐτό; Ὅταν ἀπό τήν παιδική τους
ἠλικία, τά ὁδηγοῦμε πρός τήν κατεύθυνση αὐτή, ἐπαινώντας τα συνεχῶς
ἄκριτα. Ἤ ὅταν λέμε γιά αὐτά: «Ἄς μήν νηστέψουν τά παιδιά γιατί θά
ἀρρωστήσουν, νά μήν λείψη τίποτα ἀπό τά παιδιά, γιά νά μήν
δυσκολευθοῦν». Μέ τέτοιες συμπεριφορές θρέφουμε φίλαυτα καί ἐγωιστικά
αἰσθήματα στά παιδιά καί εἶναι δύσκολο νά ἀλλάξουν μεγαλώνοντας.
Χρειάζεται λοιπόν προσοχή ἀπό τήν παιδική ἠλικία. Χρειάζεται προσοχή καί
φωτισμός γιά τό τί λέμε καί μέ ποιό τρόπο τό λέμε.
Ὅμως θά ἀναφέρουμε δύο παραδείγματα περί φιλαυτίας γιά νά διευκρινιστεῖ καλύτερα ἄν ἔχουμε φιλαυτία.
Διηγεῖται
ὁ γέροντας: «Τώρα πού ἤμουν στό νοσοκομεῖο (1987), μιά μέρα χρειάστηκε
νά σηκώσουν ἕνα ἄρρωστο κατάκοιτο, γιά νά τόν μεταφέρουν σέ ἄλλο θάλαμο.
-Ἦταν ἕνας νοσοκόμος πού, ἐνῶ αὐτήν ἦταν ἡ δουλειά του, δέν πῆγε νά
βοηθήση καθόλου. «Δέν μπορῶ, μοῦ πονάει ἡ μέση» εἶπε μέ μιά ἀδιαφορία!
Πά-πά, βλέπεις ἄνθρωπο ἀπάνθρωπο! Καί νά δῆς, μιά νοσοκόμα, πού εἶχε δύο
παιδάκια καί περίμενε καί τρίτο, ζορίστηκε ἡ καημένη μαζί μέ μιά ἄλλη
καί τόν σήκωσαν. Τόν ἐαυτό της δέν τόν σκέφθηκε καθόλου. Ξέχασε ὅτι ἦταν
σέ τέτοια κατάσταση καί ἔτρεξε νά βοηθήση τόν ἄρρωστο! Ὅταν βλέπω ἕναν
ἄνθρωπο νά δυσκολεύεται, νά μήν ἔχει κουράγιο καί νά γίνεται θυσία, γιά
νά ἐξυπηρετήση τούς ἄλλους, ξέρετε τί χαρά μοῦ δίνει; Ὤ μεγάλη χαρά! Ἡ
καρδιά μου σκιρτάει. Νιώθω νά ἔχω συγγένεια μαζί Του, γιατί καί αὐτός
ἔχει συγγένεια μέ τόν Θεό».
Αὐτό ἦταν τό πρῶτο παράδειγμα καί τό δεύτερο εἶναι καί αὐτό συναφές μέ τό πρῶτο.
«-Γέροντα, σήμερα, ἐνῶ πολύς κόσμος περίμενε νά σᾶς δῆ, κάποιος νεαρός δέν περίμενε στήν σειρά του• τούς προσπέρασε ὅλους.
-
Ναί, ἦρθε καί μοῦ εἶπε: «Εἶναι ἀνάγκη νά σέ δῶ. Πῆγα στό Ἅγιον Ὄρος καί
δέν σέ βρῆκα καί ἦρθα ἐδῶ». «Καλά, τοῦ λέω, δέν βλέπεις τί κόσμος
περιμένει; Νά σταματήσουν ὅλοι, γιά νά ἀσχοληθῶ τώρα μ᾽ἐσένα;». « Ναί,
Πάτερ»,μοῦ λέει. Ἀκοῦς κουβέντα; Καί νά εἶναι οἱ ἄλλοι στίς σκάλες
ὄρθιοι, στρυμωγμένοι, μεγάλοι, ἄρρωστοι, γυναῖκες μέ μικρά παιδιά...,
καί ἐκεῖνος νά ἐπιμένη. Καί δέν ἦταν ὅτι εἶχε κανένα σοβαρό θέμα•
χαζομάρες ἦταν αὐτά πού ἤθελε νά μοῦ πῆ. Κατάλαβες; Τσιμέντο νά γίνουν
οἱ ἄλλοι.
Σᾶς ἀναφέρω καί τό κορυφαῖο πού λέει: « Νά σκεφθῆτε,
ἔρχονται μερικοί καί μοῦ λένε: « Πάτερ σήμερα νά κάνης προσευχή μόνο γιά
μένα, γιά κανέναν ἄλλον». Τέτοια ἀπαίτηση! Εἶναι σάν νά λένε: «Μ᾽αὐτήν
τήν ἀμαξοστοιχία θά ταξιδέψω μόνον ἐγώ• νά μήν μπῆ μέσα ἄλλος». Ἀφοῦ
πάει καί πάει τό τραῖνο, γιατί νά μήν μποῦν καί ἄλλοι μέσα;».
Μέ τά
παραδείγματα αὐτά πιστεύω πῶς ἔγινε ἀντιληπτό ὁ τρόπος σκέψης τοῦ
φίλαυτου ἀνθρώπου. Στόν ἀντίποδα τοῦ φίλαυτου ἀνθρώπου ἀπαντᾶ ὁ
θυσιαστικός ἄνθρωπος. Γιά νά συναντήσουμε τόν τύπο αὐτόν τοῦ ἀνθρώπου
ἕνα ἀπό τά πολλά παραδείγματα πού χρησιμοποίησε ὁ ὅσιος.
«Στήν
Κατοχή, τό 1941, ἐπειδή οἱ Γερμανοί ἔμπαιναν στά χωριά, ἔβαζαν φωτιές
καί σκότωναν, εἴχαμε φύγει ἀπό τήν Κόνιτσα καί εἴχαμε ἀνεβῆ στό βουνό.
Τήν ἡμέρα πού οἱ Γερμανοί μπῆκαν στήν Κόνιτσα, τά δύο ἀδέλφια μου εἶχαν
πάει νωρίς τό πρωί κάτω στόν κάμπο, στό χωράφι πού εἴχαμε καλαμπόκια, νά
σκαλίσουν. Μόλις ἄκουσα ὅτι ἔφθασαν οἱ Γερμανοί, λέω στήν μητέρα μου:
«Θά πάω στό χωράφι νά τούς εἰδοποιήσω». Ἐκείνη δέν μ᾽ἄφηνε, γιατί ὅλοι
τῆς ἔλεγαν: «Οἱ ἄλλοι ἔτσι καί ἀλλιώς εἶναι χαμένοι. Μήν τό ἀφήνεις καί
αὐτό νά πάη, γιατί θά χαθῆ καί αὐτό». Ποῦ νά ἀκούσω ἐγώ! Φοράω τά ἄρβυλα
καί τρέχω κάτω στόν κάμπο. Ἀπό τήν βία μου ὅμως δέν τά ἔδεσα καλά καί,
καθώς περνοῦσα μέσα ἀπό ἕνα ποτισμένο χωράφι, κόλλησαν τά ἄρβυλα στήν
λάσπη. Τά ἀφήνω καί τρέχω ξυπόλητος πάνω στά τριβόλια, ἀλλά οὔτε κἄν
καταλάβαινα πόνο. Φθάνω στό χωράφι μας, πάω κοντά στά ἀδέλφια μου ἐκεῖ
πού σκάλιζαν. «Ἦρθαν οἱ Γερμανοί, τούς λέω, πᾶμε νά κρυφτοῦμε». Ὁπότε
βλέπουμε τούς Γερμανούς νά ἔρχωνται μέ τά ὅπλα. «Συνεχίστε, τούς λέω, νά
σκαλίζετε μέ τίς τσάπες κί ἐγώ θά κάνω πώς ἀραιώνω τά καλαμπόκια καί
ξεβοτανίζω». Πέρασαν λοιπόν οἱ Γερμανοί καί δέν μᾶς πείραξαν• δέν μᾶς
εἶπαν τίποτε. Ὕστερα εἶδα ὅτι τά πόδια μου ἀπό τά τριβόλια εἶχαν γίνει
ὅλο πληγές• μέχρι τότε δέν εἶχα καταλάβει τίποτε. Ἐκεῖνο τό τρέξιμο εἶχε
χαρά! Εἶχε τήν χαρά τῆς θυσίας. Νά ἄφηνα τά ἀδέλφια μου; Ἄν δέν ἔτρεχα
καί πάθαιναν κάτι, μετά θά ἦταν γιά μένα βάσανο. Καί ἀσυνείδητος νά
ἤμουν, θά εἶχα μετά τό βάσανο τοῦ βολέματος».
Αὐτός εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει πραγματικά στό Χριστό εἶναι ὁ
ἄνθρωπος πού θυσιάζεται γιά τόν ἄλλον χωρίς ἀνταλλάγματα καί ἀναμένωντας
ἀνταπόδοση. Καί βέβαια αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνας χαρούμενος ἀνθρωπος.
Ἀντίθετα ἕνα κακό πού κάνει ἡ φιλαυτία εἶναι ὅτι κρατᾶ τόν ἄνθρωπο
ἄδειο, στεναχωρημένο, ἀνήσυχο, μέσα στή κατάθλιψη. Ἔτσι τό ἀναφέρει καί ὁ
γέροντας: «Κοίταξε νά πετάξεις τόν ἑαυτό σου, γιατί, ἄν δέν πετάξης τόν
ἑαυτό σου, θά σέ πετάξη ὁ ἑαυτός σου. Ὅποιος ἔχει φιλαυτία, δέν μπορεῖ
νά ἔχη ἀνάπαυση, εἰρήνη ψυχῆς, γιατί δέν εἶναι ἐσωτερικά ἐλεύθερος».
Τό
τελευταῖο πού θά ἤθελα νά πῶ, πρίν ἀναφέρω πῶς μπορεῖ νά καταπολεμηθεῖ ἡ
φιλαυτία, εἶναι τό παράδειγμα πού χρησιμοποίησε ὁ γέροντας γιά νά
περιγράψει τήν κόλαση καί τόν παράδεισο.
«-Γέροντα, πῶς εἶναι ἡ κόλαση;
-Θά σοῦ πῶ μιά ἱστορία πού εἶχα
ἀκούσει.Κάποτε ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος παρακαλοῦσε τόν Θεό νά τοῦ δείξη πῶς
εἶναι ὁ Παράδεισος καί ἡ κόλαση. Ἕνα βράδυ λοιπόν στόν ὕπνο τοῦ ἄκουσε
μιά φωνή νά τοῦ λέη: «Ἔλα, νά σοῦ δείξω τήν κόλαση. Βρέθηκε τότε σέ ἕνα
δωμάτιο, ὅπου πολλοί ἄνθρωποι κάθονταν γύρω ἀπό ἕνα τραπέζι καί στήν
μέση ἦταν μιά κατσαρόλα γεμάτη φαγητό. Ὅλοι ὅμως οἱ ἄνθρωποι ἦταν
πεινασμένοι, γιατί δέν μποροῦσαν νά φᾶνε. Στά χέρια τους κρατοῦσαν ἀπό
μιά πολύ μακριά κουτάλα•ἔπαιρναν ἀπό τήν κατσαρόλα τό φαγητό, ἀλλά δέν
μποροῦσαν νά φέρουν τήν κουτάλα στό στόμα τους. Γι᾽αὐτό ἄλλοι
γκρίνιαζαν, ἄλλοι φώναζαν, ἄλλοι ἔκλαιγα...Μετά ἄκουσε τήν ἴδια φωνή νά
τοῦ λέη: « Ἔλα τώρα νά σοῦ δείξω καί τόν παράδεισο». Βρέθηκε τότε σέ ἕνα
ἄλλο δωμάτιο ὅπου πολλοί ἄνθρωποι κάθονταν γύρω ἀπό ἕνα ἴδιο τραπέζι μέ
τό προηγούμενο καί στήν μέση ἦταν πάλι μιά κατσαρόλα μέ φαγητό καί
εἶχαν τίς ἴδιες μακριές κουτάλες. Ὅλοι ὅμως ἦταν χορτάτοι καί
χαρούμενοι, γιατί καθένας ἔπαιρνε μέ τήν κουτάλα του φαγητό ἀπό τήν
κατσαρόλα καί τάιζε τόν ἄλλον. Κατάλαβες τώρα καί ἐσύ πῶς μπορεῖς νά ζῆς
ἀπό αὐτήν τήν ζωή τόν Παράδεισο;».
Μετά τήν ἀναφορά καί αὐτοῦ τοῦ
παραδείγματος, θά ἀναφερθοῦμε στούς τρόπους πού ἀντιμετωπίζει κάποιος
τήν φοβερή πληγή τῆς φιλαυτίας.
«Πῶς γέροντα θά ξεπεράσω τήν φιλαυτία;»
«...ἄν ταπεινώνεσαι καί
σηκώνης μιά κουβέντα, μιά ἀδικία. Κι ἄν προστεθῆ καί λίγος σωματικός
πόνος ἀπό ἀγάπη καί καλωσύνη,ξέρεις πῶς βοηθάει ὁ Θεός;».
- Γέροντα, ὁ σωματικός κόπος καί ἡ ἄσκηση τί σχέση ἔχουν μέ τήν ἐκκοπή τῶν παθῶν;
-
Ὁ σωματικός κόπος ὑποτάσσει τό σῶμα στό πνεῦμα. Καί ἡ νηστεία καί ἡ
ἀγρυπνία καί κάθε ἄσκηση. ὅταν γίνωνται γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ,
παράλληλα μέ τόν ἀγώνα γιά τήν ἐκκοπή τῶν ψυχικῶν παθῶν, βοηθοῦν. Γιατί,
ἄν δέν κάνη κανείς ἀγώνα γιά νά ξερριζώση τά ψυχικά πάθη, τή
ὑπερηφάνεια, τήν ζήλεια, τόν θυμό, καί κάνη μόνο μιά ξερή σωματική
ἄσκηση, θά θρέψη τά πάθη του μέ τήν ὑπερηφάνεια. Τά ψυχικά πάθη μᾶς
κάνουν μεγαλύτερο κακό ἀπό ὅ,τι τό πάχος τοῦ σώματος• αὐτό εἶναι
καλοήθης ὄγκος, ἐνῶ τά ψυχικά παθή εἶναι κακοήθης ὄγκος. Δέν λέω νά μήν
κάνεις ἄσκηση, ἀλλά νά μπῆ στό νόημα τῆς ἀσκήσεως πού σκοπός της εἶναι ἡ
ἀπέκδυσε ἀπό τόν πάλαιο μας ἄνθρωπο».
Στήν συνέχεαι ὁ γέροντας μέ
διάκριση ὁμιλεῖ γιά τά ὄρια πού θά πρέπει νά ἔχουμε στήν ἄσκηση. Πόσο,
λοιπόν, μπορῶ νά ἐπιμένω στήν ἄσκηση. Ἡ ἀπάντηση λιτή καί σαφής : «Θέλει
νά προσέχης καί νά σταματᾶς, πρίν φθάσης νά μήν μπορεῖς». Σέ αὐτή τήν
μικρή φράση συμπυκνώνεται ἡ διδασκαλία ὅλων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας
πού προτρέπουν νά εἴμαστε παθοκτόνοι καί ὄχι σωματοκτόνοι.
Ἄς ποῦμε ὅμως καί μερικά ἄλλα γιά τό ζήτημα πάντοτε μέ καθοδηγό τόν ἅγιο γέροντα.
-Ὅταν, Γέροντα, λέω: «Τόσο μπορῶ νά δουλέψω, αὐτή εἶναι ἡ ἀντοχή μου», ἀπό φιλαυτία τό λέω;
-
Ὅσο κάθεται κανείς, τόσο χαλαρώνει• ὅσο δουλεύει, τόσο δυναμώνει. Ἐκτός
πού διώχνει τήν μούχλα μέ τήν δουλειά, βοηθιέται καί πνευματικά.
Ὁ
σκοπός εἶναι νά φθάση νά χαίρεται ὁ ἄνθρωπος περισσότερο ἀπό τή
κακοπάθεια παρά ἀπό τήν καλοπέραση. Ἄν ξέρατε πῶς ζοῦν μερικά γεροντάκια
ἐκεῖ στό Ἅγιον Ὄρος, ἀλλά καί τί χαρά νιώθουν! Νά, ἕνα γεροντάκι, πού
ἔμενε μόνο του ἕνα χιλιόμετρο πιό πέρα ἀπό τό καλύβι του, τί αὐταπάρνηση
εἶχε! Τό καλύβι του ἦταν ψηλά, σέ ἔνα ἀπότομο μέρος, καί τό καημένο
ἀρκουδώντας κατέβαινε ἀπό τό μονοπάτι γιά νά πάη σέ ἕνα ἄλλο γεροντάκι
πιό κάτω, ὅταν χρειαζόταν κάτι. ῎Ηθελαν νά τό πάρουν νά τό γηροκομήσουν,
ἀλλά δέν δεχόταν, καί ὅλοι μετά ἔλεγαν: «αὐτός εἶναι πλανεμένος», γιατί
καθόταν μόνος του ἐκεῖ. Μιά μέρα πού ἦρθε στό καλύβι, μοῦ εἶπε γιά
ποιόν λόγο δέν ἤθελε νά φύγη: Ὅταν ζοῦσε ὁ Γέροντάς του, τό καλύβι τους
δέν εἶχε ναό καί ἐκεῖνος παρακαλοῦσε τόν Γέροντά του νά κάνουν ναό. «Ἄς
κάνουμε ναό, τοῦ εἶπε τελικά ὁ Γέροντάς του, ἀλλά μετά δέν πρέπει νά
φύγεις ποτέ ἀπό δῶ, γιατί θά μένη γιά πάντα στό Ἱερό ὁ φύλακας Ἄγγελος
καί δέν κάνει νά τόν ἀφήσης μόνον». Τότε αὐτός τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά
μείνη γιά πάντα στό Καλύβι, καί ἔτσι ἔκαναν τόν ναό.Τελευταῖα εἶχε
γκρεμισθῆ καί τό Κελλί του καί ἔμενε μέσα στήν Ἐκκλησία• κοιμόταν σέ ἕνα
στασίδι. Τέτοια αὐταπάρνηση! ...Μιά μέρα ἔστειλα ἕναν γνωστό γιατρό νά
πάη νά τόν δῆ. Πῆγε μέ ἕναν ἄλλον, χτυποῦν, ξαναχτυποῦν, τίποτε. Ὅταν
ἄνοιξαν, τόν βρῆκαν πεθαμένο στό στασίδι πού ἔμενε, σκεπασμένο μέ μιά
κουβέρτα. Ἐκεῖ ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ!».
Καί κάποιες ἄλλες χρήσιμες συμβουλές ἀπό τόν ἅγιο Γέροντα σχετικά μέ τήν ἐκκοπή τῆς φιλαυτίας:
«Ἡ
σκληρότητα στήν ζωή μας γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ φέρνει στήν καρδιά
τήν τρυφεράδα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ θεῖες ἡδονές γεννιοῦνται ἀπό τίς σωματικές
ὀδύνες. Οἱ Πατέρες ἔδωσαν αἷμα καί ἔλαβαν πνεῦμα. Μέ ἱδρώτα καί κόπο
πῆραν τήν Χάρη. Πέταξαν τόν ἑαυτό τους καί τόν βρῆκαν στά χέρια τοῦ
Θεοῦ. Πολύ μέ συγκίνησε τό συναξάρι τῶν Ἁγίων Ἀσκητῶν τοῦ Σινᾶ. Πέντε
χιλιάδες ἀσκητές ἔζησαν στό Σινᾶ καί πόσοι ἄλλοι στό Ἅγιον Ὄρος! Χίλια
χρόνια πόσοι Πατέρες ἁγίασαν! Ἀλλά καί οἱ Ὁμολογητές καί οἱ Μάρτυρες τί
τράβηξαν! Καί ἐμεῖς γκρινιάζουμε γιά τήν παραμικρή ταλαιπωρία. Ζητᾶμε νά
ἀποκτήσουμε χωρίς κόπο τήν ἁγιότητα. Σπανίζει ἡ Αὐταπάρνηση. Οὔτε ἐμεῖς
οἱ μοναχοί δέν καταλάβαμε ὅτι «τά καλά κόποις κτῶνται» καί ἔχουμε τήν
ἐπιείκεια στόν ἐαυτό μας• δικαιολογοῦμε τόν ἑαυτό μας καί βρίσκουμε
ἐλαφρυντικά γιά τό καθετί. Ἀπό ἐκεῖ ξεκινάει τό κακό. Καί ὁ διάβολος
βρίσκει δικαιολογίες γιά τόν κάθε ἄνθρωπο, ἀλλά τά χρόνια περνᾶνε.
Γι᾽αὐτό
νά μήν ξεχνιόμαστε• νά θυμώμαστε καί λίγο ὅτι ὑπάρχει καί θάνατος. Μιά
πού θά πεθάνουμε, νά μήν προσέχουμε καί τόσο πολύ τό σῶμα• ὄχι νά μήν
προσέχουμε καί παθαίνουμε ζημιές, ἀλλά νά μήν προσκυνοῦμε στή ἀνάπαυση».
Ὅμως θά ρωτοῦσε εὔλογα κάποιος ἐνῶ πιστεύω ὅτι αὐτός εἶναι ὁ σωστός δρόμος, δέν ἔχω ὄρεξη νά θυσιάζομαι; Πῶς νά ξεκινήσω;
Καί σέ αὐτήν τήν εὔλογη ἀπορία ὁ γέροντας ἔχει ἀπαντήσει:
«-Γέροντα, πῶς θά πετάξω τόν ἑαυτό μου;
- Ὅσο μπορεῖς, νά βγάζης
τόν ἑαυτό του ἔξω ἀπό τίς ἐνέργειές σου καί νά βάζης μέσα σου τούς
ἄλλους.Προσπάθησε αὐτό πού θέλεις γιά τόν ἑαυτό σου νά τό δίνης στούς
ἄλλους. Νά δίνης-νά δίνης, χωρίς νά ὑπολογίζης τόν ἑαυτό σου. Ὅσο θά
δίνης τόσο θά παίρνης, γιατί ὁ Θεός θά σοῦ δίνη ἄφθονη τήν Χάρη Του καί
τήν ἀγάπη Του• θά σέ ἀγαπάη πολύ, καθώς κί ἐσύ πολύ θά Τόν ἀγαπᾶς, γιατί
θά πάψης νά ἀγαπᾶς τόν ἑαυτό σου, ὁ ὁποῖος σοῦ ζητάει νά τρέφεσαι ἀπό
τόν ἐγωϊσμό καί τήν ὑπερηφάνεια, καί ὄχι ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ πού δίνει
βιταμίνες στήν ψυχή καί τήν θεία ἀλλοίωση στήν σάρκα, καί κάνει τόν
ἄνθρωπο νά ἀκτινοβολῆ. Θά εὔχομαι πολύ γρήγορα νά τά νιώσης ὅλα αὐτά,
γιά νά ἀπαλλαγῆς ἀπό τό βάσανο τῆς φιλαυτίας».
Ἀγαπητοί μου, ἔγινε σαφές ὅτι τό ἀντίθετο τῆς φιλαυτίας εἶναι ἡ
αὐταπάρνηση, ἡ θυσιαστική διάθε ση. Εἶναι τό πνεῦμα τῆς θυσίας. « Ἄν ὁ
ἄνθρωπος ἔχη τό πνεῦμα τῆς θυσίας, τότε δέχεται τήν θεία βοήθεια, τόν
οἰκονομάει ὁ Θεός. Ἀνάλογη μέ τήν θυσία καί μέ τήν προσευχή πού κάνει
κανείς γιά τόν συνάνθρωπο του, εἶναι καί ἡ βοήθεια πού λαμβάνει ἀπό τόν
Θεό. Μιά φορά πού πήγαινα ἀργά τό ἀπόγευμα ἀπό τήν Μονή Σταυρονικήτα στό
Καλύβι τοῦ Παπα-Τύχωνα- τό ἐτοίμαζα τότε , γιά νά μείνω ἐκεῖ- μέ
σταμάτησε στό δρόμο κάποιος πού εἶχε πολλά προβλήματα. Στάθηκα ὄρθιος,
φορτωμένος μέ τόν τουρβᾶ γεμάτο πράγματα καί τόν ἄκουγα• ψιχάλιζε
κιόλας. Νύχτωσε καί ἐκεῖνος ἔλεγε-ἔλεγε συνέχεια. Ψιχάλα-ψιχάλα, εἴχαμε
γίνει μούσκεμα. Κάποια στιγμή μοῦ ἦρθε ὁ λογισμός: «Πῶς θά βρῶ τό
Καλύβι; Νύχτα, λάσπη, τό μονοπάτι δύσκολο, δέν ἔχω καί φακό, ἀλλά πῶς νά
τόν διακόψω;». Τόν ρώτησα ποῦ θά μείνη, μοῦ εἶπε σέ ἕνα κοντινό Κελλί.
Σταθήκαμε λοιπόν ἐκεῖ μέχρι τά μεσάνυχτα. Μόλις χωρίσαμε καί πῆρα τό
μονοπάτι, γλίστρησα καί ἔπεσα μέσα στά βάτα. Τά παπούτσια ἔφυγαν κάτω, ὁ
τουρβᾶς πιάστηκε στά κλαδιά, τό ζωστικό μαζεύτηκε στό λαιμό. Δέν ἔβλεπα
τίποτε. Ὁπότε εἶπα: «Καλύτερα ἄς μείνω ἐδῶ καί ἄς ἀρχίσω τό Ἀπόδειπνο.
Θά κάνω καί τό Μεσονυκτικό καί τόν Ὄρθρο, θά φωτίση καί βρῶ τό Κελλί
μου. Ἄραγε αὐτός ὁ καημένος θά βρῆ τόν δρόμο του;».Μόλις ἔφθασα στό
«Ἐλέησόν με ὁ Θεός κατά τό μέγα ἔλεός σου», ξαφνικά, ἕνα φῶς, σάν
προβολέας, φώτισε ὅλον τόν λάκκο τῆς Καλιάγρας! Βρῆκα τά παπούτσια καί
ξεκίνησα. Ὅλο τό μονοπάτι ἦταν μεσ᾽στό φῶς. Ἔφθασα στό Καλύβι, βρῆκα καί
τό κελιδί ἀπό τόν λουκέτο, πού ἦταν τόσο μικρό καί τό εἶχα βάλει σέ
τέτοιο μέρος πού, καί μέρα νά ἦταν, δύσκολα θά τό ἔβρισκα. Μπῆκα μέσα,
ἄναψα τά καντήλια στό ἐκκλησάκι, καί τότε χάθηκε ἐκεῖνο τό φῶς. Δέν
χρειαζόταν ἄλλο!...».
Ἀπό τά παραπάνω ἀντιλαμβανόμαστε πῶς εἶναι ὁ
ἄνθρωπος τῆς θυσίας. Καί ἐπίσης ἀντιλαμβανόμαστε πῶς ὁ ἄνθρωπος φθάνει
στόν ἁγιασμό τῆς ὕπαρξης του. Μέ ἁπλά λόγια γιά νά σωθεῖς πρέπει νά
εἶσαι μιά καιομένη λαμπάδα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί δίπλα στούς ἀνθρώπους.
Τόσο ἁπλά εἶναι τά πράγματα γιά τήν σωτηρία μας!
Ὅλα τά προηγούμενα ἀφοροῦσαν στήν φιλαυτία-ἐγωισμός, ἡ ὁποῖα
ἀποδείχθηκε ὅτι εἶναι ἡ βασική πηγή ὅλων τῶν παθῶν. Στό σημεῖο αὐτό θά
πᾶμε στήν ἀντίπερα ὄχθη γιά νά συναντήσουμε τήν βασική πηγή τῶν παθῶν
πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν ταπείνωση. Στήν μοναδική αὐτή πηγή πού
ἀναβλύζει ὅλες τίς ἀρετές θά ἀναφερθοῦμε.
Ἀρχικά ἄς δοῦμε τί λέει ὁ
Θεός διά τῶν βιβλικῶν συγγραφέων στήν Ἁγία Γραφή περί τοῦ θέματος. « Ὁ
Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν». Καί μόνο αὐτό
τό χωρίο μᾶς διδάσκει μέ σαφήνεια πῶς θέλει νά εἴμαστε ὁ Θεός. Μάλιστα
μέ παρόμοι περιεχόμενο ἀπαντᾶ ἡ ἴδια ἔννοια στό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν
3,34 καί στήν Β´Ἐπιστολή Πέτρου 5,5. Ὅμως θά δοῦμε πῶς ὁ Ὅσιος Παΐσιος
πλησιάζει τό θέμα μέ τόν πάντοτε χαρακτηριστικό καί χαριτωμένο τρόπο
του.
«-Γέροντα, πέστε μας κάτι, πρίν φύγετε.
- Τί νά σᾶς πῶ; Τόσα σᾶς εἶπα!
- Πέστε μας κάτι, γιά νά τό δουλέψουμε, μέχρι νά ξαναρθῆτε.
-
Ἔ, ἀφοῦ ἐπιμένετε, νά σᾶς πῶ...Μία εἶναι ἡ ἀρετή, ἡ ταπείνωση• ἐπειδή
ὅμως δέν τό καταλαβαίνετε, ἄντε, νά σᾶς πῶ καί τήν ἀγάπη. Ἀλλά, ὅποιος
ἔχει ταπείνωση, δέν ἔχει καί ἀγάπη;
- Γέροντα, ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ λέει: «Ὅτι εἶναι τό ἁλάτι γιά τό φαγητό, εἶναι καί ἡ ταπείνωση γιά τήν ἀρετή».
-Δηλαδή
χωρίς τήν ταπείνωση δέν ...τρώγονται οἱ ἀρετές! Θέλει νά πῆ ὁ Ἅγιος
πόσο ἀπαραίτητη εἶναι ἡ ταπείνωση στήν ἐργασία τῶν ἀρετῶν.»
Στήν συνέχεια ὁ ἁγιασμένος γέροντας συπληρώνει ἀπαντώντας στήν ἐρώτηση τῆς μοναχῆς:
- Γέροντα, ὅποιος ἔχει ταπείνωση ἔχει ὅλες τίς ἀρετές;
- Ἔμ
βέβαια. Ὁ ταπεινός ἔχει ὅλα τά πνευματικά ἀρώματα: ἁπλότητα, πραότητα,
ἀγάπη χωρίς ὅρια, καλωσύνη, ἀνεξικακία, θυσία, ὑπακοή κ.λπ. Ἐπειδή ἔχει
τήν πνευματική φτώχεια , ἔχει καί ὅλον τόν πνευματικό πλοῦτο. Εἶναι
ἐπίσης καί εὐλαβής καί σιωπηλός, γι᾽αὐτό συγγενεύει καί μέ τήν
Κεχαριτωμένη Θεοτόκο Μαρία, ἡ ὁποία εἶχε μεγάλη ταπείνωση. Ἐνῶ εἶχε μέσα
της ὁλόκληρο τόν Θεό σαρκωμένο, δέν μίλησε καθόλου, μέχρι πού μίλησε ὁ
Χριστός στά τριάντα Του χρόνια. Στόν ἀσπασμό (χαιρετισμό) τοῦ Ἀγγέλου
εἶπε: « Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου• γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου». Δέν εἶπε:
«Ἐγώ θά γίνω μητέρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ». Ἡ Παναγία, γιά τήν ταπείνωσή
της, κατέχει τά δευτερεῖα τῆς Ἁγίας Τριάδος.« Χαίροις μετά Θεόν ἡ Θεός,
τά δευτερεῖα τῆς Τριάδος ἡ ἔχουσα» λέει ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης. Νά εἶναι
δούλη, νά εἶναι καί Νύμφη τοῦ Χριστοῦ! Νά εἶναι Παρθένος, νά εἶναι καί
μητέρα! Νά εἶναι πλάσμα τοῦ Θεοῦ, νά εἶναι καί μητέρα τοῦ Πλάστου! Αὐτά
εἶναι τά μεγάλα μυστήρια, τά παράξενα, πού δέν ἐξηγοῦνται,ἀλλά μόνο
βιώνονται!
- Γέροντα, ποιά εἰκόνα τῆς Παναγίας σᾶς ἀρέσει περισσότερο;
-
Ἐμένα ὅλες οἱ εἰκόνες τῆς Παναγίας μοῦ ἀρέσουν. Καί μόνον τό ὄνομά Της
νά βρῶ κάπου γραμμένο, τό ἀσπάζομαι πολλές φορές μέ εὐλάβεια καί
σκιρτάει ἡ καρδιά μου.
Εἶναι φοβερό, ἄν τό σκεφθῆς! Μικρό κοριτσάκι
ἦταν καί εἶπε τό «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον, ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπί τήν
ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ». Μέσα σέ λίγες λέξεις τόσα νοήματα! Πολύ
θά βοηθηθῆς, ἐάν ἐμβαθύνης στά λόγια αὐτά. Εἶναι λίγα καί δυνατά. Ἄν τά
μελετᾶς, θά ἀγαπήσης τήν ταπείνωση• κί ἄν ταπεινωθῆς, θά δῆς τόν Θεό νά
ἔρχεται μέσα σου καί νά κάνη τήν καρδιά σου Φάτνη τῆς Βηθλεέμ».
Γιά τήν ἀξία καί τήν μοναδικότητα τῆς ταπείνωσης ὁ γέροντας συμπληρώνει:
«Καί μόνον ἡ ταπείνωση φθάνει. Συχνά μέ ρωτοῦν:
<
Πόσος καιρός χρειάζεται, γιά νά ἀποκτήση κανείς τήν θεία Χάρη;».
Μερικοί μπορεῖ σέ ὅλη τους τήν ζωή νά ζοῦν δῆθεν πνευματικά, νά κάνουν
ἄσκηση κ.λ.π., ἀλλά νά νομίζουν ὅτι κάτι εἶναι, καί γι᾽αὐτό νά μή
λαμβάνουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί ἄλλοι σέ λίγο χρόνο χαριτώνονται ἐπειδή
ταπεινώνονται>. Ἄν ὁ ἄνθρωπος ταπεινωθῆ, μπορεῖ μέσα σέ ἕνα λεπτό νά
τόν λούση ἡ θεία Χάρις, νά γίνει ἄγγελος καί νά βρεθῆ στόν Παράδεισο.
Ἐνῶ, ἄν ὑπερηφανευθῆ, μπορεῖ μέσα σέ ἕνα λεπτό νά γίνη ταγκαλάκι καί νά
βρεθῆ στήν κόλαση. Ἄν θέλη δηλαδή ὁ ἄνθρωπος, γίνεται ἀρνί• ἄν θέλη,
γίνεται κατσίκι. Τά καημένα τά κατσίκια, καί νά θέλουν νά γίνουν ἀρνιά,
δέν μποροῦν• στόν ἄνθρωπο ὅμως ὁ Θεός ἔδωσε τήν δυνατότητα νά γίνη ἀπό
κατσίκι ἀρνί, ἀρκεῖ νά τό θελήση».
Ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι μεστή ἀπό περικοπές καί χωρία πού δηλώνεται, σέ
ὅλους τούς τόνους, ὅτι ἡ ταπείνωση ἀποτελεῖ τόν βασικότερο πυλῶνα τῆς
πνευματικῆς ζωῆς καί ἐν τέλει τῆς σωτηρίας. Ὁ ὅσιος μᾶς θυμίζει περί
αὐτοῦ ἕνα σημαντικό χωρίο πού εἶπε ὁ Χριστός γιά τόν ἐαυτό του: « Μάθετε
ἀπ᾽ἐμοῦ ὅτι πρᾷός εἰμί καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν
ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν». Μᾶς προτρέπει, λοιπόν, καί ἐμᾶς σέ κάνουμε τό ἴδιο.
Ἀκόμη τονίζει: « Ἡ ταπείνωση ἀνοίγει τίς πόρτες τοῦ Οὐρανοῦ καί ἔρχεται
στόν ἄνθρωπο ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ ὑπερηφάνεια τίς κλείνει. Ὁ
παπα-Τύχων ἔλεγε:< Ἕνας ταπεινός ἄνθρωπος ἔχει περισσότερη Χάρη ἀπό
πολλούς ἀνθρώπους μαζί. Κάθε πρωί ὁ Θεός εὐλογεῖ τόν κόσμο μέ τό ἕνα
χέρι, ἀλλά, ὅταν δῆ κανέναν ταπεινό ἄνθρωπο, τόν εὐλογεῖ μέ τά δύο Του
χέρια. Ἐκεῖνος πού ἔχει μεγαλύτερη ταπείνωση, εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἀπό
ὅλους> .
Ἄν ἀπό τά προαναφερθέντα ἔγινε κατανοητό ὅτι ἡ ταπείνωση
εἶναι ἡ πηγή τῶν ἀρετῶν θά πρέπει νά προκύψει ἡ εὔλογη ἐρώτηση πῶς τήν
ἀποκτοῦμε. Ὁ ὅσιος μᾶς ἀπαντᾶ πῶς καλλιεργεῖται ἡ ταπείνωση.
«Ἡ
ταπείνωση καλλιεργεῖται μέ τό φιλότιμο, καλλιεργεῖται καί μέ τήν κοπριά
τῶν πτώσεων. Ἀνάλογα. Ἕνας φιλότιμος ἄνθρωπος ὅ, τι καλό ἔχει τό
ἀποδίδει στόν Θεό. Βλέπει τίς πολλές εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, καταλαβαίνει
ὅτι δέν ἔχει ἀνταποκριθῆ, ταπαιενώνεται καί δοξολογεῖ διαρκῶς τόν Θεό.
Καί ὅσο ταπεινώνεται καί δοκολογεῖ τόν Θεό, τόσο τόν λούζει ἡ θεία
Χάρις. Αὐτή εἶναι ἡ ἑκούσια ταπείνωση. Ἐνῶ ἡ ταπείνωση πού φέρνουν οἱ
διαρκεῖς πτώσεις εἶναι ἡ ἀκούσια ταπείνωση. Φυσικά ἡ ἑκούσια ταπείνωση
ἔχει πολύ μεγαλύτερη ἀξία ἀπό τήν ἀκούσια. Μοιάζει μέ χωράφι πού ἔχει
καλό χῶμα καί καρπίζουν τά δένδρα, δίχως λίπασμα ἤ κοπριά, καί οἱ καρποί
τους εἶναι νόστιμοι. Ἡ ἀκούσια ταπείνωση μοιάζει μέ χωράφι πού ἔχει
ἀδύνατο τό ἔδαφος καί, γιά νά δώση καρπούς, πρέπει νά ρίξης καί λίπασμα
καί κοπριά, καί πάλι οἱ καρποί του δέν θά εἶναι νόστιμοι».
Ὁ γέροντας ἀφοῦ ἔκανε τήν διάκριση σέ ἀκούσια καί ἑκούσια ταπείνωση
συνεχίζει διδάσκοντας ὅτι χρειάζεται ἀγώνας ἀπό τήν πρώτη νά ὁδηγούμαστε
στήν δεύτερη.
« Γέροντα, ἔχω φθάσει σέ πολύ δύσκολη κατάσταση. Ἔχω
σαρκικούς λογισμούς καί πέφτω στήν λύπη. Φοβᾶμαι μήπως δέν βγῶ ποτέ ἀπό
αὐτήν τήν κατάσταση.
-Ἔχε θάρρος, καλό μου παιδί, καί ὁ Χριστός θά
νικήση τελικά. Νά ψάλλης: «Ἐκ νεότητός μου ὁ ἐχθρός μέ πειράζει, ταῖς
ἡδοναῖς φλέγει με• ἐγώ δέ πεποιθώς ἐν σοί, Κύριε, τροποῦμαι τοῦτον».
Στήν οὐσία δέν φταίει πολύ ἡ καημένη ἡ σάρκα, ἀλλά ἡ ὑπερηφάνεια. Εἶναι
ἀλήθεια ὅτι ἔχεις πολλές ἱκανότητες, τίς ὁποῖες φυσικά ὁ Θεός σοῦ τίς
ἔδωσε, ἀλλά, ἐπειδή ἀμελεῖς λιγάκι καί δέν προσέχεις, ὁ ἐχθρός βρίσκει
εὐκαιρία, τίς ἐκμεταλλεύεται καί σέ ρίχνει στήν ὑπερηφάνεια. Καί ἐνῶ θά
ἔπρεπε νά λούζης τό πρόσωπό σου μέ δάκρυα ἀγαλλιάσεως καί εὐγνωμοσύνης
πρός τόν Θεό, τό λούζεις μέ πικρά δάκρυα πόνου καί στεναχώριας. Ἔτσι
βγαίνει τό τό ἑξῆς συμπέρασμα: Ἐάν δέν ταπεινωθοῦμε ἑκουσίως,θά
ταπεινωθοῦμε ἀκουσίως, διότι μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Καλός Θεός. Θάρρος λοιπόν,
παιδί μου, καί θά νικήσει ὁ Χριστός. « Ἐάν γάρ πάλιν ἰσχύσητε, καί πάλιν
ἡττηθήσεσθε, ὅτι μεθ᾽ἡμῶν ὁ Θεός». Μπόρα εἶναι καί θά περάση καί πολλά
καλά θά φέρη. Θά γνωρίσης πιό καλά τόν ἑαυτό σου, θά ταπεινωθῆς
ὑποχρεωτικά, καί κατά τούς πνευματικούς νόμους ὑποχρεωτικά θά ἔρθη
σ᾽ἐσένα καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, πού προηγουμένως ἐμποδιζόταν ἀπό τήν
ὑπερηφάνεια.
Ὅμως ὁ γέροντας μᾶς βοηθᾶ ἀκόμα πιό πολύ γιατί μᾶς δίνει καί συγκεκριμμένα ἁπλά παραδείγματα:
«-
Γέροντα, ἄν κανείς ταπεινώνεται μόνος του κατηγορώντας τόν ἑαυτό του:
<εἶμαι λειψός, χαμένος, κ.λπ.>, αὐτό βοηθάει νά ἀποκτήση
ταπείνωση;
- Μόνος του εὔκολα κατηγορεῖ κανείς τόν ἑαυτό του, ἀλλά
δύσκολα δέχεται τήν κατηγορία τῶν ἄλλων. Μόνος του μπορεῖ νά λέη:<
εἶμαι ἐλεεινός, ὁ πιό ἁμαρτωλός, ὁ χειρότερος ἀπ᾽ὅλους>, ἀλλά ἕναν
λόγο τοῦ ἄλλου νά μήν τόν σηκώνη. Βλέπεις, ὅταν κάποιος πέφτη μόνος του
καί χτυπάη, μπορεῖ νά πονέση, ἀλλά δέν δίνει καί πολλή σημασία. Ἤ, ὅταν
τόν χτυπήση ἕνας πού τόν ἀγαπάει, λέει: <Ἔ, δέν πειράζει>. Ἄν ὅμως
λίγο τόν γρατζουνίση ἤ τόν σπρώξη κάποιος πού δέν τόν συμπαθεῖ, ὤ, τότε
νά δῆς! Θά βάλη τίς φωνές, θά κάνη πώς πονάει, πώς δέν μπορεῖ νά
περπατήση!>
Ὅταν ἤμουν στό Σινᾶ, ἦταν ἐκεῖ κί ἕνας λαϊκός- Στρατή
τόν ἔλεγαν- πού, ἄν τόν φώναζες: <Κύριε Στρατή>, σοῦ ἔλεγε:
<Ἁμαρτωλό Στρατή, νά λές, ἁμαρτωλό Στρατή>. Ὅλοι ἔλεγαν: <Τί
ταπεινός πού εἶναι!>. Ἕνα πρωί τόν πῆρε ὁ ὕπνος καί δέν κατέβηκε στήν
Ἐκκλησία. Πῆγε λοιπόν κάποιος νά τόν ξυπνήση. <Στρατή, τοῦ λέει,
ἀκόμη κοιμᾶσαι; Τελείωσε καί ὁ Ἑξάψαλμος• δέν θά᾽ρθῆς στήν
Ἐκκλησία;>. Ὁπότε ἐκεῖνος βάζει κάτι φωνές...< Ἐγώ ἔχω περισσότερη
εὐλάβεια ἀπό σένα καί ἦρθες ἐσύ νά μοῦ πῆς νά κατέβω στήν
ἐκκλησία;>.Ἔκανε σάν τρελλός...Μέχρι πού πῆρε τό κλειδί ἀπό τήν πόρτα
- ἦταν ἀπό ἐκεῖνα τά κλειδιά τά μεγάλα- γιά νά τόν χτηπήση, γιατί
θίχτηκε. Τά ἔχασαν οἱ ἄλλοι πού τόν ἄκουσαν ἔτσι νά φωνάζη, γιατί τόν
εἶχαν γιά ὑπόδειγμα, γιά πολύ ταπεινό. Ἔγινε ρεζίλι. Βλέπεις τί γίνεται;
Μόνος του ἔλεγε ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, ἀλλά, μόλις θίχτηκε ὁ ἐγωισμός
του, ἔγινε θηρίο!».
Ἕνας ἄλλος στήν Ἤπειρο εἶχε ἐπιδιορθώσει μιά
ἐκκλησία. Μόνος του ἔλεγε ὅτι δέν ἔκανε τίποτε παρά μιά ψευτιά. Ὅταν
ὅμως τοῦ εἶπα:< ὄχι καί ψευτιά, κάτι ἔκανες>, ὤ, πῶς θύμωσε!
<Ἐσύ θά τήν διόρθωνες καλύτερα τήν ἐκκλησία; μοῦ εἶπε. Ἐγώ ξέρω ἀπό
οἰκοδομές• δέν εἶμαι μαραγκός σάν ἐσένα. Ὁ πατέρας μου ἦταν
ἐργολάβος>! Θέλω νά πῶ, μόνος του εὔκολα ταπεινώνεται κανείς, ἀλλά
αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἔχει πραγματική ταπείνωση.»
«Γέροντα, ἐγώ, ὅταν μέ πειράζουν, ἀντιδρῶ.
-Δέν
ἔχεις ταπείνωση, γι᾽αὐτό ἀντιδρᾶς. Εἶδες ὁ Ἀββᾶς Μωυσῆς τί ταπείνωση
εἶχε; Ὅταν τόν ἔκαναν ἱερέα, θέλησε ὁ ἀρχιεπίσκοπος νά τόν δοκιμάση καί
εἶπε στούς κληρικούς: < Ὅταν μπῆ στό ἱερό ὁ Ἀββᾶς Μωυςῆς, νά τόν
διώξετε καί μετά νά πᾶτε ἀπό πίσω του νά ἀκούσετε τί θά πῆ>. Μόλις
λοιπόν μπῆκε ὁ Ἀββᾶς Μωυςῆς στό ἱερό, τόν ἔδιωξαν. <Βρέ κατάμαυρε,
τοῦ εἶπαν, τί ζητᾶς ἐδῶ;>. < Ἔχουν δίκιο, εἶπε ἐκεῖνος• τί δουλειά
ἔχω ἐδῶ μέσα ἐγώ ὁ κατάμαυρος; Αὐτοί εἶναι ἄγγελοι!> Δέν πειράχθηκε,
δέν θύμωσε.».
Ὁ γέροντας κλείνει τό θέμα γιά τό πῶς θά ἀποκτηθεῖ ἡ ταπείνωση μέ τήν παρακάτω σκέψη:
« Τό φάρμακο τό δικό σου εἶναι νά κινῆσαι ἁπλά, ταπεινά, νά δέχεσαι
ὅπως ἡ γῆ καί τήν βροχή καί τό χαλάζι καί τά σκουπίδια καί τά φτυσίματα,
ἐάν θέλης νά ἐλευθερωθῆς ἀπό τά πάθη σου. Οἱ ἐξωτερικές ταπεινώσεις
βοηθοῦν τόν ἄνθρωπο νά ἐλευθερωθῆ πολύ γρήγορα ἀπό τόν παλαιό ἑαυτό του,
ὅταν τίς δέχεται.»
Τέλος, θά καταγράψουμε καί τούς καρπούς τῆς ταπείνωσης, οἱ ὁποῖοι ἀφοροῦν καί στήν παροῦσα καί στήν μέλλουσα ζωή.
«Μέ τήν ταπείνωση φωτίζεται ὁ ἄνθρωπος καί δέν σκοντάφτει ποτέ στήν
πνευματική του πορεία• ξεπερνάει ὅλα τά ἐμπόδια πού τοῦ βάζει ὁ
πειρασμός. Θυμᾶμαι τόν Μέγα Ἀντώνιο πού εἶδε τίς παγίδες τοῦ διαβόλου
ἁπλωμένες σέ ὅλη τήν γῆ; <Ποιός μπορεῖ νά γλυτώση ἀπ᾽αὐτές;>,
φώναξε. Καί ἀμέσως ἄκουσε μιά φωνή νά τοῦ λέη: <Ἡ ταπεινοφροσύνη>.
Ὅσοι βρῆκαν τόν δρόμο τῆς ταπεινοφροσύνης, προχωροῦν στήν πνευματική
ζωή σύντομα, σταθερά καί χωρίς κόπο. Ἀκόμη δέν ἔχουμε καταλάβει τήν
ταπείνωση, αὐτήν τήν μεγάλη δύναμη! Ὅλη ἡ πρόοδος ἐκεῖ βρίσκεται. Ὅσο
κανείς ταπεινώνεται, τόσο χαριτώνεται ἀπό τόν Θεό καί τόσο πιό πολύ
προοδεύει. Πόση δύναμη ἔχει ἡ ταπείνωση, καί ὅμως δέν τήν ἀξιοποιοῦν οἱ
ἄνθρωποι!»
Ὅμως κύριος καρπός τῆς ταπείνωσης, ἐκτός τῶν ἀνωτέρω,
εἶναι ἡ ἀγάπη. Γιά τήν ὁποία ὁ ὅσιος Παΐσιος ἀφιερώνει πολλούς λόγους
καί πολλές νουθεσίες γιά τήν προσέγγισή της.
Λέει χαρακτηριστικά: « Ὁ εὐκολώτερος δρόμος γιά νά σωθοῦμε εἶναι ἡ
ἀγάπη καί ἡ ταπείνωση• γι᾽αὐτά θά κριθοῦμε. Αὐτές οἱ δύο ἀρετές
συγκινοῦν καί κάμπτουν τόν Θεό καί ἀνεβάζουν τό πλάσμα Του στόν οὐρανό.
Ἀπό τά διακριτικά αὐτά – τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη- ξεχωρίζουν οἱ
ἅγιοι Ἄγγελοι τά παιδιά τοῦ Θεοῦ, τά παίρνουν μέ ἀγάπη, τά περνοῦν ἄφοβα
ἀπό τά ἐναέρια τελώνια καί τά ἀνεβάζουν στό φιλόστοργο Πατέρα Θεό».
Προσπάθησα
σήμερα, μέ προσοχή, νά σᾶς μεταφέρω τό ἀπόσταγμα ἑνός σπουδαίου βιβλίου
ἑνός μεγάλου ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἶναι τολμηρό αὐτό ἄν δέν ἔχεις
τά ἴδια βιώματα διότι «ὁ ἅγιος κατανοεῖ τόν ἅγιο». Ἀλλά ἡ διάθεση μας
εἶναι καλή καί γιά τόν λόγο αὐτό προσπαθήσαμε. Χρειάζεται ἀπό σήμερα,
ἀπό τώρα ἀγώνας γιά νά γίνουν τά ὅσα εἴπαμε «θεωρία»! Εὐχηθεῖτε καί γιά
μένα τό εὔχομαι καί ἐγώ γιά ἐσᾶς, πού εἴχατε τήν ὑπομονή νά μέ ἀκούσετε!