Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017

Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης ( † 1994)


paisios
A’ OI ΚΑΤΑ ΣAΡKA
KAI KATA ΠΝΕΥΜΑ ΠΡΟΓΟΝΟΙ
Βάπτιση και ξερριζωµός
Στα Φάρασα της αγιοτόκου Καππαδοκίας, στις 25 Ιουλίου του 1924, ανήµερα της αγίας Άννης γεννήθηκε ο Άγιος Παΐσιος.
Στην βάπτιση οι γονείς του ήθελαν να τον ονοµάσουν Χρήστο, στο όνοµα του παππού. Ο όσιος Αρσένιος όµως είπε στην γιαγιά του: «Ε, Χατζηαννά, τόσα παιδιά σου βάπτισα! Δεν θα δώσεις και σε ένα το όνοµά µου;». Και στους γονείς είπε: «Καλά, εσείς θέλετε να αφήσετε άνθρωπο στο πόδι του παππού, εγώ δεν θέλω να αφήσω καλόγηρο στο πόδι µου;». Και γυρίζοντας στη νουνά της λέγει: «Αρσένιο να πης». Του έδωσε δηλαδή το όνοµά του και την ευχή του, και προείδε ότι θα γίνει καλόγηρος, όπως και έγινε.
Η Κολυμβήθρα που βαπτίστηκε ο Άγιος Παΐσιος από τον Άγιο Αρσένιο
Η Κολυμβήθρα που βαπτίστηκε ο Άγιος Παΐσιος από τον Άγιο Αρσένιο
Το έτος που γεννήθηκε ο Άγιος έγινε η ανταλλαγή των πληθυσµών και ξερριζώθηκε ο Ελληνισµός της Μικράς Ασίας από τις πατρογονικές του εστίες. Πήρε και η οικογένεια του αγίου µαζί με τους άλλους Φαρασιώτες και τον όσιο Αρσένιο τον δρόµο της πικρής προσφυγιάς. Στο καράβι μεσα στον συνωστισµό κάποιος πάτησε το βρέφος (Αρσένιο) που κινδύνεψε να πεθάνη. Αλλά ο Θεός κράτησε στην ζωή τον εκλεκτό Του, γιατί έµελλε να γίνη χειραγωγός πολλών ψυχών στην βασιλεία των Ουρανών. Ο Άγιος βέβαια από ταπείνωση έλεγε αργότερα: «Αν είχα πεθάνει τότε, που είχα την χάρι του Βαπτίσµατος, θα µε έριχναν στην θάλασσα να µε φάνε τα ψάρια, και τουλάχιστον θα µου έλεγε «ευχαριστώ» κανένα ψαράκι, και θα πήγαινα στον παράδεισο». (Ήθελε δηλαδή να πει ότι τώρα που έζησε δεν έκανε τίποτε).
Έµειναν για λίγο στον Πειραιά. Έπειτα µεταφέρθηκαν στο κάστρο της Κερκύρας, όπου εκοιµήθη και ετάφη ο όσιος Αρσένιος, σύµφωνα με την πρόρρησή του: «Εγώ θα ζήσω σαράντα ημερες στην Ελλάδα και θα πεθάνω σε ένα νησί».
Μετακόµισαν στην συνέχεια σε χωριό της Ηγουµενίτσας και τελικά εγκαταστάθηκαν στην Κόνιτσα.
Τον νεοφώτιστο Αρσένιο, βρέφος σαράντα ηµερών, οι γονείς του τον έφεραν στην µητέρα Ελλάδα, άγνωστο τότε ανάµεσα στα πλήθη των προσφύγων. Αυτόν που µετά από χρόνια θα γινόταν γνωστός σε όλο τον κόσµο και θα ωδηγούσε πλήθη ανθρώπων στην θεογνωσία. Από τις πρώτες ημερες γνώρισε τον πόνο και τα βάσανα των ανθρώπων. Αργότερα, ο ίδιος θα γινόταν λιµάνι παρηγοριάς σε χιλιάδες βασανισμενες ψυχές.
images (1)
Σε ηλικία πέντε ετών με τους γονείς του
Β’ ΑΣKΗΤΙΚΑ ΠΡΟΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ
Ανατροφή «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου»
Ο µικρός και ευλογημένος Αρσένιος, µαζί µε το γάλα που θήλαζε, µάθαινε από τους γονείς του και την ευλάβεια προς τον Θεό. Αντί για παραµύθια και ιστορίες του µιλούσαν για τον βίο και τα θαύµατα του οσίου Αρσενίου. Μεσα του γεννήθηκε θαυµασµός και αγάπη για τον Χατζεφεντή, όπως αποκαλούσαν τον όσιο Αρσένιο. Από µικρός ήθελε να γίνη και αυτός µοναχός, για να µοιάση στον Άγιό του.
Το πρόσωπο που µετά τον όσιο Αρσένιο επηρέασε ευεργετικά όλη του την ζωή ήταν η µητέρα του, προς την οποία αισθανόταν ιδιαίτερη αγάπη και την βοηθούσε όσο µπορούσε. Από αυτήν διδάχθηκε την ταπεινοφροσύνη. Τον συµβούλευε να µην θέλη να νικά τους συµµαθητές του στα παιχνίδια και ύστερα να υπερηφανεύεται, ούτε να επιδιώκη να µπαίνη πρώτος στην γραµµή, γιατί ήταν το ίδιο, είτε πρώτος, είτε τελευταίος έµπαινε. Επιπλέον του έµαθε την εγκράτεια˙ να µην τρώγη πριν από την ώρα του φαγητού. Την παράβαση την θεωρούσε ως πορνεία. Επίσης τον βοήθησε να αποκτήση απλότητα, εργατικότητα, νοικοκυροσύνη και προσοχή στην συµπεριφορά του προς τους άλλους, και τον προέτρεπε να µην αναφέρη καθόλου το όνοµα του πειρασµού (διαβόλου).
Δυό φορές την ημέρα όλη η οικογένεια προσευχόταν µπροστά στο εικονοστάσι. Η µητέρα του όµως συνέχιζε να προσεύχεται και όταν έκανε τις εργασίες του σπιτιού λέγοντας την ευχή. Τέτοια ήταν η ευλάβεια των γονέων του, ώστε και στα αλώνια έπαιρναν µαζι τους αντίδωρο.
Ο µικρός Αρσένιος, µε το ενδιαφέρον και την εξυπνάδα που είχε, εύκολα αφοµοίωνε ό,τι καλό άκουγε από τους γονείς του. Ακολουθώντας το παράδειγµά τους έµαθε να νηστεύη, να προσεύχεται και να εκκλησιάζεται. Ήταν το πιο αγαπητό από όλα τα παιδιά της οικογενείας.
«Ο μεν πατέρας µου», έλεγε αργότερα ο Άγιος, «με αγαπούσε, γιατί είχα κλίση στα τεχνικά και έπιαναν τα χέρια µου, η δε µητέρα µου για την ψεύτικη (λίγη, µικρή) ευλάβεια που είχα».

Παιδικές ασκήσεις
Όταν έµαθε να διαβάζη καλά, βρήκε την Αγία Γραφή και µελετούσε κάθε ημέρα το Τετραβάγγελο. Εύρισκε επίσης βίους Αγίων και εντρυφούσε. Είχε µαζέψει ένα κουτί με βίους. Μόλις γύριζε από το σχολείο, δεν ήθελε ούτε να φάη. Πρώτα πήγαινε, άνοιγε το κουτί, έπαιρνε και διάβαζε τους βίους των Αγίων. Ο µεγαλύτερός του αδελφός, τους έκρυβε, αν και ευλαβής, διότι δεν ήθελε να ασχολήται ο µικρός Αρσένιος πολύ με τα εκκλησιαστικά, για να μην παραµελή τα µαθήµατα. Ο Αρσένιος δεν έλεγε τίποτε. Εύρισκε άλλους βίους Αγίων και τρεφόταν πνευµατικά. Κάποτε ο µεγάλος του αδελφός θαύµασε, βλέποντάς τον να διαβάζη τον βίο κάποιου αγνώστου Αγίου, που πρώτη φορά µάθαινε το όνοµά του: «Που τον βρήκες πάλι αυτόν τον Άγιο;», τον ρώτησε με απορία.
Η ευλαβής Κονιτσιώτισσα Καίτη Πατέρα, µεγαλύτερή του στην ηλικία, αναφέρει για τον Αρσένιο: «Είχε πολύ ενδιαφέρον για την Εκκλησία. Τον ρώτησα κάποτε:
– Παιδί µου, έφαγες τίποτε σήµερα;
– Δεν έφαγα. Τι να φάω, αφού η µητέρα µου τα βράζει όλα τα φαγητά στην ίδια κατσαρόλα, και το κρέας και τα νηστήσιµα. Η ίδια κατσαρόλα απορροφά˙ δεν µπορώ να φάω.
–Παιδί µου, αφού η µάνα σου είναι τόσο καθαρή και την πλένει καλά με αλισίβα.
– Δεν µπορώ να φάω από αυτά, απαντούσε.» Και νήστευε, νήστευε συνέχεια και αποτραβιόταν µοναχός του για να προσεύχεται».
Μαρτυρεί και ο αδελφός του: «Ο Αρσένιος από την δευτέρα Δηµοτικού διαβαζε θρησκευτικά βιβλία, αποµονωνόταν και προσευχόταν πολύ. Δεν έπαιζε όπως τα άλλα παιδιά».
Η έµφυτη µοναχική του κλίση εκδηλώθηκε ενωρίς. Αισθανόταν αγάπη µεγάλη προς τον Θεό και η προσευχή του ήταν εκδήλωση αυτής της αγάπης. Στις µεγάλες γιορτές παρέµενε άγρυπνος, άναβε το καντηλάκι και προσευχόταν όρθιος όλη τη νύχτα. Ο µεγαλύτερος αδελφός του τον εµπόδιζε. Όταν σηκωνόταν τις νύχτες να διαβάση το Ψαλτήρι, δεν τον άφηνε. Τον έβαζε κάτω από τις κουβέρτες. Γενικά η τακτική του αδελφού του όχι µόνο δεν έκαµψε τον ζήλο του, αλλά αύξησε την αγάπη του προς τον Θεό.
Όταν τον ρωτούσαν, τι θα γίνει όταν µεγαλώση, ο Αρσένιος απαντούσε σταθερά: «Καλόγηρος». Οικονόµησε ο Θεός και πήρε από µικρός την καλή στροφή, γι  αυτό δεν είχε ταλαντεύσεις στην εκλογή του. Για τον Αρσένιο ένας δρόµος ανοιγόταν µπροστά του, η αγγελική ζωή των µοναχών.
Ο,τι διάβαζε στα Συναξάρια προσπαθούσε να το εφαρµόση. Διάβασε πως, όταν φοβάσαι σε έναν τόπο, πρέπει να συχνάζης εκεί για να διώξης τον φόβο. Επειδή φοβόταν όταν περνούσε από το κοιµητήρι, αποφάσισε να πάη εκεί τη νύχτα, για να του φύγη ο φόβος.
Ήταν τότε στην τετάρτη τάξη του Δηµοτικού. «Είδα», διηγήθηκε, «από την ημέρα έναν άδειο τάφο. Μόλις νύχτωσε η καρδιά µου χτυπούσε, αλλά πήγα και µπήκα στον τάφο. Στην αρχή ήταν δύσκολο, αλλά µετά συνήθισα. Κάθησα αρκετή ώρα και εξοικειώθηκα. Πήρα θάρρος και άρχισα να γυρίζω από µνήµα σε µνήµα, αλλά πρόσεχα να µη με δουν και με περάσουν για φάντασµα. Αυτό ήταν˙ πήγα τρία βράδυα και έµεινα μεχρι αργά στο κοιµητήρι και µου έφυγε ο φόβος».
Διηγήθηκε και το εξής: «Όταν ακόµη ήµουν στο σχολείο, διάβαζα τους βίους των Αγίων και επιθυµούσα από τότε να γίνω ασκητής. Έβγαινα συχνά έξω από το χωριό. Ηµουν τότε ένδεκα χρονών. Μια μέρα επεσήµανα έναν βράχο µεγάλο. Πρωί-πρωί ξεκίνησα για να ανεβώ, να γίνω στυλίτης. Πήγα˙ ήταν ψηλός ο βράχος. Ανέβηκα με δυσκολία και άρχισα να προσεύχοµαι. Εξάντλησα όλες µου τις δυνάµεις και µετά άρχισα να σκέπτοµαι: «Οι ερηµίτες είχαν ρίζες και έτρωγαν˙ λίγο νεράκι, έναν χουρµά… Εσύ δεν έχεις τίποτε εδώ πάνω στον βράχο. Πως θα ζήσεις;». Τέλος, αποφάσισα να κατέβω, αλλά ήδη είχε νυχτώσει. Το κατέβασµα ήταν πιο δύσκολο, γιατί δεν έβλεπα. Με µεγαλύτερη δυσκολία κατέβηκα. Η Παναγία με φύλαξε και δεν τσακίστηκα στα βράχια».
Η αδελφή του Χριστίνα θυµάται ότι, ενώ κάποτε οι γονείς τους ήταν στο χωράφι, άρχισε να βρέχη. Ο Αρσένιος τους σκεφτόταν που βρέχονταν. Πήρε τα δύο µικρότερα αδέλφια του, πήγαν στο εικονοστάσι, γονάτισαν, έκαναν προσευχή και η βροχή σταµάτησε.
Όταν έπεφταν κεραυνοί, συνήθιζε να λέγη: «Μέγα το όνοµα της Αγίας Τριάδος».
Θεοπτία
Διηγήθηκε ο Άγιος: «Από ένδεκα χρονών διάβαζα βίους Αγίων και έκανα νηστείες και αγρυπνίες. Ο αδελφός µου ο µεγαλύτερος έπαιρνε και έκρυβε τους βίους. Δεν κατάφερε τίποτε. Πήγαινα στο δάσος και συνέχιζα. Κάποιος φίλος του τότε, ο Κώστας, του είπε: «Θα σου τον κάνω να τα παρατήση όλα». Ήρθε και µού ανέπτυξε την θεωρία του Δαρβίνου. Κλονίστηκα τότε και είπα: «Θα πάω να προσευχηθώ, και, αν ο Χριστός είναι Θεός, θα µου παρουσιαστή να πιστέψω. Μια σκια, µιά φωνή, κάτι θα µου δείξει». Τόσο µου ‘κοβε. Πήγα και άρχισα µετάνοιες και προσευχή για ώρες, αλλά τίποτε. Στο τέλος τσακίσμενος σταµάτησα. Μου ήρθε τότε στην σκέψη κάτι που µου ‘χε πει ο Κώστας: «Παραδέχοµαι ότι ο Χριστός είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος, δίκαιος, ενάρετος, τον οποίο εµίσησαν από φθόνο για την αρετή του και τον καταδίκασαν οι συµπατριώτες του». Τότε είπα: «Αφού είναι τέτοιος, και άνθρωπος να ήταν, αξίζει να τον αγαπήσω, να τον υπακούσω και να θυσιασθώ γι  Αὐτόν. Δεν θέλω ούτε παράδεισο, ούτε τίποτε. Για την αγιότητά του και την καλωσύνη του αξίζει κάθε θυσία». (Καλός λογισµός και φιλότιµο).
Ο Θεός περίµενε την αντιµετώπισή µου. Ύστερα από αυτό παρουσιάσθηκε ο ίδιος ο Χριστός μέσα σε άφθονο φως. Φαινόταν από την μέση και πάνω. Με κοίταξε με πολλή αγάπη και µού είπε: «Εγώ ειµι η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμε, καν αποθάνη, ζήσεται».
Τα λόγια αυτά ήταν γραµμένα και στο Ευαγγέλιο που κρατούσε ανοικτό στο αριστερό χέρι Του».
Το γεγονός αυτό διέλυσε στον δεκαπενταετή Αρσένιο τους λογισµούς αµφιβολίας, που τάραζαν την παιδική του ψυχή, και γνώρισε με την χάρι του Θεού τον Χριστό ως Θεό αληθινό και Σωτήρα του κόσµου. Βεβαιώθηκε για τον Θεάνθρωπο, όχι από άνθρωπο η από βιβλία, αλλά από τον ίδιο τον Κύριο, που του αποκαλύφθηκε και µάλιστα σε τέτοια ηλικία. Στερεωμένος πλέον στην πίστη µονολογούσε: «Κώστα, άµα θέλης τώρα, έλα να συζητήσουµε».
Φροντίδα για τους άλλους
Ο Αρσένιος με την προσεκτική ζωή και τις συµβουλές του βοήθησε πνευµατικά και άλλους νέους. Συναναστρεφόταν συνήθως με µικρότερα παιδιά. Τα συγκέντρωνε στην αγία Βαρβάρα, διάβαζαν βίους Αγίων και τα παρακινούσε να κάνουν µετάνοιες και να νηστεύουν. Μερικές µητέρες ανησύχησαν και απέτρεπαν τα παιδιά τους να τον συναναστρέφωνται. Οι γονείς ενός παιδιού με το οποίο εργαζόταν στον ίδιο µάστορα και προσεύχονταν µαζί, φοβήθηκαν µη γίνη καλόγηρος και δεν τον άφηναν να έχη σχέση με τον Αρσένιο ούτε να αγωνίζεται. Αργότερα πήγε να εργασθή στην Γερµανία και σκοτώθηκε. Οι γονείς του αισθάνθηκαν τύψεις και έλεγαν: «Καλύτερα να είχε γίνει καλόγηρος». Κάποιο παιδί, που καταγόταν από τα Φάρασα, ήθελε ο Αρσένιος να το πάρη µαζί του για µοναχό και προσπαθούσε να πείση την µητέρα του. Άλλον νέο τον στήριξε να γίνη ιερέας. Κληρικός καταγόµενος από την Κόνιτσα οµολογεί ότι βοηθήθηκε στην µοναχική του κλίση από τον λαϊκό ακόµη Αρσένιο.
Είχε ενδιαφέρον και πόθο µεγάλο να γνωρίσουν οι άνθρωποι τον Θεό. Κάποιον γέρο βοσκό, που ζούσε µόνος πάνω στα βουνά και είχε πάει στην Εκκλησία δύο-τρεις φορές σε όλη του την ζωή, ο Αρσένιος τον πλησίασε και φρόντισε να τον φέρη κοντά στον Χριστό.
Στην Κόνιτσα κάποιος Μουσουλµάνος ονόµατι Μπαϊράµης είχε άρρωστη την µητέρα του. Ο µικρός Αρσένιος πήγαινε τη νύχτα και βοηθούσε την άρρωστη. Ο Μπαϊράµης εξέφρασε την επιθυµία να γίνη Χριστιανός. Τα λίγα χρήµατα που έπαιρνε ως µαθητευόµενος ξυλουργός, τα µοίραζε ελεηµοσύνη σε φτωχά παιδιά του ορφανοτροφείου. Έφερνε και στο σπίτι τους φτωχά παιδιά για φαγητό.
Ο κ. Χατζηρούµπης Απόστολος, Κονιτσιώτης, αναφέρει: «Ο Αρσένης ήταν ο µόνος που προτιµούσε να αδικήται παρά να αδική. Είχε πάντα στην τσέπη του ένα θρησκευτικό βιβλίο που το διάβαζε συχνά. Θυµάµαι τον ζήλο του να εξα σφαλίση ακροατήριο από τον παιδικό κόσµο, αντί οποιουδήποτε τιµήµατος, όπως λ.χ. να αναλαµβάνη την φύλαξη των ζώων µας, να γίνεται νεροκουβαλητής µας, κ.α., αρκεί εµείς να τον προσέχαµε, όταν µάς διάβαζε την Αγία Γραφή.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πάθος του να χρωµατίζη αυτά που έλεγε, όταν αναφερόταν στην σταυρική θυσία του Χριστού. Γινόταν τόσο παραστατικός, ώστε κατώρθωνε να αποσπά την προσοχή και των πιο ζωηρών παιδιών. Έβλεπα κατακάθαρα στο νεανικό του πρόσωπο την ικανοποίηση και την αγαλλίασή του, γιατί µπορούσε να διδάσκη τον λόγο του Κυρίου σε τόσο αγνό ακροατήριο. Από όσο θυµάµαι αυτή την τακτική την συνέχισε τέσσερα με πέντε χρόνια μέχρι που πήγε στρατιώτης».
Ο Αρσένιος πέρασε τα νεανικά του χρόνια με αµεριµνία και αγώνες ασκητικούς. Έπειτα ήρθαν τα δύσκολα χρόνια του Ελληνοϊταλικού πολέµου, της Κατοχής και του ανταρτοπολέµου. Τότε πέρασε πολλές δυσκολίες και κινδύνους. Στον ανταρτοπόλεµο τον συνέλαβαν οι κοµµουνιστές αιχµάλωτο και τον φυλάκισαν. Κακοπάθησε όσο διάστηµα έµεινε στην φυλακή και υπέφερε από τις ψείρες και το πολύ στρίµωγµα. Σε ένα µικρό δωµάτιο έβαλαν πολλούς. Όταν ξάπλωναν ο τελευταίος έµπαινε σαν σφήνα ανάµεσά τους. Δοκιµάστηκε και ηθικώς, γιατί τον έκλεισαν σε ένα δωµάτιο µόνο του και ύστερα έβαλαν δύο αντάρτισσες σχεδόν γυµνές. Προσευχήθηκε έντονα επικαλούµενος την Παναγία και αμέσως ένιωσε «δύναµιν εξ ύψους», που τον ενίσχυσε και τις έβλεπε με απάθεια σαν αδελφές του, όπως ο Αδάµ την Εύα στον παράδεισο. Τις µίλησε με τρόπο καλό. Εκείνες ήρθαν σε συναίσθηση, ντράπηκαν και έφυγαν κλαίγοντας.
* * *
Αν και ο πόλεµος έκανε τον Αρσένιο να αναβάλη την αναχώρησή του, όµως ο ζήλος του δεν ψυχράνθηκε. Στους αγώνες και στις ασκήσεις προσέθετε νέους αγώνες και υψηλότερες ασκήσεις. Έβλεπε τα εθνικά πράγµατα σε άσχηµη κατάσταση. Σε λίγο θα τον καλούσαν να υπηρετήση την Πατρίδα.
Στο εξωκκλήσι της αγίας Βαρβάρας παρακάλεσε την Παναγία: «Ας ταλαιπωρηθώ, ας κινδυνεύσω, µόνο να µή σκοτώσω άνθρωπο, και ν᾽ αξιωθώ να γίνω µοναχός». Τότε έκανε τάµα, αν τον διαφυλάξη η Παναγία στον πόλεµο, να υπηρετήση για τρία χρόνια το Μοναστήρι της που το έκαψαν οι Γερµανοί, και να βοηθήση να κτισθή πάλι η Ιερά Μονή Στοµίου.
Γ . ΣTΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΘΗΤΕΙΑ
Ασυρµατιστής φιλότιµος
Το έτος 1945 κλήθηκε να υπηρετήση την Πατρίδα. Παρουσιάστηκε στο Ναύπλιο και πήρε την ειδικότητα του διαβιβαστού. Κατόπιν πήρε µετάθεση στο Αγρίνιο. Τον ρωτούσαν:
– Τι μέσο έχεις και πήρες τόσο καλή ειδικότητα;
– Δεν έχω μέσο.
– Άστ  αὐτά.
– Ε…, τον Θεό, απαντούσε.
Και πράγµατι «ην Κύριος µετ  αὐτοῦ και ην ανήρ επιτυγχάνων».
107411.bΗ αγάπη του προς τους άλλους έφθανε μεχρι θυσίας. Έκανε τις υπηρεσίες τους, εργαζόταν πολύ. Όταν κάποιος ζητούσε έξοδο, ο Αρσένιος πρόθυµα τον αντικαθιστούσε. Πολλοί εκµεταλλεύονταν την καλωσύνη του και τον θεωρούσαν κορόιδο. Ο ίδιος όµως ένιωθε χαρά από την θυσία, και συγχρόνως εύρισκε ευκαιρία να μενη µόνος και να προσεύχεται. Ο Διοικητής του έλεγε: «Τι θα γίνει με αυτόν τον άνθρωπο (Αρσένιο); Δεν λέει ποτέ να ξεκουραστή».
Κάποτε είχε 39,5 πυρετό αλλά δεν ζήτησε να βγη ελεύθερος υπηρεσίας. Τελικα δεν άντεξε και έπεσε λιπόθυµος. Οι στρατιώτες τον έβαλαν στο φορείο για να τον πάνε στο Νοσοκοµείο, και τον φώναζαν ειρωνικά με µοναχικά ονόµατα:
«Ε, Βενέδικτε, Ακάκιε». Είχαν καταλάβει ότι θα γίνει µοναχός. Η ειρωνεία µετατράπηκε σιγά-σιγά σε εκτίµηση και θαυµασµό. Τους αλλοίωσε ο τρόπος της ζωής του, η µεγάλη αγάπη και ο ακέραιος χαρακτήρας του. Δεν τον θεωρούσαν πλέον κορόιδο, αλλά θησαυρό και ευλογία για την Μονάδα.
Πάντως η ειδικότητα του ασυρµατιστού τον απάλλαξε από την ένοπλη συµµετοχή στον πόλεµο, και έτσι, θεία χάριτι, διαφυλάχθηκε από το να φονεύση άνθρωπο. Προοιµίαζε δε και την µετέπειτα ιδιότητά του ως µοναχού, να στέλνη σήµατα στον Θεό (να προσεύχεται).
Κακουχίες
Η διλοχία που υπηρετούσε ο Άγιος έκανε πολεµικές επιχειρήσεις και οι κακουχίες που πέρασαν µοιάζουν απίστευτες. Διηγείτο ότι κάποτε τελείωσαν τα τρόφιµα και έτρωγαν σπυρωτό χιόνι. Άλλοτε έµειναν νηστικοί για δεκατρείς ημέρες και επέζησαν τρεφόµενοι µόνον με άγρια κάστανα. Συχνότερα υπέφεραν από την δίψα. Αναγκάζονταν τότε να πίνουν στάσιµο νερό από τις πατηµασιές των ζώων. Ο µεγάλος εχθρός ήταν το κρύο. Κοιµόνταν στις σκηνές και το πρωί ξυπνούσαν θαµμένοι στα χιόνια˙ µετρούσαν τους κρυοπαγημένους. Ένα πρωινό έβγαλε είκοσι έξι κρυοπαγημένους σκάβοντας με τον κασµά τα χιόνια.
Κάποτε έµεινε για τρεις ημέρες στα χιόνια και έστελνε σήµατα στο Αρχηγείο.
Στο νοσοκομείο για ανάρρωση
Στο νοσοκομείο για ανάρρωση
Έπαθε και ο ίδιος κρυοπαγήµατα. Οι σάρκες των ποδιών του ξεφλουδίζονταν.
Τον έστειλαν στο Νοσοκοµείο, αλλά βοήθησε ο Θεός να μην ακρωτηριασθή. Άλλοτε τον κλώτσησε ένα µουλάρι.
Το χτύπηµα ήταν πολύ δυνατό. Μελάνιασε το στήθος του και φαίνονταν τα σηµάδια από τα πέταλα. Λιποθύµησε, και όταν συνήλθε, συνέχισε την πορεία.
Χαιρόταν να βρέχεται, να κρυώνη, να κουράζεται ο ίδιος, για να μην ταλαιπωρούνται οι άλλοι. Μερικοί στρατιώτες, όταν έκαναν ζηµιά, για να δικαιολογηθούν, την επέρριπταν στον Αρσένιο. Ο Αξιωµατικός τον µάλωνε, και εκείνος, για να μην τους εκθέση, υπέµενε με ταπείνωση σιωπηλά τους ελέγχους.
Ο Διοικητής όµως τον εκτιµούσε και τον εµπιστευόταν. Στις δύσκολες αποστολές έστελνε τον Αρσένιο, γιατί γνώριζε ότι ήταν ικανώτατος και έφερνε σε πέρας ο,τι του ανέθεταν. Μόνο µιά φορά πήρε άδεια και πήγε στο σπίτι του. Εκεί αρρώστησε, έχασε πολύ αίµα και εισήχθη στο Νοσοκοµείο Ιωαννίνων για δεκαπέντε ημερες. Όταν συνήλθε επέστρεψε στην Μονάδα του.
Ασκήσεις και εµπειρίες
Μέσα σε τέτοιες ταλαιπωρίες έκανε και αγώνα πνευµατικό. Νήστευε και προσευχόταν. Συνήθως έτρωγε το µισό φαγητό, και όταν σήµαινε σιωπητήριο για ύπνο, ο Αρσένιος ανέβαινε στην ταράτσα του κτιρίου και άρχιζε τις προσευχές.
«Μια περίοδο», έλεγε, «έκανα πέντε μηνες να λειτουργηθώ, διότι που να βρεθεί παπάς και Εκκλησία πάνω στα βουνά. Όταν µετά με έστειλε ο Διοικητής στο Αγρίνιο να πάρω ανταλλακτικά για τον ασύρµατο, στον δρόµο που βάδιζα, πέρασα έξω από µιά Εκκλησία, όπου μεσα γίνονταν οι Χαιρετισµοί. Έκανα τον σταυρό µου, προσκύνησα και με πήραν τα δάκρυα. «Παναγία µου, πως έχω γινει έτσι;», είπα. Που να φανταζόµουν τότε ότι αργότερα θα οικονοµούσε ο Θεός να έχω Εκκλησάκι και μεσα στο Καλύβι µου!». Και δόξαζε γι  αυτό από τα βάθη της καρδιάς του τον Θεό.
Συγκρίνοντας αυτά που πέρασε στον Στρατό με την άσκηση που έκανε ως µοναχός, έλεγε με αυτοµεµψία: «Για τον Χριστό δεν έκανα τίποτε. Αν αυτή την άσκηση (ταλαιπωρία στον Στρατό) την έκανα σαν καλόγηρος, θα είχα αγιάσει».
Ως στρατιώτης έζησε θείες εµπειρίες. Κάποτε προσευχόταν σε ερηµικό μέρος και ηρπάγη σε θεωρία. Διηγήθηκε και το εξής: «Κάποτε που είχαµε πάει στο πεδίο βολής στην Τρίπολη, είδα ένα αλλοιώτικο φως να βγαίνη από µιά ρεµατιά και να διαχέεται σε όλο το πεδίο βολής, ενώ ήταν μέρα. Απορούσα τι νάταν αυτό το φως που οι άλλοι δεν έβλεπαν! Αργότερα κατάλαβα.
Επειδή εκεί γίνονταν εκτελέσεις καταδίκων, και ίσως να είχαν εκτελεσθή άδικα και κάποιοι αθώοι, γι  αὐτό φαινόταν εκείνο το φως. Ο Θεός φύλαξε που δεν με έστειλαν στο εκτελεστικό απόσπασµα. Φυσικά δεν θα µπορούσα (να σκοτώσω)…».
Θυσία για τους άλλους
Οι περισσότεροι στρατιώτες είχαν πνεύµα θυσίας, αλλά ο Αρσένιος ήταν άφοβος στους κινδύνους και στον θάνατο. Πολλές φορές κινδύνευσε να συλληφθή αιχµάλωτος και αντίκρυσε τον θάνατο από πολύ κοντά. Κάποτε επρόκειτο να ρίξουν κλήρο για το ποιός θα πάει στο χωριό για εφόδια. «Θα πάω εγώ», είπε ο Αρσένιος. Τον είδαν οι αντάρτες, αλλά τον πέρασαν για δικό τους. Πήρε τα εφόδια και γύρισε πίσω.
Όταν έβαζαν κάποιον να κάνη επικίνδυνη βάρδια η περίπολο, τον ρωτούσε ο Αρσένιος: «Τι οικογένεια έχεις;». Αν του έλεγε, «είµαι παντρεμενος, έχω και παιδί», έλεγε, «καλά». Πήγαινε στο υπασπιστήριο, τον άλλαζε και πήγαινε αυτός στην θέση του.
Τον άλλο ασυρµατιστή δεν τον άφηνε να κουβαλά ούτε τον ασύρµατο, ούτε την µπαταρία, για να είναι ελεύθερος σε περίπτωση κινδύνου να σωθή.
«Σε µιά µάχη», διηγήθηκε, «είχα σκάψει µιά µικρή λακκούβα. Έρχεται ένας και µου λέει: «Να µπώ και εγώ;» Στριµώχθηκα και με δυσκολία χωρέσαµε. Έρχεται και άλλος. Τον άφησα και αυτόν και εγώ βγήκα έξω. Σε µιά στιγµή με παίρνει ένα βλήµα ξυστά στο κεφάλι. Δεν είχα κράνος, φορούσα µόνο κουκούλα. Πιάνω με το χέρι µου το κεφάλι, δεν βλέπω αίµατα. Το ξαναπιάνω, τίποτα. Το βλήµα είχε περάσει ξυστά από το κεφάλι µου και είχε ξυρίσει µόνο τα µαλλιά και έκανε µιά γραµµή έξι πόντους φάρδος χωρίς µαλλιά και ούτε γρατζουνιά δεν άφησε. Το είχα κάνει με την καρδιά µου. «Καλύτερα», είπα, «να σκοτωθώ µιά φορά εγώ, παρά να σκοτωθή ο άλλος, και µετά να με σκοτώνη η συνείδηση µου σε όλη µου την ζωή. Πως να αντέξω µετά, όταν θα σκέφτοµαι ότι µπορούσα να τον σώσω και δεν τον έσωσα;» Και ο Θεός φυσικά βοηθά πολύ αυτόν που θυσιάζεται για τους άλλους».
Ευεργετεί και συκοφαντείται
Διηγήθηκε ο Άγιος: «Έκανα έρανο µεταξύ των στρατιωτών και αγόρασα καντήλια και µανουάλια για κάποιο εξωκκλήσι του αγίου Ιωάννου του Προδρόµου. Εκεί κοντά είχε καταυλισµό η διλοχία µας.» Ήρθαν χειµώνα καιρό οι µεταγωγικοί (χωρικοί, κυρίως γυναίκες και παιδιά) με τα ζώα και µάς έφεραν προµήθειες. Επειδή χάλασε ο καιρός και άρχισε να χιονίζη, κάθησαν να διανυκτερεύσουν σε πρόχειρες ελάτινες σκηνές. » Κάποιος Ανθυπολοχαγός κτηνώδης ενωχλούσε µιά νέα. Εκείνη η καημένη προτίµησε να πεθάνη παρά να αµαρτήση. Έφυγε και την ακολούθησε και µιά ηλικιωμένη. Βάδιζαν μεσα στα χιόνια και βρέθηκαν στο εξωκκλήσι, αλλά η πόρτα ήταν κλειστή. Έµειναν έξω, κάτω από το υπόστεγο τρέµοντας από το κρύο.
»Την ίδια νύχτα µού ήρθε ξαφνικά ένας επίµονος λογισµός να πάω στο εξωκκλήσι να ανάψω τα καντήλια. Το χιόνι είχε φθάσει τα ογδόντα εκατοστά περίπου. Πήγα και χωρίς να γνωρίζω τι προηγήθηκε, βρήκα έξω από το εξωκκλήσι τις δύο γυναίκες µελανιασμενες από το κρύο. Τις έδωσα από ένα γάντι, άνοιξα την πόρτα, µπήκαν μέσα και αφού συνήλθαν κάπως, διηγήθηκαν τα σχετικά.
«Εγώ», είπε η νέα, «έκανα ο,τι µπορούσα. Από  κει και πέρα, ας κάνη και ο Θεός τα υπόλοιπα». Τις συµπόνεσα τις καημένες και αυθόρµητα τις είπα: «Τελείωσαν τα βάσανά σας. Αύριο θα πάτε στα σπίτια σας», όπως και συνέβη».
Ο Ανθυπολοχαγός, όταν έµαθε ότι ο Αρσένιος τις βοήθησε και σώθηκαν, ίσως για να καλύψη την ενοχή του, διέδιδε συκοφαντικά ότι ο Εζνεπίδης έβαλε στην Εκκλησία τους µεταγωγικούς με τα µουλάρια. Τον κάλεσε ο Διοικητής σε απολογία. «Τόσο ασυνείδητος είµαι, κ. Διοικητά, να βάλω τους µεταγωγικούς με τα µουλάρια μεσα στην Εκκλησία;», είπε. Οµως δεν φανέρωσε την υπόθεση του ένοχου Ανθυπολοχαγού˙ απολογήθηκε µόνον επειδή τον κατηγόρησαν για καταφρόνηση του οίκου του Θεού.
Σώζει την Μονάδα τους
Διηγήθηκε ο Άγιος: «Κάποτε η διλοχία µας βρέθηκε περικυκλωμενη από χίλιους εξακόσιους αντάρτες σε ένα φυσικό οχύρωµα από βράχο. Όλοι οι στρατιώτες κουβαλούσαν πυροµαχικά και ο Διοικητής κάλεσε και μένα να αφήσω τον ασύρµατο, να κουβαλάω και εγώ. Μάλιστα με απείλησε και με το πιστόλι. Νόµιζε ότι απέφευγα να κουβαλάω, γιατί ήθελα δήθεν να κρύβωµαι.
Κουβαλούσα, αλλά πήγαινα και στον ασύρµατο και προσπαθούσα να πιάσω επαφή με το Αρχηγείο. Οπότε από τα πολλά έπιασα επαφή και έδωσα να καταλάβουν ότι βρισκόµαστε σε δύσκολη θέση. Την άλλη μέρα, ενώ οι αντάρτες είχαν πλησιάσει πολύ κοντά, ώστε να ακούγωνται οι βρισιές τους, ήρθε η αεροπορία και τους διεσκόρπισε».
Το γεγονός αυτό ανέφερε αργότερα ο Άγιος σαν παράδειγµα σε όσους ρωτούσαν: «Τι προσφέρουν οι µοναχοί στην έρηµο και δεν βγαίνουν στον κόσµο να βοηθήσουν;». «Οι µοναχοί», απαντούσε, «είναι οι ασυρµατιστές της Εκκλησίας. Όταν πιάσουν επαφή με τον Θεό δια της προσευχής, τότε έρχεται και βοηθά ο Θεός καλύτερα. Ένα ακόµη λιανοντούφεκο δεν έκανε τίποτε, ενώ, όταν ήρθε η αεροπορία, έκρινε την µάχη».
Αυτοθυσία
Ο νυν µοναχός Αρσένιος από την Κέρκυρα και τότε κ. Παντελής Τζέκος, συστρατιώτης του Γέροντα, διηγείται:
«Στη Ναύπακτο, ενώ έπαιρνα ένα σήµα από την Πάτρα, με πλησιάζει ο Αρσένιος και µού λέει:
– Ξέρεις; Είµαστε αδέλφια.
– Από που είµαστε αδέλφια;
Μου προτείνει τα δυό χοντρά δάχτυλα και µού λέει:
– Έχοµε τα ίδια δάχτυλα, όµοια τα δικά σου και τα δικά µου, γι αυτό είµαστε αδέλφια».
Ενώθηκαν με αδελφική φιλία και κάποτε ο Αρσένιος με κίνδυνο της ζωής του τον έσωσε. Η διήγηση είναι αυτούσια του κ. Παντελή, µόνο που διακόπτεται από λυγµούς και άφθονα δάκρυα συγκινήσεως και ευγνωµοσύνης για τον φίλο και σωτήρα του:
«Κοντά στη Ναύπακτο κάναµε µιά µάχη. Εκεί που υποχωρούσαµε, διότι είχαν περισσότερες δυνάµεις οι αντάρτες, σε κάποια στιγµή έπεσα και χτύπησα, γιατί είχα έναν βαρύ ασύρµατο στην πλάτη. Όταν έφθασαν οι στρατιώτες στην γραµµή που είχαν οριοθετήσει οι αξιωµατικοί µας, είδε ο Αρσένιος ότι έλειπα. Βγάζει τον ασύρµατό του και τρέχει. Του φώναζαν οι αξιωµατικοί και οι στρατιώτες: «Ασ  τον αυτόν. Πάει αυτός, χάθηκε!». Ήρθε κοντά µου όπως µού είπαν µετά οι άλλοι, με σήκωσε, με έβαλε στην πλάτη του και με πήρε στις γραµμες πίσω. Όταν συνήλθα, άκουσα να του λέγη ο λοχαγός Βουδούρης:
«Εσύ κάποιον Άγιο έχεις και σε βοήθησε και βοήθησες και τούτον εδώ». Ρώτησα: «Τι έγινε παιδιά»; Και µού εξήγησαν. Εκεί που έπεσα ήταν εκατό μετρα από την γραµµή των ανταρτών και διακόσια από την γραµµή την δική µας».
Προσεύχεται εν μέσω σφαιρών
«Μια μέρα», συνεχίζει ο κ. Παντελής, «ήµασταν πάνω σε ένα ύψωµα που λεγόταν «Φονιάς». Μας είχαν αποκλείσει οι αντάρτες και δεν µπορούσαµε να φύγουµε από πουθενά, γιατί δεν υπήρχε διέξοδος. Ο Αρσένιος ήταν όρθιος. Οι σφαίρες έπεφταν και σφύριζαν. Εγώ τον έπιανα από το χιτώνιο και τον τραβούσα να πέση κάτω. Αυτός τίποτε. Κοίταζε ψηλά και είχε τα χέρια του έτσι, σταυρωμένα. Ε, φαίνεται µάς λυπήθηκε ο Μεγαλοδύναµος, και κάποια στιγµή ήρθαν τα αεροπλάνα και άνοιξαν δρόµο. Όταν φεύγαµε, του λέω:
– Καλά, Χριστιανέ µου, γιατί δεν έπεφτες κάτω;
– Προσευχόµουν.
– Προσευχόσουν; ρώτησα με µεγάλη απορία».
Τι δύναµη είχε η προσευχή του και πόσο µεγάλη ήταν η πίστη του, ώστε να αψηφά τις σφαίρες! Το πιθανώτερο ήταν να παρακαλούσε τον Θεό να σωθούν οι άλλοι και ας σκοτωθή ο ίδιος. Γι  αὐτό στεκόταν όρθιος και ακάλυπτος. Και ο δίκαιος Θεός, βλέποντας την αυτοθυσία του, τον έσωσε µαζί με τους άλλους.
Ανυπακοή σε βλάσφηµο
Διηγήθηκε ο Άγιος ένα περιστατικό που συνέβη λίγο καιρό πριν απολυθεί: «Γυρίζαµε από την Φλώρινα, αφού είχε τελειώσει ο πόλεµος. Στο δρόµο της επιστροφής άκουσα τον Λοχαγό να βρίζη τα θεία. Τον πλησίασα και του είπα:
«Από αυτή την στιγµή αρνούµαι να εκτελέσω οποιαδήποτε διαταγή σας, διότι βρίζοντας τα θεία προσβάλατε και την πίστη µου και τον όρκο µου (Πατρίδα-θρησκεία- οικογένεια)». Ακούγοντας αυτά προσβλήθηκε και με απεκάλεσε αυθάδη. Όταν αργότερα µού είπε: «Σε διατάσσω», απάντησα: «Σας το δήλωσα πριν από λίγο ότι στο εξής δεν θα εκτελώ διαταγές σας». Ο Αξιωµατικός τότε µού είπε: «Ας θεωρήσουµε το θέµα λήξαν».
Όταν φθάσαµε στο στρατόπεδο, πήγα χωρίς καθυστέρηση και ανέφερα όσα συνέβησαν στον Διοικητή. Εκείνος µού είπε ότι η άρνηση να εκτελώ διαταγή ανωτέρου συνεπάγεται στρατοδικείο. Ξαναδήλωσα ότι δεν πρόκειται να εκτελέσω διαταγές του Λοχαγού, διότι είναι επίορκος, επειδή βρίζει τον Θεό, στον οποίο και οι δυό ορκιστήκαµε. Και είπα με αγανάκτηση: «Πειθαρχείν δει Θεώ µάλλον η ανθρώποις».
* * *
Ο Αρσένιος, αφού για µιά πενταετία περίπου υπηρέτησε την Πατρίδα, τον Μαρτιο του 1950 πήρε το απολυτήριο του Στρατού από την Μακρακώµη Λαµίας. Όταν αποχαιρετούσε τον φίλο του κ. Παντελή, εκείνος τον προσκάλεσε να εγκατασταθούν στην Κέρκυρα µαζί, να φτιάξουν από ένα σπίτι και να κάνουν οικογένεια. Ο Αρσένιος αρνήθηκε λέγοντας ότι θα γίνει καλόγηρος.
Τελείωσε την στρατιωτική του θητεία, και τώρα επιθυµούσε µιά άλλη στρατειά, την κατάταξή του στο µοναχικό τάγµα, για να υπηρετή τον επουράνιο Βασιλέα.
Δ’. ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
ΣΤΙΣ ΜΟΝΕΣ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
Αγώνες αρχαρίου
Ο Αρσένιος προσήλθε στην ιερά Μονή Εσφιγμενου του Αγίου Όρους που τότε δεν είχε γίνει ζηλωτική για να µονάση. Έχοντας πρότυπα τους οσίους Πατέρες, προσπαθούσε να τους µιµηθή. Έβαλε ως θεμέλιο της µοναχικής ζωής την ταπεινοφροσύνη και την υπακοή και επιδόθηκε σε αγώνες υπέρ την αντοχή του.
Τις ημέρες κοπίαζε σωµατικά και τις νύχτες παρέµενε άϋπνος, προσευχόµενος και δοξολογώντας τον Θεό. Αισθανόταν µεγάλη κούραση, αλλά ήταν ανυποχώρητος στην άσκηση. Συνεχώς πρόσθετε νέους αγώνες, πάντα με ευλογία και παρακολούθηση από τον Ηγούµενο. Όλα τα έκανε με χαρούµενη διάθεση.
Έλεγε: «Κάναµε πολύ σκληρή δουλειά στον τόρνο όλη την ημέρα. Το βράδυ πήγαινα στο Αρχονταρίκι και βοηθούσα μεχρι τις 10 η 11 η ώρα. Δεν µού έµενε χρόνος ούτε για πνευµατικά. Γι  αυτό στην συνέχεια, όταν πήγαινα στο Κελλί µου, δεν κοιµόµουν, µόνο έβαζα ένα τέταρτο τα πόδια ψηλά για να ξεκουραστούν λίγο και να κατέβη το αίµα (που µαζευόταν από την πολύωρη ορθοστασία).
Μετά στεκόµουν όρθιος σε µιά λεκάνη με νερό, για να µή με παίρνη ο ύπνος, και έκανα τα κοµποσχοίνια. Κοιµόµουν µισή μεχρι µία ώρα, και µετά πήγαινα στην ακολουθία για να διαβάσω το Μεσονυκτικό. Και επειδή είχα τον λογισµό, µήπως δεν θα κατάφερνα αργότερα να κάνω τα καθήκοντα του µεγαλοσχήµου, ζήτησα ευλογία από τον Ηγούµενο και µού έδωσε, να κάνω τον κανόνα του µεγαλοσχήµου από δόκιµος. Όχι από εγωισµό, αλλά µήπως δεν µπορέσω να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις του Σχήµατος. Δεν τάκανα με υπερηφάνεια.
«Αν δεν µπορώ», έλεγα, «να μην κοροϊδεύω τον εαυτό µου».
Στην Εκκλησία δεν καθόταν καθόλου. Στεκόταν όρθιος στο στασίδι. Πήγαινε καµµιά φορά να τον κλέψη ο ύπνος και αμεσως τιναζόταν. Τον χειµώνα δεν άναβε φωτιά. Είχε τόση υγρασία στο Κελλί, που η µούχλα γινόταν σαν βαµβάκια στους τοίχους. Όταν το κρύο ήταν ανυπόφορο, είχε ένα δέρµα ζώου, από αυτά που έκανε τα σαµάρια, και τύλιγε τα πόδια του. Δούλευε έξω στο κρύο µόνο με το ζωστικό, και έβαζε από μεσα ένα χαρτί για να τον προστατεύη λίγο.
Πριν από την Μεγάλη Σαρακοστή είχαν τυπικό στο Μοναστήρι να δίνουν σε όλους τους πατέρες από ένα κουτί γάλα. Και εκείνο ο Αρσένιος δεν το έπινε, αλλά το έδινε στον γερο-Νικήτα που ήταν προφυµατικός. Στη νηστεία τα φασόλια δεν τα µασούσε καλά, για να αργούν να χωνέψουν και έτσι να τον κρατούν κάπως. Κοιµόταν για άσκηση κάτω στις πλάκες και άλλες φορές στα τούβλα, που «ήταν πιο φιλάνθρωπα».
Άρχισε σιγά-σιγά να γίνεται αντιληπτή στους πατέρες η άσκηση και η ευλάβεια του. Οι ιερείς τον προτιµούσαν να τους ψάλλη στα παρεκκλήσια.
Δαιµονικές εµφανίσεις
Ο διάβολος δεν αρκείτο µόνο στον πόλεµο των λογισµών, αφού µάλιστα δεν µπορούσε με αυτούς να ανακόψη την αγωνιστικότητά του. Παρουσιαζόταν και αισθητώς. Τον έβλεπε οφθαλµοφανώς και συνωµιλούσαν. Προσπαθούσε ο πειρασµός με κάθε τρόπο να τον εκφοβίση και να τον εµποδίση από τους αγώνες του.
Φαίνεται ότι από την πείρα του καταλάβαινε τι θα γινόταν αυτός ο αρχάριος. Ο δόκιµος Αρσένιος δεν ταρασσόταν ούτε φοβόταν από την παρουσία του διαβόλου. Έλεγε: «Νάρχεσαι, διότι µού κάνεις καλό. Με βοηθάς να θυµάµαι τον Θεό, όταν τον ξεχνώ, και να προσεύχωµαι».
Αργότερα σχολίαζε ο Άγιος: «Που να µείνη ο πειρασµός! Εξαφανιζόταν αμεσως. Δεν είναι χαζός να προξενή στεφάνια στον µοναχό».
– Γέροντα, πειρασµό εννοείτε τους λογισµούς; τον ρώτησε με αφέλεια κάποιος µοναχός.
– Βρε, πειρασµός! (διάβολος)˙ καταλαβαίνεις; Τι λογισµοί;
Ο δόκιµος Αρσένιος με την ευστροφία του «ενίκησε δαιµόνων πανουργίαν δι  ἀνθρωπίνης επινοίας».
Ρασοευχή
Στις 27 Μαρτίου 1954 µετά από την κανονισμενη δοκιµασία εκάρη µοναχός. Έλαβε ρασοευχή και το όνοµα Αβέρκιος. Ο Ηγούµενος του πρότεινε να λάβη το Μεγάλο Σχήµα, αλλά δεν δέχθηκε. Ανέφερε: «Αν και µπορούσα να γίνω αμέσως µεγαλόσχηµος, διότι µού είπαν: «Εσύ Στρατό τελείωσες, δεν σε εµποδίζει τίποτε», είπα: «Αρκεί η ρασοευχή». Θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο, αλλά και δεν ήθελε να δεσµευθή με τις υποσχέσεις του Μεγάλου Σχήµατος, εξ αιτίας της αγάπης του για την ησυχαστική ζωή που επιθυµούσε.
Επίσκεψη της θείας χάριτος
Την τραχύτητα της ασκήσεως ήρθε να γλυκάνη ένα πρωτόγνωρο γεγονός, η επίσκεψη της θείας χάριτος. «Όταν είχαν σωθή τελείως οι µπαταρίες (εξαντλήθηκαν οι δυνάµεις)», διηγήθηκε, «έζησα ένα γεγονός: Μια νύχτα, ενώ προσευχόµουν όρθιος, ένιωσα κάτι να κατεβαίνη από πάνω και να με περιλούζη ολόκληρο. Αισθανόµουν µιά αγαλλίαση και τα µάτια µου έγιναν δύο βρύσες που έτρεχαν συνέχεια δάκρυα. Έβλεπα και ζούσα αισθητά την χάρι. Μέχρι τότε, συγκινήσεις και τέτοια είχα αισθανθή πολλές φορές, αλλά τέτοιο πράγµα πρωτη φορά µού συνέβη. Ήταν τόσο δυνατό πνευµατικά αυτό το γεγονός, ώστε με στήριξε και κράτησε για δέκα περίπου χρόνια μεχρι που αργότερα στο Σινά, έζησα µεγαλύτερες καταστάσεις με άλλον τρόπο».
g paisios_after_kura
Ο Άγιος μετά την Κουρά του
gramma_geronta_paisiou_sti_mitera_tou_2012
Μικρόσχηµος
Ο π. Αβέρκιος εκάρη µικρόσχηµος µοναχός και του δόθηκε το όνοµα Παΐσιος στις 3 Μαρτίου 1957.
Μετά την κουρά έβγαλε µιά φωτογραφία και την έστειλε στην µητέρα του, και από πίσω έγραψε το ακόλουθο ποίηµα: (Βλ. σελ. 28)
Ευλογίες από την Παναγία
Διηγήθηκε ο Άγιος: «Ηµουν άγρυπνος και νηστικός και περίµενα το «µοτόρι», στον αρσανά της Ιβήρων. paisios6
Από την εξάντληση δεν αισθανόµουν καλά. Φοβήθηκα να μην λιποθυµήσω εκεί και με δουν οι εργάτες. Γι  αὐτό έκανα κουράγιο και πήγα πίσω από µιά ντάνα ξύλα. Σκέφθηκα προς στιγμήν να παρακαλέσω την Παναγία και αμεσως είπα στον εαυτό µου: «Άθλιε, την Παναγία για το ψωµάκι την έχουµε;».Και µόλις είπα αυτό, να η Παναγία και µου έδωσε ζεστό ψωµί και σταφύλι! Ε, από κει και πέρα µετά…».
Κάποιος, τον οποίον ο Άγιος θεράπευσε από ανίατη ασθένεια, ακούγοντας την διήγηση, ρώτησε έκπληκτος:
– Καλά, Γέροντα, µετά που έφαγες τις ρόγες του σταφυλιού, το κοτσάνι σου έµεινε στο χέρι;
– Και το κοτσάνι και ψίχουλα, απάντησε με έµφαση.
«Η θεότης, δηλαδή η θεία χάρις καθ  ἑαυτήν, ήγουν µοναχή δεν φαίνεται, εάν δεν έλθη εις την λογικήν ψυχήν. Και ανίσως η αισθητή φωτία δεν φαίνεται εις τα αισθητά, όταν δεν εύρη ύλην, µήτε η νοητή φωτία φαίνεται εις τα νοητά, όταν δεν εύρη ύλην των εντολών του Θεού», Αγίου Συµεών του νέου Θεολόγου, Λόγος Γ , σ. 38.32
Ε’. ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΣΤΟΜΙΟΥ ΚΟΝΙΤΣΗΣ
Ανακαίνιση του Μοναστηριού
Παρά Κυρίου τα διαβήµατα ανθρώπου κατευθύνεται». Με αποκάλυψη κατευθύνει ο Κύριος και τώρα τα βήµατα του ανθρώπου του Θεού Παϊσίου στην Μονή Στοµίου, της Επαρχίας Κονίτσης. Διψούσε για ερηµική ζωή και προετοιµαζόταν για την έρηµο, αλλά με εντολή της Παναγίας βρέθηκε σε Μοναστήρι του κόσµου.
Άρχισε την ανακαίνιση του καμένου Μοναστηριού, χωρίς να έχη τα απαραίτητα χρήµατα και υλικά. Αγόρασε ξυλεία και µόνος έκανε πόρτες, παράθυρα, στασίδια, τραπέζια και ό,τι άλλο χρειαζόταν.
Επίσης άλλαξε την σκεπή της Εκκλησίας, έκανε Κελλιά για µοναχούς, Αρχονταρίκι, στέρνα και άλλα έργα. Αυτός ανέστησε το κατεστραµμενο Μοναστήρι με πολλούς κόπους. Ήταν άρρωστος αλλά και νηστευτής. Τη νηστεία δεν την χαλούσε ποτέ».
stomio (19)
Πηδά στον γκρεµό
Κάποτε µετέφερε τα άγια Λείψανα και είχε την λειψανοθήκη δεμενη με λουριά από τους ώµους του. Σε ένα σηµείο του δρόµου, που λέγεται «Μεγάλη Σκάλα», κόπηκε το λουρί και έπεσε η λειψανοθήκη στον γκρεµό. Ο Άγιος από τον πόθο και την ευλάβεια προς τα άγια Λείψανα, χωρίς να υπολογίση τον εαυτό του και χωρίς τον παραµικρό δισταγµό, πήδησε αμεσως στον γκρεµό για να τα προλάβη.
Κατρακυλούσε η λειψανοθήκη και χτυπούσε στα βράχια. Τελικά ο ίδιος διαφυλάχθηκε, χάριτι Θεού, σώος˙ δεν έπαθε τίποτε, ούτε γρατσουνιά! Η λειψανοθήκη με τα άγια Λείψανα έµειναν επίσης άθικτα, ενώ ο µεταλλικός κορβανάς που ήταν προσαρµοσμενος στην λειψανοθήκη είχε κατατσαλακωθή από τα χτυπήµατα.
Ήταν τόσο βαθύς και απότοµος ο γκρεµός που ήταν αδύνατο να ξανανεβή ο Γέροντας. Για να βγη στο µονοπάτι, βάδιζε πολλή ώρα μεσα στο ποτάµι.
Κόποι, ασκήσεις και ησυχία
Νήστευε αυστηρά και δουλαγωγούσε με κάθε τρόπο το εύθραυστο σώµα του, παρ  ότι έκανε θεραπεία με ενέσεις. Κάποιες φορές με ένα ποτήρι νερό περνούσε όλο το ηµερονύκτιο. Αν και καλλιεργούσε στον κήπο του Μοναστηρίου κηπευτικά πολλών ειδών, η συνηθισμένη τροφή του ήταν τσάι με παξιµάδι η καρύδια κοπανισμένα.
Αναφέρει η κυρία Πηνελόπη Μπαρµπούτη: «Στον κήπο πήγαινε ξυπόλυτος και το βράδυ καθάριζε τα αγκάθια από τα πόδια του. Ένα παξιµάδι έτρωγε το πρωϊ και ένα το βράδυ. Άλλοτε έπινε σκέτο τσάϊ. Δούλευε παρά πολύ. Δεν κοιµόταν σχεδόν καθόλου. Προσπαθούσε να μην χαλάση το χατήρι κανενός και Ο Άγιος ως νέος µοναχός ήθελε όλους να τους αναπαύη. Ποτέ δεν έλεγε όχι. Τα χέρια του είχαν κάνει ρόζους από τις πολλές µετάνοιες. Τα πόδια του ήταν µόνο κόκκαλα. Είχε πολλά προβλήµατα με την υγεία του».
Την ημέρα εργαζόταν σκληρά και τη νύχτα αγρυπνούσε. Μόνος του διάβαζε όλες τις ακολουθίες, όπως είχε µάθει στο Άγιον Όρος.
Παρ  όλο που το Μοναστήρι ήταν σε έρηµο και ήσυχο μερος, ο Άγιος αποσυρόταν ενίοτε σε µιά σπηλιά. Πήγαινε τις νύχτες και έκανε αγρυπνίες με το κοµποσχοίνι και αναρίθµητες µετάνοιες. Ήταν όµως ανήλια και έσταζε νερό.
g paisios_new_monk
Ο Άγιος ως νέος μοναχός
Προστάτης πτωχών και ορφανών
Εκτός από τα κτισίµατα µεριµνούσε συγχρόνως και για όσους είχαν ανάγκη. Και αυτοί ήταν πολλοί. Στα χωριά της Κόνιτσας υπήρχε τότε µεγάλη φτώχεια, εγκατάλειψη, δυστυχία. Ο Άγιος συγκέντρωνε ρούχα, χρήµατα, τρόφιµα και φάρµακα, τα έκανε δέµατα και τα έστελνε σε ανθρώπους που στερούνταν. Στο έργο της φιλανθρωπίας είχε ως βοηθούς ευλαβείς γυναίκες. Όσες είχαν την διάθεση τις έστελνε να υπηρετούν άτοµα ανήµπορα, κυρίως γεροντάκια, που δεν είχαν κανένα συγγενή κοντά τους.
Είχε πάρει άδεια από την αστυνοµία και σε κάθε γειτονιά της Κόνιτσας είχε αφήσει από ένα κουµπαρά και ώρισε και έναν υπεύθυνο. Υπήρχε και ένας επί πλέον κουµπαράς έξω από το Αστυνοµικό Τµηµα. Έκανε επιτροπή, η οποία διαχειριζόταν τα χρήµατα, και πρόσφεραν ανάλογα με τις ανάγκες.
Ενδιαφέρθηκε για φτωχά και ορφανά παιδιά να συνεχίσουν τις σπουδές τους. Τα παρέπεµπε στα κατάλληλα πρόσωπα αλλά τα βοηθούσε και ο ίδιος οικονοµικά, όσο µπορούσε. Πολλοί από αυτούς είναι σήµερα επιστήµονες και ευγνωµονούν τον Άγιο.
Έδινε τα κτήµατα της Μονής σε φτωχές οικογένειες να τα καλλιεργούν. Ενοίκιο δεν ζητούσε. Τους έλεγε, αν έχουν καλή σοδειά, να προσφέρουν στο Μοναστήρι ό,τι ήθελαν. Αν η χρονιά δεν πήγαινε καλά, δεν ζητούσε τίποτε.
Όσες φορές η αδελφή του Χριστίνα πήγαινε ρούχα η τρόφιµα, δεν τα δεχόταν. Της έλεγε να τα πάη σε οικογένειες, που γνώριζε ότι στερούνταν.
Οικειότητα με τα άγρια ζώα
Η µεγάλη αγάπη του Γέροντα προς τον Θεό και την εικόνα του, τον άνθρωπο, πληµµύριζε την καρδιά του και το ξεχείλισµά της αγκάλιαζε και την άλογη κτίση. Ιδιαίτερα αγαπούσε τα άγρια ζώα, και αυτά ένιωθαν την αγάπη του και τον πλησίαζαν.
Ένα ελαφάκι ερχόταν και έτρωγε από τα χέρια του. Του έκανε ένα σταυρό στο μέτωπο με µπογιά. Ειδοποίησε τους κυνηγούς να μην κυνηγούν κοντά στο Μοναστήρι και να προσέξουν αυτό το ελαφάκι με τον σταυρό, όπου και αν το βρουν, να μην το χτυπήσουν. Αλλά δυστυχώς, ένας κυνηγός περιφρονώντας την εντολή του, κάποια ημέρα είδε το ελαφάκι και το σκότωσε. Ο Άγιος στενοχωρήθηκε πολύ και είπε µιά προφητεία που επαληθεύτηκε στο ακέραιο. Δεν αναφέρεται γιατί το πρόσωπο αυτό ζει μεχρι σήµερα.
normal_stomio
Ο Άγιος στην Ιερά Μονή Στομίου
Στο δάσος γύρω από το Μοναστήρι ζουν αρκούδες. Μια συνάντησε ο Γέροντας σε στενό µονοπάτι, ενώ ανέβαινε στο Μοναστήρι με ένα γαϊδουράκι φορτωμενο. Η αρκούδα µαζεύτηκε στην άκρη, για να περάση ο Άγιος. Αυτός πάλι της έκανε νόηµα με το χέρι να περάση πρώτη. «Και αυτή», διηγείτο χαριτολογώντας, «άπλωσε το πόδι της και µούπιασε το χέρι, για να περάσω εγώ».
Της είπε: «Αύριο να μην εµφανισθής εδώ κάτω, γιατί περιμενω κόσµο. Αλλοιώς θα σε πιάσω από το αυτί και θα σε δέσω μεσα στο παχνί».
Έλεγε ότι η αρκούδα έχει έναν εγωισµό. Όταν βρεθή σε κίνδυνο, δείχνει ότι δεν φοβάται, αλλά µετά φεύγει τρέχοντας. Μια αρκούδα ερχόταν συχνά, είχε εξοικειωθή µαζί του και ο Άγιος την τάιζε. Τις ημερες που ερχόταν κοσµος στο Μοναστήρι ο Άγιος την προειδοποιούσε να μην εµφανίζεται και προκαλή έτσι φοβο στους ανθρώπους. Η αρκούδα µερικές φορές παρέβαινε την εντολή του Γέροντα, εµφανιζόταν απροσδόκητα και όσοι την έβλεπαν τρόµαζαν. Πολλοί την είχαν δει˙ µεταξύ αυτών και η Καίτη Πατέρα, όπως διηγήθηκε: «Ανέβαινα µιά νύχτα στο Μοναστήρι με φακο για να προλάβω την θεία Λειτουργία. Άκουσα έναν θόρυβο, ερριξα το φως και είδα ένα ζώο κάτι σαν σκυλί µεγάλο. Με ακολούθησε και, όταν έφθασα, ρώτησα τον π. Παΐσιο, αν το σκυλί είναι του Μοναστηριού. Απάντησε: «Σκυλί είναι αυτό; Για κοίταξε καλά. Αρκούδα είναι».
Όταν είδε ότι τελείωσε η αποστολή του στην έρηµο του κόσµου, και αφού ξεπλήρωσε το τάµα προς την Παναγία, άφησε οριστικά το Στόµιο στις 30 Σεπτεµβρίου 1962 και αναχώρησε για το Θεοβάδιστο Όρος Σινά.
iera-moni-agias-aikaterinis-sina-e12753209889601
ΣΤ . EΡHMITHΣ
ΣTO ΘEOBAΔIΣTON OΡOΣ ΣINA
Μακαρία ερηµική ζωή
Ο Άγιος ζήτησε ευλογία να µείνη µόνος στην έρηµο. Εγκαταστάθηκε στο ασκητήριο των αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήµης, που αποτελείται από το Εκκλησάκι και ένα πολύ µικρό συνεχόµενο Κελλάκι. Βρίσκεται σε ωραία θέση σε ύψωµα, απέναντι ακριβώς από την αγία Κορυφή, και απέχει λιγώτερο από µία ώρα από το Μοναστήρι. Διακόσια μετρα πιο πάνω βρίσκεται η σπηλιά του αγίου Γαλακτίωνος και λιγο πιο πίσω είναι η Σκήτη που έµενε η αγία Επιστήµη με τις άλλες ασκήτριες.
Άγια μέρη, ευλογημένα. Παρ  όλη την αυχµηρότητά τους, εµπνέουν αυτά τα βράχια. Εκεί ψηλά λοιπόν, σαν αετός, έστησε ο Άγιος την φωλιά του, έκανε µάλλον την πολεµίστρα του ο αετός του πνεύµατος. Πολύ κοντά, «ωσεί λίθου βολήν», στο ασκητήριο είχε µιά µικρή πηγούλα.
Μάζευε το 24ωρο δυό-τρία κιλά νερό. Έλεγε ο Άγιος: «Πήγαινα με ένα τενεκάκι να πάρω νερό, για να κάνω τσάι η να βρέξω λίγο το μετωπο, λέγοντας τους χαιρετισµούς με ευγνωµοσύνη και τα µάτια µου πληµµύριζαν από δάκρυα.
galaktionos epistimis
Ασκητήριο Γαλακτίωνος και Επιστήμης
«Θεέ µου,» έλεγα, «λίγο νερό να πίνω˙ δεν θέλω τίποτε άλλο». Τόσο πολύτιµο ήταν αυτό το λιγοστό νεράκι γι  αὐτόν που ήθελε να ζήση εκεί στην έρηµο. Αλλα και αυτό ο Άγιος το µοιραζόταν με τα άγρια ζώα και τα διψασμενα πουλια της ερήµου.
– Γέροντα, πως ζούσατε στο Σινά; τον ρώτησε κάποιος.
Απάντησε: «Η τροφή µου ήταν τσάι με παξιµάδι που το έκανα µόνος µου. Έκανα πέτουρα (λεπτά φύλλα ζύµης) και τα ξέραινα στον ήλιο. Γίνονταν τόσο σκληρά, που έσπαζαν σαν τζάµι. Καµµιά φορά έβραζα και ρύζι στουµπισμενο μεσα σε ένα κονσερβοκούτι. Αυτό ήταν και µπρίκι και κατσαρόλα και πιάτο και ποτήρι. Αυτό το κονσερβοκούτι και ένα κουτάλι λίγο πιο µικρό από της σούπας ήταν όλο το νοικοκυριό µου.
»Ακόµη, είχα µιά φανέλλα, που την φορούσα τη νύχτα για να αντιµετωπίζω το κρύο. Έπινα και ένα τσάι µαύρο, για να με βοηθά στην αγρυπνία, και έβαζα και µιά κουταλιά ζάχαρη παραπάνω, που αντιστοιχούσε με άλλη µιά φανέλλα. (Δηλαδή οι θερµίδες που του έδινε η παραπανίσια ζάχαρη ήταν σαν να φορούσε ακόµη µιά φανέλλα). Είχα και µιά αλλαξιά χοντρά ρούχα, γιατί τη νύχτα έκανε πολύ κρύο. Δεν είχα ούτε φανάρι, ούτε φακό, παρά µόνο έναν αναπτήρα, για να βλέπω λίγο στο σκοτάδι, όταν βάδιζα σε κανένα πέτρινο µονοπάτι με σκαλοπάτια. Τον χρειαζόµουν επίσης για να ανάβω καµµιά φορά φωτιά με φρύγανα, για να κάνω κανένα ζεστό. Είχα και λίγες τσακµακόπετρες και ένα µπουκαλάκι πετρέλαιο πολύ µικρό για τον αναπτήρα. Τίποτε άλλο.
»Μια φορά φύτεψα και µιά ρίζα ντοµάτα, αλλά µετά με πείραξε ο λογισµός µου και την ξερρίζωσα, για να μην προκαλώ τους Βεδουΐνους. Μου φαινόταν αταίριαστο, οι φτωχοί Βεδουΐνοι να μην έχουν ντοµάτες, και εγώ που ήµουν καλόγηρος να έχω, έστω και µιά ρίζα.
»Την ημέρα έλεγα την ευχή και έκανα εργόχειρο. Ευχή και εργόχειρο. Αυτό ήταν το τυπικό µου. Τη νύχτα έκανα µερικές ώρες µετάνοιες, χωρίς να τις µετρω. Ακολουθία δεν διάβαζα, την έκανα με κοµποσχοίνι.
»Για να µή με ενοχλούν οι περίεργοι, έκανα με πράσινη λαδοµπογιά νεκροκεφαλές (σήµα κινδύνου) στα βράχια. Μια φορά ένας τουρίστας Γερµανός θέλησε να ανεβή επάνω. Νόµισε ότι είναι ναρκοπέδιο, αλλά επειδή φαίνεται ήξερε από τέτοια, πρόσεχε που πατούσε και κατώρθωσε να φθάση μεχρι επάνω. Εγώ τον παρακολουθούσα από ψηλά. Τον άφησα να πλησιάση, µετά µπήκα στην σπηλιά του αγίου Γαλακτίωνος και τράβηξα ένα δεµάτι αγκάθια στην είσοδο.
Έψαξε, αλλά δεν µπόρεσε να με βρη και γύρισε πίσω». Απλοποίησε πολύ την ζωή του και επιδόθηκε στην άσκηση με όλες του τις δυνάµεις, χωρίς περισπασµούς. «Η έρηµος ερηµώνει τα πάθη. Όταν την σεβασθης και προσαρµοσθής προς την έρηµο, σου δίνει να αισθανθής την παρηγοριάτης», έλεγε αργότερα ο Άγιος με νοσταλγία, εκφράζοντας με λίγες λέξεις την εµπειρία του από την Σιναϊτική έρηµο.
Αγαπούσε ο Άγιος να επισκέπτεται τόπους, όπου έζησαν ασκητές. Θαύµαζε τα µικρά ασκητικά σπήλαια. Αλλού σωζόταν µιά µικρή στερνούλα, σε άλλα φαινόταν µαυρισμενος ο βράχος από την φωτιά που άναβαν κάπου-κάπου για να µαγειρεύουν. Τον ενέπνεαν και τον συγκινούσαν αυτά τα παλαιά ασκητήρια. Επισκέφθηκε και το ασκητήριο του αγίου Γεωργίου του Αρσελαΐτου. Είναι µιά πανέρηµος κατάλληλη για αναχωρητές. Την Μεγάλη Σαρακοστή την περασε στο ασκητήριο του αγίου Στεφάνου, που αναφέρει και η Κλίµακα, κάτω από την αγία Κορυφή, με µεγάλη νηστεία, σχεδόν ασιτία. Είχε εκεί µόνο ένα τενεκεδάκι, για να βγάζη νερό από το πηγάδι που υπήρχε πιο κάτω, στον προφήτη Ηλία.
Είχε τυπικό να µή φοράη παπούτσια. Είχαν σχιστή οι φτέρνες του και έτρεχαν αίµα. Τα παπούτσια τα είχε στο ντορβά και τα φορούσε µόνο όταν κατέβαινε στο Μοναστήρι η συναντούσε κάποιον στον δρόµο. Για όποιον γνωρίζει τις συνθήκες της ερήµου, είναι πολύ οδυνηρό να βαδίζη κανείς ξυπόλυτος πάνω στα βράχια η στην άµµο. Την ημέρα καίνε τόσο πολύ, που οι Βεδουΐνοι βάζουν αυγά στην άµµο και γίνονται µελάτα, ενώ τη νύχτα είναι τόσο κρύα τα βράχια, σαν να πατά κανείς πάνω σε πάγο.
Στο Μοναστήρι κατέβαινε κάθε Κυριακή η κάθε δεκαπέντε ημερες. Βοηθούσε στην ακολουθία και κοινωνούσε.
Λύει την ανοµβρία
Όταν πρωτοπήγε στο Σινά είχε µεγάλη ανοµβρία. Σε φυσιολογικές συνθήκες στην περιοχή αυτή βρέχει πολύ αραιά. Την χρονιά εκείνη ήταν ιδιαίτερα αισθητή η έλλειψη νερού. Ένα καραβάνι ετοιµάσθηκε για να πάη να κουβαλήση νερό από µακρυά. Ο Άγιος τους είπε: «Περιμενετε, μην πάτε απόψε». Τη νύχτα έκανε προσευχή και έβρεξε πολύ.
Εργόχειρο κι ελεηµοσύνες
Το εργόχειρο του Γέροντα ήταν η ξυλογλυπτική. Ανέφερε ο ίδιος: «Έκανα σε ξύλο εικόνες σκαλιστές τον προφήτη Μωυσή να παίρνη τον Δεκάλογο. Τα ξύλα τα έκοβα µόνος µου. Πολλές φορές και τη νύχτα άνοιγα λίγο την πόρτα του Κελλιού και στο φως του φεγγαριού έλεγα την ευχή και γυαλοχάρτιζα και προετοίµαζα τα ξύλα. Για εργαλεία είχα µόνο δυό µαχαιράκια από ένα ψαλίδι Singer, που το έφερα από την Ελλάδα˙ το διέλυσα στα δύο, το ακόνισα και το έβαψα με λαδοµπογιά πράσινη, για να μην αντανακλά τις ακτίνες του ηλίου και θαµπώνει τα µάτια µου.
»Τα εργόχειρα τα έδινα στο Μοναστήρι και τα πωλούσαν˙ γίνονταν ανάρπαστα από τους προσκυνητές. Τα χρήµατα που έπαιρνα τα έδινα σε γνωστούς ταξιτζήδες από το Κάιρο. Τους έλεγα να ψωνίζουν ρούχα, καπελλάκια, µπισκότα, τρόφιµα κ.α. Μετά γέµιζα το σακκίδιο με ευλογίες και ρωτούσα που υπάρχουν καταυλισµοί Βεδουίνων. Πήγαινα στις σκηνές τους, φώναζα πιο έξω τα µικρά παιδιά και µοίραζα τις ευλογίες.
Από την πολλή του αγάπη προς τα πλάσµατα του Θεού ο Άγιος άφησε τον εαυτό του στην άκρη, κουραζόταν για να τους βοηθά, και δεν πήγε να προσκυνήση στα Ιεροσόλυµα, που τόσο επιθυµούσε, για να µή στερηθούν τα Βεδουϊνάκια τις ευλογίες του. Και αυτά καταλάβαιναν την µεγάλη του αγάπη, που δεν είχε σκοπιµότητα και ιδιοτέλεια, και τον υπεραγαπούσαν. Γινόταν σωστό πανηγύρι από την χαρά που έκαναν κάθε φορά που τους επισκεπτόταν ο αγαπημενος τους «Αµπούνα Παΐζι». (Στα Βεδουίνικα: πατήρ Παΐσιος).
Αλλά και όταν τα Βεδουινάκια πήγαιναν στο ασκητήριό του με σκασμενα τα πόδια, επειδή περπατούσαν ξυπόλυτα, τους έβαζε κερί στα σχισίµατα και τους έδινε και από ένα ζευγάρι σανδάλια. Σε άλλα µοίραζε καπελλάκια, για να µή τα ζαλίζη ο ήλιος, και ο,τι άλλο είχε.
«Ην εν τη ερήµω πειραζόµενος…»
Κάποια ημέρα έκανε εργόχειρο λέγοντας την ευχή καθισμενος σε ένα βραχο, ενώ από κάτω υπήρχε βαθύς γκρεµός. Παρουσιάζεται ο διάβολος και του λέγει:
– Πήδα κάτω, Παΐσιε˙ σου υπόσχοµαι, δεν θα πάθεις τίποτε.
Ο Άγιος συνέχισε ατάραχος την ευχή και το εργόχειρό του. Δεν έδωσε σηµασία στον διάβολο. Ο πειρασµός συνέχισε να τον παρακινή να πηδήση στον γκρεµό επαναλαµβάνοντας την ίδια υπόσχεση. Αυτό κράτησε µιάµιση ώρα περίπου.
Στο τέλος παίρνει µιά πέτρα και την ρίχνει στον γκρεµό λέγοντας στον διάβολο:
– Άντε να σου αναπαύσω τον λογισµό σου.
Ο διάβολος, αφού απέτυχε να τον ρίξη στον γκρεµό, του λέγει δήθεν με θαυµασµό:
– Τέτοια απάντηση ούτε ο Χριστός δεν µού έδωσε. Εσύ καλύτερα απάντησες.
– Ο Χριστός είναι Θεός. Δεν είναι σαν και μενα τον καραγκιόζη. «Ύπαγε οπίσω µου σατανά».
Και έτσι, με την ενοικούσα θεία χάρι, απέφυγε τον πρώτο πειρασµό να πηδήση στον γκρεµό, να τσακισθή στα βράχια˙ ακόµη απέφυγε και τον βαθύτερο γκρεµό της υπερηφανείας, να δεχθή τον έπαινο του διαβόλου, θεωρώντας τον εαυτό του ανώτερο από τον Χριστό.
Εγκαταλείπει την γλυκειά έρηµο
Ενώ ζούσε τέτοια ζωή και χαιρόταν που βρήκε επιτέλους αυτό που αναζητούσε από χρόνια, η υγεία του χειροτέρευε. Ύπέφερε από πονοκεφάλους που οφείλονταν στην έλλειψη οξυγόνου λόγω του υψομετρου.
Τελικά, όταν είδε να επιδεινώνεται η κατάσταση της υγείας του, πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει την γλυκειά έρηµο του Σινά και να επιστρέψει στο Άγιον Όρος.
Έξω από το ερημητήριό του
Έξω από το ερημητήριό του
Ζ . ΣΤΗΝ ΙΒΗΡΙΤΙΚΗ ΣKHTH
ΟΓεροντας πήγε στην Σκήτη των Ιβήρων, όπου βρήκε την Καλύβη των Αρχαγγέλων (12-5-1964). Ο ίδιος σε επιστολή του (24-6-64) αναφέρει σχετικά: «Επήρα µε την χάριν τοῡ θεοῡ µία Καλύβη στην ερηµωμενη Σκήτη των Ιβήρων. Έχει όλες τις προϋποθέσεις δια µία ησυχαστική ζωή. Από δεκαπέντε καλύβες κατοικούνται µόνον οι επτά. Το Καλύβι το δικό µου έχει Εκκλησάκι των αγίων Αρχαγγέλων. Το σπίτι είναι φυσικά παλαιό και κάνω µερικές επισκευές». Κάθε νύχτα έκανε αγρυπνία με αμετρητες µετάνοιες και πολλά κοµποσχοίνια. Το κύριο έργο του ήταν η προσευχή. Προσπαθούσε να μην διακόπτεται η νοερά επικοινωνία του με τον Θεό, να είναι αδιάλειπτη.
Παρά την κλονισμενη υγεία του, βίαζε τον εαυτό του, νηστεύοντας μεχρις εξαντλήσεως. Και εκεί που «εσώνονταν οι µπαταρίες» και έφθανε στο «Αµην», όλως παραδόξως, ανακτούσε δυνάµεις και συνέχιζε τους αγώνες.
Τροφή από Άγγελο
Διηγήθηκε ο Άγιος: «Ήταν µιά Σαρακοστή της Παναγίας µας  και είχα μέρες να δοκιµάσω φαγητό. Εν τω µεταξύ µού είπαν να κατεβάσω έναν άρρωστο πατέρα (µοναχό) στην παραλία. Τον κατέβασα και µετά ένιωσα µιά τροµερή αδυναµία. Κοντά να φθάσω στο Κελλί µου, παρουσιάστηκε κάποιος µπροστά µου (ήταν Άγγελος) και µού έδωσε ένα καλαθάκι με φρούτα, σταφύλια και σύκα, και αμεσως εξαφανίστηκε».
Εγχείρηση στους πνεύµονες
Από νέος µοναχός ο Άγιος είχε ενοχλήσεις στους πνεύµονες. Ήδη από την Εσφιγμενου είχε αιµοπτύσεις και εσωτερική αιµορραγία, και νοσηλεύθηκε στο Νοσοκοµείο της Μονής. Στην συνέχεια σε όλη του την ζωή θα ταλαιπωρείται από αυτή την πάθηση.
Από την Φιλοθέου αναγκάσθηκε να βγη στον κόσµο για θεραπεία. Αυτή η ευπάθεια των πνευµόνων του, που επετείνετο από την έλλειψη οξυγόνου, ήταν η αιτία που τον είχε αναγκάσει να εγκαταλείψη το Σινά.
Η ασθένειά του όµως διαρκώς χειροτέρευε. Έπρεπε να χειρουργηθή οπωσδήποτε. Η επέµβαση έγινε στο Κέντρο Νοσηµάτων Θώρακος Βορείου Ελλάδος. Του αφαίρεσαν σχεδόν ολόκληρο τον αριστερό πνεύµονα και επίσης του αφαίρεσαν δύο πλευρά. Ο Άγιος περιγράφει ως εξής την εγχείρηση: «Ήτο µία πολύ σοβαρή εγχείρηση. Μου αφαιρέσανε τον ένα λοβό αριστερά, καθώς λιγάκι από τον άλλον. Ήτο ο λοβός γεµάτος από σακκουλίτσες. Διήρκησε η εγχείρηση περί τις 10 ώρες. Δεν σταµατούσε το αίµα στην εγχείρησιν και αυτό δυσκόλευε. Εχρειάσθη 4 κιλά αίµα… Τα λάστιχα (παροχετεύσεις) µού τα βγάλανε στις 9 μερες και έπαθα µεγάλη δυσφορία και έτσι με πήγανε ξανά στο χειρουργείο επί δύο ώρες και µού τα ξανατοποθετήσανε και τ  ἀφήσανε πάνω από είκοσι ημερες. Μου άφησε και µιά αναπηρία στα µάτια. Το μεν δεξί βλέπει πολύ ζωηρά, το δε άλλο που έγινε η εγχείρηση ειναι κλειστότερο και βλέπει ταπεινά. Δεν με απασχολεί αυτό, διότι άλλοι έχουν γεννηθή τελείως τυφλοί.
»Είναι αλήθεια ότι υποφέρω πολύ, αλλά άξιζε κανείς να πληρώνη χωρίς να έχη και πάθηση και να περνάη ένα τέτοιο µικρό µαρτύριο, διότι πολύ ωφελήθηκα.
»Εδιάβαζα πριν το Πάθος του Κυρίου στην Αγία Γραφή σαν απλή ιστορία, καθώς και τους Συναξαριστάς των Αγίων. Τώρα θα τους νιώθω, διότι ένιωσα ολίγους πόνους. Έχω εικοσιπέντε ημερες τώρα που δεν έχω αναπαυθή».
Το Καλυβάκι του στην Σκήτη των Ιβήρων
Το Καλυβάκι του στην Σκήτη των Ιβήρων
Ίδρυση Ησυχαστηρίου
Στο Νοσοκοµείο συνδέθηκε πνευµατικά με κάποιες ευλαβείς και φιλοµόναχες νέες. Τον επισκέπτονταν και του έδωσαν αίµα που χρειάσθηκε κατά την εγχείρηση. Ο Άγιος από υποχρέωση τις βοήθησε αργότερα πνευµατικά με κάθε τρόπο. Γι  αὐτό τις βοήθησε να βρουν τόπο να  µονάσουν, και έτσι ιδρύθηκε το γνωστό Ησυχαστήριο του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Σουρωτή.
Στην συνέχεια, ως την κοίµησή του, τις κατεύθυνε πνευµατικά, και εκεί άφησε και το πολυπαθές λείψανό του. Έλαβε αίµα από τις αδελφές και αυτός τις έδωσε πνεύµα, δηλαδή πνευµατική βοήθεια.
Συνομιλώντας έπλεκε κομποσχοίνι
Συνομιλώντας έπλεκε κομποσχοίνι
Η’. ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΒΗ
ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Ο Άγιος, εγκαταστάθηκε για λόγους ησυχίας στην Καλύβη του Τιµίου Σταυρού στις 2-3-69. Τον συγκινούσε και τον ενέπνεε ο τόπος, διότι είχε ιδιαίτερη χάρι από τους υπεράνθρωπους αγώνες του παπαΤύχωνα και τα θεία γεγονότα που είχαν συµβή εκεί.
Εξωτερικά η ζωή του Γέροντα στο Καλύβι του Τιµίου Σταυρού ήταν περίπου η εξής: Αποβραδίς κοιµόταν δυό-τρεις ώρες και ξυπνούσε κοντά στα µεσάνυχτα. Έκανε αγρυπνία και ξεκουραζόταν λίγο το πρωί, πριν από το φώτισµα. Την ημέρα, αν δεν είχε επισκέπτες, έκανε εργόχειρο: Σταµπωτά εικονάκια και Σταυρούς στην πρέσσα. Τις υπόλοιπες
Ο Άγιος στον
Ο Άγιος στον «Τίμιο Σταυρό»
ώρες µελετούσε, προσευχόταν και απαντούσε στα πολλά γράµµατα που ελάµβανε από πλήθος ανθρώπων και που παρακαλούσαν για προσευχή η ζητούσαναπάντηση σε σοβαρά προβλήµατα.
Έγραφε επί ώρες την ημέρα, και όταν σκοτείνιαζε συνέχιζε με το κερί. Με την πάροδο των ετών οι επισκέπτες αυξήθηκαν κατά πολύ. Πολλές ώρες τον απασχολούσαν με τα προβλήµατα τους. Έγραφε: «Ηµουν κρυωμενος με πυρετό. Οι επισκέπτες από το ένα μερος µού ανεβάζανε τον πυρετό, αλλα από το άλλο δεν µ  ἀφήνανε να πεθάνω, γιατί δεν ευκαιρούσα».
«Φως ταις τρίβοις µου»
Διηγήθηκε ο Άγιος: «Βρισκόµουν σε κάποιο Μοναστήρι (Σταυρονικήτα). Ήταν εσπέρα. Φεύγοντας, βρίσκω έξω από την πόρτα του Μοναστηριού έναν λαϊκό, που ήθελε να µού µιλήση. Προχωρώντας άρχισε να µού λέη τα προβλήµατά του. Η ώρα περνούσε και ήµουν άρρωστος. Ήταν τέτοια η αρρώστια, που ούτε µπορούσα να καθήσω να ξεκουραστώ, ούτε να στέκωµαι όρθιος. Ενώ λοιπόν µού µιλούσε, πέρασε η ώρα και νύχτωσε. Σκέφθηκα σε µιά στιγµή την αρρώστια µου και θελησα να διακόψω την συζήτηση, αλλά είπα: «Ο άνθρωπος έχει τόσα προβλήµατα, εγώ τον εαυτό µου θα κοιτάζω;». Και έτσι συνέχισε να µού µιλά, μεχρι που νύχτωσε τελείως. Ο λαϊκός είχε να κοιµηθή κάπου, σε γνωστό του Κελλί.
Η πόρτα του Μοναστηριού είχε κλείσει.  »Αφού τελειώσαµε, πήρα τον δρόµο για να πάω στο Καλύβι. Μπήκα στο µονοπάτι και θα περνούσα από ένα σηµείο που είναι στενό και απότοµο. Όταν έφθασα στο σηµείο αυτό, επειδή δεν έβλεπα, δεν είχα και φακό µαζί µου, πέφτω μεσα στα κλαδιά και στα βάτα και πιάστηκα από τα κλαδιά. Δεν έβλεπα καθόλου και µού ήρθε το σακκίδιο στο κεφάλι µου. Στην θέση που βρισκόµουν σκεφθηκα: «Τι να κάνω; Ας κάνω το Απόδειπνο». Αρχίζω «Άγιος ο Θεός…» κ.λπ. Σε µιά στιγµή ανάβει ένα φως δυνατό˙ το κεφάλι µου έγινε σαν λάµπα! Γύρω µου έγινε μέρα! Οπότε είδα που βρισκόµουν και σκαρφάλωσα και βγήκα. Το φως συνέχιζε να φωτίζη γύρω µου. Η καρδιά µου ήταν γεµάτη από ουράνια αγαλλίαση. Έφθασα στο Καλύβι, πήρα το κλειδί από την θέση που το είχα, άνοιξα, µπήκα στην Εκκλησία, άναψα τα καντήλια και τότε το φως υποχώρησε».
Εµφάνιση του οσίου Αρσενίου
Στις 21 Φεβρουαρίου 1971 ο Άγιος καθόταν στην αυλή της Καλύβης του και διάβαζε από το χειρόγραφο τον βίο του οσίου Αρσενίου, που είχε πρωτογράψει, για να επισηµάνη τυχόν λάθη.
«Ήθελε δύο ώρες ο ήλιος να βασιλέψη», γράφει, «κι ενώ διάβαζα, με επισκέφθηκε ο πατήρ Αρσένιος˙ και όπως ο καθηγητής χαϊδεύει το µαθητή, που έγραψε καλά το µάθηµα, το ίδιο µού έκανε και αυτός. Παράλληλα με άφησε με µιά ανέκφραστη γλυκύτητα και αγαλλίαση ουράνια στην καρδιά µου, που ήταν αδύνατο να την αντέξω. Έτρεχα έξω µετά στην περιοχή του Καλυβιού µου σαν τρελλός και τον φώναζα, γιατί νόµιζα ότι θα τον εύρισκα».
Η αγία Ευφηµία!
Ο Άγιος, διηγήθηκε το εξής: «Είχα γυρίσει από τον κόσµο, όπου είχα βγη για ένα εκκλησιαστικό θέµα. Την Τρίτη, κατά η ώρα 10 το πρωϊ, ήµουν μεσα στο Κελλί µου και έκανα τις Ώρες. Ακούω χτύπηµα στην πόρτα και µιά γυναικεία φωνή να λέη: «Δι  εὐχῶν των αγίων Πατέρων ηµών…». Σκέφθηκα: «Πως βρέθηκε γυναίκα μεσα στο Όρος;». Εν τούτοις ένιωσα µιά θεία γλυκύτητα μεσα µου και ρώτησα:
– Ποιός είναι;
– Η Ευφηµία, απαντά.
»Σκεφτόµουν, «ποιά Ευφηµία; Μήπως καµµιά γυναίκα έκανε καµµιά τρέλλα και ήρθε με ανδρικά στο Όρος; Τώρα τι να κάνω;». Ξαναχτυπά. Ρωτάω: «Ποιος είναι;». «Η Ευφηµία», απαντά και πάλι. Σκέφτοµαι και δεν ανοίγω. Στην Τρίτη φορά που χτύπησε, άνοιξε µόνη της η πόρτα, που είχε σύρτη από μεσα. Άκουσα βήµατα στον διάδροµο. Πετάχτηκα από το Κελλί µου και βλέπω µιά γυναίκα με µανδήλα. Την συνώδευε κάποιος, που έµοιαζε με τον Ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος εξαφανίσθηκε. Παρ  ὅλο που ήµουν σίγουρος ότι δεν είναι του πειρασµού, γιατί λαµποκοπούσε, την ρώτησα ποιά είναι˙
– Η µάρτυς Ευφηµία, απαντά.
– Αν είσαι η µάρτυς Ευφηµία, έλα να προσκυνήσουµε την Αγία Τριάδα. Ο,τι κάνω εγώ να κάνης και συ.
Μπήκα στην Εκκλησία, κάνω µιά µετάνοια λέγοντας: «Εις το όνοµα του Πατρός». Το επανέλαβε με µετάνοια. «Και του Υιού». «Και του Υιού», είπε με ψιλή φωνή.
– Πιο δυνατά, ν  ἀκούω, είπα και επανέλαβε δυνατώτερα.
»Ύστερα κάθησε η Αγία στο σκαµνάκι και εγώ στο µπαουλάκι και µού έλυσε την απορία που είχα (στο εκκλησιαστικό θέµα).
»Μετά µού διηγήθηκε την ζωή της. Ήξερα ότι υπάρχει µιά αγία Ευφηµία, αλλά τον βίο της δεν τον ήξερα. Όταν µού διηγείτο τα µαρτύριά της, όχι απλώς τα άκουγα, αλλά σαν να τα έβλεπα˙ τα ζούσα. Έφριξα! Πα, πα, πα!
– Πως άντεξες τέτοια µαρτύρια; ρώτησα.
– Αν ήξερα τι δόξα έχουν οι Άγιοι, θα έκανα ο,τι µπορούσα να περάσω πιο µεγάλα µαρτύρια.
»Μετά απ  αὐτό το γεγονός για τρεις μερες δεν µπορούσα να κάνω τίποτα. Σκιρτούσα και συνεχώς δόξαζα τον Θεό. Ούτε να φάω, ούτε τίποτα… συνεχώς δοξολογία».
Η κολασμένη ψυχή
Διηγήθηκε ο Άγιος: «Μια γνωστή µου γρια ήταν πολύ τσιγγούνα. Η κορη της ήταν πολύ καλή και ο,τι ήθελε να δώση ελεηµοσύνη το έρριχνε από το παράθυρο έξω, έβγαινε με άδεια χέρια, γιατί την έλεγχε µήπως πήρε τίποτε, και ύστερα το έπαιρνε και το έδινε. Οµως αν της έλεγε ότι ο καλόγηρος (εγώ δηλαδή), είπε να µού δώσης αυτό το πράγµα, το έδινε.
»Μετά τον θάνατό της βλέπω έναν νέο (θάτανε ο φύλακάς της Άγγελος) και µού λέει: «Έλα και σε θέλει η…». Δεν µπόρεσα να καταλάβω τι µού συνέβη και βρεθήκαµε στην Κόνιτσα, µπροστά σ  ἕνα τάφο. Κάνει το χέρι του έτσι και ανοίγει ο τάφος. Βλέπω μεσα ένα πολτό από γλίτσες και την γνωστή µου γρια, που είχε αρχίσει να λυώνη και να φωνάζη: «Καλόγερε, σώσε µε».
»Την πόνεσα, την λυπήθηκα. Χωρίς να την σιχαθώ, κατέβηκα μεσα, την αγκάλιασα και την ρωτούσα: «Τι έχεις;». Μου λέει: «Πες µου, ο,τι µού ζήτησες εγώ πρόθυµα δεν σου τόδωσα;» «Ναι, έτσι είναι», είπα. «Εντάξει», την καθησύχασε ο νέος (φύλακας Άγγελός της).
»Έκανε πάλι το χέρι του έτσι και ξανατράβηξε τον τάφο σαν κουρτίνα και βρέθηκα πάλι στο Καλύβι.
»Οι αδελφές από την Σουρωτή με ρώτησαν: «Τι σου συνέβη του αγίου Ανδρέα;». Απαντώ: «Να κάνετε προσευχή γι  αὐτή την ψυχή». »Σε δυό μηνες  την βλέπω πάλι. Υπήρχε ένα χάος και ψηλά σ  ἕνα ίσιωµα ήταν παλάτια, σπίτια πολλά, άνθρωποι πολλοί. Εκεί πάνω ήταν η γρια πολύ χαρούµενη. Το πρόσωπό της ήταν σαν µικρού παιδιού˙ µόνο ένα σηµαδάκι είχε και ένα Αγγελάκι το έτριβε για να καθαρίση και αυτό. »Βαθειά στο χάος είδα κάποιους να χτυπιούνται, να ταλαιπωρούνται και να προσπαθούν να ανέβουν πάνω. »Την αγκάλιασα από χαρά. Την πήρα πιο πέρα, για να μην µάς βλέπουν και πληγώνωνται. Μου είπε: «Έλα να σου δείξω που με έβαλε ο Κύριος».
Φως γλυκύτατον
«Κάποτε», διηγήθηκε, «ενώ έλεγα την ευχή τη νύχτα, ήρθε μεσα µου µιά χαρα µεγάλη. Συνέχισα να λέω την ευχή και ξαφνικά το Κελλί µου πληµµύρισε από φως. Ήταν λευκό με µιά µικρή απόχρωση προς το γαλάζιο. Η καρδιά µου χτυπούσε γλυκά. Συνέχισα να κάνω κοµποσχοίνι μεχρι που βγήκε ο ήλιος. Το φως ήταν τόσο δυνατό! Πιο δυνατό από το φως του ηλίου. Ο ήλιος έχανε την λάµψη µπροστά του. Έβλεπα τον ήλιο και µού φαινόταν το ηλιακό φως ωχρό, όπως είναι το φως της σελήνης κατά την πανσέληνο. Το φως το έβλεπα για πολυ. Μετά, όταν το φως έλειψε και η χάρις µειώθηκε, τότε δεν εύρισκα καµµιά παρηγοριά και χαρά.
Με τέτοιες παρακλήσεις πνευµατικές η θεία χάρις παρηγορούσε τον εκουσίως πτωχεύσαντα και με αυταπάρνηση ασκούµενο Γέροντα Παΐσιο.
Ο Γιωργάκης από το Θιβέτ
Ήρθε στο Άγιον Όρος και γύριζε στα µοναστήρια ένας νέος ηλικίας 16-17 χρόνων, ο Γιωργάκης. Από ηλικίας τριών ετών οι γονείς του τον έβαλαν σε βουδδιστικό µοναστήρι στο Θιβέτ. Προχώρησε πολύ στην Γιόγκα, έγινε τελειος µάγος, µπορούσε να καλή όποιον δαίµονα ήθελε. Είχε µαύρη ζώνη και ήξερε τέλεια καράτε. Με την δύναµη του Σατανά έκανε επιδείξεις που προξενούσαν εντύπωση. Χτυπούσε με το χέρι του µεγάλες πέτρες και έσπαζαν σαν καρύδια. Μπορούσε να διαβάζη κλειστά βιβλία. Έσπαζε στην παλάµη του φουντούκια, έπεφταν κάτω τα τσόφλια και οι καρποί έµεναν κολλημενοι στο χέρι του.
Κάποιοι µοναχοί έφεραν τον Γιωργάκη στον Γέροντα για να τον βοηθήση. Ρώτησε τον Γέροντα, τι δυνάµεις είχε και τι µπορούσε να κάνη. Απάντησε ότι ο ίδιος δεν έχει καµµιά δύναµη και ότι όλη η δύναµη είναι του Θεού. Ο Γιωργάκης θέλοντας να επιδείξη την δύναµή του συγκέντρωσε το βλέµµα του σε µιά µεγάλη πέτρα που ήταν σε απόσταση και η πέτρα έγινε θρύψαλα. Τότε ο Άγιος σταύρωσε µιά µικρή πέτρα και του είπε να την σπάση και αυτή. Αυτός συγκεντρώθηκε, έκανε τα µαγικά του, αλλα δεν κατάφερε να την σπάση. Τότε άρχισε να τρέµη, και οι σατανικες δυνάµεις, που νόµιζε ότι έλεγχε, µή µπορώντας να σπάσουν την πέτρα, στράφηκαν εναντίον του και τον εκσφενδόνισαν στην άλλη όχθη του ρέµατος. Ο Άγιος τον µάζεψε σε άθλια κατάσταση.
«Άλλη φορά», διηγήθηκε ο Άγιος, «ενώ συζητούσαµε, ξαφνικά σηκώθηκε, µού έπιασε τα χέρια και µού τα γύρισε προς τα πίσω. «Αν µπορή, ας έρθη να σ  ἐλευθερώση ο Χατζεφεντής», µού είπε. Το αισθάνθηκα σαν βλασφηµία. Κούνησα έτσι λίγο τα χέρια µου και τινάχθηκε πέρα. Μετά σαν αντίδραση πήδησε ψηλά και πήγε να με χτυπήση με το πόδι του, αλλά το πόδι του σταµάτησε κοντά στο πρόσωπό µου, σαν να βρήκε ένα αόρατο εµπόδιο! Με φύλαξε ο Θεός.
»Τη νύχτα τον κράτησα και κοιµήθηκε στο Κελλί µου. Οι δαίµονες τον έσυραν μεχρι κάτω στον λάκκο και τον έδειραν για την αποτυχία του. Το πρωί σε κακή κατάσταση, τραυµατισμενος, γεµάτος αγκάθια και χώµατα, ωµολογούσε:
«Με έδειρε ο Σατάν, γιατί δεν µπόρεσα να σε νικήσω».
Έπεισε τον Γιωργάκη να του φέρη τα µαγικά του βιβλία και τα έκαψε. Ο Άγιος τον κράτησε λίγο κοντά του και τον βοήθησε, όσο έκανε υπακοή. Ενδιαφέρθηκε να µάθη, αν είναι βαπτισμενος, και µάλιστα έµαθε και σε ποια Εκκλησία είχε βαπτισθή. Ο Γιωργάκης συγκλονισμενος από την δύναµη και την χάρι του Αγίου, επιθυµούσε να γίνη µοναχός αλλά δεν µπόρεσε.
Ο Άγιος χρησιµοποιούσε την περίπτωση του Γιωργάκη για να αποδείξη πόσο µεγάλη είναι η πλάνη αυτών που νοµίζουν ότι όλες οι θρησκείες είναι ιδιες, όλες τον ίδιο Θεό πιστεύουν, και ότι δεν διαφέρουν οι Θιβετιανοί µοναχοί από τους Ορθοδόξους.
Εµφάνιση του Χριστού
Διηγήθηκε ο Άγιος στον ιεροµόναχο Γ.: «Ένιωθα κάποια δυσκολία να προσευχηθώ στον Χριστό. Την Παναγία την έχω σαν µάννα. Την αγία Ευφηµία το ίδιο. Την φωνάζω: «αγία Ευφηµούλα µου». Στον Χριστό ένιωθα δύσκολα. Την εικόνα Του με φόβο την φιλούσα. Και όταν την ώρα που έλεγα την ευχή έφευγε καµµιά φορά ο νους µου από τον Χριστό, δεν στενοχωριόµουνα. «Ποιός είµαι εγώ, για νάχω συνέχεια τον νου µου στον Χριστό», σκεπτόµουν. Και συνέβη αυτο που θα σου πω:
»Ήταν βράδυ του Τιµίου Προδρόµου, θα ξημερωνε του αγίου Κάρπου. Νιώθω ανάλαφρος, πούπουλο. Καµµιά όρεξη να κοιµηθώ. Σκέφτοµαι: «Ας καθήσω να γράψω κάτι για τον παπα-Τύχωνα να το στείλω στις αδελφές». Μεχρι τις 8.30  ἁγιορείτικα έγραψα ως τριάντα σελίδες. Αν και δεν νύσταζα, είπα να ξαπλώσω, γιατί ένιωθα λίγη κούραση στα πόδια.
paisios7»Παίρνει να φωτίζη. Στις 9 η ώρα (6 περίπου κοσµικά το πρωί) δεν είχα κοιµηθη. Σε µιά στιγµή σαν να χάθηκε ο τοίχος του Κελλιού µου (δίπλα στο κρεββάτι προς το εργαστήριο). Βλέπω τον Χριστό μεσα στο φως, σε απόσταση έξι μετρα περίπου. Τον έβλεπα από το πλάϊ. Τα µαλλιά του ήταν ξανθά και τα µάτια του γαλανά. Δεν µού µίλησε. Κοίταξε λίγο δίπλα, όχι ακριβώς εμενα.
»Δεν έβλεπα με τα σωµατικά µάτια. Αυτά είτε ανοιχτά είναι είτε κλειστά, καµµιά διαφορά δεν έχει. Έβλεπαν τα µάτια της ψυχής.
»Όταν Τον είδα σκέφθηκα: Πως µπόρεσαν να φτύσουν τέτοια µορφή; Πως µπόρεσαν -οι αθεόφοβοι- να ακουµπήσουν τέτοια µορφή; Πως µπόρεσαν να µπήξουν καρφιά σ  αὐτό το σώµα; Πα! πα! πα!
»Απόµεινα! Τι γλυκύτητα ένιωθα! Τι αγαλλίαση! Δεν µπορώ να εκφράσω με δικά µου λόγια την οµορφιά αυτή. Ήταν αυτό που λέει: «Ο Ωραίος κάλλει παρα τους υιούς των ανθρώπων». Αυτό ήταν. Δεν έχω δει ποτέ τέτοια εικόνα του. Μόνο µία κάποτε -δεν θυµάµαι που- έµοιαζε κάπως.
»Θάξιζε να αγωνίζεται κανείς χίλια χρόνια για να δη αυτή την οµορφιά για µιά στιγµή µόνο. Τι µεγάλα και ανείπωτα είναι δυνατόν να χαρισθούν στον ανθρωπο, και με τι τιποτένια ασχολούµαστε!
»Πιστεύω πως είναι ένα δώρο που µού έκανε ο παπα-Τύχων. Να μην το πης σε κανέναν. Πολύ το σκέφθηκα να το πω και σε σένα. Βλέπεις τόση ώρα δεν σου µίλησα, τώρα που φεύγεις».
Ύστερα από δύο μερες όταν ξανασυναντήθηκαν, ο Άγιος είπε: «Όλη τη νύχτα έκλαιγα γιατί σου τόπα. Δεν φοβάµαι πως θα το πεις. Αλλά εγώ ζηµιώθηκα».
Το γεγονός αυτό το αισθάνθηκε και µιά αδελφή στην Σουρωτή και έγραψε στον Γέροντα: «Τάδε του µηνός, τάδε ώρα… Τα υπόλοιπα θα µάς τα πείτε εσείς».
Και πράγµατι, όταν αργότερα βγήκε έξω, τους το διηγήθηκε και µάλιστα περιέγραψε και αγιογράφησαν τον Χριστό, όπως ακριβώς τον είδε.
Θεόσταλτο ψάρι
Διηγήθηκε ο Άγιος: «Ήταν η Κυριακή του Τυφλού. Αισθανόµουν εξάντληση και µού πέρασε ο λογισµός ότι, αν είχα να φάω λίγο ψαράκι, θα µού έκανε καλό. Όχι από επιθυµία, αλλά σαν φάρµακο. Είχα προβλήµατα και με τα έντερά µου. Βγήκα να πάω έξω. Γυρίζοντας είδα ένα µεγάλο πουλί σαν αετό να χαµηλώνη πολύ και έσκυψα να μην με χτυπήση. Φοβήθηκα µήπως είναι τίποτε του πειρασµού, γι  αὐτό δεν έδωσα σηµασία και µπήκα γρήγορα στο Κελλί µου.
»Σε λίγο χρειάσθηκε πάλι να βγω έξω. Στο ίδιο σηµείο που είχα σκύψει είδα να σπαρταράη ένα µεγάλο ψάρι. Πρώτα έκανα τον σταυρό µου, ευχαρίστησα τον Θεό και µετά πήρα το ψάρι. Αλλά, σου κάνει καρδιά µετά να το φας;».
Ο φύλακας Άγγελος
Ο Άγιος διηγήθηκε: «Ήταν του αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου. Περνούσα µιά περίοδο με πολλές στενοχώριες, και εξ αιτίας αυτών είχα δυνατούς πονοκεφάλους. Από την πίεση χτυπούσε το µάτι µου και κινδύνευα να πάθω εγκεφαλικό. Το ένιωθα σαν να χτυπούσε κάποιος από μεσα με σφυρί και ήθελε να πεταχθή έξω. Κατά η ώρα 9 το βράδυ (κοσµική ώρα), ενώ είχα ξαπλώσει στο κρεββάτι, είδα έναν Άγγελο πολύ ωραίον, σαν να βγήκε από μεσα µου, με µορφή µικρού παιδιού δώδεκα χρονών. Τα µαλλάκια του ήταν κατάξανθα μεχρι τους ώµους. Μου χαµογέλασε και πέρασε απαλά το χέρι του πάνω από τα µάτια µου. Αµεσως µού έφυγε όλη η στενοχώρια και έπαψαν οι πόνοι. Ένιωθα τέτοια γλυκύτητα που προτιµούσα να ξαναπονέσω, αρκεί να δω και πάλι τον φύλακα Άγγελό µου».
Εύθυµα και εύστροφα
Ο Άγιος συχνά διηγείτο χαριτωμενες ιστορίες που προκαλούσαν αυθόρµητο γέλιο, για να παρηγορήση θλιµμενες ψυχές, αλλά ήταν και ίδιον του χαρακτήρος του. Είχε όµως και την λεπτότητα να μην πληγώνη κανέναν και να μην κατακρίνη πρόσωπα. Από τα πολλά σηµειώνονται λίγα επιλεκτικά:
*
Στην «Παναγούδα» µιά ημέρα φύτευε κοκκάρι που το είχε μεσα σ ‘ένα κουτι από καλαµαράκια. Ήρθε ένας «έξυπνος» με τα χέρια πίσω και τον ρώτησε τι κάνει.
– Φυτεύω καλαµαράκια, απάντησε ο Άγιος.
– Πιάνουν, Γέροντα;
– Πως; Αµα τα βάλης με τα µουστάκια κάτω, πιάνουν.
*
«Στην πνευµατική ζωή να µή χωλαίνουµε, να µή μενουµε στο χωλ (προθάλαµο). Όσοι χωλαίνουν δεν µπαίνουν στο σαλόνι του Θεού», εννοώντας τον παράδεισο.
*
Παραµονές του Τριωδίου είπε σε κάποιον προσκυνητή: «Έχεις περάσει από τα διόδια; Εκεί όταν περνάνε πληρώνουν. Εµεις όταν περνάµε στο Τριώδιο πληρώνουµε;», εννοώντας: κάνουµε καµµιά θυσία;
*
Επικρίνοντας με χαριτωμενο τρόπο την χρήση νοθευμενου κεριού, έλεγε ότι επειδή είναι από παραφίνη, παρά (χρήµατα) αφήνει.
*
Κάποιος δαιµονισμενος του είπε: «Εγώ είµαι ο Ων. Πέσε να με προσκυνήσης». Του απαντά ο Άγιος: «Όνος είσαι, βρε, όνος είσαι», απευθυνόµενος στο δαιµόνιο που στην πραγµατικότητα µιλούσε.
Στην αυλή της Παναγούδας
Στην αυλή της Παναγούδας (5-6-1983)
Θ’. ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΟΥΔΑ
ΔΟΣΙΜΟ ΣΤΟΥΣ ΠΟΝΕΜΕΝΟΥΣ
Εγκατάσταση στην «Παναγούδα»
Ο Άγιος, αφού πέρασε ένδεκα χρόνια αγώνων και προσφοράς στο Καλύβι του Τιµίου Σταυρού, αποφάσισε ύστερα για κάποιον πνευµατικό λόγο να αναχωρήση από αυτό.
paisiosΣτις 27 Φεβρουαρίου, ημέρα που του είχε εµφανισθή η αγία Ευφηµία, βρήκε, καθ  ὑπόδειξη του γερο-Ιωακείµ, την «Παναγούδα». Το γεγονός το αισθάνθηκε ως ευλογία της Αγίας και συγκινημενος την ευχαρίστησε για την πρόνοιά της.
Το Καλύβι είχε βασικές ελλείψεις γιατί ήταν παλαιό και εγκαταλελειµμένο. Έλειπαν πόρτες, παράθυρα, ταβάνια˙ το πάτωµα είχε τρύπες και η σκεπή έβαζε νερά. Άρχισε με πολύ κόπο τις πλέον αναγκαίες επισκευές. Χρήµατα δεν είχε, αλλά και δύσκολα δεχόταν.
Εκτός από την ολοήµερη κοπιαστική εργασία είχε και τον κόσµο. Όλη την ημέρα τους δεχόταν, τους κερνούσε και θυσίαζε ώρες πολλές µαζι τους για να ακούση τα προβλήµατά τους, να σηκώση τον σταυρό τους, να πάρη τον πόνο τους, να συµβουλεύση, να επιτιµήση, να θεραπεύση, ακόµη και να τους διασκεδάση, χωρίς καθόλου να υπολογίζη, αν ο ίδιος ήταν άγρυπνος, νηστικός, διψασμενος, κουρασμενος, άρρωστος.
PAISIOS (3)
Συν τω χρόνω όµως ο αριθµός των επισκεπτών αυξήθηκε υπερβολικά˙ ξεπερνούσε τα όρια της αντοχής του. Έλεγε εξοµολογητικά: «Δεν ορίζω τον εαυτο µου. Έχω γίνει πρόγραµµα των ανθρώπων. Παλαιά ο νους µου βυθιζόταν στην ευχή. Τώρα ζω τα προβλήµατα των ανθρώπων. Πολλές φορές πετιέµαι στον ύπνο!». Παρ  ὅτι όµως τους δεχόταν όλους, ο κόσµος δεν τον αλλοίωσε˙ δεν τον εκκοσµίκευσε. Αντίθετα ο Άγιος με την χάρι του Θεού µεταµόρφωνε τους ανθρώπους.
Εµφάνιση του αγίου Βλασίου
Ήταν η 21η Ιανουαρίου 1980, Κυριακή του Ασώτου, προς Δευτέρα. Ο Άγιος  ενώ προσευχόταν το βράδυ στο Κελλί του με το κοµποσχοίνι, βλέπει να παρουσιάζεται µπροστά του μεσα σε φως ένας Άγιος άγνωστος που φορούσε µανδύα καλογερικό. Δίπλα του στον τοίχο του Κελλιού του, πάνω από την σόµπα φαίνονταν ερείπια Μοναστηριού. Αισθανόταν απερίγραπτη χαρά και αγαλλίαση και σκεφτόταν «ποιός Άγιος είναι;». Τότε άκουσε φωνή από την Εκκλησία:
«Είναι ο άγιος Βλάσιος από τα Σκλάβαινα».
Από ευγνωµοσύνη, για να ευχαριστήση τον Άγιο για την τιµή που του έκανε, µετέβη στα Σκλάβαινα και προσκύνησε τα χαριτόβρυτα Λείψανά του.
«Χριστέ µου, ευλόγησέ µε…»
Στις 26 Μαρτίου 1984 συνέβη στον Γέροντα ένα γεγονός που το διηγήθηκε µετα από λίγες ημερες ως εξής: «Ενώ προσευχόµουν αντικρύζοντας την εικόνα του Χριστού, κάτι ένιωσα μεσα µου και πέφτοντας στο πάτωµα είπα: «Χριστέ µου, ευλόγησέ µε». Και αμεσως αισθάνθηκα µιά ευωδία για πολλή ώρα να γεµίζη όλο το Κελλί µου. Ακόµη και ένα χαλάκι γεµάτο χώµα που είχα και αυτό ευωδίαζε. Εµεινα γονατιστός και ασπαζόµουν και αυτό το χαλάκι με τις σκόνες».
«Φοβερό όραµα!»
Ο Άγιος στις 11-4-1984 την Τρίτη της Διακαινισίµου, στις 12 τα µεσάνυχτα, είδε ένα όραµα που αναφέρεται στο φοβερό έγκληµα των εκτρώσεων. Διηγήθηκε: «Ενώ είχα ανάψει δύο κεράκια, όπως συνήθως, και όταν κοιµάµαι ακόµη, για όσους πάσχουν ψυχικά και σωµατικά, που συµπεριλαµβάνονται και οι κεκοιµημενοι, βλέπω ένα φοβερό όραµα! Έναν κάµπο από σιτάρι, αλλά το σιτάρι δεν είχε ξεσταχυάσει ακόµη, µόλις άρχιζε να καλαµιάζη. Εγώ βρισκόµουν έξω από την µάνδρα του χωραφιού και κολλούσα κεριά απ  ἔξω στον τοίχο για τους κεκοιµημενους. Αριστερά ήταν ένας τόπος ανώµαλος, κρηµνώδης και χέρσος, ο οποίος σειόταν από µία δυνατή βοή, από χιλιάδες φωνές σπαρακτικές, που έκαναν να ραγίζη και η πιο σκληρή καρδιά. Ενώ υπέφερα από το άκουσµα των σπαρακτικών εκείνων φωνών και δεν µπορούσα να εξηγήσω το όραµα, άκουσα µιά φωνή να µού λέη: «Ο μεν κάµπος με το σπαρμενο σιτάρι, που δεν έχει ξεσταχυάσει, είναι το κοιµητήρι με τις ψυχές των νεκρών που θ  αναστηθούν.
Ο δε τόπος εκείνος, που σείεται από τις σπαρακτικές φωνές, είναι ο τόπος που βρίσκονται οι ψυχές των παιδιών από τις εκτρώσεις».
»Ενώ λοιπόν συνήλθα από το όραµα, δεν µπορούσα όµως να συνέλθω από τον πολύ πόνο που ένιωσα και δεν µπορούσα να πλαγιάσω, για να ξεκουρασθώ λίγο, παρ᾽ όλο που ήµουν κατάκοπος από την οδοιπορία και ορθοστασία της προηγούµενης ημέρας!»
«Η Παναγία!»
Διηγήθηκε ο Άγιος: «Την περασμενη Σαρακοστή παρουσιάστηκε η Παναγία ντυμενη στ’  άσπρα. Μου είπε ότι θα συµβούν πολλά στον κόσµο, γι  αὐτό να φροντίσω να πάρω… (κάτι που αφορούσε προσωπικά τον ίδιο)».
Φανερώθηκε κοντά στην Βορειοανατολική γωνία της Καλύβης του. Όταν την είδε ο Άγιος, είπε ταπεινά: «Παναγία µου, και ο τόπος είναι βρώµικος και εγώ βρώµικος». Οµως έκτοτε ευλαβείτο και τον τόπο «ου έστησαν οι πόδες» της αχράντου Θεοµήτορος. Ήθελε στο μερος εκείνο να φυτέψη λουλούδια, για να μην πατιέται.
Περί Αντιχρίστου, 666 και ταυτοτήτων
Ο π. Παΐσιος συµµεριζόταν τις αγωνίες των ανθρώπων και απαντούσε στον προβληµατισµό τους. Ένα θέµα που προβληµάτισε ιδιαίτερα εκείνη την περίοδο τους πιστούς, ήταν και το θέµα των ταυτοτήτων.
Ο Άγιος έλαβε θέση και µίλησε ξεκάθαρα. Δεν αρκέσθηκε µόνο να απαντα στα πολλά ερωτήµατα των πιστών, αλλά το έτος 1987 έγραψε την γνωστή του επιστολή: «Σηµεία των καιρών-666». Έγινε με ανακούφιση δεκτή και μεχρι σήµερα καθοδηγεί. Πολλοί αναθεώρησαν τις απόψεις τους, και συντάχθηκαν με τις απόψεις του Γέροντα. Επειδή προείδε ότι και στο μελλον θα χρειασθεί, την έγραψε ιδιοχείρως και την υπέγραψε, για να μην αλλοιωθούν οι απόψεις του, που τις κράτησε ως την κοίµησή του.
Συµπερασµατικά ο Άγιος πίστευε ότι: Το σφράγισµα είναι άρνηση. Ακόµη και η ταυτότητα είναι άρνηση. Όταν έχουν πάνω στην ταυτότητα το σύµβολο του διαβόλου 666 και υπογράφω, άρα το αποδέχοµαι αυτό το πράγµα. Είναι άρνηση, ξεκάθαρα πράγµατα. Αρνείσαι το Άγιο Βάπτισµα, βάζεις άλλη σφραγίδα, αρνείσαι την σφραγίδα του Χριστού και παίρνεις του διαβόλου. Άλλο είναι που στα νοµίσµατα έχουν το 666 -»απόδοτε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι…» και άλλο η ταυτότητα που είναι κάτι το προσωπικό.
»Ακόµη και αν δεχθή να σφραγισθή κανείς από αδικαιολόγητη άγνοια η αδιαφορία, πάλι χάνει την θεία χάρι και δέχεται δαιµονική ενέργεια».
«Μεταµόρφωσις»
Ήταν η 28η Σεπτεµβρίου του έτους 1992. Σε ένα Κελλί της Καψάλας γινόταν αγρυπνία προς τιμην του οσίου Ισαάκ του Σύρου. Μεταξύ των πατέρων ήταν και ο άγιος Παΐσιος, που ευλαβείτο ιδιαιτέρως τον άγιο Ισαάκ. Συµµετείχε στην αγρυπνία από ένα Κελλάκι, που ήταν συνέχεια της µικρής Λιτής. Πριν από την είσοδο του Εσπερινού οι ψάλτες ήταν όλοι στον δεξιό χορό και έψαλλαν το δοξαστικό. Στο µικρό Εκκλησάκι επικρατούσε έντονα κατανυκτική ατµόσφαιρα. Όλοι άκουγαν με προσοχή. Την αγρυπνία παρακολουθούσαν και δυό Ορθόδοξοι Λιβανέζοι, ένας κληρικός και ένας νέος, που την ώρα εκείνη στέκονταν στα στασίδια του αριστερού χορού. Σε µιά στιγµή γύρισε να πη κάτι ο κληρικός στο νέο και βλέπει τον Γέροντα όρθιο, υπερυψωμενον από το έδαφος 25-30 εκατοστά, να κρατά με το αριστερό χέρι το κοµποσχοίνι του και να βρίσκεται ολόκληρος μεσα σε φως. Τα ακάλυπτα μερη του σώµατός του, πρόσωπο και χέρια, εξέπεµπαν φως˙ πολύ δυνατό φως! Αντικρύζοντας το ασυνήθιστο και υπερκόσµιο θέαµα του ήρθε να ξεφωνήση, αλλά η φωνή του δεν έβγαινε. Βλέποντας την έκπληξη του κληρικού εστράφη και ο νεος προς τα πίσω και είδε και αυτός το ίδιο θέαµα.
Ο Άγιος είχε λίγο σκυµμένο το κεφάλι, προσέχοντας στον εαυτό του. Φαινόταν ευχαριστημένος και µειδιούσε. Αίφνης δεν µπορούσαν να τον αντικρύσουν θαµβωμένοι από το φως που είχε δυναµώσει. Όταν σε λίγο κατώρθωσαν να σηκώσουν πάλι τα µάτια τους να τον κοιτάξουν, τον είδαν πλέον στην φυσιολογική του κατάσταση.
Εργόχειρα του Αγίου
Εργόχειρα του Αγίου
ΑΛΛΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΩΝ
«Έχεις σπασμενα πόδια» Γραπτή µαρτυρία Κωνσταντίνου… από Α.:
«Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα στον π. Παΐσιο. Με ρώτησε:
– Κώστα, πως ήρθες εδώ; Εσύ έχεις σπασμενα πόδια.
»Και συνέχισε:
– Κώστα, ο Θεός για να την πάρη, την αγάπησε πιο πολύ.
– Ποιά πάτερ; Ρώτησα με απορία.
– Τη µνηστή σου.
»Πράγµατι, το 1991 είχα πάθει σοβαρό ατύχηµα, είχα σπάσει τα πόδια µου και σκοτώθηκε η µνηστή µου».
«Θα πάρουµε την Πόλη»
Μια οµάδα µαθητών της Αθωνιάδος Σχολής συµφώνησαν να ρωτήσουν τον Γέροντα αν θα πάρουµε την Πόλη και αν θα ζουν και οι ίδιοι τότε.
Πήγαν στο Καλύβι του, πήραν κέρασµα, αλλά ντρέπονταν να ρωτήσουν. Ο ένας έκανε νόηµα στον άλλο και τελικά κανείς δεν τολµούσε να κάνη την ερώτηση. Τότε τους λέγει ο Άγιος: «Τι είναι, βρε παλληκάρια; Τι θέλετε να ρωτήσετε; Για την Πόλη; Θα την πάρουµε και θα ζείτε κιόλας».
Ένα παιδί µετέφερε τα λόγια του Γέροντα στον δάσκαλο Κωνσταντίνο Μαλλίδη, που ήταν καλός Χριστιανός και θερµός πατριώτης. Αυτός ήρθε με ενδιαφέρον να βεβαιωθή καλύτερα από τον ίδιο τον Γέροντα, και ρώτησε για την Πόλη.
Ο Άγιος του απάντησε: «Άστα αυτά, Κώστα˙ δεν είναι για µάς αυτά. Εµεις για άλλη Πόλη πρέπει να ετοιµαζώµαστε».
Αυτά ήταν προσηµάνσεις για τον επικείµενο θάνατό τους, γιατί πράγµατι δεν άργησε να φύγη πρώτα ο Κώστας και ύστερα ο Άγιος, για την αληθινή και ουράνια Πατρίδα µας, «την καινήν πόλιν», την άνω Ιερουσαλήµ.
Ο Άγιος και οι νέοι
Ο Άγιος είχε ιδιαίτερη πνευµατική σχέση με τους νέους. Τους αγαπούσε πραγµατικά σαν παιδιά του, ενδιαφερόταν να βρουν τον δρόµο τους και προσευχόταν γι  αὐτούς. Τους βοηθούσε να υπερβούν τις δυσκολίες και τα προβλήµατά τους. Συνέπασχε και συµπονούσε µαζί τους. Αυτοί διαισθανόµενοι την µεγάλη του αγάπη, του είχαν απεριόριστη εµπιστοσύνη, του έκαναν υπακοή, και κυριολεκτικά τον λάτρευαν. Έβλεπες στο Κελλί του ναρκωµανείς, αναρχικούς, παραστρατημενους, ψυχασθενείς, µπερδεμενους, απελπισμενους μεχρι αυτοκτονίας…
Αφού με τις συµβουλές του Γέροντα µετανοούσαν και συνέρχονταν, στην συνέχεια τον επισκέπτονταν αλλοιωμενοι πνευµατικά, αλλά και κήρυκες µετανοίας στους φίλους τους, που τους έφερναν µαζί τους στον Γέροντα. Για να φανή ο τρόπος βοηθείας σηµειώνονται ενδεικτικώς λίγα περιστατικά:
*
Βοήθησε πολλούς τοξικοµανείς να αποτοξινωθούν. Στην αρχή κατώρθωνε να ξυπνήση το ενδιαφέρον τους, να επικοινωνήση µαζί τους κερδίζοντας την εµπιστοσύνη τους. Τον παρακολουθούσαν με προσοχή και δέχονταν τις συµβουλες του. Πολλοί με την προσευχή και την βοήθειά του απελευθερώθηκαν από το πάθος και έγιναν θερµοί Χριστιανοί και καλοί οικογενειάρχες. Έλεγε με συµπόνια: «Τα καημενα, δεν µπορούν να συµµαζευτούν. Η νεολαία σήµερα αχρηστεύεται µόνη της». Ο ίδιος τους έδενε τα κορδόνια από τα παπούτσια, έδιωχνε τις µύγες που τους ενωχλούσαν και τακτοποιούσε τα µαλλιά τους που έπεφταν στα µάτια τους. Τους συµβούλευε να εξοµολογηθούν, να ζουν πνευµατική ζωή, να βρουν µιά απλή εργασία, για να απασχολούνται. Συνιστούσε να τρώνε καρότα και τους έδινε και άλλες πρακτικές οδηγίες. Τους έστελνε σε κατάλληλο περιβάλλον για αποτοξίνωση, τους βοηθούσε να ενταχθούν στην κοινωνία και να δηµιουργήσουν οικογένεια.
Ο Άγιος με προσκυνητές
Ο Άγιος με προσκυνητές
Κάποιος ναρκωµανής νέος, προσπαθούσε να κόψη το πάθος του από το οποίο υπέφερε ο ίδιος και η οικογένειά του. Αν και μεσα του είχε µιά αµυδρά και ακαθόριστη εικόνα για τον π. Παΐσιο, εν τούτοις στήριξε σ  αὐτόν την τελευταία του ελπίδα. «Θάχει αυτός κανένα φάρµακο για να τα κόψω», σκεφτόταν κατηφορίζοντας προς την «Παναγούδα». Μόλις τον είδε ο Άγιος του είπε χαµογελώντας: «Έλα, έλα˙ έχω κάτι καλά χάπια για σένα», και του έβαλε στην φούχτα του λίγα φουντούκια.
Πράγµατι τα «χάπια» του αποδείχθηκαν αποτελεσµατικά και έγινε το θαυµα. Η εξάρτηση του νέου από τα ναρκωτικά κόπηκε «µαχαίρι»!
Φωτογραφία π. Γαβριήλ Φιλοθεΐτη
Φωτογραφία π. Γαβριήλ Φιλοθεΐτη
*
Είναι πολλές οι περιπτώσεις που µανιώδεις καπνιστές έκοψαν το τσιγάρο χάρη στον Γέροντα. Τα λόγια του δεν ήταν απλές συµβουλές αλλά είχαν δύναµη. Έφερναν διάθεση αποστροφής προς το τσιγάρο και κοβόταν η επιθυµία να καπνίσουν. Αλλά περισσότερο βοηθούσε με την προσευχή του.
*
Ο Άγιος θεωρούσε καταστρεπτική την επίδραση της τηλεοράσεως για όλους και ιδιαίτερα για τα παιδιά και τους νέους. Ανέφερε με πόνο περιπτώσεις παιδιών που οι γονείς τους, για να έχουν την ησυχία τους, τα άφηναν ώρες να βλέπουν τηλεόραση, με αποτέλεσµα να καταστρέφωνται διανοητικά, ψυχικά και σωµατικά. Τόνιζε επί πλέον την βλάβη που φέρνει στο σώµα με την ακτινοβολία που εκπέµπει στα κυοφορούµενα βρέφη και στα µικρά παιδιά. Μιλούσε ακόµη και για δαιµονικές επιδράσεις. Γι  αυτό σε κάθε ευκαιρία απέτρεπε από την τηλεόραση και συµβούλευε να την πετάξουν από το σπίτι δίνοντας στα παιδιά τους κάτι άλλο πνευµατικό (βιους Αγίων, αγρυπνίες και προσκυνήµατα) η ουδέτερο (αθώα παιχνίδια και εκδρομές).
παισιοσ
Ι’. ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΑΚΑΡΙΑ ΚΟΙΜΗΣΗ
Πόνος και ασθένειες
Οπως προαναφέρθηκε, η άσκηση και ο πόνος συνώδευαν ισοβίως τον Γέροντα. Ο πόνος και οι ασθένειες του είχαν γίνει σχεδόν µόνιµη κατάσταση. Ο ίδιος πονούσε αλλά παρηγορούσε τους πονεμενους.
Όταν εγχειρίστηκε στους πνεύµονες, κρυολόγησε και του έδωσαν ισχυρή αντιβίωση, ενώ ήταν νηστικός. Του φάνηκε «σαν να ξεφλουδίστηκαν τα έντερα του». Έκτοτε απέκτησε µεγάλη ευαισθησία. Με το παραµικρό κρυολόγηµα είχε ενοχλήσεις, γουργουρητά και έβγαζε αφρούς και αίµα. Το ίδιο συνέβαινε και με ορισμενες τροφές.
Τα τελευταία χρόνια είχε συχνότερη αιµορραγία στα έντερα, που σταδιακά αύξανε. Εξαντλείτο από την αιµορραγία και την µεγάλη κούραση. «Μου έρχεται µερικές φορές να σβήσω», έλεγε.
Μερικές φορές µάλιστα έπεφτε λιπόθυµος στην αυλή της Καλύβης του, και όταν συνερχόταν ευχαριστούσε τον Θεό, που δεν τον είδε κανείς.
Από την µεγάλη απώλεια αίµατος το πρόσωπό του έγινε κάτωχρο. Ο Άγιος δεν ανησυχούσε. Ο ίδιος ήξερε καλύτερα από τον καθένα και για την ασθένεια και για το τέλος του, που αισθανόταν να πλησιάζη, αλλά δεν το έλεγε σε όλους.
Ο Άγιος, στις 22 Οκτωβρίου 1993, βγήκε από το Άγιον Όρος, για την αγρυπνία του οσίου Αρσενίου στην Σουρωτή. Αυτή όµως επρόκειτο να είναι η τελευταία έξοδός του. Δεν θα επέστρεφε πλέον ούτε κεκοιµημενος. Εν τω µεταξύ έπαθε ειλεό. Έφραξαν τα έντερα, σταµάτησε για λίγο και η αιµορραγία. Εκ των πραγµάτων αναγκάστηκε να υποκύψη στις παρακλήσεις να υποβληθή σε εξετάσεις.
Η ασθένειά του εξελίχθηκε εν συντοµία ως εξής:
Στο Θεαγένειο Νοσοκοµείο οι γιατροί διεπίστωσαν την ύπαρξη προχωρημενου καρκίνου. Ακολουθώντας την υπόδειξη του γιατρού πήγαινε για ακτινοβολίες, ώστε να προετοιµασθή ο όγκος για την εγχείρηση. Αφαιρέθηκε ο όγκος του παχέος εντέρου, αλλά η νόσος εξελισσόταν τροµερά γρήγορα. Σε όλο αυτό το διάστηµα ήταν χαριτωμενος και ευδιάθετος, και έλεγε τα όµορφα αστεία του, σαν να μην ήταν αυτός ο ασθενής. Παρηγορούσε και ανακούφιζε όποιον πήγαινε κοντά του.
– Γέροντα, γιατί δεν κάνετε προσευχή να σας θεραπεύση ο Θεός, αφού σας έχουµε τόσο ανάγκη, τον ρώτησε κάποιος.
– Τι; Να κοροϊδεύουµε τον Θεό; Αφού εγώ ζήτησα να µού δώση αυτή την αρρώστια…
Έτος 1992. Το τελευταίο Πάσχα του Αγίου με τους πατέρες
Έτος 1992. Το τελευταίο Πάσχα του Αγίου με τους πατέρες
Μακαρία και αφανής κοίµηση
Ενώ υποτασσόταν ταπεινά στις υποδείξεις των γιατρών, κάποια ημέρα καλεσε τον γιατρό και του είπε:
–Εδώ θα σταµατήσουµε την θεραπεία.
–Γιατί, Γέροντα;
–Τώρα θα κάνεις υπακοή εσύ. Θα δώσεις εντολή να σταµατήσουµε. Τώρα δεν µπορώ να κάνω τίποτε. Χθες θέλησα να προσευχηθώ γονατιστός και δεν µπόρεσα. Δεν µπορώ να δω κανέναν˙ έληξε η αποστολή µου. Αυτό ήταν. Εδώ θα με αφήσετε.
–Γέροντα, το συκώτι σας πρήστηκε και σας πονάει, του είπα, γιατί είχε κάνει µεταστάσεις φοβερές.
»Χαµογέλασε και µού είπε:
– Α, αυτό είναι το καµάρι µου, µή στενοχωριέσαι. Αυτό με κράτησε ως τα εβδομηντα, και αυτό τώρα με στέλνει, όσο πιο γρήγορα µπορεί, εκεί που πρέπει να πάω. Μη στενοχωριέσαι γι  αὐτό, µιά χαρά είµαι».
Δεν δεχόταν να κάνη ενέσεις παυσίπονες. Δεν ήθελε να λείψη τελείως ο πόνος.
Ο Άγιος είχε επιθυµία να επιστρέψη στο Άγιον Όρος. Να κοιµηθή και να ταφή αφανώς στο Περιβόλι της Παναγίας, Αλλά και πάλι εµποδίστηκε από νέα επιδείνωση της ασθενείας. Πίσω από αυτές τις δυσκολίες και τα εµπόδια κρυβόταν το θέληµα του Θεού. Δηλαδή να ταφή έξω στον κόσµο. Οι άνθρωποι, όσο τον είχαν ανάγκη, όταν ζούσε, άλλο τόσο θα τον χρειάζονταν και µετά την κοίµησή του.
Οι πόνοι συνεχώς επιτείνονταν και έφθασαν πλέον να ισοτιµούνται με τους πόνους των µαρτύρων. Δεν πανικοβαλλόταν, δεν γόγγυζε, αλλά υπέµενε και δοξολογούσε. Έλεγε: «Όσο με ωφέλησαν οι αρρώστιες, δεν με ωφέλησε η άσκηση που σαν µοναχός έκανα τόσα χρόνια».
Στην εορτή της αγίας Ευφηµίας, 11 Ιουλίου (ν.η.), ημέρα Δευτέρα, κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός στο κρεββάτι του, αφού πλέον αδυνατούσε να µεταβή στην Εκκλησία. Είχε σταµατήσει να βλέπη κόσµο. Ήθελε να είναι µόνος, να προσεύχεται απερίσπαστα και να προετοιµασθή  καλύτερα για την έξοδό του. Εξυπηρετείτο μεχρι τέλους µόνος, εταλαιπωρείτο αφάνταστα, ήταν όµως χαρούµενος και ειρηνικός.
Ο Άγιος πέρασε την τελευταία νύχτα µαρτυρική. Επεκαλείτο την Παναγία μεσα στους πόνους του: «Γλυκειά µου Παναγία», έλεγε. Έχασε τις αισθήσεις του για δύο ώρες, και όταν συνήλθε, με σβησμενη φωνή είπε:
«Μαρτύριο, πραγµατικό µαρτύριο», και έπειτα εκοιµήθη ειρηνικά. Ήταν η 12η Ιουλίου του έτους 1994, ημέρα Τρίτη και ώρα 11η π.µ. και με το παλαιό εορτολόγιο η 29η Ιουνίου, µνήµη των πρωτοκορυφαίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Ενταφιάσθηκε πίσω από τον ναό του οσίου Αρσενίου, χωρίς να µάθη και χωρις να κληθή κανείς στην κηδεία του. Αυτό ήταν το θέληµα του Γέροντα. Να γίνη αφανώς η κηδεία του.
14
Ο απέριττος τάφος του Αγίου στην Ι.Μ. Ιωάννου του Θεολόγου Σουρωτής
Μετά από τρεις ημέρες, που έγινε γνωστή η κοίµησή του, το τι συνέβη είναι απερίγραπτο. Από όλα τα μέρη µιά κοσµοσυρροή ξεχυνόταν για να προσκυνήσουν τον τάφο του. Έβλεπε κανείς αυθόρµητες εκδηλώσεις αγάπης και ευλαβείας. Άλλοι τον επεκαλούντο ως Άγιο. Άλλοι από ευλάβεια έπαιρναν χώµα από τον τάφο του. Όσοι είχαν κάποιο προσωπικό του αντικείµενο το θεωρούσαν µεγάλη ευλογία.
Επάνω στον απέριττο τάφο του, σε µαρµάρινη πλάκα, χαράχθηκε το ποίηµα που γράφτηκε από τον ίδιο:
paisios (4)
IA’. ΘΑΥΜΑΤΑ
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ
«Ουκ απέστη ηµών»
Ο Άγιος δεν έπαυσε να βοηθά τους ανθρώπους και µετά την κοίµηση του. Οι άνθρωποι καταφεύγουν στον Γέροντα και ζητούν τις πρεσβείες του, επειδή πιστεύουν στην αγιότητά του. Ο τάφος του έγινε πανορθόδοξο προσκύνηµα. Έχει πολλή ευλογία και χάρι. Συγκεντρώνει τους πονεμενους και παρηγορεί τους θλιµμενους. Θεραπεύονται ασθενείς και γίνονται πολλά θαύµατα. Και το Κελλάκι του στο Άγιον Όρος έγινε επίσης προσκύνηµα.
Καθηµερινά περνούν επισκέπτες που είχαν γνωρίσει τον Γέροντα και ευεργετήθηκαν, για να τον ευχαριστήσουν η άλλοι για να δουν που ζούσε. Τα θαυµαστά γεγονότα που κάνουν οι Άγιοι, εµφανίσεις και θεραπείες, τα βλέπουµε και στον Γέροντα και µετά την κοίµησή του. Ιδιαιτέρως θεραπεύει καρκινοπαθείς και δαιµονισμενους. Εµφανιζεται και σώζει πολλούς από τροχαία δυστυχήµατα. Πολλοί ασθενείς τον είδαν μεσα στα Νοσοκοµεία. Διάφορα προσωπικά του αντικείµενα θαυµατουργούν και εκπέµπουν άρρητη ευωδία.
Είναι αμετρητα τα µετά την κοίµηση θαύµατα του Γέροντα και συνεχώς γινονται και νέα.
«Δια του λόγου το αληθές» σηµειώνονται στην συνέχεια επιλεκτικά ελάχιστα, επιβεβαιωμενα και µαρτυρημενα από αυτόπτες µάρτυρες.
Ευωδία
Το χάρισµα της ευωδίας και µετά την κοίµηση του Γέροντα δεν εξαφανίστηκε. Πολλοί αισθάνονται ευωδία, όταν προσκυνούν τον τάφο του, όταν επισκέπτωνται το Κελλί του στο Άγιον Όρος, η άλλοι αισθάνονται ευωδία εξερχόµενη από προσωπικά αντικείµενα η ρούχα του.
Όπως µαρτυρούν οι πατέρες που διαδέχθηκαν τον Γέροντα στο Κελλί του, «τον πρώτο καιρό µετά την κοίµησή του σχεδόν όλοι οι επισκεπτόµενοι το Κελλι αισθάνονταν αυτή την ξεχωριστή ευωδία.
Μαρτυρεί ο π. Α. Κ.: «Την χρονιά που εκοιµήθη ο Άγιος έγινε Λειτουργία την ημέρα που εώρταζε το Κελλί του. Αισθάνθηκα κατά την ώρα της θείας Λειτουργίας ισχυρή ευωδία, η οποία με συνώδευσε μεχρι το Κουτλουµούσι και έπειτα χάθηκε».
Διάσωση παιδιού
Ο π. Χρήστος Τσάνταλης από τη Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης και εφημεριος Κερασιάς, με εννέα παιδιά, καταθέτει: «Μερικά από τα παιδιά µου έπαιζαν στην ταράτσα του σπιτιού και κάποια στιγµή άρχισαν να πηδούν τον φωταγωγο. Ένα αγοράκι µου έξι ετών, που ακόµη δεν µιλάει καλά, θέλησε και αυτό να πηδήξη. Βρέθηκε στο κενό και σαν βολίδα έφυγε προς τα κάτω. Έπεσε από τον τρίτο όροφο. Ήλθαν τα παιδιά τροµαγμενα και µού το είπαν. Έτρεξα με χτυποκάρδι στο βάθος του φωταγωγού, για να περιµαζέψω το µικρό. Εµεινα εκπληκτος όταν το είδα να έρχεται προς το μερος µου κατακίτρινο από τον φόβο.
Το πήγα στο Νοσοκοµείο. Οι γιατροί το εξέτασαν και είπαν ότι δεν έχει τίποτε, ούτε το παραµικρό τραύµα.
»Καταλάβαµε ότι πρόκειται περί θαύµατος, και σκέφθηκα πως η θαυµατουργος εικόνα της Παναγίας της Νέας Μηχανιώνας έσωσε το παιδί. Το πήγα στην εικόνα της και το ρώτησα: «Αυτή σε φύλαξε;». Αυτό απάντησε «όχι». Με οδήγησε στην φωτογραφία του π. Παϊσίου και µού τον έδειξε με το δάκτυλο (ότι δηλαδή αυτός με κράτησε)».
Επεµβάσεις σε τροχαία
Ο κ. Στ. από την Καλαµάτα, κάτοικος Αθηνών, ταξίδευε με το αυτοκίνητό του προς τα Ιωάννινα. Καθ  ὁδόν έπεσε θύµα ισχυρής µετωπικής συγκρούσεως, κατά την οποία το αυτοκίνητό του κυριολεκτικά διαλύθηκε και ο ίδιος τραυµατίστηκε σοβαρά στο κεφάλι. Μεταφέρθηκε αναίσθητος στο Νοσοκοµείο και µπήκε στην εντατική.
Ενώ ευρίσκετο στην κατάσταση αυτή, είδε µία φωτεινή νεφέλη και στο μεσον έναν ηλικιωμενο µοναχό. Παρ  ὅτι δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με την Εκκλησία, επειδή εκείνες τις ημερες είχε ακούσει από γνωστό του για κάποιον χαρισµατούχο γέροντα Παΐσιο, μεσα στην έκπληξή του ρώτησε αυθόρµητα τον άγνωστο µοναχό:
– Είσαι ο άγιος Παΐσιος;
Ο Άγιος δεν απάντησε. Χαµογέλασε, τον χάιδεψε ελαφρά στο κεφάλι και του είπε:
– Μη φοβάσαι˙ θα γίνεις καλά!
Ο Στ. συνήλθε. Αν και σαστισμενος από το παράδοξο του πράγµατος, και παρόλο που αγνοούσε τον θαυµαστό επισκέπτη του, πίστεψε στην διαβεβαίωσή του. Την διηγήθηκε µάλιστα με έντονο ύφος και στους γιατρούς. Και αυτοί έκπληκτοι διαπιστώνοντας την ανθρωπίνως ανεξήγητη βελτίωσή του, ωµολόγησαν:
Όντως πρόκειται για θαύµα!
Αφού βγήκε από το Νοσοκοµείο, στον δρόµο περνώντας µπροστά από ένα βιβλιοπωλείο έκπληκτος αντίκρυσε στην βιτρίνα τον σωτήρα του. Ανεγνώρισε την µορφή του στο εξώφυλλο ενός βιβλίου. Έτσι ανεκάλυψε τον ευεργέτη του και γεµάτος ευγνωµοσύνη το αγόρασε και το διάβασε.
Συγκινημενος ήλθε να προσκυνήση στην «Παναγούδα» (Ιανουάριος 1998), όπου και διηγήθηκε τα ανωτέρω. Εκτός του ότι τον διέσωσε από βέβαιο σωµατικό θάνατο, η επέµβαση του Γέροντα άλλαξε και ριζικά την ζωή του. Ανεζήτησε πνευµατικό και εξωµολογήθηκε. Σταµάτησε την κοσµική ζωή παρά τις έντονες πιέσεις των συγγενών. «Μου είναι αδύνατο να συνεχίσω τα ίδια˙ στον νου µου έρχεται συνέχεια το χαµογελαστό φωτεινό πρόσωπο του Γέροντα», έλεγε με δάκρυα στα µάτια.
*
Διήγηση ευλαβούς εγγάµου Ιερέως που σπουδάζει στην Θεσσαλονίκη. «Προ καιρού ήρθε ένας νέος και µού είπε: «Πάτερ, εγώ χθες έπρεπε να είχα πεθάνει, αλλά ο Θεός με έσωσε. Καθώς έτρεχα με µεγάλη ταχύτητα χτύπησα με την µοτοσυκλέττα µου επάνω σε ένα αυτοκίνητο και πετάχθηκα µακρυά. Την στιγµή εκείνη είδα έναν παππούλη να με πιάνη γερά από το δεξί χέρι και έτσι δεν έπαθα τίποτε».
»Εγώ (ο ιερεύς) του έδειξα µερικές εικόνες Αγίων και φωτογραφίες συγχρόνων Γερόντων. Μόλις είδε τον γέροντα Παΐσιο, φώναξε συγκινημενος: «Αυτός ήταν».
»Ύστερα από λίγες ημερες ξαναήρθε και µού ανέφερε ότι εκ των υστέρων ανεκάλυψε στο τσεπάκι του µπουφάν του, στον δεξιό βραχίονα (ακριβώς εκεί που τον έπιασε ο Άγιος), δύο µικρές εικονίτσες, µιά του Χριστού και µιά του γέροντος Παϊσίου που τις είχε βάλει η µητέρα του κρυφά».
Πνευµατικές νεκραναστάσεις
Τα περισσότερα αλλά και µεγαλύτερα θαύµατα του Γέροντα είναι τα ηθικά θαύµατα. Πολλοί άνθρωποι αδιάφοροι θρησκευτικά, άθεοι εκ πεποιθήσεως, χωρις ηθικούς φραγµούς, είτε µετά από κάποια µεταθανάτια εµφάνισή του, είτε συχνότερα από την ανάγνωση κάποιου βιβλίου του αναστήθηκαν πνευµατικά, εισήλθαν με ζήλο στην Εκκλησία και κάποιοι και στο µοναχικό στάδιο.
Νέος ζούσε στην άγνοια και στην αµαρτία. Όχι τυχαία έπεσαν στα χέρια του οι Επιστολές του Γέροντα, και κυριολεκτικά συγκλονίστηκε. Άλλαξε η ζωή του και επιθυµεί τον µοναχικό βίο.
«Εγώ πριν έξι χρόνια», οµολογεί ένας νέος από τους πολλούς, «ήµουν αναρχικός. Φορούσα σκουλαρίκια και έπαιρνα ναρκωτικά. Κάποιος από την παρέα µου είχε ένα βιβλίο του π. Παϊσίου και µού το έδωσε. Από περιέργεια το ξεφύλλισα, µού κίνησε το ενδιαφέρον και το τελείωσα μεσα σε µιά νύχτα. Από τότε άλλαξε η ζωή µου».
Το κασκόλ του εξαφανίζει όγκο
Μαρτυρία Φιλίτσας… από τον Βόλο:
«Βρέθηκα στην δύσκολη θέση να μην µπορώ να βοηθήσω και να ηρεµήσω, την απελπισμενη αδερφή µου, µετά από την ένδειξη όγκου στην µαστογραφία που έκανε.
»Με σεβασµό ζήτησα από αγαπητή µου φίλη την πολύτιµη κληρονοµιά της, το κασκόλ του σεβαστού γέροντος Παϊσίου. Κρατώντας το σφιχτά στην αγκαλιά µου, με χέρια τρεµάµενα, με έντονο χτυποκάρδι, έτρεξα και το εναπόθεσα στην αγκαλιά της πασχούσης. Εκείνη με δάκρυα στα µάτια πήγε στο εικόνισµα και προσευχήθηκε. Της ευχήθηκα περαστικά, και το επέστρεψα αμεσως στην φίλη µου.
»Μετά από 4-5 μερες η άρρωστη επανέλαβε την µαστογραφία. Το θαύµα είχε γίνει. Η μαστογραφία ήταν πεντακάθαρη. Ο όγκος είχε εξαφανιστή. Μεγάλη η χάρι του γέροντος Παϊσίου».
Θεραπεία δαιµονισμένης
Ένα πρωινό του Δεκεµβρίου του έτους 1996 στην έκθεση της Μονής στην Σουρωτή βρίσκονταν εκεί η υπεύθυνη αδελφή, ένα ανδρόγυνο με το µικρό τους κοριτσάκι και τον πατέρα τους, δύο µεσόκοπες γυναίκες και ένας νεαρος άνδρας. Ξαφνικά ακούστηκε µιά δυνατή κραυγή. Μια από τις µεσόκοπες γυναίκες, αρκετά εύσωµη, σωριάστηκε στο πάτωµα και άρχισε να χτυπιέται και να ωρύεται άγρια. Κουνούσε το κεφάλι γρήγορα πέρα-δώθε. Το θέαµα ήταν πολύ άσχηµο. Η γυναίκα με το παιδάκι βγήκαν έξω, ενώ οι άλλοι πλησίασαν να την βοηθήσουν. Η γυναίκα µούγκριζε, αγκοµαχούσε και έλεγε με µιά άγρια, απειλητική, ανδρική φωνή: «Θα σας κανονίσω ρε εγώ που δεν πιστεύετε, θα σας δείξω εγώ… να, τώρα ακόµα λίγο και θα σας βάλω όλους στο χέρι με το 666… θα με προσκυνάτε όλοι… χαμενοι, ηλίθιοι…» και άλλες βρισιές.
Έπειτα άρχισε να τσιρίζη και έδειχνε φοβισμενη. «Παΐσιε, με καις, με καις, θέλεις να με στείλης πίσω στα τάρταρα… Και αυτή η χαμενη όλο σε µοναστήρια με φέρνει… τι την βοηθάς; Με καις, με καις», και στρίγγλιζε δυνατώτερα. Χτυπιόταν τόσο δυνατά, που υπήρχε φόβος να σπάση το κεφάλι της.
Ήταν φανερό ότι την πείραζε ο δαίµονας.
«Α… αααά, φώναζε πάλι… Να, ήρθε και η Μαρία τώρα… με καις Παΐσιε», είπε με µιά δυνατή φωνή και έµεινε ακίνητη σαν να λιποθύµησε. Πλησίασαν διστακτικά οι παριστάµενοι για να την βοηθήσουν, ενώ οι γυναίκες φρόντιζαν να την σκεπάζουν με τα ρούχα της. Αφού την τακτοποίησαν, την σήκωσαν από το πάτωµα. Είχε ανοίξει τα µάτια της και έκλαιγε ήρεµα και βουβά. Μια ευχαριστία ξεχύθηκε από τα βάθη της καρδιάς της.
«Σ  εὐχαριστῶ, Γέροντα… Σε ευχαριστώ, Θεέ µου», έλεγε και ξανάλεγε με πολλή ευγνωµοσύνη. Σηκώθηκε, πήγε µπροστά σε µιά εικόνα του Χριστού και της Παναγίας και αναλύθηκε σε δυνατούς λυγµούς: «Θεέ µου… Θεέ µου. Πως με καταδέχθηκες την ανάξια… Σε ευχαριστώ, Θεέ µου, σε ευχαριστώ, Γέροντα… Δεν άξιζα, Θεέ µου, τέτοια βοήθεια».
Η όλη σκηνή ήταν πολύ συγκινητική. Ύστερα χαιρέτησαν με ευγνωµοσύνη την αδελφή και έφυγαν.
Η γυναίκα αυτή είχε δαιµόνιο. Φεύγοντας ανέφερε ότι το προηγούµενο βράδυ είδε στον ύπνο της τον γέροντα Παΐσιο που της είπε: «Έλα στον τάφο µου και θα σε κάνω καλά». Ήρθε στο Μοναστήρι, ρώτησε που είναι ο τάφος του Γέροντα, προσκύνησε τον τάφο και ύστερα ήρθαν στην έκθεση, όπου συνέβησαν τα παραπάνω.
Παρέχει ανάβλεψη
Μαρτυρία Ρωσσίδος, κυρίας Λαρίσας Νικολάεβνα Μάσλοβα, ιατρού, από την Μόσχα: «Έπαθα δυστύχηµα με αποτέλεσµα το αριστερό µου µάτι να χάση τελείως το φως του. Με έφεραν στο πρώτο Γενικό Νοσοκοµείο της Μόσχας. Οι θάλαµοι ήταν γεµάτοι, γι᾽ αυτό με έβαλαν στον διάδροµο. Τη νύχτα δεν κοιµήθηκα καθόλου. Έκανα προσευχή και στενοχωριόµουν πολύ. Προς το πρωί, ενώ ήµουν σε µιά κατάσταση µεταξύ ύπνου και ξύπνιου, ήρθε ο µπάτουσκα Παΐσιος, τον είδα µπροστά µου ολοφάνερα και τον αναγνώρισα, γιατί είχα διαβάσει ένα βιβλίο σχετικό με την ζωή του. Μου σκέπασε το κεφάλι με µιά πετσετούλα και εξαφανίστηκε. Την ίδια στιγµή κατάλαβα ότι βλέπει το τυφλό µάτι µου. Οι γιατροι δεν χρειάσθηκε να κάνουν τίποτε. Νοσηλεύτηκα στην παραπάνω κλινική από 4 μεχρι 11 Φεβρουαρίου του έτους 2002. Ο αριθµός του ιστορικού της ασθενείας µου είναι 31171.
»Ευχαριστώ τον Θεό για το έλεός Του σε μενα και τον µπάτουσκα Παΐσιο για την βοήθειά του».
Παριστάμενος σε κουρά μοναχής
Παριστάμενος σε κουρά μοναχής
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΕ ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Α’. ΑΡΕΤΕΣ
«Πλουτοταπείνωσις»
Όπως το άλας µπαίνει σε όλα τα φαγητά και τα νοστιµίζει, έτσι και στην ζωή του Γέροντα, σε όλες τις εκδηλώσεις, στα λόγια, στα γραπτά, στις σχέσεις του με τους άλλους, συναντούµε την ταπεινοφροσύνη. Ενδύθηκε η ψυχή του σαν ένδυµα την ταπείνωση, την «στολή της θεότητος».
Τα θαύµατα και οι ευεργεσίες του Θεού αντί να του φέρνουν λογισµούς υπερηφανείας, γίνονταν αφορμες ταπεινώσεως και µεγαλυτέρου αγώνος. Αυτη είναι η ιδιαιτερότητα της ταπεινώσεώς του. Ταπείνωση αρχοντική, «πλουτοταπείνωσις».
Αποστρεφόταν και απέφευγε τις τιμες, τις διακρίσεις, τα αξιώµατα, την προβολή, όπως η μελισσα τον καπνό. Είχε βαθειά και αληθινή ταπεινοφροσύνη, όπως φαίνεται από αυθόρµητες εκδηλώσεις του. Στην Κέρκυρα όταν συνάντησε τον φίλο και συστρατιώτη του Παντελή Τζέκο, εκείνος τον σύστησε στην µητέρα του: «Αυτός είναι που με έσωσε». Ο Άγιος τινάχθηκε επάνω και είπε ζωηρά: « Οχι, όχι εγώ, ο Κύριος». Στην επικοινωνία µαζί του δεν ένιωθες διαφορά, δεν σε άφηνε να αισθάνεσαι κατώτερος, γιατί ο ίδιος δεν αισθανόταν ότι στέκεται ψηλότερα, αλλά έβλεπε τους άλλους ανωτέρους του.
Έλεγε για την ταπείνωση: «Δεν αρκεί µόνο να διώχνουµε τους λογισµούς υπερηφανείας, αλλά να σκεφθούµε την θυσία και τις ευεργεσίες του Θεού και την δική µας αχαριστία. Τότε η καρδιά µας και γρανιτένια να είναι ραγίζει. Θέλοντας να δείξη τα αποτελέσµατα της ταπεινώσεως ανέφερε το εξής:
«Μια φορά ένα γατάκι ήταν άρρωστο. Το καημένο, πήγαινε να κάνη εµετό και δυσκολευόταν πολύ, δεν µπορούσε. Το πόνεσα που υπέφερε. Το σταύρωσα, τίποτε! «Βρε χαμένε», λέω στον εαυτό µου, «ένα γατάκι δεν µπορείς να βοηθήσης».
Όταν ταπεινώθηκα, αμέσως έγινε καλά».
gerodas_paisios_40300
Για να αποφύγη τις εκδηλώσεις τιµής κατά την κηδεία του, αλλά και στην συνέχεια, επιθυµούσε να κοιµηθή και να ταφή αφανώς στο Άγιον Όρος. Αλλά όταν πληροφορήθηκε ότι το θέληµα του Θεού ήταν διαφορετικό, ταπεινά υπάκουσε και έκοψε και την τελευταία επιθυµία του. Μόνο ζήτησε να μην κληθή κανείς στην κηδεία του.
* * *
Ο άγιος Παΐσιος είχε την µακαρία απλότητα, είχε αγιότητα βίου, έβλεπε το άκτιστο φως και ζούσε µεγάλες καταστάσεις, αλλά είχε και την πνευµατικη γνώση. Εγνώριζε πολύ καλά ότι αυτά που ζούσε ήταν γεγονότα θεία, σπανιες καταστάσεις χάριτος. Αλλά εγνώριζε καλύτερα ότι αυτά ήταν του Θεού˙ δικές του ήταν µόνο οι αµαρτίες. Είχε πλήρη συνείδηση ότι όλα αυτά ήταν µιά ελεηµοσύνη του Θεού στον ίδιο. Γι  αὐτό έλεγε: «Είµαι ένα κονσερβοκούτι, που γυαλίζει στον ήλιο και φαίνεται χρυσό, αλλά είναι άδειο. Αν με εγκαταλείψη η χάρις του Θεού, θα γίνω ο πιο µεγάλος αλήτης και θα γυρίζω μεσα στην Οµονοια, που και σαν λαϊκός δεν πάτησα ποτέ σε καφενείο».
Την µεγάλη του άσκηση δεν την ελάµβανε καθόλου υπ  ὄψιν του, διότι την έκανε από αγάπη προς τον Χριστό και όχι «χάριν µισθαποδοσίας».  Ενιωθε ελεημενος και υποχρεωμενος στον Θεό. Αναστέναζε και πονούσε, διότι δεν είχε κανει τίποτε. «Γνώρισα Αγίους και έπρεπε να κάνω πολλά», έλεγε. Ένιωθε ότι δεν ανταποκρίθηκε, δεν κατώρθωσε να προσφέρη αυτά που έπρεπε στον Θεό.
Αυτός ήταν ο Άγιος. Μεγας, βυθισμενος μεσα στην άβυσσο της «πλουτοταπεινώσεώς» του, με πλήρη επίγνωση των θείων χαρισµάτων, αλλά και της αναξιότητός του.
Εργάτης και κήρυξ µετανοίας
Επιστρέφοντας από µιά έξοδό του στον κόσµο ο Άγιος είπε: «Η αµαρτία σήµερα έγινε της µόδας. Ούτε το δέκα τοις εκατό δεν ήταν εξοµολογημενοι από αυτούς που είδα. Εγώ έχω ανάγκη και κάθε μέρα να εξοµολογούµαι και αυτοί δεν βρίσκουν αµαρτίες!».
Ο Άγιος εκινείτο σε άλλον πνευµατικό χώρο. Αξιολογούσε διαφορετικά τις πράξεις του. Για τους άλλους εύρισκε πάντα ελαφρυντικά, τον εαυτό του όµως τον έκρινε αυστηρά. Έλεγε: «Τεκµήριο γνησιότητος της πνευµατικής ζωης κάποιου είναι η µεγάλη αυστηρότητα στον εαυτό του και η πολλή επιείκεια στους άλλους. Να μην χρησιµοποιή τους κανόνες για κανόνια εναντίον των αλλων».  Εκανε λεπτή πνευµατική εργασία, µετανοούσε, εξωµολογείτο και έκανε με φιλότιµο αυτοπροαίρετες ασκήσεις και κανόνες, µιµούµενος τους Αγίους.
Ανέφερε: « Οταν έλεγαν οι Άγιοι ότι είναι αµαρτωλοί, το πίστευαν. Τα πνευµατικά τους µάτια είχαν γίνει σαν µικροσκόπια και έβλεπαν και τα παραµικρά σφάλµατά τους σαν µεγάλα».
Οποιος άκουγε τον Γέροντα να µιλά για τον εαυτό του, θα σχηµάτιζε την εντύπωση ότι είναι µεγάλος αµαρτωλός. Ζούσε έντονα την µετάνοια, αλλά μεσα του είχε παρηγοριά και χαρά που ξεχείλιζε.
Geron-Paisios-9Η µετάνοιά του ήταν φλογερή, γι  αὐτό αισθανόταν την ανάγκη να εξοµολογήται συχνά. Για ένα διάστηµα, εκτός των άλλων ασκήσεων έκανε και εβδοµήντα επτά κοµποσχοίνια τριακοσάρια με σταυρούς. Ζητούσε από τον Θεό συµβολικά την εβδοµηκοντάκις επτά συγχώρηση. Αυτός ήταν ο µεγάλος αµαρτωλός, όπως πίστευε, και ζητούσε διακαώς από τον Θεό το έλεος και την συγχώρηση των αµαρτιών του.
Κληρικός προσκυνητής παραβρέθηκε σε αγρυπνία στην Ι. Μονή Σταυρονικήτα. Εντυπωσιάσθηκε από κάποιον µοναχό που καθόταν στο διπλανό στασίδι και σε όλη την αγρυπνία έκλαιγε ασταµάτητα. Προσπαθούσε να µή γίνη αντιληπτός, αλλά δεν τα κατάφερε. Ρώτησε και έµαθε ότι ο µοναχός ήταν ο π. Παΐσιος.
Πλήθη ανθρώπων προσέρχονταν, του άνοιγαν την καρδιά τους και ζητούσαν βοήθεια. Ο Άγιος τους εξηγούσε ότι δεν είναι Πνευµατικός: «Πηγαίνετε σε κανέναν Πνευµατικό να εξοµολογηθήτε». Κάποιος του απάντησε: «Γέροντα, στον πεινασμενο μην δείχνης στράτες, τις στράτες τις ξέρει. Ο πεινασμενος κοµµάτια θέλει να χορτάση».
Ο Άγιος τους δεχόταν μεν, αλλά τους εξηγούσε ότι άλλο είναι η συζήτηση και η συµβουλή και άλλο το µυστήριο της εξοµολογήσεως. Τόνιζε ότι είναι απαραίτητο να πάνε στον Πνευµατικό να εξοµολογηθούν και να τους διαβάση συγχωρητική ευχή. Όχι µόνο για την σωτηρία της ψυχής τους, αλλά και ως προϋπόθεση της συζητήσεως µαζί του. «Πριν από την εξοµολόγηση, το µυαλό είναι θολωμενο», έλεγε, «και δεν θα µπορέσουµε να συνεννοηθούµε».
Λυπόταν για όσους δεν µετανοούσαν, και ευχόταν. Τους αδιάφορους προσπαθούσε να τους φέρη σε συναίσθηση, να αισθανθούν την ανάγκη να εξοµοογηθούν.  Οταν έβλεπε κάποιον που µετανοούσε και άλλαζε τρόπο ζωής, είχε έκδηλη χαρά. Συνέπασχε με τους µετανοούντες και τους ενίσχυε. Απορούσε και στενοχωριόταν για όσους λιποψυχούσαν και απογοητεύονταν από τις πτώσεις τους στην αµαρτία.  Ελεγε: «Μα αφού υπάρχει µετάνοια. Οι αµαρτίες σου είναι µεγαλύτερες από το έλεος του Θεού;». Πρόσθετε: «Δε µ  ἐνδιαφέρει πόσο αµαρτωλός είναι καποιος. Με ανησυχεί, αν έχη γνωρίσει τον εαυτό του. Ο Θεός θα κρίνει ανάλογα με την εργασία που έχει κάνει ο καθένας στον παλαιό του άνθρωπο. Η ψυχή, όταν κόψη τα ελαττώµατά της, τότε θα παρουσιασθεί ωραία στον Χριστό».
Αν του ζητούσε ασθενής να προσευχηθή για την υγεία του, συνιστούσε να εξοµολογηθή και να κοινωνήση. Το ίδιο έλεγε σε φοιτητές, για να έχουν απόδοση στα µαθήµατα. Σε ανδρόγυνα με προβλήµατα συνιστούσε να έχουν Πνευµατικό, να εξοµολογούνται, να κοινωνούν και να ζουν πνευµατικά. Ως κοινό και ισχυρό φάρµακο για όλες τις περιπτώσεις υποδείκνυε την µετάνοια. Αυτή αποτελούσε τον πυρήνα του κηρύγµατός του.paisios1
Λυπόταν που «χάθηκε η αίσθηση µετανοίας από τους ανθρώπους. Αµαρτανουν και δεν τους ελέγχει η συνείδησή τους. Ο εαυτός µας έχει ατέλειωτη δουλεια. Η µετάνοια δεν τελειώνει ποτέ, όπως ένα ξυλόγλυπτο που µπορεί να το δουλεύη κανείς σε όλη του την ζωή με φακό. Αν ο άνθρωπος δεν αρχίση δουλειά με τον εαυτό του, θα του βρει δουλειά ο διάβολος να ασχολήται με τους άλλους.
Χρειάζεται να αποκτήσουµε πνευµατική ευαισθησία. Ο Χριστιανός πρέπει να βλέπη τα πάθη που έχει μεσα του, να µετανοή γι  αὐτά και όχι να ξεχνάη. Οι Ευρωπαίοι καπακώνουν την συνείδησή τους και µετά ζουν σε µιά κατάσταση, που ούτε έχουν τίποτε, ούτε καλά είναι.  Οταν συµβαίνη κάτι, δεν πρέπει να στενοχωρούµαστε, αλλά να τακτοποιούµαστε. Εγώ, όταν έβλεπα καµµιά αµαρτία µου, χαιρόµουνα, επειδή αποκαλύφθηκε η πληγή µου για να την θεραπεύσω.
Κάποιος σπάζει ένα ποτήρι και γελά. Δεν είναι τόσο το σπάσιµο του ποτηριού, όσο η µή αναγνώριση αυτού που έκανε. Εφ  ὅσον γελά, δεν αναγνωρίζει το σφάλµα του και θα σπάσει και άλλο. Πρέπει να λυπηθή κανείς κατ  ἀναλογίαν του σφάλµατός του, διότι αλλιώς πέφτει στα ίδια».
Δίδασκε από την πείρα του: «Λειτουργούν οι πνευµατικοί νόµοι στην πνευµατική ζωή. Αν µετανοήσουµε ειλικρινά για κάποιο σφάλµα µας, δεν χρειάζεται να το ξεπληρώσουµε με κάποια αρρώστια. Επιτρέπει ο Θεός τις αρρώστιες η τις αδικίες για τα εν αγνοία σφάλµατά µας».
Ακόµη συνιστούσε σε όλους «µετάνοια, για να αποφευχθή ο πόλεµος, διότι, εµείς οι ίδιοι με τις αµαρτίες µας προκαλούµε τους πολέµους. Ο κόσµος αυτός χάλασε, γι  αὐτό και θα καταστραφεί (αν δεν µετανοήση). Μοιάζει µ  ἕνα τσουβάλι τρύπιο που δεν επιδέχεται µπάλωµα. Ίσως ο Θεός µπορέση να φτειάξη απ’ το τρύπιο τσουβάλι κανένα µικρό σακκουλάκι». Έλεγε σε κάποιο µοναχό: «Είµαστε υπεύθυνοι για ο,τι συµβαίνει˙ το καταλαβαίνεις; Ένας που προσπαθεί να γίνη καλύτερος, επηρεάζει και τους γύρω του και όλο τον κόσµο. Αν εγώ ήµουν άγιος, με την προσευχή µου θα βοηθούσα πολύ». Ιδιαίτερα για τους µοναχούς έλεγε ότι ντύνονται την µετάνοια.  Ολη η ζωή του µοναχού είναι µετάνοια.
Αυτή την σωτήριο µετάνοια ντύθηκε ο Άγιος και αναδείχθηκε μέγας εργάτης και κήρυκας της µετανοίας.
Φιλότιµο
Φιλότιµο, κατά τον Γέροντα, «είναι ευλαβικό απόσταγµα της καλωσύνης, η λαµπικαρισμενη αγάπη του ταπεινού ανθρώπου. Τότε η καρδιά του είναι γεµάτη από µεγάλη ευγνωµοσύνη προς τον Θεό και τους συνανθρώπους του, και από πνευµατική λεπτότητα (ευαισθησία), προσπαθεί να ανταποδώση και την παραµικρή καλωσύνη που του κάνουν οι άλλοι».  Ο,τι γίνεται πέρα από καθήκον και υποχρέωση, χωρίς να ζητηθή, από ανιδιοτελή αγάπη, αυτό είναι το φιλότιµο.
Paisios-monachos-Agioreitis16-595x225
Όλες οι ενέργειες του Γέροντα χαρακτηρίζονται από αυτήν την αρετή. Από την απλή βοήθεια σε κάποιον, ως την αυτοθυσία του στον πόλεµο για να μην κινδυνεύσουν και σκοτωθούν άλλοι, και εν συνεχεία στην µοναχική ζωή, με τους φιλότιµους αγώνες του που ξεπερνούσαν την αντοχή του. Τον συγκινούσε, όταν έβλεπε και στους άλλους φιλότιµο.  Ελεγε: «Να κινούµαστε με φιλότιµο. Τα φιλότιµα παιδιά προσέχουν, πως να ξεκουράσουν και να ευχαριστήσουν τους γονείς. Εµεις οι µοναχοί να γνωρίζουµε τι αναπαύει τον Γέροντα και να το κάνουµε πριν µάς το πη. Να έχετε φιλότιµο και να μην εκµεταλλεύεστε την καλωσύνη των άλλων. Ο φιλότιµος βοµβαρδίζεται από ευλογία, ενώ ο γκρινιάρης γεννά κακοµοιριά. Η καρδιά δεν καθαρίζεται με «κλιν»30, αλλά με φιλότιµο.
Να μην αφήνουµε τον άλλον να κουράζεται. Να γινώµαστε θυσία. Μια γυναίκα έλεγε: «Αφού ο Χριστός πικράθηκε και εγώ τον πίκρανα, δεν θέλω να έχω χαρά». Και είχε µιά χαρά!  Ελεγε στους άλλους να προσευχηθούν να μην έχη χαρά, αλλά να πονά για τον Χριστό. Τι φιλότιµο! Και όσο έλεγε αυτά, άλλη τοση χαρά και αγαλλίαση είχε. Αυτή βγήκε από τον εαυτό της».
Συνιστούσε ο Άγιος: «Να κάνουµε το καλό όχι ωφελιµιστικά, ούτε νοµικά, αλλά από αγάπη προς τον Θεό. Τότε όχι µόνο με ευκολία κάνω ο,τι υποχρεούµαι, αλλά θυσιάζω και ο,τι δικαιούµαι».
Το φιλότιµο, αυτή η χαρακτηριστική του αρετή, λαϊκό τον ανέδειξε ευεργέτη, στρατιώτη ήρωα και µοναχό Άγιο.
Ο Άγιος εξαϋλωμένος
Ο Άγιος εξαϋλωμένος «Τις σάρκες του τις θυσίασε από φιλότιμο για την αγάπη του Χριστού»
Εµπιστοσύνη στην θεία πρόνοια
Ο Άγιος είχε µεγάλη πίστη στον Θεό και τελεία εµπιστοσύνη στην θεία πρόνοια, γι  αὐτό έλεγε: «Είµαι σίγουρος χίλια τοις εκατό, αν δώσω τώρα σε καποιον αυτό το πλεκτό, μεχρι να πάω στο Καλύβι µου, ο Θεός θα µού στείλει αλλο. Αλλά στην αρχή, για να µάς δοκιµάση, µάς αφήνει λίγο και να κρυώσουµε και να αρρωστήσουµε και εκεί χρειάζεται προσοχή. Να μην πη κανείς «Χριστέ µου, εγώ για την αγάπη σου το έδωσα και συ µ  ἄφησες να αρρωστήσω;».
Η ελπίδα, που «ουδέποτε καταισχύνει», τον συνώδευε σε όλη του την ζωή και περισσότερο στις δυσκολίες. Μεσα στο σκότος και στην οµίχλη µιλούσε για ξαστεριά. « Ολα θα πάνε καλά, με την χάρι του Θεού», έλεγε σε απεγνωσμενες ψυχές. Σε κάποιον που ανησυχούσε για τις εχθρικές επιβουλές εναντίον της Πατρίδος, έδωσε την εξής ελπιδοφόρο απάντηση: «Κι αν µού πουν ότι δεν υπάρχει κανείς  Ελληνας, εγώ δεν ανησυχώ. Μπορεί ο Θεός να αναστήση έναν  Ελληνα. Φθάνει και ένας». Ακόµη πίστευε: «Και ένας Χριστιανός να µείνη µόνο, ο Χριστός θα κάνει το σχέδιό Του».  Οταν άλλοι µιλούσαν για δυσάρεστες µελλοντικές εξελίξεις στο Έθνος και έσπερναν τον φόβο, ο Άγιος µετέδιδε αισιοδοξία και ελπίδα˙ µιλούσε για αναστημενη Ελλάδα και για ανάκτηση της Αγια-Σοφιάς. «Υπάρχει και Θεός˙ τον Θεό που τον έχεις βάλει;», είπε σε κάποιον κληρικό που έβλεπε το μελλον της Πατρίδος ζοφερό.
Ελεγε: «Αν δεν είχα εµπιστοσύνη στον Θεό, δεν ξέρω τι θα γινόµουν. Ο ανθρωπος να ενεργή μεχρις ενός σηµείου. Μετά ο Θεός. Να έχουµε απόλυτη εµπιστοσύνη». Αυτό δεν ήταν για τον Γέροντα µιά ακαθόριστη ελπίδα, αλλά χειροπιαστή βεβαιότητα, µαρτυρουμενη µάλιστα με άπειρα παραδείγµατα.
Στην ζωή του δοκίµασε πάµπολλες φορές τη επέµβαση του Θεού με διαφόρους τρόπους. Ως στρατιώτης είχε ένα Ευαγγέλιο και το χάρισε.  Επειτα ζητούσε να βρη Ευαγγέλιο, να διαβάζη τον λόγο του Θεού.  Εστειλαν στην Μονάδα τους τα Χριστούγεννα 200 δέµατα, και µόνο στο δικό του υπήρχε Ευαγγέλιο.
*
Κάποτε βαδίζοντας στον δρόµο βρήκε ένα ωραίο µεγάλο µανιτάρι. «Δόξα τω Θεώ», είπε, «στην επιστροφή θα το κόψω για να περάσω µ  αὐτό το βράδυ».
Όταν επέστρεψε κάποιο ζωντανό είχε φάει το µισό µανιτάρι. Δίχως να στενοχωρηθή ευχαρίστησε πάλι τον Θεό: «Δόξα τω Θεώ, τόσο έπρεπε να φάω», σκέφθηκε και το πήρε. Όταν την άλλη μέρα το πρωϊ βγήκε από το Καλύβι του, όλος ο τόπος ήταν γεµάτος µανιτάρια. Και πάλι ευχαρίστησε τον Θεό. «Δόξα τω Θεώ» και για το ένα, και για το µισό και για τα πολλά.
*
Βρέθηκε κάποτε προσκυνητής στον Γέροντα και κρύωνε. «Τι να σου δώσω, βρε παιδί;», του είπε. Έψαξε, δεν βρήκε τίποτε και του έδωσε το πλεκτό που φορούσε. Μόλις έφυγε ο επισκέπτης, την ίδια ώρα ήρθε κάποιος και του έφερε δεµατάκι που περιείχε ένα πλεκτό.
*
Πως να μην εµπιστεύεται στον Θεό µετά από τόσες και τέτοιες εκδηλώσεις της θείας προνοίας, που τον φρόντιζε «ως τροφός θάλπουσα το εαυτής τέκνον».
Και όµως ο Θεός τον οικονοµούσε ως άξιο και εκλεκτό τέκνο του είτε με ανθρώπινο είτε με υπερφυσικό τρόπο από τα µικρά ως τα πλέον απαραίτητα και συνήθως χωρίς να έχη προσευχηθή γι  αὐτά. Γι  αὐτό έλεγε: «Τι σιγουριά νιώθει το παιδί στην αγκαλιά της µάννας! Μεγαλύτερη αισθάνεται ο πιστός στην αγκαλιά του Θεού! Τώρα νιώθω την χαρά του παιδιού στην αγκαλιά της µάννας του. Είναι η αγκαλιά του Θεού σαν τον παράδεισο. Παύει και η ευχή, παύουν και όλα. Ζεις στον παράδεισο».
Αγάπη αρχοντική
Η κορυφή και ο στέφανος όλων των αγώνων του Γέροντα ήταν η αγάπη.  Ελεγε: «Αισθάνοµαι για όλους τους ανθρώπους την ίδια αγάπη που είχα για τους συγγενείς µου. Τώρα αισθάνοµαι όλο τον κόσµο σαν αδελφούς».
Ο Άγιος ήταν πλήρης αγάπης για τον άνθρωπο, για την κτίση, και φλεγόταν από θείο έρωτα. Από µικρό παιδί έκανε ελεηµοσύνες και βοηθούσε πολλούς. Οι φτωχοί ανθρωποι στην Κόνιτσα, όταν είχαν ανάγκες, κατέφευγαν σ᾽ αυτόν και ζητούσαν βοήθεια. «Ένεκεν συµπαθείας και στεναγµού των πενήτων» έδινε και τα ρούχα που φορούσε. Με την µεγάλη του αγάπη αγκάλιασε τα χωριά της Κόνιτσας, και εύρισκε τρόπο να βοηθά «τους εν ανάγκαις και εν ασθενεία όντας».  Εδινε µεγάλη αξία στην ελεηµοσύνη. Την είχε ως κριτήριο για το αν κάποιος είναι άξιος του θείου ελέους και της σωτηρίας. «Μπορεί να είναι αδιάφορος ο άλλος, αν όµως πονά για έναν άρρωστο, αν κάνη ελεηµοσύνη, μην τον φοβάσαι αυτόν».
Παρακινούσε τους ανθρώπους να ελεούν, γιατί πίστευε ότι, «όταν παίρνης κάτι, δέχεσαι ανθρώπινη χαρά. Αλλά αν το δώσης, παίρνεις και θεϊκή χαρά. Το πνευµατικό πάρσιµο γίνεται με το δόσιµο».
Οταν έβλεπε κάποιον με ειδική ανάγκη, του έδινε την καρδιά του και απαραιτήτως και κάποια ευλογία. Σε περιπτώσεις που δεν είχε κάτι άλλο, έδινε το κοµποσχοίνι του η το πλεκτό του.
Εντύπωση προξενεί η ανεξικακία του. Ανθρώπους που τον κατηγορούσαν και ήταν εχθρικοί απέναντί του, τους συγχωρούσε και ευχόταν γι  αὐτούς. Αν µάθαινε ότι έπεσαν σε πειρασµό η ανάγκη, έτρεχε να βοηθήση με καρδιά συµπάσχουσα σαν να ήταν αδελφοί του. «Αν δεν συγχωρούµε τους άλλους βρισκόµαστε έξω του παραδείσου», τόνιζε χαρακτηριστικά.
Η αγάπη του Γέροντα ξεχείλιζε και αγκάλιαζε και τα άγρια ζώα. Αυτά την αισθάνονταν, πλησίαζαν κοντά του και έτρωγαν από τα χέρια του.  Ελεγε: «Θα πω στον Χριστό: «Χριστέ µου, ελέησόν µε, το κτήνος». Αν με ρωτήση: «Εσύ ελέησες τα κτήνη;», τι θα του απαντήσω;».
Οταν ο Άγιος έκανε την θεραπεία στην Κόνιτσα, η Χρυσάνθη, ένα κοριτσάκι που βοηθούσε την κυρία Πατέρα, αρρώστησε από καρκίνο στα έντερα. Ο Άγιος συµπονούσε, την σταύρωνε και προσευχόταν. Παρακαλούσε: «Χριστέ µου, δώσε σε μενα τον καρκίνο, εγώ να τον έχω». Και ο καλός Θεός δεν παρέβλεψε το αίτηµά του. Στο τέλος κατά την επιθυµία του έλαβε την πολυώδυνη νόσο του καρκίνου, με την οποία τελειώθηκε, αν και σε όλη του την ζωή συνέπασχε με τους ασθενείς και ιδιαίτερα με τους καρκινοπαθείς.
Έλεγε: « Οταν ακούω τον πόνο του άλλου, σε σπασμενα γυαλιά να κάθωµαι και σε αγκάθια να πατάω δεν το καταλαβαίνω.  Οταν ο άλλος πάσχη πραγµατικά, µπορώ ακόµη και να πεθάνω για να τον βοηθήσω».
Νέος του διηγείτο τα βάσανά του και έκλαιγε, µαζί του έκλαιγε και ο Γέροντας. «Σταµάτα, παιδί µου», του είπε, «γιατί θα µάς δει κανείς να κλαίµε και θα µάς περάσει για τρελλούς».
Συµµετέχοντας στον πόνο των ανθρώπων ξεχνούσε τον εαυτό του, την προκοπή του, τις δικές του ασθένειες και έκανε καρδιακή προσευχή. «Χριστέ µου», έλεγε, «άσε µε εμενα, µή με υπολογίζης. Κοίταξε τους ανθρώπους που βασανίζονται».
Οι δακρύρροες και έµπονες προσευχές του συνωδεύονταν από νηστείες και άµετρο κόπο.  Οταν έµαθε ότι κάποιος νέος διατρέχει σωµατικό και ψυχικό κινδυνο, για μερες δεν έβαλε τίποτε στο στόµα του, ούτε και έπαυσε προσευχόµενος, ώσπου έµαθε ότι διέφυγε τον κίνδυνο.
Σε όλη του την ζωή νήστευε, κοπίαζε και προσευχόταν για τον λαό του Θεου, κινούµενος από την µεγάλη του αγάπη. Αυτή ήταν η κινητήρια δύναµη. Οι αγώνες και οι προσευχές του ευωδίαζαν από το άρωµα της αγάπης.
Για να φθάση ο Άγιος σε μετρα τελειότητος, στην αληθινή αγάπη, δεν υπολόγισε τον εαυτό του. Μίσησε την φιλαυτία, και στην θέση της έβαλε την αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο. Μαρτυρεί Αγιορείτης: «Το ιδιαίτερο που είχε ο γερο-Παΐσιος ήταν ότι δεν υπολόγιζε τον εαυτό του. Του είπα κάποτε:
«Πάτερ, οικονόµησε λίγο τον εαυτό σου», και µού απάντησε: « Οταν έρχωνται οι άνθρωποι με προβλήµατα, τι να κάνω; Τον εαυτό µου θα κοιτάξω;».
Ακόµη και τελευταία με την µεγάλη εξάντληση από την συχνή αιµορραγία, όταν διέβλεπε ότι υπάρχει ανάγκη, ξεχνούσε την κατάστασή του και είτε κρεµασμενος στον φράχτη της Καλύβης του, είτε πεσμενος πάνω στην σανίδα που είχε για κάθισµα, «στήριζε τους αδελφούς».
paisios5 (1)
Για να φθάση ο Άγιος στην αγάπη αγωνίσθηκε να τηρή τις εντολές του Θεού. «Αν αγαπούµε τον Θεό, φροντίζουµε να τηρούµε τις εντολές». «Ο έχων τας εντολάς µου και τηρών αυτάς εκείνός εστι ο αγαπών µε». Με αυτόν τον τρόπο εξάγνισε την καρδιά του και έγινε κατοικητήριο του Θεού της αγάπης.
Την µεγάλη και ανιδιοτελή αγάπη του την διαισθάνονταν οι άνθρωποι.  Ένα παιδί με προβλήµατα και ψυχικά τραύµατα ήρθε να δη τον Γέροντα. Τον συνάντησε έξω από το Καλύβι του στο µονοπάτι, τον αγκάλιασε και έκλαιγε με λυγµούς. Ο Άγιος το παρηγόρησε και το βοήθησε να τελειώση τις σπουδές του.
Οταν πήγε στρατιώτης, έγραφε στον Γέροντα γράµµατα αποκαλώντας τον:
«Μπαµπακούλη µου γλυκέ».
Για τις µεταξύ µας σχέσεις έλεγε: «Πάντα πρέπει να ξεκινάµε όχι όπως µάς βολεύει εµάς, αλλά όπως αναπαύει τον άλλον. Και τότε όλοι θα αναπαύονται και θα υπάρχει αγάπη».
Μετά από όλα αυτά δεν θα ήταν άδικο, ενώ έδωσε τα πάντα για τον Θεό και τον άνθρωπο, να μην του δίνη και ο Θεός άφθονη την χάρι Του; Σαν αγαπητό παιδί του Θεού που ήταν, ο Θεός εισάκουε τις προσευχές του και απαντούσε με θαύµατα.
Σε επιστολή του (6-4-69) γράφει: «Όταν ο άνθρωπος κατορθώση να ελευθερωθή από όλους και από όλα, τότε µπορεί να νιώση την µεγάλη αγάπη του Θεου, η οποία τον σκλαβώνει και τον κάνει δούλο του Θεού».
Αυτή την αγάπη του Γέροντα την αισθάνθηκαν και τα θηρία του δρυµού, και οι ετερόγλωσσοι Βεδουίνοι, και αυτή συγκινεί και τους σηµερινούς ταλαιπωρημενους νέους. Στο πρόσωπό του βρίσκουν τον στοργικό πατέρα και την αγάπη που στερήθηκαν. Πολλοί από αυτούς, αν και δεν τον είχαν γνωρίσει, πηγαίνουν και βρέχουν με δάκρυα το χώµα του τάφου του, επειδή νιώθουν να τους περιπτύσσεται με την αρχοντική του αγάπη από εκεί που βρίσκεται.
Εργαζόμενος ως ξυλουργός στην συντήρηση των εικόνων του Σινά
Εργαζόμενος ως ξυλουργός στην συντήρηση των εικόνων του Σινά
Β’. ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ
Υπέρβαση των νόµων της φύσεως
Στον π. Παΐσιο, όπως θα φανεί, τα στοιχεία της φύσεως υποχωρούσαν ενίοτε ενώπιόν του, ενώ ο ίδιος ενεργούσε υπερβαίνοντας και καταργώντας τους φυσικούς νόµους.
Άβρεκτος
Ο Άγιος χρησιµοποιούσε οµπρέλλα και αδιάβροχο. Δεν ήταν αλεξίβροχος, ούτε αδιάβροχος. Αντιθέτως ήταν ευαίσθητος στο κρύο και στην υγρασία. Κάποιες φορές όµως, για τους λόγους που γνωρίζει ο Θεός, γινόταν άβρεκτος. Ενώ δηλαδή γύρω του έβρεχε πολύ, αυτόν δεν τον άγγιζε σταγόνα.
*
«Κάποτε µετέφερα τον Γέροντα», διηγείται ο κ. Κουτσογιάννης Κωνσταντίνος, «από το µοναστήρι του Τιµίου Προδρόµου Χαλκιδικής στην Σουρωτή. Σε όλη την διαδροµή είχαµε καταρρακτώδη βροχή λες και είχαν ανοίξει οι καταρράκτες του ουρανού. Μόλις φθάσαµε, περίµεναν οι αδελφές με οµπρέλλες και πανωφόρια να τα δώσουν στον Γέροντα να μην βραχή. Μου έκαναν νόηµα να πλησιάσω όσο γίνεται πιο κοντά στο κτίριο.  Οµως, όλως παραδόξως εκείνη την στιγµή σε µιά ακτίνα δύο μετρων γύρω από το αυτοκίνητο έπαυσε να πέφτη βροχή, ενώ πιο πέρα χαλούσε ο κόσµος. Αφού κατέβηκε ο Άγιος και με χαιρέτησε και µπήκε μεσα, άρχισε να βρέχη κανονικά και πάνω στο αυτοκίνητο».
Αθέατος
Μαρτυρία κ. Γεωργίου Κουρκουλιώτη από την Κόρινθο: «Επισκέφθηκα τον γεροντα Παΐσιο στο Καλύβι του Τιµίου Σταυρού τον Φεβρουάριο του 1979. Βρήκα την πόρτα ανοιχτή. Φωνάζω, ξαναφωνάζω, ξαναφωνάζω από την πόρτα του φράκτη, δεν πήρα απάντηση. Ήταν πρωί, 8 η ώρα, και περίµενα. Σε µιά στιγµή βλέπω τον π. Παΐσιο µπροστά µου. Ξαφνιάστηκα, τα έχασα. «Εδώ ήµουνα, Γιώργο», µού είπε ήρεµα. Ανέφερα έπειτα σε δύο Πνευµατικούς την ξαφνική εµφάνιση του Γέροντα και µού είπαν ότι «µπροστά σου ήταν, και όταν θέλησε παρουσιάστηκε».
Μετέωρος
Πολλές φορές ο Άγιος κατά την ώρα της προσευχής γινόταν µετάρσιος, υπερυψώνετο και σωµατικά. Αλλά και σε ώρες εργασίας, η όταν βάδιζε, εθεάθη να μην πατά στην γη.
*
Στον «Τίµιο Σταυρό», έζησε ένα µεγάλο γεγονός. Διηγήθηκε: «Ενώ προσευχόµουν, δεν ξέρω τι µού συνέβη και σηκώθηκα ψηλά και έβλεπα το Καλύβι κάτω.
Το πως ανέβηκα δεν το κατάλαβα, ούτε και πως κατέβηκα».
*
Μαρτυρεί µοναχός Αγιορείτης: «Επισκέφθηκα τον Γέροντα στην «Παναγούδα» και τον βρήκα να κτίζη µιά σόµπα με πυρότουβλα. Πατούσε πάνω σε µιά σανίδα, που την είχε βάλει για να ακουµπήση πάνω τα υλικά. Ενώ εργαζόταν, τον βλέπω υπερυψωμενο από το έδαφος περίπου τριάντα εκατοστά και στην αρχή απορούσα αν βλέπω καλά. Πράγµατι ήταν µετέωρος και µετά από λίγο τον είδα πάλι στην φυσιολογική του θέση».
Μεταδοτικός χάριτος
Ο Άγιος όπου πήγαινε µετέφερε διάχυτη γύρω του την θεία χάρι. «Όποιος έχει χάρι και πηγαίνει κάπου, αμεσως σαν ηλεκτρικό ρεύµα, διαχέεται αυτή η πνευµατική απαλάδα που έχει. Ενώ όταν κάποιος έχη δαιµονική κατάσταση, πάλι διασκορπίζεται αυτό που έχει μεσα του. Η δική µας πνευµατική κατάσταση επηρεάζει και τους άλλους».
Είχε επίγνωση της χάριτος που του έδωσε ο Θεός και µετέδιδε σε ανθρώπους απ  αὐτόν τον πλούτο για κάποιον λόγο.
Σηκώνει βράχο
Ο αδελφός του Γέροντα Λουκάς διηγήθηκε: «Όταν ήταν στο Στόµιο ο π. Παΐσιος, κάποτε έπεσε ένας µεγάλος βράχος στο µονοπάτι. Μαζευτήκαµε πολλοί, για να τον µετακινήσουµε με ξύλα για µοχλούς, αλλά µάταια. Έφυγαν όλοι και µού είπε: «Άντε, πήγαινε και συ». Έφυγα, πήγα πιο πέρα και κρύφθηκα να δω τι θα κάνει. Τον είδα να κάνη τον σταυρό του, να πιάνη τον βράχο, να τον σηκώνη σαν καρέκλα και να τον βγάζη από τον δρόµο!».
«Ασύλληπτος!»
Ο Άγιος από ταπείνωση όχι µόνο απέφευγε να φωτογραφίζεται, αλλά και αισθανόταν δυσφορία και απέχθεια. Υποχωρούσε µόνον σε ευαίσθητο και ταπεινό άνθρωπο, για να μην πληγωθή από την άρνησή του και την ερµηνεύση ότι οφείλεται στην δική του (του αιτούντος) αναξιότητα. Τότε ο Άγιος προτιµούσε να θλίψη τον εαυτό του, παρά να απελπίση τον αδελφό. Από αγάπη θυσίαζε και την ταπείνωσή του.
Απροσδόκητα μπροστά στον φωτογραφικό φακό
Απροσδόκητα μπροστά στον φωτογραφικό φακό
Πολλοί επιχείρησαν να τον φωτογραφίσουν κρυφά η φανερά, σε περιπτώσεις που συστελλόταν να αντιδράση λόγω παρουσίας ηγουμενων, επισκόπων η κατά την διάρκεια λιτανείας. Είναι αλήθεια ότι ενίοτε πέτυχαν να τον φωτογραφήσουν, αλλά συνήθως οι φωτογραφίες βγήκαν αποτυχημενες, διότι στην µορφή του Γέροντα υπάρχει µιά θλίψη, µιά αντίδραση που σε κάνει να νιώθης ένοχος.
Αλλά υπάρχουν και πολλές µαρτυρίες, που κατ᾽ αυτή την χωρίς ευλογία κρυφή η εκβιαστική φωτογράφηση ο Άγιος, κατά θαυµαστό τρόπο, έµεινε ασύλληπτος από τον φωτογραφικό φακό. Άλλοτε καιγόταν το φίλµ η πάθαινε κάποια εµπλοκή η µηχανή και άλλοτε έβγαινε η φωτογραφία κανονικά, αλλά ο Άγιος έλειπε!
*
«Πήγα στην «Παναγούδα»», µαρτυρεί άλλος προσκυνητής, «και δεν υπήρχε κανείς. Ο Άγιος θα έπρεπε να ήταν μεσα, γιατί το λουκέτο της ξύλινης πορτας κρεµόταν ανοικτό. «Ευκαιρία είναι», σκέφθηκα. Έβαλα μεσα από τα κλαδιά του φράχτη την φωτογραφική µηχανή, για να µή φαίνεται, και την τοποθέτησα κατάλληλα, ώστε να παίρνη την πόρτα του Κελλιού. Κτύπησα το σιδεράκι. Μολις βγήκε ο Άγιος πάτησα το κουµπί. Ηµουν όλο χαρά… Φαντασθήτε όµως την έκπληξή µου, όταν, µετά την εµφάνιση του φίλµ, είδα ότι η μεν πόρτα είχε βγη ολοκάθαρα, αλλά ο Άγιος δεν υπήρχε!»
*
Παρόµοια συνέβαιναν και όταν ήθελαν να ηχογραφήσουν την συζήτηση. Υπάρχουν περιπτώσεις που η κασσέτα δεν γύριζε, η γύριζε και δεν έγραφε. Άλλοτε έγραφε όλα τα άλλα (οµιλίες τρίτων, πουλιά, θορύβους), αλλά η φωνή του Γέροντα έλειπε.
*
Μαρτυρία κ. Γεωργίου Κουρκουλιώτη: «Πήγε µιά παρέα φοιτητών στον Γεροντα και ένας απ  αὐτούς είχε πάρει µαζί του ένα µικρό κασσετόφωνο για να γράψη την συνοµιλία τους. Αφού συζήτησαν αρκετά σε κάποια στιγµή του λέει ο Άγιος: «Αυτό που έχεις στην τσέπη σου, δεν έχει γράψει τίποτε». Κόκκαλο το παιδί. Πράγµατι, όταν δοκιµάστηκε η κασσέτα, δεν είχε γραφή λέξη».
Συµφιλίωση με την κτίση
Στον Γέροντα δόθηκε το χάρισµα να συναναστρέφεται με τα άγρια θηρία, χωρίς να τον βλάπτουν, όπως συνέβαινε στον Αδάµ προ της πτώσεως και σε πολλούς Αγίους.
Ελεγε ο Άγιος: «Από την στιγµή που ο άνθρωπος έρθει στην θέση του άλλου, µετά όλους µπορεί να τους αγαπήση, και τους ανθρώπους, ακόµη και τα ζώα και τα θηρία. Τα πάντα τα χωράει μεσα του και βγαίνει ο εαυτός του από την αγάπη του.
Κάποια φορά ήρθαν δύο µικρές αρκούδες μεσα στην αυλή του µοναστηριού του Στοµίου. Ο Άγιος τις έπιασε από το σβέρκο και τις είπε: «Άλλη φορά να μην µπαίνετε μεσα στο Μοναστήρι. Να έρχεσθε πίσω από την κουζίνα, για να σας ταΐζω», και τις ωδήγησε στο μερος αυτό. (Αυτό το διηγήθηκαν δύο Κονιτσιώτες στον δόκιµο του Στοµίου Παύλο).
*
Μαρτυρία µοναχού Αλυπίου Αγιαννανίτου: «Γνώριζα τον Γέροντα από την ηλικία των δεκαπέντε ετών. Με την χάρι του Θεού έγινα µοναχός στην Ι. Μ. Κουτλουµουσίου. Πήγαινα και τον έβλεπα κάθε μέρα. Άκουγα για τα θαύµατά του και µού είχε γεννηθή η επιθυµία να δω ένα θαύµα του. Για ένα μηνα περίπου είχα αυτόν τον λογισµό.
»Ένα χειµωνιάτικο πρωινό, αρχές Νοεµβρίου, πήγα να τον δω και τον βρήκα να πλένη τα χέρια του έξω στο βαρελάκι. Ήταν µόνος. Άνοιξε και µού είπε να περιμενω. Πήρε πίσω από το βαρέλι ένα αλουµινόχαρτο, όπου μεσα είχε ψίχουλα, το άνοιξε και κοίταξε προς τον ουρανό. Ενώ χαρακτηριστικά δεν υπήρχε κανένα πουλί, αμεσως µαζεύτηκαν σμηνη πουλιών. Που βρέθηκαν ξαφνικά τόσα πουλιά! Άλλα κάθονταν στο κεφάλι του, άλλα στους ώµους και στα χέρια του και αυτός τα τάιζε. Βλέποντας αυτό το θέαµα με κατέλαβε αµηχανία, χτυπούσε γρήγορα η καρδιά µου από συγκίνηση και γελούσα αµήχανα. Ο Άγιος χαµογελώντας έλεγε στα πουλιά: «Πάτε και σ  αὐτόν». Τα µιλούσε σαν νάταν άνθρωποι. Ένα που καθόταν στο χέρι του του έλεγε: «Πήγαινε και σ  αὐτόν, δικός µας είναι».
»Αυτό διήρκεσε δύο λεπτά περίπου. Σε µιά στιγµή ο Άγιος δίπλωσε το αλουµινόχαρτο και τα πουλιά εξαφανίστηκαν. Ηµουν σαστισμενος και τον κοιταζα. «Πήγαινε τώρα», µού είπε».
Ευχέτης του σύµπαντος κόσµου
Η προσευχή του Γέροντα για τον κόσµο ήταν συνάρτηση και απότοκος της όλης πνευµατικής καταστάσεώς του, ιδιαίτερα της µεγάλης του αγάπης. Το σπάνιο χάρισµα της προσευχής για τον κόσµο του δόθηκε µετά από µεγάλους αγώνες. Ήταν ευχέτης του σύµπαντος κόσµου. Προσευχόταν για όλους, όπως για τον εαυτό του. Η προσευχή του ήταν αδιάλειπτη, καρδιακή, καθαρή και αποτελεσµατική. Την χώριζε σε τρία μερη.  Ενα για τον εαυτό του, ένα για τους ζώντες και ένα για τους κεκοιµημενους. Αλλά στην πραγµατικότητα προσευχόταν πιο πολύ για τους άλλους παρά για τον εαυτό του.
Γενίκευε και επεξέτεινε την προσευχή του, για να συµπεριλάβη όλους τους ανθρώπους.  Οταν έκανε προσευχή για ιδιαίτερες περιπτώσεις, π.χ. για κάποιον νέο που είχε ξεφύγει από τον δρόµο του Θεού, πρόσθετε: «Μνήσθητι, Κύριε, και βοήθησε και όλους τους νέους».  Η πάλι όταν προσευχόταν για κάποιον λ.χ. αρρωστο Νικόλαο, συµπλήρωνε: «Μνήσθητι, Κύριε, και όλους τους Νικολάους».
Ο πολύς ανθρώπινος πόνος που έβλεπε γύρω του τον έκανε να βγαίνη από τον εαυτό του. Φαινόταν ενίοτε ο Άγιος να σέρνη τα πόδια του από εξάντληση, να ασθενούν τα γόνατά του από τη νηστεία, να είναι έτοιµο το οστράκινο σκεύος του να διαρραγή από τις ασθένειες, αλλά όµως δεν άφηνε την προσευχη για τον κόσµο.
Έλεγε: «Πολύ βοηθά η προσευχή για τον κόσµο, όταν µάλιστα υπάρχη καρδιακός πόνος. Δεν συµµετέχω στον πόνο του άλλου, όταν έχω το ένα πόδι πάνω στο άλλο και κάθωµαι αναπαυτικά και έχω όλες τις ανέσεις».
Η προσευχή του συνωδευόταν με νηστεία, κόπο, µετάνοιες και κυρίως ταπείνωση.  Ελεγε: «Να ζητάµε ταπεινά. Εγώ λέω: «Θεέ µου, είµαι ένα κτήνος. Ελέησε και μενα και όλον τον κόσµο»».
Πίστευε ότι αυτός ήταν υπεύθυνος για τα παθήµατα των άλλων: «Αν εγώ ήµουν άγιος και εισακουόταν η προσευχή µου, αυτοί δεν θα έπασχαν».
Ο ίδιος συναισθανόµενος την πενία του, ως καλός ζητιάνος, γονάτιζε, άπλωνε τα χέρια του στον Θεό, και παρακαλούσε να βοηθήση τον καθένα. Ξεσπούσε σε παρακλητικά λόγια: «Χριστέ µου, σε παρακαλώ, βοήθησε τον τάδε που είναι παράλυτος λίγο να µπορή να συµµαζεύεται (εξυπηρετήται) µόνος του».  Η: «Παναγία µου, και πάλι θα σε ενοχλήσω…».
Δύο πατέρες πήγαιναν σε αγρυπνία, παραµονή του αγίου Σπυρίδωνος. Περασαν από τον Γέροντα να πάρουν την ευχή του. Είδαν το πρόσωπό του κατακόκκινο και φαινόταν αρκετά στενοχωρημενος. Είπε στους πατέρες: «Κάντε προσευχή εκεί που θα πάτε, πέστε και στους άλλους. Γίνεται πολύ κακό στην Ρουµανία, έχουν εµφύλιο πόλεµο και σκοτώνονται πολλοί». Εκείνο τον καιρό είχε ανατραπή ο Τσαουσέσκου. Ο Άγιος από την δική του «πνευµατική τηλεόραση» έµαθε τα συµβάντα και συµµετείχε στην δοκιµασία του ρουµανικού λαού πονώντας, και προσευχόµενος έντονα.
Ο Άγιος με τις ευχές του στήριξε αναρίθµητες ψυχές, που αξίζουν πολύ περισσότερο από όλον τον κόσµο. Επιπλέον με την προσευχή του θεράπευσε ασθενείς, καθάρισε δαιµονισμενους, και µόνο ο Θεός γνωρίζει πόσους βοήθησε αφανώς να βρουν τον Θεό και να σωθούν.
Τώρα πλέον που ο Άγιος δεν είναι κοντά µας, για ν  ἀνάβη κεριά και να προσεύχεται για όλο τον κόσµο, µάς βοηθά καλύτερα και πιο αποτελεσµατικά από τον ουρανό.  Εχουµε αποδείξεις τα θαύµατα και τις εµφανίσεις του που γινονται µετά την κοίµησή του.
Αφού σε όλη του την ζωή «ηναλώθη ήδιστα ως κηρίον» προσευχόµενος, τωρα η άσβεστη λαµπάδα της προσευχής του καίει ακοίµητη µπροστά στην Αγία Τριάδα και πρεσβεύει για όλους µας.
Διδάσκαλος χαρισµατούχος
Αποτελεί κοινή διαπίστωση όλων όσοι συνωµίλησαν με τον Γέροντα και όσοι διάβασαν τα κείµενά του, ότι κατείχε το χάρισµα του λόγου και της θεολογίας, το ανώτερο από όλα τα χαρίσµατα του Αγίου Πνεύµατος.
Ο λόγος του ήταν απλός, σαν των αλιέων-Αποστόλων, πρακτικός, ζωντανός, παραστατικός, ελκυστικός, απαλός και γλυκύς.  Επεφτε σαν δροσιά στις διψασμενες ψυχές. Στις διηγήσεις του ήταν απαράµιλλος. Συνέπλεκε φυσιολογικά χαριτωμενες ιστορίες και αστεία, για να γίνη η διήγηση ευχάριστη, πιο παραστατική και να τονίση κάτι το πνευµατικό. Συχνά µιλούσε με παραδείγµατα, «εν παραβολαίς», από την φύση και την ζωή.  Ηταν σαφής στα λόγια του, ποιητικός και αποφθεγµατικός. Ήταν ικανός να µιλά άνετα όλη την ημέρα χωρίς προετοιµασία και οι ακροατές του να κρέµωνται από τα χείλη του.
1978. Στην Σουρωτή με γνωστό του νέο από την Αυστραλία
1978. Στην Σουρωτή με γνωστό του νέο από την Αυστραλία
Ο λόγος του άγγιζε τις ψυχές των ανθρώπων. «Εκείνο που µ  ἔκανε εντύπωση», είπε ναρκωµανής, «είναι που ο Άγιος με δύο-τρία λόγια κατάφερε να επικοινωνήση µαζί µας και να κινήση το ενδιαφέρον µας».
Ανάλογα με την διάθεσή τους, άλλοι συνέρχονταν και µετανοούσαν, άλλοι προβληµατίζονταν, άλλοι ενθουσιάζονταν και άλλοι παρηγορούνταν. Δεν έπειθε τους ανθρώπους λογικά, αλλά τους βοηθούσε πνευµατικά.
Κατάπληξη προξενούν η πολυμερειά του, οι πρακτικές γνώσεις, η σοφία, η απέραντη µνήµη του.
Είχε την ικανότητα να κατευθύνη πνευµατικά µοναχούς και µοναστήρια, να δίνη λύσεις στα προβλήµατα λαϊκών, αγάµων και εγγάµων, να διαλέγεται με επιστήµονες, που εντυπωσιάζονταν από τις γνώσεις και την ευστροφία του.
Συγκατέβαινε η ανερχόταν στο µορφωτικό επίπεδο και στην πνευµατική κατάσταση των ανθρώπων, λαµβάνοντας υπ᾽ όψιν του τον χαρακτήρα τους, το επάγγελµά τους, την καταγωγή τους, τα ενδιαφέροντά τους κ.α.
Ο Άγιος, και µετά την κοίµησή του, βοηθά τους ανθρώπους με τα γραπτά του. Τα βιβλία του έχουν πρωτοφανή απήχηση, διαβάζονται άπληστα, µεταφρά ζονται σε πολλές ξένες γλώσσες, µιλάνε στην καρδιά, συγκινούν και απλούς και διανοουμενους.
Με την διδασκαλία που άφησε ο Άγιος, αναδείχθηκε σύγχρονος διδάσκαλος της πνευµατικής ζωής. Τα λόγια του κυκλοφορούν στα στόµατα των ανθρώπων, επιδρούν χαρισµατικά και οδηγούν ψυχές στην σωτηρία.
Χάρισµα παρακλήσεως (= παρηγοριάς)
Όπως ο ανοιξιάτικος ήλιος διώχνει την οµίχλη και θερµαίνει, έτσι και ο Άγιος, με το χάρισµα της παρακλήσεως (παρηγοριάς) έδιωχνε την θλίψη και παρηγορούσε κάθε βασανισμενη ψυχή που τον πλησίαζε.
Πολλοί κατέφευγαν κοντά του, έρχονταν στενοχωρημενοι, και έφευγαν τελείως αλλαγμενοι. Μόνο να τον έβλεπε κανείς έπαιρνε δύναµη και χαρά. Αν είχε και την ευλογία να συνοµιλήση µαζί του, τότε ένιωθε πρωτόγνωρη χαρά και έφευγε αλλοιωμενος. Τα ίδια περίπου λόγια µπορούσε να πη και κάποιος άλλος σ  ἕναν πονεμενο. Τα λόγια όµως του Γέροντα µετέδιδαν την χάρι του Θεού, είχαν άλλη δύναµη.
Κατώρθωνε να παίρνη όλον τον ανθρώπινο πόνο και την θλίψη και να µεταγγίζη χαρά και παρηγοριά. Ο ίδιος γευόταν την πίκρα, αλλά οι άνθρωποι γεµιζαν χαρά και γλυκύτητα.
Η ειλικρινής αγάπη του για τον κάθε άνθρωπο έκανε τον πόνο και τα προβλήµατα των άλλων δικά του.
Οι ασθενεῑς έβλεπαν το παράδειγµά του και παρηγορούντο. Ενώ ο ίδιος υπέφερε από πολλές ασθένειες, υπέµενε και δοξολογούσε. Δεν παρακαλούσε τον Θεό να του δώση υγεία.  Ηταν πάντα ευδιάθετος, ξεχείλιζε από χαρά και χαροποιούσε τους θλιµμενους.  Ολοι έφευγαν χαρούµενοι μεσα στις θλίψεις τους.
Δεν έδινε ψεύτικη παρηγοριά. Τόνιζε τηνπίστη στον Θεό, την υποµονή, την δοξολογία, την πνευµατική αντιµετώπιση της δοκιµασίας, και έδειχνε το τέλος και τον σκοπό των θλίψεων. Γλύκαινε τα παθήµατα της παρούσης ζωής με την ελπίδα της αιωνίας.
Όταν κανείς πλησίαζε στο Καλύβι του, ένιωθε µιά γλυκύτητα. « Ολη η ατµόσφαιρα σε γλύκαινε», όπως µαρτυρούν πολλοί. Κανείς δεν έφευγε από κοντά του απαράκλητος. Νέοι με ψυχολογικά προβλήµατα και τάσεις αυτοκτονίας παρηγορούντο και έφευγαν με σταθερή απόφαση να µετανοήσουν και να ζησουν πνευµατικά.
Ελληνοπόντιος πρόσφυγας δεν κατάφερνε να βρη εργασία.  Ηρθε σε απόγνωση. Είχε αποφασίσει να αυτοκτονήση. Ένας φίλος του συνέστησε να επισκεφθή τον γέροντα Παΐσιο και πήγε να τον δη. Άλλαξε, έγινε άλλος άνθρωπος και έφυγε χαρούµενος με ελπίδες. Στο τέλος είπε: «Και βουνό να µού τύχη τώρα θα το κάνω στην άκρη να περάσω».
Ευλαβής προσκυνητής κλαίγοντας από συγκίνηση διηγήθηκε: «Είχα έρθει το 1992 από τον Καναδά απελπισμενος. Ηµουν χωρισμενος, έπαιρνα ναρκωτικά και δεκατέσσερα φάρµακα. Είχα τριανταδύο χρόνια να κοινωνήσω. Ο Άγιος συνωµιλούσε με καµµιά δεκαπενταριά ανθρώπους στην αυλή. Φαινόταν πολύ εξαντλημενος. Έφυγαν οι άλλοι και έµεινα τελευταίος. Μου είπε: «Από πολύ µακρυά έρχεσαι. Πολύ καιρό σε περίµενα». Η αγάπη του με αλλοίωσε. Ένιωθα ότι έβλεπε τα πάντα. Ξέχασε την κατάστασή του και πήρε πάνω του όλα τα προβλήµατά µου. Όλα µού τα τακτοποίησε: Την υγεία˙ (τώρα παίρνω µόνο ένα χάπι για την πίεση), την οικογένεια˙ έχω τώρα και µιά κορούλα Παϊσία, την εργασία και το κυριώτερο την πίστη µου στον Χριστό. Η µητέρα µου χαρούµενη µού λέει: «Παιδί µου, είσαι όλος ένα θαύµα».
Κάποτε στην Θεσσαλονίκη συνάντησε ο Άγιος έναν κληρικό-µαθητή του. Ενώ συνωµιλούσαν, τους πλησίασε µιά µαυροφόρα γυναίκα, πολύ πικραμενη, και είπε με ένταση και πόνο: «Πέστε µου, γιατί είναι άδικος ο Θεός; Μου πήρε τον άνδρα µου και τώρα το παιδί µου». Ο Άγιος δεν είπε τίποτε. Κοίταξε δεξιά-αριστερά και προσευχήθηκε.  Υστερα είπε στην γυναίκα: «Ευλογημενη, τώρα σαν µοναχή είσαι». Η γυναίκα ηρέµησε, έβαλε µετάνοια, φίλησε το χέρι του και έφυγε ευχαριστώντας.
Ακόµη και λίγο πριν από την κοίµησή του, όταν ήταν µεγάλοι οι πόνοι της ασθενείας του και ήταν σχεδόν ηµιθανής, δεν έπαυε να παρηγορή τον λαό του Θεού.
Νέος γνωστός του είχε σοβαρό πρόβληµα υγείας, που του δηµιούργησε θλιψη αβάσταχτη. Κατέφυγε σε ψυχιάτρους και έπαιρνε φάρµακα. Ο Άγιος τον κάλεσε ιδιαίτερα, τον είδε για λίγα λεπτά, του είπε δυό λόγια, αλλά η χαρά που πήρε το παιδί ήταν µεγάλη και απερίγραπτη.  Εφυγε άλλος άνθρωπος και πεταξε τα ψυχοφάρµακα.
Αν και ο ίδιος υπέφερε, έδινε όµως παρηγοριά στους άλλους.  Οσο ζούσε παρηγορούσε από την γη. Τώρα πια είναι παράκλητος από τους ουρανούς και µεσίτης προς τον Θεό.
«Μύρον εκκενωθέν»
Έλεγε ο Άγιος: «Ευωδία δίνει ο Θεός κάποτε σε ώρα προσευχής. Άλλοτε σε ώρα που δεν προσεύχεσαι. Αυτό είναι για να παρηγορήση, να ενδυναµώση και να πληροφορήση κάποια ψυχή, πάντως για κάποιον σκοπό. Είναι έντονη η ευωδία. Δεν µοιάζει με την ευωδία των αρωµάτων. Αισθάνεσαι µεγάλη ανακούφιση. Μερικές φορές δεν αντέχεις από την έντονη ευωδία».
Αυτή η θεϊκή ευωδία είναι δηλωτική της παρουσίας του Αγίου Πνεύµατος, σε μερη αγιασμενα η όπου υπάρχουν άγια Λείψανα.
*
Οχι µόνο αισθανόταν ευωδία ο Άγιος, αλλά και ο ίδιος είχε γίνει «ευωδία Χριστού». Άπειρες φορές τον πρόδιδε η θεία χάρις και πιστοποιούσε την αγιότητά του με ευωδία, που σαν «µύρον εκκενωθέν», εξερχόταν από τον ίδιο, από προσωπικά του αντικείµενα, η από χώρους όπου έζησε.
*
Μοναχός αγιορείτης διηγείται: «Η ευωδία, η οποία πήγαζε από τον Γέροντα, ήταν άλλο πράγµα. Πολλές φορές, όταν ασπαζόµουν το χέρι του, αισθανόµουν ένα υπερφυσικό άρωµα, σαν µύρο. Το ίδιο αισθανόµουν να εξέρχεται από το στόµα του και όταν µού µιλούσε, ενώ φυσιολογικά, λόγω της υπερβολικής του νηστείας, θα έπρεπε να εξέρχεται δυσοσµία. Επανειληµμενως είχε συµβή το ίδιο άρωµα να το πρωτοαισθάνωµαι µόλις περνούσα το ρέµα και να με συνοδεύη σε όλη την διαδροµή μεχρι να φθάσω στο Κελλί του, στην «Παναγούδα».
*
Ο αγιορείτης ιεροµόναχος Α. µαρτυρεί: «Με περίµενε ο Άγιος ένα πρωινό για να κάνουµε µιά εργασία µαζί.  Οταν του ασπάσθηκα το χέρι, αισθάνθηκα έντονη ευωδία, αλλά και όλη η αυλή ήταν πλήρης ευωδίας».
*
«Κάποια φορά», µαρτυρεί ο άγιος Γρηγόριος από την Ι. Μονή Τιµίου Προδρόµου Μεταµορφώσεως, «αισθανόµουν ευωδία, όπως από τα άγια Λείψανα. Ο παππούλης (π. Παΐσιος) ήταν σε µικρή απόσταση. Στην αρχή απορούσα, από που προέρχεται, και πλησιάζοντας κοντά του διαπίστωσα ότι η ευωδία εξερχόταν από τον Γέροντα».
Συνεννόηση με ετερογλώσσους
Είναι γνωστό ότι ο Άγιος εκτός από Ελληνικά δεν γνώριζε άλλη γλώσσα. Οµως συνέβη επανειληµμενως -όταν υπήρχε λόγος- με την γλώσσα της Πεντηκοστής να συνοµιλήση και να συνεννοηθή θαυµάσια με ετερο-γλώσσους.
*
« Ηµουν παρών», διηγείται ο ι. Ε. Κ., «κάποτε στο Κελλί του Γέροντα, µαζί με άλλους τρεις επισκέπτες και ένα Γάλλο, που δεν µιλούσε λέξη Ελληνικά.  Οταν ήρθε η σειρά του να µιλήση με τον Γέροντα, πήγαν πιο πέρα, και για δεκαπέντε λεπτά συνωµιλούσαν καθισμενοι στα κούτσουρα. Τους βλέπαµε που συζητούσαν με ενδιαφέρον. Πως επικοινωνούσαν, αφού δεν υπήρχε κοινή γλωσσα επικοινωνίας; Ο ξένος έφυγε χαρούµενος. Η ικανοποίηση φαινόταν έκδηλη στο πρόσωπό του».
*
Γάλλος περιηγητής είχε συµφωνήσει με κάποιον µοναχό να πάνε µαζί να δουν τον Γέροντα. Το βράδυ είχε αγρυπνία στο Μοναστήρι που έµενε. Ο µοναχός µετά την αγρυπνία πήγε στο Κελλί του να ξεκουραστή. Ο αλλοδαπός από τον πόθο να δη τον Γέροντα κατέβηκε µόνος του στο Καλύβι. Συνωµίλησαν θαυµάσια και από την συζήτηση σχηµάτισε την εντύπωση ότι ο Άγιος γνώριζε άπταιστα Γαλλικά.
*
Μαρτυρία π. Π. Λ.: «Βρέθηκα κάποτε στην “Παναγούδα” και ένας αλλοδαπος περίµενε να µιλήση με τον Γέροντα. Προσφέρθηκα να κάνω τον διερµηνέα. Αρχικώς ο Άγιος περίµενε να ακούση την µετάφραση των ερωτήσεων. Στην συνέχεια απαντούσε στις ερωτήσεις, πριν κάνω την µετάφραση!»
*
Πνευµατικό τέκνο του Γέροντα διηγείται: «Μια μέρα πήγα πολύ πρωί στην «Παναγούδα». Πέρασα στο Αρχονταρίκι και βρήκα έναν αλλοδαπό επισκέπτη. Μεχρι να ετοιµάση ο Άγιος το κέρασµα, με τα λίγα Αγγλικά που ήξερα, πιάσαµε την συζήτηση και µού είπε ότι χθες βράδυ ήρθε αργά. Καθυστέρησε, γιατί έχασε τον δρόµο, πέρασε η ώρα και ο Άγιος τον φιλοξένησε. Συζήτησαν χωρίς καµµιά δυσκολία, και ο ξένος νόµιζε ότι ο Άγιος ήξερε Αγγλικά».
Παράδοξες µεταβάσεις
Ο Άγιος, ενώ βρισκόταν στο Κελλί του στο Άγιον  Ορος, µεταφερόταν πολύ µακρυά για να βοηθήση κάποιον που κινδύνευε η για κάποιον άλλον λόγο. Οι άνθρωποι τον έβλεπαν και τον άκουγαν. Άλλοτε ήταν αθέατος, παρακολουθούσε και γνώριζε τι συµβαίνει σε κάποιο πρόσωπο, σε µιά οικογένεια η σε ένα µοναστήρι.
*
Στο µοναστήρι του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Σουρωτής έκειραν κάποια ηλικιωμενη µοναχή εσπευσμενα, λόγω του επικειμενου θανάτου της. Ο π. Παΐσιος δεν είχε πληροφορηθή ακόµη την ρασοφορία, ωστόσο, ενώ ήταν στο Άγιον Όρος, παρευρίσκετο και παρακολουθούσε την κηδεία, και δεν µπορούσε να καταλάβη ποιά µοναχή κηδεύουν.
*
Τις ημερες που πήγε να προσκυνήση στα Ιεροσόλυµα ήλθε µία παρέα νέων να τον δη. Ενώ απουσίαζε από το Κελλί του, αυτοί τον βρήκαν! Τους άνοιξε ο Άγιος, τους κέρασε λουκούµι, συζήτησαν και έφυγαν πολύ χαρούµενοι. Διανυκτέρευσαν στην Μονή Φιλοθέου και εκεί ανέφεραν ότι είδαν τον Γέροντα. Οι πατέρες απορούσαν πως τον βρήκαν, ενώ έλειπε. Την επομενη κάποιος Φιλοθεΐτης πήγε στην «Παναγούδα», αλλά δεν βρήκε τον Γέροντα. Ρώτησε σε γειτονικο Κελλί και επιβεβαίωσαν την απουσία του.
Το γεγονός αυτό είχε πληροφορηθή και ο τότε πορτάρης της Μονής Κουτλουµουσίου, ο νυν ηγούµενος Βατοπεδίου Αρχιµ. Εφραίµ και άλλοι πατέρες, και ειχε γίνει ευρύτερα γνωστό στο Άγιον Όρος.
*
Ο άγιος Γρηγόριος από το Μοναστήρι του Τιµίου Προδρόµου Μεταµορφώσεως Χαλκιδικής διηγείται: «Μια μέρα, που επισκέφθηκα τον Γέροντα στην «Παναγούδα», είχε πολύ κόσµο. Στο τέλος µού είπε να κοιµηθώ στο Καλύβι του. Φάγαµε κάτι πρόχειρο και είπε να ξεκουραστούµε, γιατί ήταν πολύ κουρασμενος και ξάγρυπνος. Είχε δυό βραδυές να κοιµηθή. Το πρωί που με κάλεσε για την ακολουθία, µού είπε:
– Δεν µ  άφησαν να κοιµηθώ όλη τη νύχτα.
– Ποιός, Γέροντα;
– Να, γινόταν έξω αγρυπνία.  Ηταν πολύ ωραία.
Ενώ βρισκόταν στο Άγιον Όρος συµµετείχε στην ολονύκτια που γινόταν σε Μοναστήρι έξω στον κόσµο.
Διόραση και προόραση
Ο Άγιος έχοντας το διορατικό και το προορατικό χάρισµα προγνώριζε, με την χάρι του Θεού, ενίοτε τον ερχοµό των επισκεπτών, την διάθεση, την πνευµατική τους κατάσταση, το όνοµα, τον τόπο καταγωγής, το θέµα που τους απασχολούσε, το παρελθόν και το μελλον τους. Είχε δική του τηλεόραση (πνευµατική) και έβλεπε ακόµη κάποιο πρόσωπο που ήταν µακρυά του, τι κάνει, πως περνά, με τι ασχολείται. Εγνώριζε άλλοτε τι γράφει ένα γράµµα που του έστελναν και έδινε την απάντηση, χωρίς να το διαβάση˙ τι περιέχει ένα δέµα, χωρίς να το ανοίξη.
*
Είπε: « Οταν άρχισε ο πόλεµος στον Περσικό, αισθάνθηκα στον ύπνο µου έναν πόνο. Άκουγα ένα βουητό από κανόνια, βόµβες, αεροπλάνα και ξύπνησα. Κατάλαβα ότι είχε αρχίσει ο πόλεµος και γινόταν µεγάλο κακό. Όταν µετά ήρθε ένας πατέρας από το Κουτλουµούσι και µού είπε ότι άρχισε ο πόλεµος, απάντησα ότι έχει περίπου δύο ώρες που άρχισε. Το ίδιο αισθάνθηκα και την τρίτη ημέρα».
*
Ο κ. Τσολάκης Βασίλειος, Αστυνοµικός από Αριδαία, διηγείται: «Κάποιος γνωστος µου είχε πάει στο εξωτερικό. Δυστυχώς εκεί έµπλεξε με Προτεστάντες με αποτέλεσµα να αρνηθή την Ορθοδοξία και να γίνη Προτεστάντης.
»Μια μέρα με επισκέφθηκε στο γραφείο µου και βλέποντας την φωτογραφία του π. Παϊσίου µού είπε έντροµος: «Αυτόν τον ξέρω. Πριν δέκα χρόνια πήγα στο Κελλί του με άλλους δύο. Μόλις φτάσαµε µόνο εμενα δεν µού επέτρεψε να µπώ. Διότι µού είπε ότι είµαι αιρετικός, γιατί δεν πιστεύω στην Παναγία και στους Αγίους».
*
Ο κ. Θ., κάτοικος Χ., τελευταία παρακολουθούσε τις διαλέξεις κάποιας οργανώσεως από αυτές που σαν δηλητηριώδη µανιτάρια ξεφυτρώνουν κάθε τοσο στην χώρα µας με φιλοσοφικοεπιστηµονική δήθεν κάλυψη, αλλά υπόπτου περιεχομενου και στόχων. Μελετούσε επίσης σχετικά βιβλία και φυλλάδια που του έδιναν.  Οσα άκουγε η διάβαζε, είχαν σαν αποτέλεσµα να τον κάνουν να μην αισθάνεται καλά, κάπως σαν ζαλισμενος, θολωμενος, µπερδεμενος. Προβληµατιζόταν αν έπρεπε να συνεχίση, διχαζόταν και στενοχωριόταν. Κάποιος φίλος του που πληροφορήθηκε την δυσκολία του, του συνέστησε να πάη στο Άγιον  Ορος να συµβουλευθή τον γέροντα Παΐσιο. Πείσθηκε και ξεκίνησε για το Άγιον  Ορος, έβαλε µάλιστα στην δεξιά εξωτερική τσέπη του µπουφάν του την Αγία Γραφή, ενώ στην αριστερή εσωτερική τσέπη κάποιο βιβλίο και φυλλάδια της οργανώσεως.
Φθάνοντας στην «Παναγούδα» βρήκε τον Γέροντα περιτριγυρισμενο από πολυ κόσµο. Περίµενε μεχρις ότου έφυγαν οι άλλοι, εκτός από δύο, που ήθελαν να δουν ιδιαιτέρως τον Γέροντα. Σκεφτόταν πως να εκθέση το πρόβληµά του, αλλά ο Άγιος τον πρόλαβε και ρώτησε:
– Τι κάνει η Χ.; (ανέφερε την πατρίδα του).
– Καλά είναι, πάτερ, είπε γεµάτος απορία, για το πως ο Άγιος που τον έβλεπε πρώτη φορά, γνώριζε την πατρίδα του.
– Κοίτα Θ., (νέο ξάφνιασµα γιατί τον προσφώνησε με το όνοµά του), αυτό το βιβλίο που έχεις σ  αὐτή την τσέπη (και του έδειξε την τσέπη που είχε την Αγία Γραφή) είναι καλό και να το µελετάς, όσο πιο συχνά µπορείς, αλλά αυτά που έχεις εδώ (και του έδειξε αριστερά στο στήθος) πέταξέ τα το συντοµώτερο, γιατί… έχει τρελλοκοµείο η Χ. (πατρίδα του); Αν δεν έχη θα πας αλλού».
*
Στο Στόµιο, ενώ καθόταν με ανθρώπους στο Αρχονταρίκι, έλεγε: « Ερχεται ο Βασίλης και ο Δηµήτρης», και σηκωνόταν να µαγειρέψη η να ετοιµάση καφέ.
Απορούσαν οι άλλοι πως το ξέρει.
*
Υπήρχαν και µερικοί που ζητούσαν να λάβουν πείρα «του εν αυτώ λαλούντος Χριστού».  Ηθελαν να διαπιστώσουν αν ο Άγιος έχη διορατικό και προορατικό χάρισµα.
Αξιωµατικός που ήταν στα ραντάρ θέλησε να δοκιµάση αν και το «ραντάρ» του Γέροντα λειτουργή καλά, αλλά «πιάστηκε» από αυτό. Δηλαδή «έπιασε» και απεκάλυψε τους λογισµούς του.
Στην Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Μεταμορφώσεως
Στην Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Μεταμορφώσεως
*
Σε γνωστή του µοναχή είπε: «Σε βλέπω (από το Άγιον Όρος) που διαβάζεις συνέχεια τον βίο του αγίου Αρσενίου. Καλά κάνεις, να τον διαβάζης».
*
Κάποιος χτύπησε το καµπανάκι, ενώ ο Άγιος έκανε εικονάκια στην πρεσσα. Κοίταξε από το παράθυρο και είδε ένα νέο. Δεν άνοιξε. Συνέχισε το εργόχειρο του. Τρεις φορές πήγε στο παράθυρο και προσεκτικά παρατηρούσε τον νέο.
Την τρίτη φορά µονολογούσε, «άντε στο καλό παλληκάρι», και εξήγησε στον παριστάµενο µοναχό: «Και να του ανοίξω δεν βγαίνει τίποτε, διότι έχει κάνει την καρδιά του σταύλο».
*
Κάποτε στον «Τίµιο Σταυρό» χτύπησε το καµπανάκι. Ο Άγιος κοίταξε από το παράθυρο και είδε έναν λαϊκό να περιμενη. Τον παρατηρούσε για λίγη ώρα και µονολογούσε: «Πετραχήλι έχει, παπάς δεν είναι». Αφού του άνοιξε και συζήτησαν απεκάλυψε ο επισκέπτης ότι ήταν µάγος και φορούσε κατάσαρκα πετραχήλι.
*
Μαθητής της Αθωνιάδος πήγε στον Γέροντα, και εκείνος τον ρώτησε: «Πόσα αδέλφια είστε;». «Οκτώ», απάντησε το παιδί. «Λάθος κάνεις», του είπε, «εννιά Στην Ι.Μ. Τιµίου Προδρόµου Μεταµορφώσεως είστε». Η µητέρα του ήταν έγκυος και ο µαθητής δεν το γνώριζε.
*
Πολλές φορές δεχόταν ελλάµψεις. Ενώ βάδιζε η συνωµιλούσε η εργοχειρούσε, λάµβανε ένα μηνυµα, µία πληροφορία για κάτι που συνέβαινε πολύ µακρυά σε κάποιο πρόσωπο. Το Άγιο Πνεύµα τον πληροφορούσε και ο Άγιος ανάλογα με την περίπτωση η άναβε κερί και προσευχόταν η έσπευδε αυτοπροσώπως να βοηθήση.
Χάρισµα ιάσεων
Ο άγιος Μάξιµος ο Οµολογητης θεωρεί το ιαµατικό χάρισµα επακόλουθο της αγάπης. Γράφει: «Ο την φυσικήν κατορθώσας φιλανθρωπίαν, µετά την τελείαν της φιλαυτίας αναίρεσιν, ιαµάτων δέχεται χάρισµα».
Τέτοιο χάρισµα έλαβε και ο Άγιος. Θεράπευσε πολλούς που έπασχαν από ασθένειες ανίατες, καρκίνο, λευχαιµία, καρδιοπάθεια, παραλυσία, τύφλωση, και έλυσε την στείρωση πολλών γυναικών.
Συνήθως προγνώριζε το πρόβληµα και την εξέλιξή του. Αν έβλεπε πίστη στον ασθενή, και ότι η θεραπεία δεν θα τον βλάψει πνευµατικά, με µόνο τον λόγο του, «δεν έχεις τίποτε, είσαι καλά», ο ασθενής έφευγε υγιής. Ενίοτε σταυρωνε τους αρρώστους με τα άγια Λείψανα και τους έχριε με έλαιον από το καντήλι της Παναγίας.
*
Διηγήθηκε ο Άγιος το εξής: «Χθες (Ιούλιος του 1992), φέρανε ένα παιδάκι εδώ, δέκα ετών, τελείως τυφλό. Μόλις το είδα, το ρώτησα: «Παιδί µου, τι θέλεις να σου δώση ο Χριστός;». Αυτό µού είπε: «Θέλω να γίνω καλό παιδί», και πριν προλάβω να προσευχηθώ το παιδί απέκτησε το φως του».
Ο Άγιος διηγήθηκε αυτό, για να παρηγορήση άλλον αόµµατο, αλλά απέκρυψε την δική του συµβολή, όπως και σε άλλες περιπτώσεις που απλώς αναφέρει ότι ο τάδε δεν έχει τίποτε, θα γίνει καλά.
*
Ο κ. Γκόλιας Ματθαίος από τα Ιωάννινα µαρτυρεί: «Ενός φίλου µου η κόρη, ηλικίας 17 ετών, έπασχε από σκλήρυνση κατά πλάκας και σιγά-σιγά παρέλυε. Πήγαµε στον Γέροντα και του αναφέραµε σχετικά. Λέει στον πατέρα της: «Η Γεωργία θα γίνει καλά και θα πάει να σπουδάση».
Σε διάστηµα ενός έτους η βελτίωση υπήρξε θεαµατική. Η Γεωργία έγινε τελείως καλά και σπούδασε στην Αθήνα. Έκτοτε δεν αρρώστησε ξανά».
*
Μαρτυρία Π. Δ. από Θεσσαλονίκη, αποφοίτου Αθωνιάδος: «Κάποιος µαθητής της Αθωνιάδος, ο Ι. Μ. κατά το έτος 1989 αρρώστησε από καρκίνο. Βρέθηκε ογκος πίσω από το µάτι. Πριν µπή στο χειρουργείο, πήγε ημέρα Σάββατο με τον πατέρα του στον Γέροντα. Ο πατέρας με δάκρυα παρακαλούσε να κάνη προσευχη και τον ρωτούσε επίµονα, αν θα γίνει καλά το παιδί του.
Ο Άγιος με σιγουριά τους είπε: «Μην στενοχωριέστε, δεν είναι τίποτε».
Έφυγαν κάπως παρηγορημενοι. Όταν την Τετάρτη πήγαν για την εγχείρηση, οι γιατροί κατόπιν εξετάσεων, διεπίστωσαν ότι ο όγκος είχε εξαφανισθή, δεν υπήρχε τίποτε και φυσικά εξεπλάγη-
σαν. Ο πατέρας και ο γυιός κατάλαβαν τι είχε συµβή και το Σάββατο ήρθαν πάλι στο Όρος και πήγαν χαρούµενοι στον Γέροντα, για να τον ευχαριστήσουν. Ο πατέρας και πάλι έκλαιγε, αλλ  αὐτή την φορα με δάκρυα χαράς, διότι με τις ευχές του Γέροντα σώθηκε το µάτι του παιδιού του».
*
Ο Ιεροµόναχος Α. ανέφερε: «Κάποια γυναίκα είχε 14 χρόνια παντρεμενη χωρίς να αποκτήση παιδί. Αγανακτούσε και έλεγε: «Γιατί ο Θεός να μην µού δώση και μενα παιδί;«. Ανέφερα στον Γέροντα την περίπτωση και µού είπε: « Ε, να κάνη ένα παδί, για να μην γογγύζη». Και όντως στο χρόνο απέκτησε».
*
Υπήρχαν και άλλες δυσκολώτερες περιπτώσεις, όπως ανέφερε ο Γέροντας: «Κάνω για ορισμενους χρόνια προσευχή και δεν βοηθιούνται, γιατί έχουν πείσµα, θέληµα, εγωισµό. Λένε: «Γιατί ο Θεός δεν µού δίνει αυτό;»
Και γιατί να µάς το δώση; Για να µάς κάνη πιο εγωιστές, πιο θεληµατάρηδες; Δεν τους ωφελεί αν το δώση. Είναι σαν να διατάζη µ  αὐτόν τον τρόπο τον Θεό. Ενώ, αν έλεγαν: «Αν θέλης, δώσε µου αυτό». Ο τρόπος προσευχής να είναι ταπεινός».
Έγραφε σε επιστολή (18-9-67): «Πολλές φορές επέµεινα στην προσευχή δια διάφορα θέµατα (απαιτητικώς) η ατοµικά µου η άλλων αδελφών και µετά αναγκάστηκα να ζητήσω συγγνώµην από τον Θεό και να ζητώ ξανά το αντίθετο.
Το Κελλί του Υπατίου την εποχή που διέμενε εκεί ο Άγιος
Το Κελλί του Υπατίου την εποχή που διέμενε εκεί ο Άγιος
Έκτοτε παρακαλώ ο,τι είναι συµφέρον της ψυχής να δίδη σαν καλός πατέρας, διότι όλη η θυσία Του έγινε δια να αποκαταστήση τις ψυχές µας στον παράδεισο κοντά Του».
Ο Άγιος δεν µεροληπτούσε, ούτε έκανε διακρίσεις. Το θέληµα του Θεού είναι διαφορετικό για τον κάθε άνθρωπο. Το βέβαιο είναι ότι όλοι παρηγορούνταν και ενισχύονταν από τον Γέροντα.
Αν δεν προηγηθή η ψυχική θεραπεία, η σωµατική µόνη της δεν ωφελεί, γιατί συνήθως οι θεραπευμενοι επανέρχονται στον ίδιο αµαρτωλό τρόπο ζωής.
Επεδίωκε όχι µόνο να θεραπευθή ο ασθενής, αλλά περισσότερο να σωθή η ψυχή του, για την οποία ο ίδιος ο Θεός έγινε άνθρωπος και έχυσε το αίµα Του.
Φυσικά το πιο µεγάλο θαύµα γι  αὐτούς που θεραπεύονταν ήταν ότι ενδυναµώνονταν στην πίστη, γίνονταν συνειδητά πιστοί, θεράπευαν την ψυχή τους από τα πάθη και δόξαζαν μέρα-νύχτα τον Θεό. Αυτό έχει απείρως µεγαλύτερη αξία και αιώνια διάρκεια.  Ηθελε να συνεργήσουν και οι ασθενείς στην θεραπεία τους. Να κάνουν έστω και µιά µικρή θυσία για τον Χριστό, π.χ. να κόψουν ένα πάθος τους, το τσιγάρο, το ποτό η κάτι άλλο.
Οταν οι θεραπευθέντες από ευγνωµοσύνη ήθελαν να προσφέρουν κάτι, ο Άγιος δεν το δεχόταν. Ζητούσε µόνο να τακτοποιηθούν πνευµατικά, να εξοµολογηθούν, να κοινωνούν και να ζουν ως καλοί Χριστιανοί. Δεν ζητούσε να κάνουν ελεηµοσύνες µεγάλες, να κτίζουν Εκκλησίες κ.λπ., ούτε επέβαλλε φορτία δυσβάστακτα. Αυτά τα άφηνε στην προαίρεσή τους. Η χαρά του Γέροντα ήταν µεγάλη, όταν µαζί με την σωµατική θεραπεία θεραπευόταν και η ψυχή του ασθενούς, βοηθιόταν όλη η οικογένειά του και δοξαζόταν το όνοµα του Θεού.
Προβολέας ακτίστου φωτός
Ο Σεβασµιώτατος µητροπολίτης Ξάνθης κ.κ. Παντελεήµων ως αυτόπτης µάρτυς αναφέρει: « Ηταν βαθύς όρθρος, µετά από διανυκτέρευση στην Καλύβη της «Παναγούδας». Διαβάσαµε την ακολουθία στο Εκκλησάκι του Κελλιού.
Λειτουργούσα (ως ιερεύς) και έψελνε ο γερο-Παΐσιος. Καθώς προχωρούσε η θεία Λειτουργία, ήλθε η ώρα της θείας Κοινωνίας. Ο Άγιος πλησίασε µετα πολλής ευλαβείας και συστολής να µεταλάβη των αχράντων Μυστηρίων.
Καθώς έσκυψε, έβγαλε το σκούφο του ελευθερώνοντας τα µαλλιά του.  Εκπληκτος παρατηρούσα ότι το πρόσωπό του με φανερά τα σηµεία της θείας αλλοίωσης είχε γίνει φωτεινό. Εξέπεµπε ιλαρό, έντονο φως! Θέαµα ασυνήθιστο για μενα, το οποίο µετέφερε μεσα µου τον γλυκασµό αυτής της θείας µαρµαρυγής. Δεν θέλησα να πω τίποτα. Κράτησα ως τίµιον δώρηµα στην µνήµη µου την φωτοφόρο µορφή του έτοιµη να υποδεχθή τον Κύριο της δόξης, και την καταθέτω, γιατί δεν ανήκει στην ελαχιστότητά µου, αλλά σε όλους όσοι αποζητούν παρηγοριά από το φωτοφόρο πρόσωπο του Γέροντα».
Γ’. ΠΡΟΣΦΟΡΑ
Προς την µητέρα Εκκλησία
Όπως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος είχε τρεις µητέρες, την φυσική του µητέρα, την Παναγία και την βροντή, διότι ωνοµάσθηκε από τον Κύριο «βοανεργές» (υιός βροντής), έτσι και ο Άγιος, εκτός από την µητέρα του Ευλογία και την Παναγία, αισθανόταν και την αγία µας Εκκλησία ως αληθινή του µητέρα. Είναι όντως µητέρα όλων των πιστών, αφού µάς αναγεννά με το Βάπτισµα και µάς τρέφει με την χάρι των µυστηρίων της.
Ο Άγιος τόνιζε ιδιαίτερα αυτή την σχέση του.  Εγραφε σε επιστολή του προς κάποιον νέον: «Μετά, όταν τελειώσης τις σπουδές, να κάνης ο,τι σε αναπαύει εντός των κόλπων της µητέρας Εκκλησίας».
Ηταν µοναχός με εκκλησιαστικό φρόνηµα και εκκλησιαστική συνείδηση. Οι εκκλησιολογικές του απόψεις ήταν ορθοδοξότατες. Πίστευε ότι η Εκκλησία κατέχει το πλήρωµα της αποκαλυφθείσης Αληθείας. Έλεγε: « Ο,τι έχει η Εκκλησία είναι λαµπικαρισμενο». Η σωτηρία των ανθρώπων κατορθώνεται στην Εκκλησία. Αισθανόταν ότι αποτελεί μελος της. Υπέτασσε το θέληµά του και θυσιαζόταν για το καλό της. Ακόµη και η άσκησή του είχε εκκλησιαστική αναφορά. Πίστευε ότι, «όταν διορθώσω τον εαυτό µου, διορθώνεται ένα κοµµάτι της Εκκλησίας». Η αγάπη του για αυτήν ήταν πολύ µεγάλη. Για την ευστάθειά της υπέµεινε κόπους και θυσίες, για την δόξα της προσευχόταν συνεχώς. Για την ενότητά της αγωνίστηκε πολυτρόπως. Έγραφε: «Δεν είµαι από εκείνους που έχουν κάνει την Ορθόδοξον του Χριστού Εκκλησίαν κόµµα. Αγαπώ τους καλούς εργάτας του Χριστού και βοηθώ όσο µπορώ».
Βοήθησε πολλούς νέους να γίνουν καλοί κληρικοί, εργάτες στον αµπελώνα του Κυρίου. Τους συµβούλευε: «Εργασθείτε ταπεινά μεσα στην Εκκλησία και ο Κύριος θα σας προδώσει (αναδείξει, φανερώσει) στα µάτια των ανθρώπων».
193422.p
Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός – π.Νήφων Βατοπαιδινός (ως λαϊκός) -Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης – Μητροπολίτης Λεμεσού κ.κ.Αθανάσιος
Κάποιοι από αυτούς σήµερα κοσµούν την Ιεραρχία.
Ήθελε οι κληρικοί να ετοιµάζουν τον λαό με την µετάνοια, για να αποφύγουµε την δικαία οργή του Θεού. Η διακονία τους να αποβλέπη στην σωτηρία των πιστών και στην δόξα της Εκκλησίας, όχι στην αυτοπροβολή.  Ελεγε για κληρικό που επετέλεσε έργο αξιόλογο, ότι «θα είχε αξία το έργο του, αν δεν ήταν κάτι το προσωπικό».
Ο ίδιος αθόρυβα από το ασκητήριό του παρακολουθούσε την εκκλησιαστικη κατάσταση με ενδιαφέρον. Προσευχόταν, µιλούσε, έγραφε και, όταν το έκρινε αναγκαίο, εξερχόταν στον κόσµο για κάποια εκκλησιαστική υπόθεση. Για ένα τετοιο θέµα βγήκε και συνάντησε τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυµο και άλλη φορά πήγε στον µητροπολίτη Φλωρίνης κ.κ. Αυγουστίνο. Εκείνος του είπε: «Καλόγερε, ήρθες να με ελέγξης;» «Όχι, Σεβασµιώτατε», απάντησε. «Το Ευαγγέλιο λέει «εάν αµαρτήση εις σε ο αδελφός σου, ύπαγε και έλεγξον αυτόν»36, δεν λέει για τον Πατέρα».
Του έβαλε εδαφιαία µετάνοια και στην συνέχεια του είπε κάτι, το οποίο δέχθηκε ο αγωνιστής Μητροπολίτης και έκτοτε τον είχε σε µεγάλη ευλάβεια. Αρκετοί Επίσκοποι τον συµβουλεύονταν και επιζητούσαν την επικοινωνία µαζί του.
Πονούσε πολύ, όταν υπήρχαν σκάνδαλα και εκκλησιαστικές κρίσεις. Τότε προσευχόταν περισσότερο. «Σας έγραψα το βαθύ πόνο µου», έγραφε σε επιστολή του σε µιά τέτοια περίοδο (12-4-75), και εξηγούσε γιατί συµβαίνουν αυτά: «Λείπει η πατερική πνευµατική αρχοντιά και επόµενο είναι να µαλώνουµε σαν τους γύφτους».
Για το πολυσυζητημενο θέµα των θρησκευτικών οργανώσεων ο Άγιος είπε:
«Τις χριστιανικές οργανώσεις να μην τις διαλύσουµε, αλλά να τις κάνουµε πατερικές». Ιδιαιτέρως σεβόταν τον Οικουµενικό θρόνο. Αναγνώριζε την πανορθόδοξη αποστολή του και κατανοούσε την δύσκολη θέση που βρίσκεται. Προσευχόταν πολύ και τον υπερασπίστηκε δηµόσια σε πολλές περιπτώσεις.
Από το Στόµιο είδαµε τον Γέροντα σφοδρό πολέµιο των αιρέσεων. Στα θέµατα της πίστεως ήταν ακριβής και ασυγκατάβατος. Είχε µεγάλη ορθόδοξη ευαισθησία, γι  αὐτό δεν δεχόταν συµπροσευχές και κοινωνία με πρόσωπα µή ορθόδοξα. Τόνιζε: «Για να συµπροσευχηθούµε με καποιον, πρέπει να συµφωνούµε στην πίστη». Διέκοπτε τις σχέσεις του η απέφευγε να δη κληρικούς που συµµετείχαν σε κοινές προσευχές με ετεροδόξους. Τα «µυστήρια» των ετεροδόξων δεν τα αναγνώριζε και συµβούλευε οι προσερχόµενοι στην Ορθόδοξη Εκκλησία, να κατηχούνται καλά πριν βαπτισθούν.
Καταπολέµησε τον οικουµενισµό και µιλούσε για το µεγαλείο και την µοναδικότητα της Ορθοδοξίας, την πληροφορία του αρυόµενος από την εν καρδία του θεία χάρι. Ο βίος του αποδείκνυε την υπεροχή της Ορθοδοξίας.
Για ένα διάστηµα είχε διακόψει, µαζί με όλο σχεδόν το υπόλοιπο Άγιον  Ορος, το µνηµόσυνο του πατριάρχου Αθηναγόρα για τα επικίνδυνα ανοίγµατά του προς τους Ρωµαιοκαθολικούς. Αλλά το έκανε με πόνο: «Κάνω προσευχή», είπε σε κάποιον, «για να κόβη ο Θεός μερες από μενα και να τις δίνη στον πατριάρχη Αθηναγόρα, για να ολοκληρώση την µετάνοιά του».
Χωρίς να επιδιώκη να φαίνεται οµολογητής, με τον τρόπο του, αντιδρούσε, µιλούσε και έγραφε σε εκκλησιαστικά πρόσωπα. «Η Εκκλησία», έλεγε, «δεν είναι καράβι του κάθε επισκόπου να κάνη ο,τι θέλει». Οι αντιδράσεις του αυτές συνωδεύονταν από πολλή προσευχή και αγάπη για την Εκκλησία, αλλά και για τους παρεκτρεπομενους, και προϋπέθεταν απάθεια, διάκριση και άνωθεν φωτισµό.
Ενα άλλο θέµα που απασχόλησε τον Γέροντα ήταν το θέµα του ηµερολογίου. Πονούσε για τον χωρισµό και προσευχόταν. Λυπόταν για τις παρατάξεις των παλαιοηµερολογιτών που είναι ξεκοµμενες σαν τα κλήµατα από την Αµπελο, και δεν έχουν κοινωνία με τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία και τις κατά τόπους αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Μερικές τέτοιες ενορίες στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη ενώθηκαν καθ  ὑπόδειξή του με την Εκκλησία κρατώντας το παλαιό εορτολόγιο.
Έλεγε: «Καλό ήταν να μην υπήρχε αυτή η εορτολογική διαφορά, αλλά δεν είναι θέµα πίστεως». Στις ενστάσεις ότι το νέο ηµερολόγιο το έκανε Πάπας, απαντούσε: «Το νέο ηµερολόγιο το έκανε Πάπας και το παλιό ειδωλολάτρης», εννοώντας τον Ιούλιο Καίσαρα.
Με την αγάπη, την προσευχή και την διάκρισή του, γνώριζε πότε να µιλά, πως να ενεργή και να βοηθά αθόρυβα την µητέρα Εκκλησία, αποφεύγοντας τα άκρα και θεραπεύοντας πληγές που ταλαιπωρούν το σώµα της Εκκλησίας και σκανδαλίζουν τους πιστούς.
Υπέρ του γένους και της Πατρίδος
Ο Άγιος, ξερριζωμενος από την βρεφική του ηλικία, και έχοντας ζήσει την φρίκη του πολέµου και της Κατοχής, γνώριζε από την πείρα του ότι το να «διάγωµεν ήρεµον και ησύχιον βίον» είναι µεγάλη ευλογία.
Αγαπούσε την Πατρίδα και έλεγε: «Και η Πατρίδα είναι µιά µεγάλη οικογένεια». Δεν επεδίωκε το εθνικό µεγαλείο, την δόξα και την ισχύ με την κοσµική έννοια, αλλά την ειρήνη, την πνευµατική άνοδο και την ηθική ζωή των πολιτών, για να µάς βοηθά και ο Θεός. Ούτε επιζητούσε την ασφάλεια για να απολαµβάνουν οι άνθρωποι τις ανέσεις τους.
Σε κάποιον  Ελληνα θερµό πατριώτη που ζούσε στην Αµερικη και προσπαθούσε να προβάλλη την Ελλάδα, συνέστησε ν  ἀγωνισθῆ για να αγιάση και ύστερα να προβάλλη σωστά και πνευµατικά και την Ελλάδα.
Οπως οι Προφήτες του Ισραήλ συµµετείχαν στην ζωή του έθνους ενεργά με τον τρόπο τους, προσεύχονταν, θρηνούσαν, έλεγχαν βασιλείς, κήρυτταν µετάνοια και προφήτευαν για τα επερχόµενα δεινά, το ίδιο και ο Άγιος δεν ήταν αδιάφορος και απαθής στα θέµατα της Πατρίδος. Ο προφήτης δεν ήταν εθνικιστης που έλεγε: «Δια Σιών ου σιωπήσοµαι». Το ίδιο και η στάση του Αγίου ήταν καθαρά πνευµατική.
Στα θέµατα της Πατρίδος δεν ήθελε οι Χριστιανοί να είναι αδιάφοροι. Πολύ λυπόταν που έβλεπε πνευµατικούς ανθρώπους να επιζητούν να βολευθούν οι ίδιοι και να μην ενδιαφέρωνται για την Πατρίδα. Ο καηµός του και η απορία του ήταν πως οι υπεύθυνοι δεν αντιλαµβάνονται που οδηγούµαστε. Ο ίδιος από παλαιά διέβλεπε την σηµερινή κατάσταση και ανησυχούσε, αλλά δεν διέσπειρε τις ανησυχίες του στον κόσµο. Έλεγε: «Από το κακό που επικρατεί σήµερα θα βγει µεγάλο καλό».
Πίστευε ότι ένας µοναχός µπορεί να βοηθήση ολόκληρο το Έθνος. «Άλλον ο Θεός τον κάνει µοναχό για να βοηθήση µιά οικογένεια και άλλον για να βοηθήση ολόκληρο Έθνος. Το Άγιον Όρος πολλά µπορεί να προσφέρη. Μπορεί να δηµιουργήση πάλι το Βυζάντιο από το οποίο προήλθε».
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Μορφή, χαρακτήρας και φυσικά χαρίσµατα του Αγίου
Η εξωτερική εµφάνιση του Γέροντα ήταν ενός συνηθισμενου µοναχού. Το ανάστηµά του μετριο, περίπου 1,60 µ. ύψος.  Ηταν πολύ λεπτός, σκελετωμενος από την πολυετή άσκηση, με ωραία, αρµονικά και λεπτά τα χαρακτηριστικά του προσώπου. Η όλη εµφάνισή του απέπνεε καλωσύνη και συµπάθεια.
Το βλέµµα του ζωηρό, εκφραστικό (εκφραζόταν και µιλούσε με τα µάτια του), διεισδυτικό και σπινθηροβόλο. Ειρήνη, σιγουριά και αρχοντιά συνώδευαν τις κινήσεις του. Τα γένια του μετρια, πυκνά και σχεδόν κατάλευκα πριν από την κοίµησή του. Τα µαλλιά του µιξοπόλια (ασπρόµαυρα) και πολύ πυκνά, έφθαναν ως τους ώµους του. Συνήθως φορούσε πλεκτό µάλλινο σκούφο, χοντρό για το κρύο. Σε εξόδους φορούσε τον συνηθισμενο αγιορείτικο.
Οι παλάµες των χεριών του µεγαλύτερες του κανονικού, στιβαρές, έδειχναν άνθρωπο που είχε ασχοληθή με χειρωνακτικές εργασίες. Τα πέλµατα των ποδιών του µεγάλα, δυσανάλογα προς το ανάστηµά του. Τα δόντια του έλειπαν σχεδόν όλα, εκτός από δύο στην άνω σιαγόνα και λίγα µπροστινά στην κάτω.
Δεν θέλησε να βάλη δόντια, αν και του πρότειναν πνευµατικά του τέκνα. Συγκατατέθηκε όµως και έβαλε δύο «γκυλιέδες», όπως ωνόµαζε τις θήκες.  Όταν γελούσε, φαίνονταν χαρακτηριστικά. Παρά την έλλειψη των δοντιών, µιλούσε καθαρά, και δεν φαινόταν αυτό σαν σωµατικό µειονέκτηµα. Η έκδηλη θεία χάρι σκέπαζε αυτή την έλλειψη και τον έκανε να φαίνεται «ωραίος κάλλει». Το πρόσωπό του ήταν φωτεινό και χαριτωμενο. Ολόκληρος ήταν «λαµπρόν της χάριτος γνώρισµα».
Οι αισθήσεις του παρέµειναν οξύτατες ως την κοίµησή του και λειτουργούσαν πολύ καλά. Με την όσφρησή του από ένα χιλιόµετρο µακρυά αισθανόταν κάποιον που κάπνιζε. Η ακοή του πολύ ευαίσθητη. Η όρασή του καταπληκτική.
paisios (7)Έβλεπε λεπτομέρειες από πολύ µακρυά. Με γυαλιά πρεσβυωπίας έκανε ξυλόγλυπτα με λεπτομερειες ως τα τέλη της ζωής του. Φαινόταν ένας φυσιολογικός άνθρωπος, αλλά έκρυβε στον «κρυπτόν της καρδίας άνθρωπον, τον κατά Θεόν κτισθέντα», την θεία χάρι που ήταν αδύνατο να κρυφθή και ασύλληπτο να κατανοηθή.
Αν και γέρων λευκόθριξ, ασθενής και χωρίς δόντια, ήταν όµως λέων. Είχε κάτι το δυνατό, το αποφασιστικό, το θεϊκό. Μεσα σε αυτό το ασθενικό και µικροκαµωμενο σώµα κρυβόταν µιά ψυχή ανδρεία, με πολλή δύναµη και θυµό.
Τον θυµό οι άγιοι Πατέρες τον ονοµάζουν νεύρο της ψυχής. Αυτή την δύναµη (θυµό) την έστρεψε προς το καλό και την αξιοποίησε για να επιτύχη τις αρετές. Δεν δίσταζε να ελέγξη κάποιον, όταν έκανε κακό που υπερέβαινε τα όρια, και να θυµώση απαθώς -«οργίζεσθε και µή αµαρτάνετε»- χωρίς να χάση την ειρήνη του, πάντοτε όµως υπερασπίζοντας κάτι ανώτερο και όχι τον εαυτό του. Μιλούσε τότε, όχι κυριευμενος από το πάθος της οργής, αλλά με πόνο ψυχής.
Ήταν από φύσεως ανοικτός και ευχάριστος, φιλόξενος και ελεήµων, γνήσιος Ανατολίτης. Αγαπούσε να διηγήται χαριτωμενες ιστορίες με πνευµατικό περιεχόµενο και να γελά από την καρδιά του: «Δυστυχώς σήµερα», έλεγε, «χάθηκε από τους πολλούς το φυσικό γέλιο».
Μπορούσε να ξεσπάση σε κλάµατα από συµπάθεια, να ασπασθή ως αδελφό του κάποιον πονεμενο που πρώτη φορά έβλεπε, και να κάνη κάθε θυσία για να τον αναπαύση και να τον βοηθήση. Και όλα αυτά τα έκανε από την καρδιά του φυσικά και αυθόρµητα.
Θυσιαζόταν για το πιστεύω του και για την αγάπη προς τον πλησίον. Απεχθάνετο την διπροσωπία, την χαμερπεία και την ασυνειδησία. Τιµούσε και σεβόταν τους εναρέτους, τους ευλαβείς, όσους είχαν ιδανικά και εργάζονταν για το καλό της Εκκλησίας και του Έθνους, τους φιλότιµους που είχαν πνεύµα θυσίας.  Ελεγε: « Εχω μεσα στην καρδιά µου αυτούς που έχουν καλωσύνη, ευλάβεια και απλότητα».
Στον πιο άσηµο άνθρωπο, αν µάλιστα ήταν πονεμενη και ευαίσθητη ψυχή, ταπεινωνόταν απεριόριστα, γινόταν χώµα. Αλλά γινόταν βουνό πανύψηλο, βραχος ασάλευτος στις απειλές, στους εκφοβισµούς, στις κολακείες, στις δωροδοκίες των δυνατών.  Ηταν απτόητος µπροστά στις απειλές, τον κίνδυνο και τον θάνατο.  Ηταν άτρωτος από συκοφαντίες, ακόµη και στα κτυπήµατα «των πολεµούντων αυτόν από ύψους» (δηλαδή των ισχυρών της γης).
Ηταν άνθρωπος με πλούσιο εσωτερικό περιεχόµενο. Είχε καρδιά με αισθήµατα εξαγνισμενα (άσχετα με κάθε συναισθηµατισµό).  Ηταν άνθρωπος τέλειος, άνθρωπος του Θεού. Μία θεότευκτη εικόνα με πολύτιµες ψηφίδες, τις αρετές.
Ενα «καθαρό και ακηλίδωτο έσοπτρο», που αντανακλούσε θείες ιδιότητες. Ο Άγιος ήταν φύση αγαθή, με καλές καταβολές, προικισμενος με σπάνια χαρίσµατα. Αλλά αγωνίσθηκε πολύ, αύξησε και διπλασίασε τα τάλαντά του. Ο Θεός του έδωσε πολλά, και ο Άγιος τα απέδωσε πολλαπλά.paisios4
Ηταν φαινόµενο ευφυΐας, ευστροφίας, ετοιµότητος. Σπάνια και ασυνήθης περίπτωση. Είχε καταπληκτική µνήµη. Θυµόταν κάποιον που έβλεπε µιά φορά για δεκαετίες. Κάποτε στην «Παναγούδα» τον επισκέφθηκε ένας ηλικιωμενος.
Ο Άγιος τον ρώτησε: «Είσαι ο Κοκκινέλης;». Πράγµατι ήταν ο Κοκκινέλης, με τον οποίο είχαν συνυπηρετήσει για λίγο στρατιώτες πριν από µισόν αιώνα. Ήταν μεσα σε όλα, χωρίς να ασχολήται με όλα. Γνώριζε τα του κόσµου, διαμενοντας στην έρηµο. Ήταν πνευµατικά µαζί με όλους, αγαπούσε όλο τον κοσµο και απείχε από όλους.
Γνώριζε πολλά χωρίς να έχη σπουδάσει. Συναναστρεφόταν άνετα και συζητούσε με επιστήµονες και άλλες προσωπικότητες, χωρίς να µειονεκτή. Αντιθέτως οι κατά κόσµον σοφοί τον συµβουλεύονταν.
Σε ερώτηση, αν µετανόησε που δεν σπούδασε, απάντησε αρνητικά. Μόνο για την γνώση της αρχαίας Ελληνικής έλεγε: «Αν είχα βγάλει κανά δυό τάξεις στο Γυµνάσιο, θα καταλάβαινα καλύτερα την Αγία Γραφή και τους αγίους Πατέρες». Ήταν όµως ακριβής στα λόγια του. Οι απαντήσεις του δεν άφηναν κενά.
Καταλάβαινες αυτό που ήθελε να πη και χωρίς λόγια. Με λίγα έλεγε πολλά. Με µιά παραστατική χειρονοµία έδινε να εννοήση κανείς ένα πρόσωπο, µιά ολόκληρη υπόθεση.  Ηταν από την φύση του καλλιτέχνης και ποιητής. Είχε την ικανότητα να γράφη ποιήµατα και τροπάρια, και να ζωγραφίζη.
Αγαπούσε τη νοικοκυρεμενη δουλειά.  Ο,τι έπιανε στα χέρια του, το έκανε με µεράκι, τέλεια· περισσότερο ο,τι είχε σχέση με τον Θεό και την Εκκλησία. Ειχε επιµονή και μεθοδο στην επίτευξη των στόχων του.
Στις σχέσεις του με τους άλλους ήταν απλός, αυθόρµητος, ζεστός και είχε ένα δικό του τρόπο, µιά πνευµατική τέχνη για να σε πλησιάση, να επικοινωνήση µαζί σου και να σε αναπαύση. Σε παρακολουθούσε σιωπηλά με προσοχή τεταμενη, σε άφηνε να µιλήσης και ερχόταν στην θέση σου. Φερόταν στους άλλους με ευαισθησία και λεπτότητα, και µόνο στον εαυτό του ήταν αυστηρός. Αυτές οι αντιθέσεις στον χαρακτήρα του συνέθεταν µιά θαυµαστή αρµονία: Επιείκεια προς τους άλλους και αυστηρότητα στον εαυτό του, ησυχία και κοινωνικότητα, απλότητα πίστεως και δεινότητα διανοητική, τήρηση με ευλάβεια των τυπικών και πνεύµα ελευθερίας.
Όποιον δρόµο και αν ακολουθούσε ο Άγιος στην ζωή του, θα διακρινόταν, γιατί ήταν «δοχείον χωρητικόν», µηχανή δυνατή, φακός µεγάλης εντάσεως.
Προτίµησε όµως να γίνη «κονσερβοκούτι» που αντανακλά τις ακτίνες του Ηλίου της δικαιοσύνης, και δείχνει τον Ήλιο, αντί να λάµψη πρόσκαιρα σ  αυτον τον ψεύτικο κόσµο με την δική του αυτοπροβολή. Αγωνίσθηκε πολύ με φιλότιµο και αυταπάρνηση.  Εδωσε τα πάντα στον Θεό, και υπέµεινε πειρασµούς και θλίψεις για τον Θεό. Βοήθησε αναρίθµητα πλήθη ανθρώπων. Μονοµάχησε με τον διάβολο και βγήκε νικητής. Τώρα ακούει την ευλογημενη φωνή: «Τω νικώντι δώσω αυτώ φαγείν εκ του ξύλου της ζωής, ο εστιν εν τω παραδείσω του Θεού µου»
gerodas_paisios_00122
Το μήνυµά του
Πρώτα πιστεύουµε στον Θεό και ύστερα αγαπάµε τον Θεό και την εικόνα του, τον άνθρωπο. Η πίστη αυξάνει με την προσευχή. «Πρόσθες ηµίν πίστιν».
«Όπως έχω καταλάβει, όλο το κακό προέρχεται από την απιστία. Όταν ο άνθρωπος δεν πιστεύη στον Θεό, θέλει να γλεντήση την ζωή του. Γι  αὐτό και επιδίδεται σε κάθε είδους αµαρτία».
«Ο άνθρωπος πρέπει να συλλάβη το βαθύτερο νόηµα της ζωής, ότι αυτή η ζωή είναι να ετοιµαστούµε για την άλλη. Από κει και πέρα, όπως ένας που ταξιδεύει να πάη κάπου χρειάζεται έναν οδηγό, έτσι και για το ουράνιο ταξίδι, πρέπει να βρη έναν οδηγό (Πνευµατικό). Μετά, να τον βάλη σε ένα πρόγραµµα, λίγη µελέτη, λίγη προσευχή, να αποφεύγη τις αφορμες της αµαρτίας, και το κοσµικό φρόνηµα που είναι το χειρότερο απ  ὅλα. Οπότε έτσι η καρδιά του θα είναι στον Χριστό».
«Πρέπει να αγωνιστούµε με φιλότιµο να σωθούµε, για να µή λυπήσουµε τον Χριστό. Θα µάς πει ο Χριστός: «Παιδί µου εγώ έκανα τόσα για να σε σώσω. Έχυσα το αίµα µου και υπέµεινα τόσα πάθη, εσύ τι έκανες για να σωθής»;
«Ο κάθε άνθρωπος πρέπει να βρη και να αγιάση την κλίση του. Ο προκοµμενος άνθρωπος, όπου και να βρεθή, είτε στον γάµο, είτε στον µοναχισµό, θα είναι επιτυχημενος».
«Να προτιµούµε τις θλίψεις και να τις δεχώµαστε καλύτερα από τις χαρές. Το πικρό φάρµακο πολλές φορές είναι καλύτερο από το γλυκό, διότι θεραπεύει. Η πραγµατική χαρά γεννιέται από τον πόνο».
«Εκείνο που εµποδίζει τον άνθρωπο στην προκοπή του στα πνευµατικά ειναι ότι δεν δουλεύει το µυαλό του σε ο,τι τον ωφελεί πνευµατικά αλλά σε αλλα πράγµατα».
«Πρέπει να µπή μεσα µας ο πόνος για την σύγχρονη κατάσταση για να µπορέσουµε να κάνουµε καρδιακή προσευχή».
«Σήµερα ήρθε η εποχή να διαχωρισθούν τα πρόβατα από τα ερίφια, οι πιστοι από τους απίστους. Αργότερα θα  ρθεῖ καιρός που θα δώσουµε εξετάσεις, θα υποστούµε και διωγµούς για την πίστη µας, και τότε θα φανεί το µπακίρι από το χρυσό».
«Όταν κάποιος στενοχωρήται γιατί υποφέρει για τους άλλους, πονά τους αλλους, κάνει τα δικά τους προβλήµατα δικά του, τότε αυτός έχει µισθό µάρτυρος
Οι άνθρωποι που θυσιάζουν τα πάντα πόσο χαριτωμενοι είναι! Ούτε προβλήµατα έχουν και λάµπει το πρόσωπό τους γιατί έχουν την θεϊκή χαρά συνέχεια».
«Όλη η βάση της πνευµατικής ζωής είναι να σκέφτεται τον άλλον και τον εαυτό του να τον βάζη τελευταίο, να μην τον υπολογίζη. Όταν έρθουµε στην θέση του άλλου και τον καταλάβουµε, τότε συγγενεύουµε με τον Χριστό».
«Η χάρις του Θεού είναι ακριβό πράγµα. Για νάρθη να κατοικήση μεσα στον άνθρωπο, πρέπει να βρη τον άνθρωπο να συµφωνή κατά Πνεύµα με τον Θεό και ο άνθρωπος να εξασκήση (εξαντλήση) όλο το ανθρώπινο. Ενώ εµείς θέλοµε να έλθη η θεία χάρις για να µάς απαλλάξη από τις αδυναµίες, χωρίς αγώνα.
Για να κατοικήση στον άνθρωπο το Άγιο Πνεύµα χρειάζεται πολύ αυταπάρνηση, πολύ φιλότιµο, ταπείνωση, αρχοντιά, θυσία. Η πνευµατική ζωή δεν είναι απόλαυση. Ο Χριστός έχει τοποθετήσει την µπρίζα, αλλά τα δικά µας καλώδια είναι σκουριασμενα και δεν δέχονται την θεία χάρι. Να ξεσκουριάσουµε τα καλώδια, ν᾽ αγωνιστούµε να γνωρίσουµε τον εαυτό µας, να κόψουµε τα πάθη µας, να αποκτήσουµε τις αρετές και έτσι θα µάς επισκεφθή η χάρις του Θεού». Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας.
Αµήν.
paisios5
Στις 13 Ιανουαρίου 2015 συνήλθε η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπόλεως και αποφάσισε την κατάταξη του μοναχού Παϊσίου του Αγιορείτου στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου έχει ως εξής:
«Συνῆλθεν, ὑπό τήν προεδρίαν τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος εἰς τήν τακτικήν συνεδρίαν αὐτῆς σήμερον, Tρίτην, 13ην Ἰανουαρίου 2015, πρός ἐξέτασιν τῶν ἐν τῇ ἡμερησίᾳ διατάξει ἀναγεγραμμένων θεμάτων.
Κατ᾿ αὐτήν, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος: ὁμοφώνως ἀποδεχθεῖσα εἰσήγησιν τῆς Κανονικῆς Ἐπιτροπῆς ἀνέγραψεν εἰς τό Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τόν μοναχόν Παΐσιον Ἁγιορείτην

Ο Άγιος παρηγορεί και συμβουλεύει
Ο Άγιος παρηγορεί και συμβουλεύει
Πνευματική διαθήκη του Αγίου
Πνευματική διαθήκη του Αγίου
paisios (5)

Κοινοποίηση:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου