Πέμπτη 17 Αυγούστου 2017

“Γέροντας Παΐσιος: ένας αλλιώτικος Άγιος”. Βιογραφικό άρθρο του π. Χρήστου


Περνάμε τις γιορτές (Χριστουγέννων, πρωτοχρονιάς και Φώτων) και συνηθίζεται να γεμίζουν οι ναοί από πολιτικά πρόσωπα. Πολλές φορές όμως ξεπερνιούνται τα όρια ύμνων στα πρόσωπα τους. Τι πρεμούρα άραγε κι αυτή;
Από του άμβωνος σε ώρα λειτουργίας να εκθειάζουμε κάθε πολιτικό άρχοντα που έρχεται στις ακολουθίες ότι αυτοί είναι οι τίμιοι, οι λεβέντες, οι πιστοί, οι πατριώτες, οι ηθικοί και οι καλοί οικογενειάρχες. Όχι σαν τους άλλους τους άθεους, τους άπιστους, τους ανήθικους, τους εχθρούς της πίστεως και της πατρίδος. Δεν ξέρω αλλά κάθε φορά που το ακούω αυτό σφίγγεται και πονάει η καρδιά μου. Αναπολώ με νοσταλγία μια προσωπική ιστορία που έζησα ατελείωτες φορές με τον γέροντα Παΐσιο.
Μεγάλωσα στην επαρχία και σ΄ ένα πάρα πολύ αυστηρό πνευματικό περιβάλλον. Τελείωσα το Λύκειο λίγο μετά την πτώση της δικτατορίας. Μέσα μου έμπαιναν πολλές εντολές, διατάγματα και κανόνες που ζόριζαν την εφηβική μου καρδούλα. Προσπαθούσα όμως να τα κάνω όλα πράξεις στη ζωή μου. Να γίνω ένας καλός χριστιανός. Το 1978 βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη και στη Θεολογική Σχολή. Ένας αέρας αμφισβήτησης παραμάζευε τα πάντα. Ήταν η αντίδραση της νεολαίας στον τρόπο που χειρίστηκε-εκμεταλλεύτηκε η δικτατορία την πίστη, την εθνικοφροσύνη, τα ιερά και τα όσια, την πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια. Όλα αυτά στα μάτια της νεολαίας είχαν γίνει (ευτυχώς) μισητά. Η αμφισβήτηση αυτοθεωρήθηκε (με μεγάλη ίσως δόση υπερβολής) ως αθεΐα.
Η συντριπτική πλειοψηφία της νεολαίας έψαχνε μέσα της να βρει την ισορροπία απέναντι σ’ αυτά που τόσο σκληρά είχαν θεωρηθεί μέχρι τότε πατρίδα και θρησκεία. Μέσα σ’ αυτούς προσπάθησα κι εγώ να πετάξω από μέσα μου όλα αυτά που (δίκαια ή άδικα) ένιωθα ότι με έπνιγαν. Αμφισβήτηση των πάντων, λοιπόν, την ίδια στιγμή που σπούδαζα Θεολογία. Έψαχνα να ισχυροποιήσω την άρνηση και όχι τη θέση μέσα μου. Και είχε όλο τούτο εδώ μια υπέροχη ομορφιά. Έβρισκα δεκάδες λάθη στην ιστορία της εκκλησίας, την παλιά και την καινούρια, και προσπαθούσα να τα στηρίζω σε κείμενα και γεγονότα. Παρακολουθούσα αντίστοιχες συζητήσεις, ομιλίες και διαλέξεις και προσπαθούσα να ενταχθώ σ’ αυτό το κίνημα και σ’ αυτό το ρεύμα. Το μόνο που έμεινε ανέγγιχτο, ιερό και όσιο μέσα μου ήταν η μορφή του γέροντα Παΐσιου. Ήταν η εποχή, που ακόμα δεν είχε γίνει χαμός με τον πολύ τον κόσμο. Στο Άγιο Όρος άκουγες και θετικά και αρνητικά γι΄ αυτόν. Βρέθηκα, λοιπόν κι εγώ κοντά του.
Πήγαινα εκεί και είχα το θράσος ή αν θέλετε την τρέλα να του λέω συνέχεια δικούς μου σχολιασμούς και σκέψεις για ό,τι αρνητικό μου κατέβαινε στο μυαλό, για πράξεις γεγονότα υπαρκτά και ανύπαρκτα στη ζωή της Εκκλησίας. Έτσι οι παπάδες, έτσι οι δεσποτάδες, έτσι οι καλόγεροι, έτσι κοροϊδεύουμε τον κόσμο, έτσι τους εκμεταλλευόμαστε, έτσι κατάντησε η Εκκλησία. Έλεγα, έλεγα, έλεγα και σταματημό δεν είχα. Κι ο γέροντας τι έκανε άραγε; Φώναζε, αφόριζε, προσπαθούσε να με πείσει για το αντίθετο; Όχι, φυσικά. Έκανε κάτι που έκανε κι ο Χριστός μας σε κάθε έναν απέναντί Του. Αγκάλιαζε, χαμογελούσε και περίμενε. Τι περίμενε; Όταν βαριόμουν να μιλάω άλλο, σηκωνόταν κι εγώ αμέσως του έριχνα την ατάκα: «Βαρέθηκες τώρα να με ακούς και φεύγεις». «Όχι, παιδάκι μου, πάω να σου φέρω κάτι». Τι ήταν αυτό; Λίγα λουκούμια και νεράκι δροσερό. «Τώρα, γέροντα, μου τα ΄φερες αυτά για να με καλοπιάσεις;» κι αυτός μ’ ένα υπέροχο και γλυκύτατο πείραγμα απαντούσε: «Όχι, βρε Χρηστάκη, να φας, να πάρεις δύναμη και να μου τα ξαναπείς. Μ’ αρέσει να σ’ ακούω». «Τι σ’ αρέσει, βρε γέροντα, να ακούς; Εγώ για άθεα πράγματα σου λέω». «Όχι, όχι, όχι εγώ δεν τα ακούω έτσι. Κι αυτά λόγια για τον Θεό είναι από μια καρδούλα, που ψάχνει και΄ψάχνεται από τον Θεό. Εσένα σε αγαπάει πιο πολύ από μένα ο Θεούλης». «Τι λες, βρε γέροντα, πώς γίνεται αυτό; Εγώ τον πολεμάω τον Θεό.». «Ε κι αυτός σε πολεμάει με την αγάπη Του. Ξέρεις ο Θεός έχει ένα πολύ δυνατό όπλο, που πολεμάει τους ανθρώπους: την αγάπη Του. Εσένα λοιπόν αυτό το όπλο βάζει πρωί και βράδυ και σε πυροβολεί. Με αγάπη, αγάπη, αγάπη ατελείωτη». «Μη με μπερδεύεις, γέροντα. Εγώ θα συνεχίσω να σου λέω όλα αυτά τα αρνητικά, που στο μυαλό μου έρχονται και ξανάρχονται και τελειωμό δεν έχουν». Έτσι πήγαινε η κουβέντα μας. Πολλές φορές διακόπτονταν από επισκέπτες, που έρχονταν να δουν, να κουβεντιάσουν και να πάρουν την ευχή του γέροντα. Κι εγώ πολλές φορές τον πείραζα κι εδώ πάλι περίσσευε το θράσος μου. «Πήγαινε τώρα να τους κοροϊδέψεις και να τους πεις ιστορίες». Κι αυτός πάντα με ένα χαμόγελο και ένα χάδι στο μάγουλο μου ζητούσε να κεράσω τους επισκέπτες μας. «Είναι ο Χρηστάκης μου» έλεγε σε μερικούς προσκυνητές. «Τον αγαπάω γιατί έρχεται εδώ και μου λέει πολύ ωραία πράγματα». Όταν έφευγαν οι προσκυνητές πάλι μαζί, πάλι εγώ τις ίδιες κουβέντες αμφισβήτησης αλλά και πάλι ο γέροντας χαμόγελο, αγκαλιά αλλά και όρεξη να μ’ ακούει. «Πες μου Χρηστάκη μου, πες μου. Μ’ αρέσει να σ’ ακούω». Κι εγώ πάλι από την αρχή λες και δοκίμαζα τις αντοχές του. Ποτέ δεν αντέδρασε, ποτέ δεν με πολέμησε, ποτέ δεν μ’ έβαλε απέναντι. Πάντα έμενα με την απορία: γιατί το κάνει άραγε αυτό; Όταν έφτανε απόγευμα κι ετοιμαζόμουν να φύγω με κοίταγε στα μάτια, με αγκάλιαζε και μου έλεγε: «Χρηστάκη, θέλω να ξανάρθεις σύντομα για να τα ξαναπούμε… Πότε θα ξανάρθεις;». «Σε λίγες μέρες, γέροντα». «Να ξανάρθεις, ε, γιατί σ’αγαπάω πολύ, να το ξέρεις. Δεν σε στενοχώρησα με κάτι;». «Τι λες, βρε γέροντα, γιατί να με στενοχώρησες;». «Να, βρε παιδάκι μου, ξέρω γω. Να, μ’ αυτά που σου λέω. Εγώ αγράμματος είμαι. Εσύ σπουδάζεις κι εγώ ο αγράμματος μπορεί να σου είπα καμιά κουβέντα, που να μην ταιριάζει». Με αγκάλιαζε, με φιλούσε, μου χαμογελούσε και με χαιρετούσε λες και ήμουνα ό,τι πιο αγαπημένο είχε. Αυτό γινόταν δυο και τρεις φορές κάθε μήνα. Τα δυο πρώτα χρόνια του πανεπιστημίου πέρασαν έτσι. Μια μέρα στο Άγιο Όρος, μόνο όμως επίσκεψη στον γέροντα Παίσιο και μετά έφευγα. Πάλι έξω μόνος μου με τον εαυτό μου, τις σκέψεις μου, τις αποφάσεις μου και τα ατελείωτα ερωτηματικά μου: Τι είναι Θεός, πίστη, Εκκλησία, μυστήρια, παπάδες, δεσποτάδες και καλόγεροι.
Τα δυο τελευταία χρόνια όμως της Θεολογικής Σχολής με εκδικήθηκαν οι σκέψεις μου, οι αναζητήσεις μου, οι προβληματισμοί μου. Ερωτεύτηκα τη μοναχική ζωή και έγινα «άτυπα» δόκιμος μοναχός σε μεγάλη και ξακουστή μονή του Αγίου Όρους. «Απέκτησα» κελί δικό μου, έμπαινα κι έβγαινα στο μοναστήρι, άφησα γένια και μαλλιά, πήρα στο χέρι μου ένα τεράστιο κομποσκοίνι, διάβαζα ατελείωτα ασκητικά βιβλία, έκανα όλες τις ακολουθίες ημερήσιες και νυχτερινές, προσπαθούσα να διώχνω από μέσα μου κάθε σκέψη και φαντασία πονηρή, βρήκα πνευματικό και του έλεγα συνέχεια ότι θέλω να γίνω μοναχός. Η ζωή μου όλη νόμιζα ότι είχε φτάσει στα ύψη που μιλάει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακας ή άλλοι γεροντάδες της ερήμου. Μέρα νύχτα νηστεία, διάβασμα, προσευχή.
Είχα ξεχάσει όμως τον άνθρωπο του Θεού. Δυόμισι χρόνια δεν είχα την ανάγκη να επισκεφτώ τον γέροντά μου, τον γέροντα Παΐσιο. Γιατί άραγε; Τελείωνα τη Θεολογική Σχολή. Είχα πάρει την απόφαση. Δίνω το τελευταίο μάθημα Τρίτη εξεταστική περίοδο, ξενοικιάζω το σπίτι μου και παίρνω την απόφαση να φύγω για το μοναστήρι μου. Φτάνω στο Κουτλουμούσι το βράδυ και σκέφτομαι να πάω την άλλη μέρα στον γέροντα Παίσιο να πάρω την ευχή του και να κάνουμε κουβέντες ασκητικές. Ασκητής γαρ κι εγώ μεγάλος πλέον. Έτσι νόμιζα μέσα μου. Ξημερώνει το πρωί. Είναι Γενάρης μήνας και 20 πόντοι χιόνι έχουν σκεπάσει τα πάντα. Ένας ισχυρός βαρδάρης έχει παγώσει τα πάντα και η μετακίνηση φαίνονταν δύσκολη. Είμαι χαρούμενος γιατί σκέφτομαι ότι με τόσο χιόνι ο γέροντας ίσως να μην έχει κανέναν. Φτάνω στην Παναγούδα και έκπληκτος βλέπω ότι δεκάδες άνθρωποι περιμένουν υπομονετικά μέσα στην παγωνιά και το χιόνι να δουν τον γέροντα. Δεν το κρύβω ότι τσαντίστηκα αρκετά. Γιατί θα ‘πρεπε να ΄ναι τόσος κόσμος εδώ; Αλλά τα δυόμισι χρόνια που έχασα εγώ από κοντά του είχε εκτοξευθεί το λαϊκό προσκύνημα στην Παναγούδα. Κάποια στιγμή ξεπρόβαλε ο γέροντας και κοιτώντας μας όλους, αφού είπε μια καλημέρα, τόνισε: «Τιμή μας μεγάλη. Έχουμε εδώ μαζί μας κι έναν ασκητή». Καλόγερος δεν υπήρχε κανένας. Το άρρωστο δικό μου μυαλό θεώρησε ότι το έλεγε για μένα. «Τώρα θα καθίσω όσες ώρες κι αν χρειαστεί για να δω τον γέροντα». Πέρασε μια παρέα, μετά μια άλλη και μια άλλη και κάποια στιγμή ξαναβγήκε ο γέροντας. Μπήκαμε όλοι στη σειρά να πάρουμε την ευχή του. Όταν έφτασα μπροστά του με κοίταξε με ένα παράξενο βλέμμα και εκεί που εγώ περίμενα να ακούσω «μπράβο, παιδί μου, που πας για μοναχός» και να μου πει κανένα όνομα ωραίο καλογερικό και να καυχιέμαι ότι θα ΄ναι ο νονός μου, αυτός όμως μου λέει με τόνο αυστηρό: «Φεύγεις από το Άγιο Όρος τώρα. Δεν πας στο μοναστήρι ούτε τα πράγματά σου να πάρεις». Με κοιτάει στα μάτια σαν τον αυστηρό τον δάσκαλο, που κάτι κακό έχει κάνει ο μαθητής του και προχωράει στους επόμενους. Μένω εγώ εκεί κομμάτια να πέφτω και να γκρεμοτσακίζομαι από τον δέκατο τρίτο ουρανό, να νιώθω τώρα μόλις, το χιόνι και την παγωνιά και γεμίζω δάκρυα. Τελειώνει η σειρά, επιστρέφει σε μένα ο γέροντας, με αγκαλιάζει και βλέπω κι από τα δικά του μάτια να τρέχουν δάκρυα. «Πού πας, Χρηστάκη μου; Τι πας να κάνεις; Φεύγεις τώρα αμέσως. Δεν είναι για σένα όλα αυτά». Και με μια απέραντη γλυκύτητα με κοιτάζει στα μάτια και μου λέει: «Και μη στενοχωριέσαι». Και πιάνοντας το δικό του ράσο συνεχίζει: «Και θα΄ρθει η ώρα που θα το βάλεις το ράσο, αλλά θα είναι άλλο ράσο, θα είναι αλλιώς, θα είναι χαρά σου, τρέλα σου, ευτυχία σου». Έφυγα αμέσως. Μέσα μου είχαν γκρεμιστεί τα πάντα, αλλά είχα ξαναβρεί τον γέροντά μου. Μια βδομάδα αργότερα ήμουν ξανά εκεί για να μου πει τι είχε γίνει.
«Για πες, βρε γέροντα, εγώ ένιωθα προσευχές, νηστείες, διαβάσματα θεϊκά σαν να ΄μουν ασκητής. Γιατί μου είπες να τα παρατήσω όλα αυτά; Τι ήταν όλα αυτά; Του Θεού ή του διαβόλου;». «Θυμάσαι, παιδάκι μου, πόσες κουβέντες κάναμε για όλα αυτά, που ψαχνόσουν μέσα σου τα προηγούμενα χρόνια; Τότε ήσουνα πιο κοντά στον Θεό. Τώρα σ’ όλα αυτά δεν είχες πουθενά τον Θεό μέσα σου. Είχε γίνει θεός σου ο εγωισμός σου».
Λάτρεψα τον γέροντα, έμεινα κοντά του, πήγα και ξαναπήγα και πάντα του ζήταγα να με σώζει απ΄ αυτόν τον δρόμο που νομίζεις ότι είσαι καλός Χριστιανός, αλλά που δεν έχει καμιά σχέση με τον Θεό και την Εκκλησία μας.
Έτσι λοιπόν ζυγώνουν οι άγιοι αυτόν που είναι στην αμφισβήτηση, στην απιστία και στην αθεΐα. Με αγάπη και υπομονή ατελείωτη. Ζούμε σε μια εποχή που καμωνόμαστε ότι διεξάγουμε πολέμους υπέρ πίστεως και πατρίδος. Είναι τραγικό να τους διεξάγουμε με αφορισμούς, με καταδίκες και με φτυσίματα. Ο Χριστός μας πρώτο όπλο μας έδωσε την αγάπη και την αγκαλιά μας. «Γέροντα, πώς διδάσκουμε τους ανθρώπους, τι να λέω στα παιδιά στο σχολείο σαν καθηγητής ή στα κηρύγματά μου;», «Αχ, παιδάκι μου καλό, ό,τι μπορείς να πετύχεις με ένα χαμόγελο, με ένα χάδι και με μια αγκαλιά δεν μπορείς να το πετύχεις με χιλιάδες ομιλίες. Πρωταρχική έννοια του Χριστού πάνω από το σταυρό ήταν να συγχωρέσει τους διώκτες Του. Τούτο προσπάθησαν μες στους αιώνες να αντιγράψουν και οι μάρτυρες της Εκκλησίας και οι όσιοι και οι άγιοι συγχωρώντας τους βασανιστές τους». Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έκανε πολλές εκατοντάδες χιλιόμετρα και έφτασε στα βάθη της Ανατολής για να κάνει κουβέντα με τους μοναχούς του Ισλάμ με την αγωνία της αγάπης να τους μεταφέρει τα βιώματά του από την πίστη του και τη ζωή του. Φυλακίστηκε, βασανίστηκε αλλά επέμενε. Όπλο του Θεού είναι μόνον η αγάπη. Όποιος πιστεύει ότι χρειάζεται και άλλα όπλα δεν είναι του Θεού.
Αυτές τις σκέψεις είχα κι εγώ μέσα στην καρδιά μου όταν αρχές του Οκτώβρη έβλεπα να οδηγούμαστε σε μία σφαγή και σε έναν πόλεμο χαρακωμάτων Εκκλησία και πολιτεία χωρίς κανέναν ουσιαστικό λόγο. Στη συνάντηση Εκκλησίας και Πολιτείας στις 6 του ίδιου μήνα Πέμπτη απόγευμα όλα γύρισαν αλλιώς χωρίς αίματα και νεκρούς. Βέβαια σίγουρα στενοχωρήθηκαν όλοι αυτοί που διψάνε για αίμα, που ζουν με φόβους και χαίρονται μόνο με εχθρούς και πολέμους. Όλοι βλέπουμε αυτές τις μέρες πόσο τραγικό είναι να βάζεις τον κόσμο να διαχωρίζεται και ο ένας να πολεμάει με μίσος τον άλλον και το αίμα να ρέει άφθονο και τα συμφέροντα να κάνουν αυτήν την έχθρα και αυτό το αίμα χρήμα και πλούτο.
Ο Χριστούλης πάντως που γεννήθηκε στη Φάτνη του σπηλαίου περπάτησε στη γη μας αγκαλιά με τους παραστρατημένους, τους παραπεταμένους, τους αμαρτωλούς, τους τελώνες και τις πόρνες της εποχής Του. Δεν μπήκε στα παλάτια και δεν έκανε παρέες με τους άρχοντες, τους Γραμματείς, τους Φαρισαίους, τους θρησκευόμενους και υποκριτές της κοινωνίας.
Δεν είναι λοιπόν καλύτεροι ή χειρότεροι οι πολιτικοί μας, οι βουλευτές μας ή οι παράγοντες του τόπου μας με βάση το κόμμα τους αλλά με βάση τα βιώματά τους, τη ζωή τους, τους στόχους, τα όνειρά τους και τις πράξεις τους. Αλλοίμονο αν η εκκλησία νιώθει ότι δεν μπορεί να αποδεχτεί την ελευθερία της σκέψης και της διαφορετικότητας. Ο Χριστός δεν ήρθε για κάποιους αλλά για όλους και η εκκλησία Του δεν αρκείται στους κάποιους, αλλά συνεχίζει να πάσχει και να αγωνιά μέχρι να΄ρθει και το τελευταίο πρόβατο στην αγκαλιά της.
π.Χρήστος Μήτσιος
Εφημέριος Τριλόφου, συγγραφέας, συνταξιούχος εκπαιδευτικός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου