Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017

Εξωτερικός θόρυβος και εσωτερική ησυχία ΑΓΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ



ΑΓΙΟΣ

Κεφάλαιο 4
- Ἐξωτερικός θόρυβος καὶ ἐσωτερική ἡσυχία
Ἀλλοίωσαν τὴν ἤρεμη φύση
Τὰ περισσότερα μέσα ποὺ χρησιμοποιοῦν σήμερα οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὴν ἐξυπηρέτησή τους κάνουν θόρυβο. Ἄχ, τὴν ἔχουν παλαβώσει μὲ τούς θορύβους τὴν ἤρεμη φύση! Τὴν ἔχουν ἀλλοιώσει καὶ μὲ ὅλα τὰ σύγχρονα μέσα τὴν ἔχουν καταστρέψει. Παλιά τί γαλήνη ὑπῆρχε! Πῶς ὁ ἄνθρωπος ἀλλοιώνεται καὶ ἀλλοιώνει, χωρίς νὰ τὸ καταλαβαίνη!
Ὅλοι τώρα ἔχουν μάθει νὰ ζοῦν μὲ τὸν θόρυβο. Βλέπεις, καὶ πολλά ἀπὸ τὰ σημερινά παιδιά, γιὰ νὰ διαβάσουν, θέλουν μουσική ρόκ! Δηλαδή περισσότερό τους ἀναπαύει νὰ διαβάζουν μὲ μουσική παρά μὲ ἡσυχία. Ἀναπαύονται στὴν ἀνησυχία, γιατί ὑπάρχει ἀνησυχία μέσα τους. Παντοῦ θόρυβος ὑπάρχει. Συνέχεια βοῦ, βοῦ... ἀκοῦς! Βοῦ, βοῦ..., γιὰ νὰ κόψουν ξύλα, βοῦ..., γιὰ νὰ γυαλοχαρτίσουν, βοῦ..., γιὰ νὰ ραντίσουν μὲ τὸν ψεκαστήρα. Μετά θὰ βροῦν ἄλλους ψεκαστῆρες σάν ἀεροπλάνα, ποὺ θὰ κάνουν πιὸ πολύ θόρυβο, καὶ θὰ ποῦν: «Ά, αὐτοί εἶναι πιὸ καλοί, γιατί ρίχνουν τὸ φάρμακο ἀπὸ πάνω καὶ δὲν μένει οὔτε μπουμπούκι ἄβρεχτο» καὶ θὰ θέλουν νὰ ἀγοράσουν ἀπὸ ἐκείνους καὶ θὰ χαίρωνται μ' ἐκείνους.

Μία τρύπα πάει νὰ κάνη ὁ ἄλλος, γιὰ νὰ βάλη ἕνα καρφί, καὶ βάζει τὸ... «βου»! Τί νὰ κάνη; Μία τρύπα στὸ νερό! Καὶ χαίρεται. Τὸ παράξενο εἶναι ὅτι καμαρώνει κιόλας! Γιὰ νὰ πάρη λίγο ἀέρα, παίρνει μηχανή μὲ μπαταρία, πάλι βοῦ... Παλιά, ὅταν ζεσταινόταν κανείς, ἔκανε λίγο ἀέρα μὲ τὸ χέρι του, ἐνῶ τώρα ξεκουφαίνεται, γιὰ νὰ κάνη λίγο ἀέρα! Καὶ στὴν θάλασσα τώρα ὅλα θόρυβο κάνουν. Ἔβλεπες ἄλλοτε τὰ καράβια μὲ τὰ πανιά νὰ πλέουν ἥσυχα. Τώρα κι ἕνα μικρό μοτέρ κάνει ντούκου- ντούκου!  Σὲ  λίγο  θὰ  κυκλοφοροῦν  οἱ  περισσότεροι  μὲ  ἀεροπλάνα.  Καὶ  ξέρεις  τί γίνεται;    γῆ  ἀπορροφάει  καὶ  λίγο  τὸν  θόρυβο.  Στὸν  ἀέρα θὰ  εἶναι...    Θεὸς νὰ φυλάξη!
Κατέστρεψαν καὶ τὰ ἅγια ἐρημικά μέρη
Τὸ ἀνήσυχο κοσμικό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μᾶς κατέστρεψε, δυστυχῶς, μὲ τὸν δῆθεν πολιτισμό τοῦ ἀκόμη καὶ τὰ ἅγια ἐρημικά μέρη, ποὺ γαληνεύουν καὶ ἁγιάζουν τὶς  ψυχές.    ἀνήσυχος ἄνθρωπος δὲν  ἡσυχάζει  ποτέ. Δὲν  ἄφησαν  πουθενά  τόπο ἥσυχο. Ἀκόμη καὶ τούς Ἁγίους Τόπους τούς ἔχουν κάνει τώρα!... Ὅπως ἀναφέρεται καὶ στὸν βίο τῆς Ἐρημίτιδος Φωτεινῆς93, στὴν ἔρημο, ὅπου εἶχε ἀσκητέψει, ἔκαναν μετά περίπτερα, καντίνες!... Μέσα στὰ ἀσκητήρια, ὅπου ἀσκήτεψαν τόσοι μοναχοί, τόσοι Ἅγιοι, πουλοῦσαν ἀναψυκτικά οἱ Ἄγγλοι! Πάει ἡ ἔρημος! Σπίτια, ραδιόφωνα, μαγαζιά, ξενοδοχεῖα, ἀεροδρόμια! Ἔγινε αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς: «Ἐκεῖ ποὺ



γύφτοι τὰ ὄργανα!». Θέλω νὰ πῶ, ἔτσι καταντήσαμε καὶ ἐμεῖς, ἐκεῖ ποὺ ἀσκήτευαν, ποὺ εἶχαν τὰ κομποσχοίνια οἱ μοναχοί, τώρα ἔχουν ραδιόφωνα,  ἀναψυκτικά!... Ἔ, φαίνεται, μετά ἀπὸ λίγα χρόνια δὲν θὰ χρειάζωνται αὐτά. Ὅπως δείχνουν τὰ πράγματα, γενικά, φαίνεται ἡ ζωή πλησιάζει στὸ τέλος. Τελειώνει ἡ ζωή, τελειώνει καὶ αὐτός ὁ κόσμος.
– Γέροντα, στὸ Ἅγιον Ὅρος ὑπάρχει τώρα τόπος ἥσυχος; – Ποῦ τόπος ἥσυχος καὶ ἐκεῖ τώρα; ἀφοῦ ἀνοίγουν συνέχεια δασικούς δρόμους!Αὐτοκίνητα   ἀπὸ   ἐδῶ,   αὐτοκίνητα  ἀπὸ   ἐκεῖ!   Ἀκόμη  καὶ   στὰ  πιὸ   ἐρημικά  καὶ ἡσυχαστικά μέρη ἔχουν πάρει αὐτοκίνητο. Ἀπορῶ τί ζητᾶνε αὐτοί οἱ ἄνθρωποι στὴν ἔρημο! Ὁ Μέγας Ἀρσένιος94 στὴν ἔρημο ἄκουγε τὰ καλάμια ποὺ σείονταν, ὅταν φυσοῦσε  γλυκά,  καὶ  ἔλεγε:  «Τί  θόρυβος  εἶναι  αὐτός;  Σεισμός  γίνεται;».  Ποῦ  νὰ ἔβλεπαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες αὐτὰ ποὺ γίνονται σήμερα!
Παλιά οἱ  διακονητές95   στὰ Κοινόβια, ἰδίως ὁ  τραπεζάρης καὶ    ἀρχοντάρης, πολύ κουράζονταν. Ἔπρεπε νὰ πλύνουν τὰ πιάτα, νὰ τρίψουν τὰ μπακιρένια σκεύη... Σήμερα ἔχουν εὐκολίες, ἔχουν διάφορα σύγχρονα μέσα καὶ τὰ περισσότερα κάνουν θόρυβο. Θυμᾶμαι, ἐμεῖς στὸ Κοινόβιο μὲ τὰ δοχεῖα κουβαλούσαμε τὸ νερό ἀπὸ μία πηγή καὶ μὲ τὸ μαγγάνι τὸ ἀνεβάζαμε σιγά-σιγὰ  στὸν τρίτο ὄροφο. Τώρα φέρνουν τὸ νερό μὲ τὴν μηχανή καὶ ἀκοῦς συνέχεια ντούκου-ντούκου. Τὰ ντουβάρια σείονται, τὰ τζάμια τρίζουν! Τουλάχιστον νὰ βάλουν ἕναν σιγαστήρα. Στὸν στρατό, μὲ τὸν ἀνταρτοπόλεμο, μὲ ἕναν σιγαστήρα φόρτιζα τὴν μπαταρία τοῦ ἀσύρματου, καὶ ἀπέναντι δὲν μὲ ἄκουγαν.
Ἦρθαν  μία  μέρα  στὸ  Καλύβι  μοναχοί  ἀπὸ  ἕνα  Μοναστήρι  καὶ  μιλοῦσαν δυνατά. «Πιο σιγά, λέω στὸν ἕναν, μᾶς ἀκοῦνε πιὸ πέρα!». Τίποτε αὐτός. «Πιο σιγά», τοῦ ξαναλέω. «Εὐλόγησον, Γέροντα, μοῦ λέει, συνηθίσαμε νὰ φωνάζουμε στὸ Μοναστήρι, γιατί ἔχουμε τὴν γεννήτρια καὶ μιλᾶμε δυνατά, γιὰ νὰ ἀκοῦμε». Ἀκοῦς ἐκεῖ; Ἀντί νὰ λένε τὴν εὐχή καὶ νὰ μιλοῦν σιγά, φωνάζουν, γιατί ἔχουν τὴν γεννήτρια! Καὶ τὸ κακό εἶναι ὅτι, ὅπως μερικά παιδιά ἀφήνουν τὴν ἐξάτμιση, γιὰ νὰ ἀκοῦνε ντούκου-ντούκου..., φθάνει αὐτὸ τὸ πνεῦμα τώρα καὶ στὸν Μοναχισμό. Ἐκεῖ πᾶμε τώρα, τὸ χαίρονται δηλαδή.
Εἶδα μία ἀδελφή σήμερα τὸ πρωί, ἦταν σάν τούς ἀστροναῦτες! Κατέβαινε ἀπὸ πάνω τὸν κατήφορο μὲ τὴν ψάθα στὸ κεφάλι, τὴν μάσκα στὴν μύτη, τὸ χορτοκοπτικό
στὸ χέρι, καὶ καμάρωνε. Οἱ ἀστροναῦτες δὲν καμάρωναν τόσο, ὅταν κατέβαιναν ἀπὸ τὸ φεγγάρι! Ἀκούω σὲ λίγο βοῦ... β... β... Κοιτάζω, ἔκοβε χόρτα μὲ τὸ χορτοκοπτικό! Νὰ μήν μείνη ἕνας χῶρος ποὺ νὰ μήν ἀκούγεται βοῦ... Τελείωσε αὐτή, ἔρχεται μετά καὶ ὁ ἄλλος μὲ τὸ πιὸ «βού», νὰ ὀργώση! Ἔτρεχε ἀπὸ 'δω, ἔτρεχε ἀπὸ 'κει. Μετά παίρνει ἄλλο μηχάνημα, νὰ σιάξη τὸ χῶμα. Βρέ, τί πάθαμε!
– Ἐπειδή ὅμως, Γέροντα, ὑπάρχουν αὐτὰ  τὰ μέσα ποὺ διευκολύνουν...
– Ὤ, ξέρετε πόσα μέσα ὑπάρχουν! Ὅσο μπορεῖτε, τὰ βουητά, τούς θορύβους νὰ τὰ ἀποφεύγετε. Τὸ βουητό μᾶς βγάζει ἔξω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Τί τὴν ἔχετε μετά κάτω στὴν πόρτα τὴν ταμπέλα νὰ γράφη «Ἠσυχαστήριο»; Γράψτε καλύτερα «Βουηστήριο» ἤ «Ἀνησυχαστήριο!». Τί νὰ τὸ κάνω τὸ Μοναστήρι, ἄν δὲν ἔχη ἡσυχία; Κοιτάξτε ἐκεῖ πέρα, ὅσο μπορεῖτε, νὰ τὰ περιορίσετε αὐτά. Ἀκόμη αὐτήν τὴν γλυκειά ἡσυχία δὲν τὴν καταλάβατε. Ἄν τὴν καταλαβαίνατε, θὰ μπορούσατε νὰ μὲ καταλάβετε καλύτερα καὶ νὰ  καταλάβετε  μερικά  πράγματα.  Ἄν  θὰ  γευόσασταν  ἀπὸ  τούς  πνευματικούς καρπούς τῆς ἡσυχίας, θὰ ὑπῆρχε ἀσφαλῶς καὶ ἡ καλή ἀνησυχία καὶ θὰ ἐπιδιώκατε περισσότερο τὴν ἁγία ἡσυχία τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

Ἡ ἡσυχία εἶναι μυστική προσευχή
Ὁ μοναχός μὲ ὅλα αὐτὰ   τὰ θορυβώδη μέσα διώχνει  τὶς  προϋποθέσεις  τῆς προσευχῆς  καὶ  τῆς  μοναχικῆς  ζωῆς.  Γι'  αὐτό,  ὅσο  γίνεται,  νὰ  μή  χρησιμοποιῆ θορυβώδη μέσα. Αὐτὰ   ποὺ θεωροῦν οἱ ἄνθρωποι σήμερα εὐκολίες, στὴν οὐσία δὲν τὸν ὠφελοῦν τὸν σκοπό του. Δὲν μπορεῖ νὰ βρῆ ὁ μοναχός μέσα σὲ μία τέτοια κατάσταση αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ξεκίνησε.
Ἡ ἡσυχία εἶναι μεγάλη ὑπόθεση. Ἀκόμη καὶ νὰ μήν προσεύχεται κανείς, καὶ μόνο μὲ τὴν ἡσυχία προσεύχεται. Εἶναι μυστική προσευχή καὶ πολύ βοηθάει στὴν προσευχή σάν τὴν ἄδηλη ἀναπνοή στὸν ἄνθρωπο. Αὐτός ποὺ κάνει δουλειά πνευμα- τική στὴν ἡσυχία βυθίζεται μετά στὴν εὐχή. Ξέρεις τί θὰ πῆ βυθίζεται; τὸ παιδάκι, ὅταν λουφάζη στὴν ἀγκαλιά τῆς μάνας, δὲν μιλάει. Εἶναι ἕνωση πλέον, ἐπικοινωνία. Γι' αὐτὸ πολύ βοηθάει τὸ Μοναστήρι νὰ εἶναι ἀπομακρυσμένο ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἀπὸ ἀρχαιολογικούς χώρους καὶ κοσμικούς θορύβους καὶ ἀπὸ τούς πολλούς ἀκόμη ἀνθρώπους.
Ἡ ἐξωτερική ἡσυχία, μακριά ἀπὸ τὸν κόσμο, μὲ τὴν διακριτική ἄσκηση καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, πολύ γρήγορα φέρνει καὶ τὴν ἐσωτερική ἡσυχία –τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς – ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν πνευματική λεπτή ἐργασία. Τότε πιά ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὴν ἐξωτερική ἀνησυχία, γιατί στὴν οὐσία μόνον τὸ σῶμα βρίσκεται στὴν γῆ, ἐνῶ ὁ νοῦς βρίσκεται στὸν Οὐρανό.
Τὸν θόρυβο ἅμα θέλη τὸν ἀκούει κανείς
– Γέροντα, ὅταν στὸ διακόνημα ὑπάρχη θόρυβος ἤ γιὰ τὸ ἐργόχειρο χρειάζεται μία μηχανή ποῦ κάνει θόρυβο, τί νὰ κάνη κανείς;
– Ὅταν καμμιά φορὰ τὸ ἐργόχειρο εἶναι θορυβῶδες, πολύ βοηθάει ἡ σιγανή ψαλμωδία. Ἄν δὲν μπορῆτε νὰ κάνετε εὐχή, νὰ ψάλλετε. Θέλει ὑπομονή. Ὅταν ἔρχωμαι μὲ τὸ καράβι, ἔχει πολύ θόρυβο. Κάθομαι σὲ μία γωνιά, κλείνω καὶ τὰ μάτια σάν νὰ κοιμᾶμαι, γιὰ νὰ μή μὲ ἐνοχλῆ ὁ κόσμος, καὶ ψάλλω – καὶ τί δὲν ψάλλω! Πόσα «Ἄξιον ἔστιν», πόσα «Ἅγιος ὁ Θεός»! Κάνει καὶ ἕναν κρότο τὸ καράβι ποὺ ταιριάζει ἀκριβῶς μὲ τὴν ψαλτική! Γίνεται ἰσοκράτημα στὸ «Ἄξιον ἔστιν» τοῦ Παπανικολάου, στὸ «Ἅγιος ὁ Θεός» τοῦ Νηλέως, σὲ ὅλα ταιριάζει αὐτός ὁ κρότος! Ψάλλω μὲ τὸν νοῦ μου, συμμετέχει ὅμως καὶ ἡ καρδιά.
Πάντως,  νομίζω,  δὲν  εἶναι  τόσο    ἐξωτερικός  θόρυβος  ποὺ  ἐνοχλεῖ,  ὅσο  ἡ μέριμνα. Τὴν φασαρία, ἄν θέλη, τὴν ἀκούει κανείς. Ἐνῶ τὴν μέριμνα δύσκολο νὰ τὴν ἀποφύγη. Ὁ νοῦς εἶναι ἡ βάση. Τὰ μάτια μπορεῖ νὰ κοιτάζουν κάτι καὶ νὰ μήν τὸ βλέπουν. Ὅταν προσεύχωμαι, μπορεῖ νὰ κοιτάζω, ἀλλὰ δὲν βλέπω. Περπατάω, καὶ μπορεῖ νὰ κοιτάζω ἕνα τοπίο κ.λπ., ἀλλὰ νὰ μήν τὸ βλέπω. Ὅταν δυσκολεύεται κανεὶς νὰ λέη τὴν εὐχή μέσα στὸν θόρυβο, εἶναι γιατί ὁ νοῦς δὲν εἶναι δοσμένος στὸν Θεό.
Πρέπει νὰ φθάση ὁ ἄνθρωπος στὴν θεία ἀφηρημάδα, γιὰ νὰ ζήση τὴν ἐσωτερική ἡσυχία καὶ νὰ μήν ἐνοχλῆται ἀπὸ τὸν θόρυβο στὴν προσευχή. Φθάνει στὸ σημεῖοἐκεῖνο τῆς θείας ἀφηρημάδας ποὺ δὲν ἀκούει πιά τούς θορύβους ἤ τούς ἀκούει ὅταν θέλη ἤ, μᾶλλον, ὅταν κατεβαίνη ὁ νοῦς ἀπὸ τὸν Οὐρανό. Καὶ θὰ φθάση σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἄν δουλέψη πνευματικά, ἄν ἀγωνισθῆ. Τότε θὰ ἀκούη ὅποτε αὐτός θέλει.
Ὅταν ἤμουν στὸν στρατό, εἶπα μία φορά σὲ ἕναν εὐλαβῆ συστρατιώτη μου:«Στὸ τάδε μέρος θὰ συναντηθοῦμε». «Μα ἐκεῖ ὑπάρχει μεγάφωνο», μοῦ λέει. «Άμα θέλη, τοῦ λέω, ἀκούει κανείς, ἄν δὲν θέλη, δὲν ἀκούει». Ὅταν εἶναι ὁ νοῦς μας κάπου, ἀκοῦμε; Ἐκεῖ στὸ δάσος, ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Καλύβι, γύμνωναν τὸ βουνό μὲ τὰ ἁλυσοπρίονα. Ὅταν διάβαζα ἤ προσευχόμουν καὶ ἤμουν προσηλωμένος, δὲν ἄκουγα τίποτε. Ὅταν σταματοῦσα, ὅλα τὰ ἄκουγα.

Νὰ σεβασθοῦμε τὴν ἡσυχία τῶν ἄλλων
Ὅταν δὲν εἴμαστε ἐμεῖς αἰτία γιὰ τὸν θόρυβο ποὺ ὑπάρχει, δὲν πειράζει, ὁ Θεὸς βλέπει. Ἀλλά, ὅταν ἐμεῖς εἴμαστε αἰτία, τότε εἶναι κακό. Γι' αὐτὸ πάντα πρέπει νὰ προσέχουμε, νὰ μήν ἐνοχλοῦμε τούς ἄλλους. Ἄν ἕνας δὲν θέλη νὰ προσευχηθῆ, τουλάχιστον νὰ μή βάζη παράσιτα καὶ στούς ἄλλους. Ἄν καταλαβαίνατε τὴν μεγάλη ζημιά ποὺ κάνετε στὸν ἄλλον ποὺ προσεύχεται, θὰ προσέχατε πάρα πολύ. Γιατί, ἄν κανεὶς δὲν τὸ νιώση σάν μία ἀνάγκη προσωπική καὶ σάν βοήθεια γιὰ τὸ σύνολο, ὥστε νὰ  τὸ  κάνη  μὲ  τὴν  καρδιά  του,  ἀπὸ  ἀγάπη  καὶ  ὄχι  ἀναγκαστικά,  ἀλλὰ    σάν πειθαρχία, αὐτὸ δὲν θὰ ἔχη καλά ἀποτελέσματα. Ὅταν τὸ κάνη μὲ σφίξιμο, σάν μία πειθαρχία, καὶ λέη, «τώρα πρέπει νὰ περπατήσω ἔτσι, γιὰ νὰ μήν ἐνοχλήσω, τώρα πρέπει νὰ μήν περπατήσω ἐλεύθερα...», εἶναι βάσανο! Σκοπός εἶναι νὰ τὸ κάνη μὲ τὴν καρδιά του, μὲ χαρά, ἐπειδή ὁ ἄλλος προσεύχεται, ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν Θεό. Πόσο διαφέρει τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο! Ὅ,τι κάνει κανεὶς μὲ τὴν καρδιά του, τὸ χαίρεται καὶ τὸν βοηθάει. Ὅταν τὸ αἰσθανθῆ σάν ἀνάγκη νὰ σεβασθῆ τὸν ἄλλον ποὺ προσεύχεται, αἰσθάνεται ἕνα δέος μετά. Καὶ ὅταν κανεὶς σέβεται τὸν ἄλλον, τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό τοῦ σέβεται καὶ τότε τὸν ἑαυτό του δὲν τὸν ὑπολογίζει, γιατί δὲν ἔχει φιλαυτία ἀλλὰ φιλότιμο. Νὰ μπαίνη ὁ ἕνας στὴν θέση τοῦ ἄλλου. Νὰ σκέφτεται: «Ἄν ἤμουν ἐγώ στὴν θέση ἐκείνου, πῶς θὰ ἤθελα νὰ μοῦ φερθοῦν; Ἄν ἤμουν κουρασμένος, ἄν προσευχόμουν, θὰ ἤθελα νὰ χτυποῦν ἔτσι τὶς πόρτες;». Ὅταν μπαίνης στὴν θέση τοῦ ἄλλου, τὰ πράγματα ἀλλάζουν.
Στὰ Κοινόβια πρῶτα τί ὄμορφα ἦταν! Ἡσυχία! Εἶχαν καὶ τὸ ρολόι ποὺ χτυποῦσε κάθε τέταρτο, γιὰ νὰ θυμᾶται καθένας νὰ λέη τὴν εὐχή. Καὶ νὰ ξεχνιόταν κανείς, ἄκουγε τὸ ρολόι ποὺ χτυποῦσε κάθε τέταρτο, καὶ ἄρχιζε πάλι τὴν εὐχή. Πολύ βοηθοῦσε τὸ ρολόι. Ἔλεγαν οἱ Πατέρες τὴν εὐχή καὶ εἶχε ἡσυχία, γαλήνη μεγάλη μέσα στὸ Μοναστήρι. Στὸ Κοινόβιο ποὺ ἤμουν στὸ Ἅγιον Ὅρος ἤμασταν ἑξήντα Πατέρες καὶ ἦταν σάν νὰ ἦταν ἕνας ἡσυχαστής. Εἶχαν ὅλοι τὴν εὐχή. Στὴν Ἐκκλησία λίγοι ἔψαλλαν καὶ οἱ περισσότεροι νοερά προσεύχονταν. Στὰ διακονήματα τὸ ἴδιο. Μία ἡσυχία παντοῦ! Δὲν μιλοῦσαν δυνατά οὔτε φώναζαν. Ἥσυχα ἔκαναν τὰ διακονήματά  τους.  Ὅλοι  ἀθόρυβα  κινοῦνταν  σάν  τὰ  πρόβατα.  Πάντα  ὑπῆρχε ἀθόρυβα μία κίνηση στὸ Μοναστήρι. Δὲν ἦταν ὅπως τώρα ποὺ ἔχουν στὰ Κοινόβια ὥρα  διακονίας,  ὥρα  ἡσυχίας...  σιωπητήριο!  Καθένας  κινιόταν  ἀνάλογα  μὲ  τὴν διακονία του.
Πρέπει νὰ ἀγαπήσουμε τὴν εὐλογημένη ἔρημο καὶ νὰ τὴν σεβασθοῦμε, ἐὰν θέλουμε  νὰ  μᾶς  βοηθήση  καὶ  αὐτή  μὲ  τὴν  ἁγία  της  ἐρημία  καὶ  τὴν  γλυκειά  της
ἠρεμία, γιὰ νὰ ἡμερέψουμε, νὰ ἐρημωθοῦν τὰ πάθη μας καὶ νὰ πλησιάσουμε στὸν Θεό. Χρειάζεται προσοχή μήν τυχόν καὶ προσαρμόση κανεὶς τὴν ἁγία ἔρημο μὲ τὸν ἐμπαθῆ ἑαυτό του. Αὐτὸ εἶναι μεγάλη ἀσέβεια (σάν νὰ πηγαίνης προσκύνημα στὸν Ἅγιο Γολγοθά μὲ μπουζούκια).
Καλοί λογισμοί, τὸ ἀντίδοτο τοῦ θορύβου
Φυσικά, ἐπειδή οἱ σημερινοί ἄνθρωποι χρησιμοποιοῦν, δυστυχῶς, θορυβώδη μέ- σα ἀκόμη καὶ γιὰ μικρές ἐξυπηρετήσεις, ἄν βρεθῆ κανεὶς γιὰ ἕνα διάστημα κάπου ποὺ ἔχει φασαρία, θὰ πρέπη νὰ καλλιεργήση καλούς λογισμούς. Δὲν μπορεῖς νὰ πῆς, «μή χρησιμοποιῆς αὐτό, μή χρησιμοποιῆς ἐκεῖνο, γιατί κάνει θόρυβο», ἀλλὰ νὰ φέρνης ἀμέσως καλό  λογισμό.  Π.χ.  ἀκοῦς ψεκαστήρα καὶ  νομίζεις  περνᾶ ἑλικόπτερο.  Νὰ σκεφθῆς: «Μπορεῖ νὰ ἦταν αὐτήν τὴν ὥρα μία ἀδελφή ἄρρωστη βαριά καὶ νὰ ἐρχόταν ἕνα ἑλικόπτερο νὰ τὴν πάρη γιὰ τὸ νοσοκομεῖο. Τί στενοχώρια θὰ εἶχα τότε; Δόξα τῷ Θεῶ, εἴμαστε ὅλες καλά». Ἐδῶ χρειάζεται τὸ μυαλό καὶ ἡ ἐξυπνάδα, ἡ τέχνη νὰ φέρης καλό λογισμό. Ἀκοῦς π.χ. τὸν θόρυβο τῆς μπετονιέρας, τοῦ ἀναβατόρ κ.λπ. Νὰ πεῖς:
«Δόξα σοί ὁ Θεός, δὲν γίνεται βομβαρδισμός, δὲν γκρεμίζονται σπίτια. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν εἰρήνη καὶ χτίζουν σπίτια».
– Καὶ ὅταν, Γέροντα, εἶναι χαλασμένα τὰ νεῦρα;
– Χαλασμένα τὰ νεῦρα; Τί θὰ πῆ αὐτό; Μήπως εἶναι χαλασμένος ὁ λογισμός; Τὸ πιὸ καλό ἀπ' ὅλα εἶναι ὁ καλός λογισμός. Κάποιος κοσμικός εἶχε φτιάξει σπίτι σὲ ἕνα ἥσυχο μέρος. Ἀργότερα ἀπὸ τὴν μία μεριά ἔγινε γκαράζ, ἀπὸ τὴν ἄλλη δρόμος καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἕνα κοσμικό κέντρο. Μέχρι τὰ μεσάνυχτα νταούλια. Δὲν μποροῦσε ὁ καημένος νὰ κοιμηθῆ, ἔβαζε ὠτασπίδες στ' αὐτιά, ἄρχισε νὰ παίρνη καὶ χάπια. Κόντευε νὰ τρελλαθῆ. Ἦρθε καὶ μὲ βρῆκε. «Γέροντα, αὐτὸ καὶ αὐτό, μοῦ λέει, δὲν μποροῦμε νὰ ἡσυχάσουμε. Τί νὰ κάνω; Σκέφτομαι νὰ φτιάξω ἄλλο σπίτι». «Νὰ βάλης καλό λογισμό, τοῦ λέω. Νὰ σκέφτεσαι, ἄν γινόταν πόλεμος καὶ στὸ γκαράζ ἐφτίαχναν τὰ τάνκς, δίπλα ἦταν νοσοκομεῖο καὶ ἔφερναν τὰ ἀσθενοφόρα τούς τραυματίες καὶ ἐσένα σου ἔλεγαν: «Κάθησε ἐδῶ. Σοῦ ἐξασφαλίζουμε τὴν ζωή, δὲν θὰ σὲ πειράξουμε. Μπορεῖς νὰ βγαίνης ἀπὸ τὸ σπίτι σου ἐλεύθερα μόνο στὴν ἀκτίνα ποὺ εἶναι κτισμένα αὐτά, γιατί ἐκεῖ δὲν θὰ πέση σφαίρα» ἤ «Νὰ μείνης στὸ σπίτι σου καὶ δὲν θὰ σὲ ἐνοχλήση κανείς», μικρό πράγμα θὰ ἦταν αὐτό; Δὲν θὰ τὸ θεωροῦσες εὐλογία; Γι' αὐτὸ τώρα νὰ πῆς: «Δόξα σοί ὁ Θεός, δὲν γίνεται πόλεμος, ὁ κόσμος εἶναι καλά καὶ κάνει τὶς δουλειές του. Στὸ γκαράζ ἀντί τάνκς φτιάχνουν τὰ αὐτοκίνητά τους οἱ ἄνθρωποι. Δόξα σοί ὁ Θεός, δὲν ὑπάρχει νοσοκομεῖο, τραυματίες κ.λπ. Δὲν περνοῦν τάνκς, αὐτοκίνητα περνοῦν καὶ οἱ ἄνθρωποι τρέχουν στὶς δουλειές τους». Ἄν φέρης ἔτσι καλό λογισμό, θὰ ἔρθη ἡ δοξολογία μετά». Κατάλαβε ὁ καημένος ὅτι ὅλη ἡ βάση εἶναι σωστή ἀντιμετώπιση καὶ ἔφυγε ἀναπαυμένος. Τὰ ἀντιμετώπισε σιγά-σιγὰ   μὲ καλούς λογισμούς, πέταξε καὶ τὰ χάπια καὶ κοιμόταν χωρίς δυσκολία. Βλέπεις μὲ ἕναν καλό λογισμό πῶς τακτοποιεῖται κανείς;
Μία  φορά  ταξίδευα  μὲ  τὸ  λεωφορεῖο  καὶ    εἰσπράκτορας  ἔβαλε  τὸ  ράδιο δυνατά. Μερικοί νεαροί ποὺ θρήσκευαν, εἶπαν ὅτι εἶναι καὶ ἕνας μοναχός καὶ τοῦ ἔκαναν ἐπανειλημμένως νόημα νὰ τὸ κλείση. Μία-δύο, τίποτε αὐτός, τὸ ἔβαλε πιὸ δυνατά. «Αφήστε τὸν, τούς εἶπα, δὲν πειράζει, μοῦ κάνει ἰσοκράτημα στὴν ψαλμωδία μού». Μὲ τὸν λογισμό μου ἔλεγα: «Ἄν, Θεὸς φυλάξοι, γινόταν ἕνα ἀτύχημα λίγο πιὸ πέρα καὶ ἀναγκάζονταν νὰ βάλουν στὸ δικό μας αὐτοκίνητο ἀνθρώπους σακατεμένους, ἄλλος νὰ εἶναι μὲ σπασμένο πόδι, ἄλλος μὲ σπασμένο κεφάλι, πῶς θὰ ἄντεχα αὐτήν τὴν σκηνή; Δόξα σοί ὁ Θεός, οἱ ἄνθρωποι εἶναι καλά καὶ τραγουδοῦν κιόλας»! Ἔτσι ταξίδευα μία χαρὰ ψάλλοντας.
Νὰ σᾶς πῶ καὶ ἄλλο παράδειγμα, γιὰ νὰ δῆτε πῶς τακτοποιεῖται κανεὶς σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις μὲ ἕναν καλό λογισμό! Ἤμουν στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ κάποιον γνωστό,. Ἐκεῖ εἶχαν μία γιορτή. Γιόρταζαν καὶ φώναζαν συνέχεια «ἅ λάλα...ἀχ» Χαλασμός γινόταν!  «Ἐν  ἀλαλαγμῶ...  καὶ  ἐν  κυμβάλοις  ἀλαλαγμού»!  Δὲν  καταλάβαινες  τί ἔλεγαν! Ὅλη νύχτα φώναζαν. Ὁ γνωστός μου νευρίασε, βγῆκε στὸ παράθυρο, δὲν ἔκλεισε μάτι. Ἐγώ μὲ ἕναν καλό λογισμό ποὺ ἔβαλα, κοιμήθηκα σάν τὸ πουλάκι. Θυμήθηκα τὴν Ἔξοδο τῶν Ἑβραίων ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἐνίωθα μία συγκίνηση.
Ἔτσι καὶ ἐσεῖς πάντα μὲ καλούς λογισμούς ὅλα νὰ τὰ ἀντιμετωπίζετε. Χτύπησεπ.χ. μία πόρτα; Νὰ πῆτε: «Ἄν, Θεὸς φυλάξοι, πάθαινε κάτι μία ἀδελφή, χτυποῦσε καὶ ἔσπαζε  τὸ  πόδι  της,  θὰ  κοιμόμουν  ἐγώ;  Τώρα  χτύπησε    πόρτα,  θὰ  εἶχε  κάποια δουλειά ἡ ἀδελφή». Ἄν ὅμως μία ἀρχίση νὰ κατακρίνη καὶ πῆ: «Χτύπησε τὴν πόρτα, ἀπρόσεκτη εἶναι! Τί κατάσταση εἶναι αὐτή!»., ποῦ νὰ ἡσυχάση μετά! Ἀπὸ τὴν στιγμή ποὺ θὰ βάλη τέτοιους λογισμούς, μετά τὸ ταγκαλάκι θὰ τὴν ἀναστατώση. Ἤ μπορεῖ νὰ ἀκούη μία ἀδελφή τὴν νύχτα τὰ ξυπνητήρια ποὺ χτυπᾶνε. Χτύπησε λ.χ. τὸ ἕνα μία φορά, μετά ἀπὸ λίγο ξαναχτυπάει τὸ ἴδιο. Ἄν σκεφθῆ: «Αὐτή ἡ ψυχή ἦταν κατάκοπη, δὲν μπόρεσε νὰ σηκωθῆ. Καλύτερα νὰ ξεκουραζόταν μισή ὥρα παραπάνω καὶ μετά νὰ ἔκανε τὰ πνευματικά της», δὲν θὰ ἀνησυχήση οὔτε θὰ στενοχωρηθῆ ποὺ ξύπνησε. Ἄν ὅμως σκεφθῆ τὸν ἑαυτό της ποῦ ξύπνησε ἀπὸ τὰ ρολόγια, μπορεῖ νὰ πῆ: «Τί γίνεται ἐδῶ; Δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάση κανεὶς λίγο!».. Γι' αὐτό, ὅσο βοηθάει ἕνας καλός λογισμός, δὲν βοηθάει καμμιά ἄλλη ἄσκηση.
Νὰ ἀποκτήσουμε τὴν ἐσωτερική ἡσυχία
Σκοπός εἶναι ὁ ἄνθρωπος νὰ τὰ ἀξιοποιήση ὅλα γιὰ ἀγώνα. Νὰ προσπαθήση νὰ ἀποκτήση τὴν ἐσωτερική ἡσυχία. Νὰ ἀξιοποιήση τὸν θόρυβο βάζοντας δεξιό λογισμό. Ὅλη ἡ βάση εἶναι ἡ καλή ἀντιμετώπιση. Ὅλα μὲ καλούς λογισμούς νὰ τὰ ἀντιμετωπίζη. Μέσα στὸν θόρυβο, ἄν πετύχη τὴν ἐσωτερική ἡσυχία, ἔχει πολλή ἀξία. Ἄν δὲν πετύχη τὴν ἡσυχία μέσα στὴν ἀνησυχία, οὔτε στὴν ἡσυχία θὰ ἡσυχάση. Ὅταν ἔρθη στὸν ἄνθρωπο ἡ ἐσωτερική ἡσυχία, ἡσυχάζουν ὅλα μέσα του, καὶ τίποτε δὲν τὸν ἐνοχλεῖ. Ἄν θέλη τὴν ἐξωτερική ἡσυχία, γιὰ νὰ ἡσυχάση ἐσωτερικά, ὅταν βρεθῆ στὴν ἡσυχία, τὴν ἡμέρα θὰ πάρη ἕνα καλάμι καὶ θὰ διώχνη τὰ τζιτζίκια καὶ τὸ βράδυ θὰ διώχνη τὰ τσακάλια, γιὰ νὰ μήν τὸν ἐνοχλοῦν. Θὰ διώχνη δηλαδή αὐτὰ   ποὺ θὰ μαζεύη    διάβολος.  Τί  νομίζετε;  Ποιά  εἶναι    δουλειά  του;  Ὅλα  μας  τὰ  φέρνει ἀνάποδα ὁ διάβολος, μέχρι ποὺ μᾶς ἀναποδογυρίζει.
Σὲ μία Σκήτη δύο γεροντάκια πῆραν ἕνα γαϊδουράκι ποὺ εἶχε ἕνα κουδουνάκι. Ἕνας νέος μὲ ἡσυχαστικές τάσεις παραπονιόταν γιὰ τὸ κουδουνάκι ποὺ εἶχε τὸ ζῶο καὶ πῆρε ὅλους τους Κανόνες, γιὰ νὰ ἀποδείξη ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἔχουν γαϊδουράκι στὴν Σκήτη! Οἱ ἄλλοι Πατέρες εἶπαν ὅτι δὲν τούς ἐνοχλεῖ. Τοῦ λέω: «Δὲν φθάνει ἐκεῖ πέρα ποῦ δὲν μᾶς ἀπασχολοῦν τὰ γεροντάκια, ἀλλὰ ἐξυπηρετοῦνται μὲ
τὸ γαϊδουράκι; Ἄν δὲν εἶχε κουδουνάκι καὶ τὸ ἔχαναν, θὰ ἔπρεπε νὰ πᾶμε ἐμεῖς νὰ τὸ βροῦμε. Παραπονιόμαστε κιόλας;». Ἄν δὲν ἔχουμε ἔτσι καλούς λογισμούς καὶ δὲν ἀξιοποιήσουμε τὰ πάντα στὰ πνευματικά, τότε καὶ σὲ Ἁγίους κοντά νὰ πᾶμε, δὲν θὰ κάνουμε προκοπή. Βρέθηκα λ.χ. σὲ στρατόπεδο; Νὰ ἀξιοποιήσω τὴν σάλπιγγα σάν καμπάνα καὶ τὸ ὅπλο νὰ μοῦ θυμίζη τὰ πνευματικά ὄπλα κατὰ τοῦ διαβόλου. Ἐὰν δὲν τὰ ἀξιοποιήσουμε ὅλα στὰ πνευματικά, θὰ μᾶς ἐνοχλῆ ἀκόμη καὶ ἡ καμπάνα. Ἤ ἐμεῖς θὰ τὰ ἀξιοποιήσουμε ἤ ὁ διάβολος θὰ τὰ ἐκμεταλλευθῆ. Ὁ ἀνήσυχος καὶ στὴν ἔρημο θὰ μεταφέρη τὸν ἀνήσυχο ἑαυτό του. Πρῶτα ἀπ' ὅλα ἡ ψυχή θὰ πρέπη νὰ ἀποκτήση τὴν ἐσωτερική ἡσυχία μέσα στὴν ἐξωτερική ἀνησυχία, γιὰ νὰ μπορέση νὰ ἡσυχάση ἔξω στὴν ἡσυχία.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

93. Ἡ Ἐρημίτις Φωτεινή γεννήθηκε στὶς 7 Ἰανουαρίου 1860 στὴν Δαμασκό τῆς Συρίας
ἀπὸ Ἕλληνες γονεῖς. Τὸ 1884 περίπου ἀνεχώρησε γιὰ τὴν ἔρημο πέρα ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη ποταμό. Τὸ 1915, ἐξ αἰτίας τοῦ Ἅ' Παγκοσμίου Πολέμου, ἀναγκάσθηκε νὰ πάη στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου ἔμεινε μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου. Στὴν συνέχεια πῆγε στὴν δυτική ἔρημό της Νεκρᾶς Θάλασσας, ὅπου καὶ ἀσκήτεψε μέχρι τὸν θάνατό της. (Βλ. Ἀρχιμ. Ἰωακείμ Σπετσιέρη, Ἡ Ἐρημίτις Φωτεινή, Ι. Καλύβη Ἄγ. Ἀναργύρων, Νέα Σκήτη, Ἄγ. Ὅρος 1994).
94. Βλ. Τὸ Γεροντικόν, Ἀββᾶς Ἀρσένιος κε΄, σ. 7
95. Ὁ ὑπεύθυνος μοναχός ἑνός διακονήματος.



Εισαγωγή στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο :

ΛΟΓΟΙ Α’ - ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ
ΓΕΡΟΝΤΟΣ  ΠΑΪΣΙΟΥ  ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΙΕΡΟΝ  ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ  ΙΩΑΝΝΗΣ  Ο  ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ  ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 1998
© Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Μοναζουσῶν
«Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου